Σελίδες

11 Ιουλ 2011

Βία ασκούν το κεφάλαιο και το αστικό κράτος.


Η προβοκάτσια που εκδηλώθηκε στο Σύνταγμα το διήμερο της 48ωρης γενικής απεργίας, στις 28 και 29 Ιούνη, για να προκαλέσει το όργιο καταστολής σε βάρος του λαϊκού κινήματος, και οι προπηλακισμοί βουλευτών του ΠΑΣΟΚ, που καταγράφηκαν τις επόμενες μέρες, από διάφορες «συστημικές πλευρές», ίσως και καθοδηγημένες, αξιοποιήθηκαν από την κυβέρνηση για να φέρει με τρόπο επιτακτικό στην ατζέντα της δημόσιας συζήτησης το ζήτημα της βίας και να προαναγγείλει πρωτοβουλίες που στοχοποιούν άμεσα το μαζικό και οργανωμένο εργατικό λαϊκό κίνημα.
Η κυβέρνηση επιχειρεί να αξιοποιήσει μια πραγματικότητα, που και η ίδια συνέβαλε στη διαμόρφωσή της, μαζί με τα αστικά επιτελεία και τα αστικά ΜΜΕ για να στρώσει το έδαφος και να εξαπολύσει τον επόμενο γύρο επίθεσης στο ταξικό κίνημα, ενόψει της νομοθέτησης νέων σκληρών μέτρων που προβλέπει το «μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα». 

Οι προθέσεις της κυβέρνησης έγιναν καθαρές από την πρώτη ώρα που εκδηλώθηκε η προβοκάτσια στο Σύνταγμα. Αποκαλυπτικότερος όλων ήταν ο υπουργός Πολιτισμού, Π. Γερουλάνος, ο οποίος προσπάθησε να συνδέσει τον κλεφτοπόλεμο ανάμεσα στους προβοκάτορες και τις αστυνομικές δυνάμεις με τις κινητοποιήσεις του ταξικού κινήματος.
Σε ραδιοφωνική του συνέντευξη, μετά το μακελειό στο Σύνταγμα, είπε μεταξύ άλλων: «Αυτή τη στιγμή πρέπει να κρατήσουμε την καλή εικόνα που είχε βγάλει η Ελλάδα όλο αυτόν τον καιρό σαν κόρη οφθαλμού (...) Για παράδειγμα, μία επιχείρηση πάνω στον Βράχο της Ακρόπολης κάνει πολύ μεγαλύτερη ζημιά από το να ανεβάζουν άνθρωποι ένα πανό. Αυτό δεν σημαίνει ότι επειδή δεν θα δώσουμε μια μάχη σώμα με σώμα πάνω στο Βράχο, διακινδυνεύοντας τα αρχαία ή τη ζωή κάποιων ανθρώπων, ο καθένας έχει το δικαίωμα να ανεβάζει το πανό του».Από κοντά, ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ, Α. Ανδρεάδης, ωμά και χωρίς περιστροφές, δήλωσε στο ραδιοφωνικό «ΣΚΑΪ» ότι «δεν μπορεί 20 άνθρωποι να μπλοκάρουν τα λιμάνια, πρέπει να βρεθεί ένα μορατόριουμ τους τουριστικούς μήνες με τις διαδηλώσεις».
Κυβέρνηση και μεγαλοεργοδοσία προσπαθούν να δημιουργήσουν κλίμα συκοφαντίας και καταστολής του οργανωμένου ταξικού κινήματος, το οποίο μάταια επιχείρησαν να εμπλέξουν στην προβοκάτσια που έστησαν τις μέρες της γενικής απεργίας. Αυτό που με νύχια και με δόντια παλεύει να κρύψει η κυβέρνηση είναι ότι η πολιτική ευθύνη της προβοκάτσιας και της καταστολής, της βίας δηλαδή που εκδηλώθηκε στη διάρκεια της απεργίας, είναι πέρα για πέρα δικιά της. Οι κουκουλοφόροι και οι άλλοι πρωταγωνιστές των επεισοδίων είτε στρατολογούνται, είτε αξιοποιούνται από τους κρατικούς μηχανισμούς και τις υπηρεσίες για να δρομολογηθούν μέτρα σε βάρος των αγώνων του λαού.
Το ίδιο ισχύει και για τους προπηλακισμούς των βουλευτών, τους οποίους η κυβέρνηση προσπαθεί να αξιοποιήσει για να νομιμοποιήσει μέτρα σε βάρος του λαϊκού κινήματος, που καμιά σχέση δεν έχει με τέτοιες τυχοδιωκτικές ενέργειες εκτόνωσης της δεδομένης λαϊκής δυσαρέσκειας για την κυρίαρχη πολιτική και τους φορείς της.
Η πραγματική βία
Ποιος όμως εξέθρεψε αυτές τις μορφές εκτόνωσης, στις οποίες πρωτοστατούν ομάδες που αυτοαποκαλούνται και αυτές «αγανακτισμένοι»; Η κυβέρνηση, τα άλλα αστικά κόμματα, μαζί και ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτοί που κατασκεύαζαν την άθλια εκδοχή ότι για την κρίση και το χρέος ευθύνονται τα σκάνδαλα, οι πολιτικοί που «έφαγαν τα λεφτά» και πρέπει να πληρώσουν, να πάνε φυλακή. Η κυβέρνηση και ο ίδιος ο πρωθυπουργός ήταν που τροφοδοτούσαν τα αστικά ΜΜΕ, για να αναπαραχθεί μαζικά η άποψη περί «κάθαρσης» με απαλλαγή από τους «κλέφτες πολιτικούς», για να πληρώσουν αυτοί που προκάλεσαν δήθεν τα ελλείμματα και το χρέος.
Ηταν αυτοί που κολάκευαν την πλατεία με τις μούντζες, τα συνθήματα «να καεί η Βουλή», «οι 300 στην κρεμάλα», ή «όποιος ψηφίσει τα μέτρα να πάει στο Γουδή» (τόπος εκτελέσεων στο παρελθόν). Ετσι αποσπούσαν την προσωπική ευθύνη του κάθε βουλευτή από τη στρατηγική που υπηρετεί το κόμμα του και ο ίδιος. Ολοι μαζί τροφοδοτούν ένα κίνημα εκτόνωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας, για να εμποδίσουν τη ριζοσπαστικοποίηση λαϊκών συνειδήσεων.
Στρατευμένα στην ίδια επιχείρηση είναι και τα παπαγαλάκια των αστών, όπως π.χ. ο Μπ. Παπαδημητρίου του «ΣΚΑΪ», ο οποίος δε δίστασε από μικροφώνου να ενθαρρύνει τέτοιες βολικές για το σύστημα ενέργειες, λέγοντας πρόσφατα σε εκπομπή του: «Οι βουλευτές είναι άνθρωποι που πρέπει να δουλεύουν σκληρά, να εξηγούν και ενίοτε πρέπει να μάθουν να τρώνε και καμιά ψιλή».
Αυτή είναι η πραγματικότητα που προσπαθεί με εξόφθαλμο τρόπο να αντιστρέψει η κυβέρνηση. Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι η ομιλία του πρωθυπουργού στο τελευταίο υπουργικό συμβούλιο. Ξεκινώντας από τα γεγονότα στο Σύνταγμα και τους προπηλακισμούς των βουλευτών, ο Γ. Παπανδρέου αναφέρθηκε στην ανάγκη του αστικού συστήματος «να καθοδηγεί την έξοδο από την κρίση, με συντεταγμένο δημοκρατικό τρόπο, διατηρώντας την κοινωνική συνοχή» και αποφάνθηκε ότι «το εκκολαπτήριο της βίας δεν είναι απλά η κρίση», αλλά τέτοιες ενέργειες«παροτρύνονται και υποκινούνται από ακραίες πολιτικές ομάδες, από πρόσωπα που απεγνωσμένα αναζητούν προσωπικό πολιτικό ρόλο, αλλά και από ορισμένους διαμορφωτές της κοινής γνώμης που σιτίζονται από Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης».
Πρόκειται για ωμή πρόκληση στους εργαζόμενους και το λαό. Η βια πρώτα και κύρια είναι βαθιά ριζωμένη στο σύστημα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και το κράτος των καπιταλιστών, που υπηρετούν η κυβέρνηση και τα άλλα αστικά κόμματα. Εκφράζεται στις σχέσεις παραγωγής, όπου ο εργοδότης, χωρίς να κουνάει το μικρό του δαχτυλάκι, καρπώνεται τον πλούτο που παράγουν με τα χέρια και το μυαλό τους εκατομμύρια εργατοϋπάλληλοι στα εργοστάσια και τους άλλους τόπους δουλειάς. Την ίδια ώρα, όποιος διεκδικεί τα δικαιώματά του, τρομοκρατείται και διώκεται. Και δε βρίσκει το δίκιο του ούτε από την «αστική δικαιοσύνη», που βγάζει παράνομες σχεδόν όλες τις απεργίες.
Βία είναι οι απολύσεις εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων εξαιτίας της καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων που συνοδεύουν την καπιταλιστική κρίση, για την οποία καμιά ευθύνη δεν έχει ο λαός. Είναι τα μέτρα που κατακρημνίζουν το βιοτικό επίπεδο της εργατικής λαϊκής οικογένειας, στο όνομα του να γίνει πιο ανταγωνιστικό το ντόπιο και ευρωενωσιακό κεφάλαιο, να ανοίξουν νέα πεδία κερδοφόρας δράσης για τους επιχειρηματίες. Πραγματική βία είναι ο αποκλεισμός χιλιάδων φτωχών ανθρώπων από στοιχειώδεις υπηρεσίες Υγείας, Πρόνοιας, Παιδείας, εξαιτίας της εμπορευματοποίησης και ιδιωτικοποίησής τους.
Βία είναι η πολιτική επιστράτευση των ναυτεργατών, την οποία με παλικαριά αγνόησαν στην τελευταία απεργία και συμμετείχαν στον πανεργατικό αγώνα με τα ταξικά τους σωματεία. Είναι οι εργοδοτικές απειλές στους τόπους δουλειάς προς τους εργαζόμενους να μην πάρουν μέρος στην απεργία γιατί θα απολυθούν, να μην παλεύουν με το ΠΑΜΕ γιατί αλλιώς θα χάσουν τη δουλειά τους. Είναι οι αθλιότητες που επινοούν τα αφεντικά για να σπάσουν την απεργιακή περιφρούρηση, βάζοντας με απειλές τους εργαζόμενους στα εργοστάσια μέσα από τρύπες που ανοίγουν στα κάγκελα, με τη συνδρομή της αστυνομίας. Αυτά έγιναν στις 28 και 29 Ιούνη, σε μεγάλες επιχειρήσεις στη Σίνδο, τα Οινόφυτα και αλλού.
Ασπίδα και όπλο αντεπίθεσης
Βία είναι η κρατική καταστολή, η οποία πάει χέρι χέρι και κλιμακώνεται όσο δυναμώνει η επίθεση στα εργασιακά και άλλα δικαιώματα του λαού. Από την ανάγκη του αστικού συστήματος να θωρακίσει την εξουσία του και να νομιμοποιήσει την καταστολή, προκύπτουν και οι προβοκάτσιες, το οργανωμένο σχέδιο να χτυπηθεί το κίνημα, να τρομοκρατηθούν όσοι τώρα χειραφετούνται από την κυρίαρχη πολιτική και συμμετέχουν στους αγώνες.
Γι' αυτό ο Γ. Παπανδρέου επιχείρησε στην ομιλία του να συνδέσει τις ενέργειες εκτόνωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας και τις προβοκάτσιες με το οργανωμένο εργατικό και λαϊκό κίνημα, λέγοντας ότι «μια ευνομούμενη πολιτεία δεν μπορεί να ανεχθεί "αυθόρμητη" ή οργανωμένη βία» και δίνοντας μαθήματα για το απαραβίαστο του αστικού κοινοβουλευτισμού, είπε ότι «επιθέσεις σε βάρος του Κοινοβουλίου, των βουλευτών, αλλά και άλλων πολιτών (...) δημιουργούν τις προϋποθέσεις για μεγαλύτερη ανομία, μεγαλύτερη ανασφάλεια».
Με άλλα λόγια, όποιος με ιδεολογικούς και πολιτικούς όρους αμφισβητεί το αστικό πολιτικό σύστημα και παλεύει για την ανατροπή του, για την κατάργηση της κρατικής καπιταλιστικής βίας και της βίας της εκμετάλλευσης, τσουβαλιάζεται με εκείνους που ανέξοδα και ρηχά εκφράζονται σε βάρος των εκπροσώπων των αστικών κομμάτων και τελικά στοχοποιείται σαν εχθρός της «νομιμότητας» και της «ασφάλειας», όπως την ορίζουν το κεφάλαιο και το αστικό κράτος. Κινδυνολόγησε μάλιστα ανιστόρητα ότι «όποτε στον τόπο μας καλλιεργήθηκε ο αντικοινοβουλευτισμός και η αμφισβήτηση των δημοκρατικών θεσμών, δεν άργησε και η αντιδημοκρατική εκτροπή», για να τρομοκρατήσει όποιον με όρους μαζικής πολιτικής πάλης αμφισβητεί το αστικό σύστημα και τους σάπιους θεσμούς του.
Στο διά ταύτα κάλεσε σε κοινό μέτωπο τις αστικές δυνάμεις για «να προστατεύσουμε την κοινωνική συνοχή, την ειρήνη και τη δημοκρατική ομαλότητα» και προανήγγειλε τη σύσταση Διακομματικής Επιτροπής της Βουλής,«προκειμένου να συζητηθούν και από κοινού να αποφασιστούν πολιτικές και μέτρα, στο πλαίσιο της υπάρχουσας νομοθεσίας, για την προστασία των θεσμών, τη διασφάλιση της ευνομίας, την καλύτερη οργάνωση των δημόσιων συναθροίσεων, τη λειτουργία της Αστυνομίας».
Η πρόταση για Διακομματική Επιτροπή απορρίφθηκε τελικά από τη διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, η θεματολογία της όμως μεταφέρθηκε αυτούσια στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι η κυβέρνηση δεν κάνει βήμα πίσω από το στρατηγικό της στόχο να χτυπήσει το οργανωμένο κίνημα και να περιορίσει σε ελεγχόμενα όρια το δικαίωμα του λαού να διαδηλώνει με περιεχόμενο και μορφές πάλης που ο ίδιος αποφασίζει μέσα από συλλογικές διαδικασίες, στα συνδικάτα και τους άλλους φορείς.
Ο λαός καλείται σε επαγρύπνηση. Πολλές από τις αντιδραστικές αλλαγές, που θα στοχεύουν στο δικαίωμά του να διαδηλώνει και να παλεύει για να αλλάξει τους συσχετισμούς, θα επιχειρηθεί να περάσουν ακόμα και μέσα από δημοψήφισμα, όπως οι ανατροπές που σχεδιάζονται για τη λειτουργία των συνδικάτων ή το περιεχόμενο και τον τρόπο οργάνωσης των λαϊκών διαδηλώσεων.
Ασπίδα για το λαό και όπλο για την αντεπίθεση είναι το ταξικό κίνημα και το ΚΚΕ. Το δυνάμωμά τους, η ένταση της πάλης για τον άλλο δρόμο ανάπτυξης, κόντρα στα μονοπώλια και την πολιτική τους, είναι όρος αναγκαίος για τη θωράκιση και την αποτελεσματικότητα των λαϊκών αγώνων, για την ακύρωση της προβοκάτσιας και της προσπάθειας της αστικής τάξης και των κομμάτων της να βάλουν χαλινάρι στο λαό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου