Δεν σε αναγνωρίζω ρε φίλε. Δεν σε αναγνωρίζω ρε άνθρωπε Ελληνα του διαβόητου 21ου αιώνα. Ούτε συμπολίτη θέλω να σε πω, ποτέ σύντροφος άλλωστε δεν ήσουν, εκείνο δε το συνάνθρωπε, εκείνο το ρε πατριώτη, κάπου κάπου σου κόλλαγε και δεν μετάνιωνα την καλημέρα που αντάλλασσα μαζί σου. Ησουνα περήφανος για την προσφυγική καταγωγή σου. Κι ο διπλανός μας ακόμη περισσότερο, εκείνος που ανδρώθηκε στις γερμανικές αλυσίδες παραγωγής αλλά έμεινε λεύτερος, έλεγε, στο πνεύμα. Αμ εκείνη την άλλη τη φιλενάδα μας, την κοσμοπολίτισσα, που της άρεσε η έθνικ μουσική κι έκλαιγε με τα παιδάκια στα φανάρια και για τη δυστυχισμένη καντηλανάφτισσα, τη Ρουμάνα χήρα που δεν είχε στον ήλιο μοίρα, όχι μόνο δεν την αναγνωρίζω, αλλά δεν θέλω να την ξέρω.
Σας κοιτάω και βλέπω φάτσες τραβηγμένες απ΄ το μίσος. Μια φανατίλα, καλά κρυμμένη πίσω απ΄ το μικροαστισμό σας, έχει ποτίσει ακόμα και τις ρυτίδες των βλεφάρων σας. Το μάτι σας γέμισε απ΄ εκείνους τους κόκκους σκιάς που σπάνε το φως της καλοσύνης, και το δείχνουν όπως είναι, μάτι θεριού πεινασμένου και ματαιόδοξου, μάτι απαίδευτο στο κάλλος. Μόλις δείτε ή ακούσετε πως κάποιος άθλιος ψωροκασίδης, ντυμένος στα μαύρα Ελληναράς, χτύπησε, έσφαξε, έλιωσε έναν όποιον αλλοεθνή, αλλόθρησκο, αλλόδοξο, αλλόχρωμο, μετανάστη, που όμως να μην είναι ματσωμένος τουρίστας που αφήνει γερό πουρμπουάρ, λάμπετε.