Στην ερώτηση γιατί δεν μπορώ παρά να θεωρώ τον εαυτό μου ιστορικό υλιστή –τουλάχιστον εγώ δεν μπορώ να δω αλλιώς τον εαυτό μου- η απάντηση (βασισμένη πάνω σε προσωπικά επιχειρήματα, όπως η ιστορία μου, αλλά και θεωρητικά) θα μπορούσε να είναι η ακόλουθη. Αν έρθουμε σε αντίθεση με τις συγκεκριμένες συνθήκες της κοινωνίας, αν κριτικάρουμε την καπιταλιστική ανάπτυξη και τις μορφές της, καθώς και τις συνθήκες εκμετάλλευσης που εφαρμόζει ο καπιταλισμός για να μπορεί να επιβιώσει και να αναπτυχθεί, και αν θέλουμε να ξεφύγουμε απ’ αυτή την προοπτική, δεν μπορούμε παρά να ξεκινήσουμε από μια θέση εξέγερσης και να την παγιώσουμε στη συνέχεια σε μια θέση επανάστασης.
Περί ταξικής συνείδησης
Περνώντας, δηλαδή, σε μια ιστορική επίγνωση των ταξικών σχέσεων. Επομένως, το πραγματικό πρόβλημα είναι η ταξική συνείδηση: πώς καθορίζεται, πώς οργανώνεται με τον κατάλληλο τρόπο. Πιστεύω ότι, αν φθάσουμε στο σημείο να κατανοήσουμε το πραγματικό νόημα ενός πολύ ξεκάθαρου κειμένου, όπως το Κομμουνιστικό Μανιφέστο του Μαρξ και του Ένγκελς, δεν μπορούμε να μην καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι, τελικά, οι τάξεις που βρίσκονται αντιμέτωπες λόγω οικονομικών – κοινωνικών αιτίων είναι μόνο δύο: το προλεταριάτο και η αστική καπιταλιστική τάξη. Στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, στη σημερινή κατάσταση, το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο.
Σ’ αυτό το σημείο η διαδικασία γίνεται μη αναστρέψιμη. Δεν είναι δυνατό, όταν κανείς έχει αποκτήσει αυτή την επίγνωση, να την εγκαταλείψει, εκτός και αν υπάρχουν λόγοι αδυναμίας διάγνωσης και ανικανότητας αντίληψης του τι μας προσφέρει η πραγματικότητα. Η θεωρητική παράδοση της αριστεράς μάς λέει ότι το προλεταριάτο, εξαιτίας των συγκεκριμένων και ιστορικών συνθηκών στις οποίες βρίσκεται, δεν έχει υποχρεωτικά ταξική συνείδηση και ότι, παρόλο που είναι ουσιαστικά και μόνιμα σε κατάσταση εκμετάλλευσης, δεν το συνειδητοποιεί πάντα. Η συνειδητοποίηση μιας συμπεριφοράς αληθινά κριτικής απέναντι στην πραγματικότητα, μιας φιλοσοφίας της πράξης που να επιτρέπει μια συνεπή πολιτική δράση, ένα επαναστατικό σχέδιο, έρχεται από χώρους εκτός της προλεταριακής τάξης. Το πρόβλημα λοιπόν είναι: ποιος φέρνει αυτή τη συνειδητοποίηση; (Ο Γκράμσι θα έλεγε ο διανοούμενος). Και πώς γίνεται ιστορικός υλιστής αυτός που φέρνει τη συγκεκριμένη συνειδητοποίηση;
Πώς τα κατάφεραν να φθάσουν εκεί δύο αστοί σαν τον Μαρξ και τον Ένγκελς; Εμείς έχουμε μια πλούσια παράδοση (Λένιν Λούκατς, Μπένγιαμιν, Γκράμσι, Μπρεχτ, για να αναφερθούμε στους βασικούς κλασικούς), αλλά εκείνοι οι δύο όχι. Ο Μαρξ το εξήγησε αρκετά καλά. Σε γενικές γραμμές πιστεύω ότι μπορούμε να πούμε ότι η μετάβαση από μια θέση που θα ονόμαζα αναρχική – του ανθρώπου σε εξέγερση, που είναι εξάλλου η διατύπωση που χρησιμοποίησε ο Καμί – σε μια θέση ιστορικά αρθρωμένη και συνειδητή, γίνεται μέσα από μια διαδικασία που είναι ταυτόχρονα πρακτική και θεωρητική. Πρακτική υπό την έννοια ότι θέτει το ζήτημα της υπέρβασης των συγκρούσεων, έτσι όπως παρουσιάζονται, με την ωμότητά τους, μέσα σε έναν κόσμο που τα αίτιά του είναι κατανοητά, καθώς και οι ρίζες του και η επαναστατική αξία που αναπτύχθηκε από την αστική τάξη. Το δεύτερο πράγμα που μαθαίνουμε από τις σελίδες του Μανιφέστου είναι να θέτουμε στον εαυτό μας το πρόβλημα εάν αυτή η θέση είναι δυνατό να ξεπεραστεί ή όχι, αν μπορούμε να προχωρήσουμε πέρα από την καπιταλιστική κατάσταση.
Ο αναρχικός - εξεγερμένος άνθρωπος
Νομίζω ότι αυτή είναι η ρίζα όλου του ζητήματος. Σήμερα το προλεταριάτο, σε πλανητικό επίπεδο, συνιστά το 98 τοις εκατό της ανθρωπότητας. Όμως, σε πλανητικό επίπεδο, βλέπουμε σήμερα μια μεγάλη αδυναμία προλεταριακής και κομμουνιστικής συνείδησης. Μέσα από την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση συντελέστηκε μια ήττα μιας εναλλακτικής προοπτικής, όσον αφορά στις συγκεκριμένες, ιστορικά οργανωμένες δυνάμεις: κρίση κρατών και κρίση κομμάτων, το τέλος του κομμουνισμού ως εμπειρία υπαρκτού σοσιαλισμού. Από εκείνη τη στιγμή μόνο οι απελπιστικές συνθήκες ζωής, η εμφάνιση στοιχειωδών ανικανοποίητων αναγκών μπορούν να δώσουν μια αποφασιστική ώθηση προς μια θέση μη συναίνεσης και αντίθεσης απέναντι στην τάξη πραγμάτων. Η δυσαρέσκεια και η αίσθηση της δυσκολίας υλοποίησης των επιθυμιών μας κατορθώνουν να αποκτήσουν ένα νόημα, τόσο ατομικό όσο και συλλογικό, μόνο μπροστά στις εξαιρετικά μεγάλες, συγκεκριμένες, υπαρξιακές μας δυσκολίες.
Δε βρίσκω δουλειά, βρίσκω μόνο μια δουλειά επισφαλή, δεν κατορθώνω να ενταχθώ στην κοινωνία γιατί είμαι μετανάστης ή γιατί η κατάστασή μου είναι περιθωριακή, ζω στα περίχωρα ή σε κοινωνικά υποβαθμισμένους χώρους... Αυτά τα πράγματα μπορεί να μετριαστούν για λίγο από τον μηχανισμό αλλοτρίωσης της αστικής κουλτούρας (τη γοητεία του εμπορεύματος, του πολυκαταστήματος, τη διασκέδαση, το κυνήγι του προϊόντος που έχουν όλοι οι φίλοι, τις συναντήσεις με ανοργάνωτο τρόπο σε θεάματα και μαζικά παιχνίδια) και από το καταφύγιο της οικογένειας, για όποιον την έχει. Μα η οικογένεια σήμερα δεν αντέχει άλλο: πατεράδες χρεωμένοι, παιδιά που δεν βλέπουν να ικανοποιούνται οι βασικές υπαρξιακές και αναπτυξιακές τους ανάγκες, εγκατάλειψη κάθε πολιτιστικού ενδιαφέροντος.
Αποτέλεσμα: συνθήκες δυστυχίας και έλλειψης κινήτρων. Όταν αυτές οι συνθήκες γίνονται εντελώς αφόρητες, αυτός ο κοινωνικός ξεπεσμός ή αυτή η αδυναμία να επιτύχουμε αυτό που μέχρι χθες κατόρθωνε να επιτύχει ο μεγαλύτερος αδελφός μας, ή οι μεγαλύτεροι σε ηλικία φίλοι μας, μας εξαναγκάζουν σε μια θέση ανταρσίας και εξέγερσης. Οι επισφαλώς εργαζόμενοι αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι οι συνθήκες επισφαλούς εργασίας δεν είναι αυτή η ευτυχισμένη ευχέρεια μετακίνησης για την οποία τόσο καμαρώνει η εξουσία, που σημαίνει ότι σήμερα κάνω ένα πράγμα, αύριο ένα άλλο κι αυτό είναι ωραίο (αυτό που πάντα έκαναν μόνο οι καπιταλιστές).
Είμαστε όλοι υπεράριθμοι
Σε κάποια στιγμή, όπως λέει η βασική πρόταση, «δεν φθάνουμε στο τέλος του μήνα», και τότε ξεσπά η εξέγερση. Σ’ αυτές τις συνθήκες δυστυχίας και έλλειψης κινήτρων, μεταξύ των άλλων, η γοητεία της βίας και των εγκληματικών οργανώσεων είναι μεγάλη. Και χρησιμοποιείται από την εξουσία ως ένδειξη εξαχρείωσης που πρέπει να κατασταλεί. Στην εποχή μας ο καπιταλισμός, μέσα από μια ισχυρότατη τεχνολογική ανάπτυξη, έχει ελάχιστη ανάγκη από εργατικό δυναμικό, και φθάνουμε στην παράδοξη περίπτωση μιας κοινωνίας που αποτελείται από άτομα που βρίσκονται σε έναν θεμελιώδη, δομικό πλεονασμό. Είμαστε όλοι υπεράριθμοι. Αν δεν είμαστε ήδη, θα είμαστε στο μέλλον. Ζούμε σε μια κοινωνία δομικής επισφάλειας, κι αυτό είναι το κέντρο της ανθρώπινης εμπειρίας, δηλαδή ότι η εργασιακή πρακτική εκλείπει. Δεν είναι τυχαίο που η Δημοκρατία μας είναι θεμελιωμένη στην εργασία και τα πρώτα άρθρα του Συντάγματος λένε αμέσως ότι η εργασία είναι ένα δικαίωμα και μια υποχρέωση και ταυτίζουν την υπόσταση του πολίτη με εκείνη του εργαζόμενου. Το πρόβλημα γίνεται πώς να κάνεις λεφτά χωρίς να περάσεις μέσα από την εργασία.
Με το να γίνεις «επιχειρηματίας, διαχειριστής του εαυτού σου», σύμφωνα με το γνωστό απόφθεγμα. Πρόκειται για μια φράση χωρίς κανένα νόημα, γιατί ο επιχειρηματίας, για την ακρίβεια, είναι εκείνος που οργανώνεται έτσι ώστε να εκμεταλλεύεται τη δουλειά των άλλων, και επομένως εγώ θα πρέπει να γίνω ο εκμεταλλευτής του εαυτού μου, και εκμεταλλευτής του εαυτού μου σημαίνει θύμα, σημαίνει ότι θα υποστώ οποιαδήποτε δυνατή ώθηση μέχρι την τέλεια κατάσταση του να είμαι εντελώς περιττός, και συνεπώς να μη βρίσκω κανένα είδος δουλειάς. Ο Μπερλουσκόνι έχει δίκιο σε ένα βασικό σημείο: όταν θεωρεί κομμουνιστές όλους αυτούς που δεν είναι μπερλουσκονικοί. Η διάγνωσή του είναι λανθασμένη, γιατί πιστεύω ότι για κείνον είναι κομμουνιστής μέχρι και ο Καζίνι, όταν δεν τον υπακούει, και ότι υποπτεύεται πως ο Φίνι συμπαθεί κοινωνικά μοντέλα που κατά βάθος δεν είναι σωστά, για να μην πούμε για τους δημοσιογράφους, για το δικαστικό σώμα, για τα συνδικάτα... ποιος μένει έξω; Όλοι συμμετέχουν σε μια κολοσσιαία συνωμοσία φιλοκομμουνιστών. Έχει όμως δίκιο, γιατί η μοναδική εναλλακτική λύση στον μπερλουσκονισμό είναι ο κομμουνισμός.
Ο τρομοκράτης
κομμουνιστής
Η πάλη που διεξήγαγε ο κλασικός καπιταλισμός ήταν μια πάλη που είχε σίγουρα ως σημείο αναφοράς της το προλεταριάτο, κάτι υπαρκτό. Σήμερα, στην ανώτατη φάση του καπιταλισμού, γεννήθηκε ένας «συνειρμός», που έγινε πλανητικός: κάθε τρομοκράτης είναι κομμουνιστής και κάθε κομμουνιστής είναι τρομοκράτης. Ένας συνειρμός που προσδιορίζει κάθε είδος αντίστασης. Αν τον δούμε χοντρικά, αυτός ο συνειρμός σημαίνει, για παράδειγμα: ο Μπους, με τη θεωρία του προληπτικού πολέμου, θέλει τον ιμπεριαλιστικό έλεγχο του κόσμου. Κάποτε ονομαζόταν ανώτατη φάση του καπιταλισμού και είναι ο ξέφρενος, απόλυτος καπιταλισμός, που θεωρεί ότι έχει το δικαίωμα να κυβερνά το σύμπαν. Ξεκινώντας απ’ αυτή τη θέση, κάθε διαφωνία θεωρείται τρομοκρατική, ακόμη και όταν δεν τελεί τρομοκρατικές πράξεις.
Η αμερικανική δημοκρατία έγινε κάτι άλλο, δεν είναι πια αμερικανική, αλλά ανήκει στην τελευταία φάση του καπιταλισμού και είναι βασισμένη στην απόλυτη εξουσία του κεφαλαίου πάνω στη μοίρα του κόσμου. Η παγκοσμιοποίηση είναι η εκπλήρωση αυτού του γεγονότος. Όμως, από τη στιγμή που αυτός ο κόσμος δεν είναι πια καπιταλιστικά διαχειρίσιμος, ακριβώς λόγω της παγκοσμιοποίησης, δεν υπάρχει πια συναίνεση. Σ’ αυτό το σημείο η εναλλακτική λύση γίνεται αναγκαστική. Και εδώ χρειάζεται μεγάλη προσοχή, γιατί η λυσσασμένη μορφή ολόκληρης της τελευταίας μπερλουσκονικής φάσης, που απέτυχε να πουλήσει όνειρα μέχρι τέλους, αφού δεν υπάρχουν πλέον οι αγοραστές αυτών των ονείρων («δεν έχω λεφτά για να έχω πρόσβαση σ’ εκείνο το όνειρο, μην μου τσαμπουνάτε ότι έχω πολλά κινητά, είμαι παρόλα αυτά απελπισμένος») είναι μια οπτική της Ιταλίας και του κόσμου τύπου Αποκάλυψης του Ιωάννη: είμαστε κάτω από μια τρομερή απειλή, πρέπει να σώσουμε με κάθε θυσία την ιμπεριαλιστική δημοκρατική ελευθερία, η εξουσία του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου δεν πρέπει βρίσκει κανένα εμπόδιο, κι όλα αυτά λέγονται με λύσσα και με αγριότητα.
Ιστορικός υλισμός,
μια απάντηση
Αυτή η μετάβαση λοιπόν, είναι ένα σημάδι απελπισίας, γιατί δεν υπάρχει πια η ικανότητα διαχείρισης μιας πολιτιστικής ηγεμονίας σε ευρεία έννοια –να προταθούν μοντέλα, να μεταβληθούν τα πάντα σε ένα πάρκο διασκέδασης με τηλεπαρουσιάστριες και ποδοσφαιριστές -, δεν υπάρχει πια η οικονομική ικανότητα ελέγχου των αγορών, γιατί τώρα πια όλα είναι μια ρουλέτα, μετακινούνται κεφάλαια από το ένα μέρος στο άλλο και δεν υπάρχει πια καμία δυνατότητα οικονομικής πρόβλεψης, δεν υπάρχει πια στρατιωτική εξουσία, γιατί ο πόλεμος δεν είναι πια ικανός να παράγει αποτελέσματα. Συνεπώς, δεν υπάρχει πια καμία διαφορά μεταξύ του να είναι κανείς αυθεντικά και δημοκρατικά πολιτισμένος, και να είναι τρομοκράτης και κομμουνιστής. Όποιος επικαλείται κάποιες δημοκρατικές αρχές – για παράδειγμα είναι αντίθετος στην αλλοίωση του Συντάγματός μας – μετατρέπεται σε τρομοκράτη, ή, το λιγότερο, μετατρέπεται σε ένα άτομο που δεν αποδέχεται τους κανόνες της δημοκρατίας του εργάτη προέδρου μας. Κυριαρχεί εξάλλου η κουλτούρα του μπερλουσκονισμού, που οργανώθηκε με την ίδια δύναμη, και συχνά με μέσα ανώτερα από εκείνα που έχει η πολιτιστική οργάνωση. Ο ιστορικός υλισμός είναι ο μόνος δρόμος που μπορούμε να ακολουθήσουμε, για να ξεπεράσουμε τον «μπερλουσκονισμό».
Από θεωρητική άποψη μπορεί να αιτιολογήσει αυτά που διαβάζουμε, που βλέπουμε και ακούμε καθημερινά. Μόνο μέσα από τον ιστορικό υλισμό αυτό το «πράγμα» μπορεί να αναλυθεί και να γίνει κατανοητό. Στην Ιταλία δεν υπάρχει ταξική συνείδηση, η αντιπαράθεση είναι αντιπαράθεση απόψεων, από τους ψηφοφόρους ζητείται μόνο μια ξερή επιλογή, δεξιά ή αριστερά, και ταυτόχρονα δηλώνεται ότι τα δεξιά και αριστερά υποκείμενα έχουν κατά βάθος χάσει τη σημασία τους, ενώ συντελείται μια συστηματική, και εν πολλοίς συνειδητή, οργάνωση της πολιτιστικής παραπληροφόρησης και γινόμαστε μάρτυρες του απέραντου και ολοκληρωτικού θριάμβου της ιδεολογίας του εμπορεύματος. Και, πάνω απ’ όλα, η «παλιά» ταξική αντίθεση έχει μετατραπεί σε μια αντίθεση απόψεων. Όταν οι πολιτικές ομάδες που θα έπρεπε να είναι στην αντιπολίτευση αποδέχονται την ελευθερία της αγοράς ως ένα σημείο που δεν είναι δυνατό να τεθεί υπό αμφισβήτηση, δηλαδή αποδέχονται τη μοναδική υπάρχουσα αγορά, την καπιταλιστική, δεν έχουν κανένα εργαλείο εναλλακτικής ανάλυσης.
Μετάφραση Τόνια Τσίτσοβιτς
*Ο Εντοάρτο Σαγκουινέτι, ποιητής και κριτικός, γεννήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 1930 στη Γένοβα και πέθανε στις 18 Μαΐου από ανεύρυσμα. Τη δεκαετία του ‘60 υπήρξε συνιδρυτής του σημαντικότερου κινήματος στα ιταλικά γράμματα της Ομάδας 63, όπου περιλαμβάνονταν συγγραφείς όπως ο Τζιόρτζιο Μανγκανέλι, Ουμπέρτο Έκο, Νάνι Μπαλεστρίνι, Λουίτζι Μαλέρμπα. Αυτοαποκαλείτο «ο τελευταίος Μαρξιστής». Έχει μεταφράσει Τζόις, Μολιέρο, Σέξπιρ, Μπρεχτ καθώς και έλληνες συγγραφείς. Από το 1979 έως το 1983, ο Σανγκουινέτι ήταν μέλος του Επιμελητηρίου των αναπληρωτών της Ιταλικής Βουλής. Εκλέχθηκε ως ανεξάρτητος από τη λίστα του PCI.