Απ' όλες τις ευχές των ημερών, μαζεμένες και επιφυλακτικές για να μην ακουστούν ως ύβρις, πήρα και κράτησα μια. Την καταθέτω προς όλους τους συντρόφους και τις συντρόφισσες ως γνήσια και πηγαία. Προσωπική και συλλογική. Προερχόμενη από εκείνη τη βάση του λαού που δεν υποψιαζόμαστε, καθώς παραμένει βουβή, αλλ' ίσως όχι άπραγη. Είναι οργισμένη, αλλά όχι φοβισμένη. Ανθρωποι χαμένοι στην ομοιογένεια κι όμως ξεχωριστοί. Που κι όταν δεν μπορούν να κάνουν το μεγάλο βήμα, το αναγνωρίζουν στους άλλους κι ίσως έχουν στην άκρη και μια γωνιά να εμπιστευτείς, να ξαποστάσεις κι ας μην τους δεις ξανά.
«Καλή χρονιά και καλό πόλεμο κυρά μου», μου είπε, σ' ένα κατάστημα φθηνών δώρων, μια γυναίκα γύρω στα εξήντα. Με όψη καλοβαλμένης μικροαστής, που βγήκε να κάνει παρέα στη φιλενάδα της, την ιδιοκτήτρια. Μαγαζί παλιό, προσιτό, με δυο άτομα προσωπικό, που είχε άδεια κανονική και το δουλεύει μια γυναίκα που έστησε μονάχη της κοτζάμ οικογένεια.