…Μόλις τ’ άκουσες, γύρισες και κοίταξες τη φωτογραφία τού πατέρα μου. Του αγαπημένου σου Αρίστου. Τσαγκάρης ήταν και κουτσά-στραβά έβγαιναν τα καθημερινά μας έξοδα. Τι τού ’ρθε να φύγει στα βαπόρια…! Στις 21 Απρίλη 1967 μπαρκάρισε. Έτσι, ξαφνικά. Κι εσύ μάνα, όλο άναβες το καντήλι, να τον έχει ο Άι-Νικόλας γερό.
«Μην μπλέκεις με τους κομμουνιστές γιε μου», με συμβούλεψες τότε μάνα.
Ήταν στα δεκατρία μου χρόνια. Το 1968. Τότε που στο σχολειό ήρθαν δυο παιδιά από άλλο προάστιο τής εργατούπολης.
Αυτό το μελαγχολικό κορίτσι κι εκείνο το πάντα σκεπτικό αγόρι, κέρδισαν αμέσως τη φιλία μου κι εγώ την εμπιστοσύνη τους. Αυτό το χρωστάω στις αρχές που μου δώσατε εσύ κι ο πατέρας, μα και στο δικό τους ένστικτο. Τούτα τα δυο ήταν που τους διαβεβαίωσαν πως δεν είμαι εκκολαπτόμενος ρουφιάνος.
Τότε μάνα, επειδή σ’ εμπιστευόμουν, σ’ εκτιμούσα βαθιά δηλαδή, ήρθα τρέχοντας και σού ’πα το λόγο που τα μάτια τους ήταν τόσο περήφανα!!!
Οι μανάδες και οι πατεράδες τους, ήταν κομμουνιστές! Κρατούμενοι στο κολαστήριο τής Γυάρου, γιατί το ΚΚΕ ήταν «παράνομο». Έτσι, ανέλαβαν αυτά τα παιδιά κάποιοι συγγενείς τους στην παραπάνω γειτονιά.