Σελίδες

10 Δεκ 2018

Θεωρητικά ζητήματα για τη στρατηγική και τακτική του Κομμουνιστικού Κόμματος

Το κομμουνιστικό κόμμα, για να είναι το πρωτοπόρο απόσπασμα της εργατικής τάξης, πρέπει να διαμορφώνει και να εφαρμόζει στην πράξη ένα επαναστατικό πολιτικό πρόγραμμα.
Να λειτουργεί και να δρα αναπόσπαστα δεμένο με την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Να μπαίνει πρωτοπόρο στους αγώνες, εξυπηρετώντας με συνέπεια το κύριο σκοπό της πολιτικής πάλης, την επαναστατική κατάκτηση της εξουσίας. Αυτό είναι το κύριο πολιτικό καθήκον του κομμουνιστικού κόμματος, διότι το ζήτημα της εξουσίας, όπως έγραφε ο Λένιν είναι «το κυριότερο ζήτημα κάθε επανάστασης»[1].
Κριτήριο λοιπόν για το χαρακτήρα ενός κόμματος είναι το πρόγραμμά του και η πολιτική του πρακτική. «Για να μπούμε στο νόημά της πάλης των κομμάτων, δεν πρέπει να πιστεύουμε τα λόγια, μα να μελετάμε την πραγματική ιστορία των κομμάτων, να εξετάζουμε όχι τόσο εκείνα που λένε τα κόμματα για τον εαυτό τους, αλλά εκείνο που κάνουν, να εξετάζουμε πώς 
ενεργούν κατά τη λύση των διάφορων πολιτικών ζητημάτων που θίγουν τα ζωτικά συμφέροντα των διάφορων τάξεων της κοινωνίας»[2].
Το σπουδαιότερο ζήτημα που καθορίζει το επαναστατικό περιεχόμενο του προγράμματος του κομμουνιστικού κόμματος είναι ο προσδιορισμός του χαρακτήρα της επανάστασης, δηλαδή η απάντηση στο ερώτημα «ποια αντίθεση θα λύσει η επερχόμενη κοινωνική επανάσταση, ποια τάξη θα πάρει την εξουσία». Με βάση αυτήν την εκτίμηση το ΚΚ διαμορφώνει τη γραμμή για τη συγκέντρωση των κοινωνικών δυνάμεών (κινητήριες δυνάμεις) που έχουν αντικειμενικό συμφέρον από την επανάσταση.
Χωρίς την επιστημονική, με βάση τη μαρξιστική-λενινιστική θεωρία, τοποθέτηση του ζητήματος δεν μπορεί το κομμουνιστικό κόμμα να έχει επαναστατική πολιτική, να απαντάει σωστά στα ζητήματα της ταξικής πάλης.
Η πολιτική αποτελεί ανώτερη μορφή της ταξικής πάλης. Η υλιστική αντίληψη της Ιστορίας αποδεικνύει ότι οι πολιτικές σχέσεις είναι ταξικές σχέσεις, συνιστούν τη βασική μορφή κοινωνικής δραστηριότητας με επίκεντρο τη διατήρηση ή την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. Ο Λένιν σημείωνε πως «η πολιτική είναι συμπυκνωμένη έκφραση της οικονομίας»[3]. Δηλαδή εκφράζει με γενικό τρόπο ταξικά συμφέροντα που συγκροτούνται στην οικονομική βάση της κοινωνίας και κυρίως στις σχέσεις παραγωγής. Στην πολιτική πάλη εκδηλώνονται τα πιο ουσιαστικά, τα πιο αποφασιστικής σημασίας οικονομικά συμφέροντα. Η σχέση πολιτικής και οικονομίας είναι διαλεκτική[4]. Με τον όρο κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός οι Μαρξ - Eνγκελς αντιμετωπίζουν την κοινωνία ενιαία, ξεχωρίζοντας όμως τον καθοριστικό ρόλο των οικονομικών σχέσεων στη διαμόρφωση του πολιτικού, νομικού, ιδεολογικού εποικοδομήματος που στηρίζεται πάνω τους.
Η εμφάνιση του μαρξισμού, η συνένωσή του με το εργατικό κίνημα και η διαμόρφωση του επαναστατικού εργατικού κόμματος, έδωσε τη δυνατότητα στην εργατική τάξη να ορθωθεί ως πραγματικά ανεξάρτητη πολιτική δύναμη. Εφερε την πάλη της εργατικής τάξης σε ανώτερο επίπεδο, της έδωσε ολοκληρωμένο περιεχόμενο ως πάλη για την εργατική εξουσία. Οπως σημείωνε ο Λένιν: «Σε μια κοινωνία που βασίζεται στο χωρισμό σε τάξεις, η πάλη ανάμεσα στις εχθρικές τάξεις, αναπόφευκτα, σε ορισμένη βαθμίδα της ανάπτυξής της, γίνεται πολιτική πάλη. Η πιο ολοκληρωμένη, πλήρης και διαμορφωμένη έκφραση της πολιτικής πάλης των τάξεων είναι η πάλη των κομμάτων»[5].
Σύμφωνα με το Μαρξ η ανάπτυξη της ταξικής πάλης στον καπιταλισμό οδηγεί νομοτελειακά στην κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη και στην εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου[6].
Η πολιτική των ΚΚ πρέπει να είναι επιστημονικά βασισμένη στους αντικειμενικούς νόμους που καθορίζουν τις σχέσεις ανάμεσα στις τάξεις στη δεδομένη βαθμίδα ανάπτυξης της κοινωνίας, νόμους που αποκάλυψε ο μαρξισμός. Ο Λένιν υπογράμμιζε τον επιστημονικό χαρακτήρα της πολιτικής και τις προϋποθέσεις του:«Η επιστήμη απαιτεί πρώτο, να παίρνεις υπόψη σου την πείρα των άλλων χωρών, ιδιαίτερα αν οι άλλες χώρες που είναι επίσης καπιταλιστικές, δοκιμάζουν ή δοκίμασαν τελευταία μια παρόμοια πείρα. Δεύτερο, να παίρνεις υπόψη όλες τις δυνάμεις, τις ομάδες τα κόμματα, τις τάξεις, τις μάζες που δρουν μέσα σε μια δοσμένη χώρα και όχι να καθορίζεις την πολιτική με βάση μονάχα τις επιθυμίες και τις αντιλήψεις, το βαθμό της συνειδητότητας και της διάθεσης για αγώνα μιας μόνο ομάδας ή ενός μόνο κόμματος»[7].
Η θεωρία για την στρατηγική του κομμουνιστικού κινήματος βασίζεται στην υλιστική αντίληψη για την Ιστορία, στη μαρξιστική πολιτική οικονομία, στον επιστημονικό κομμουνισμό, του οποίου αποτελεί και τμήμα.
Ο επιστημονικός κομμουνισμός είναι η θεωρητική βάση της στρατηγικής και της τακτικής των κομμουνιστικών κομμάτων. Ο Ενγκελς καθόρισε την ιστορική αποστολή του επιστημονικού κομμουνισμού ως εξής: «Καθήκον της θεωρητικής έκφρασης του προλεταριακού κινήματος, του επιστημονικού σοσιαλισμού, είναι να εξερευνήσει τους επιστημονικούς όρους και επομένως την ίδια τη φύση αυτής της κοσμοαπελευθερωτικής πράξης, που έτσι να κάνει συνείδηση στην προορισμένη για δράση και σήμερα καταπιεζόμενη τάξη, τους όρους και τη φύση της δράσης της»[8].

1. ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΑΚΤΙΚΗΣ
Οι έννοιες στρατηγική και τακτική, δανεισμένες από τη στρατιωτική τέχνη, χρησιμοποιούνται στο πεδίο της πολιτικής πάλης για να εκφράσουν την πολιτική γραμμή που επεξεργάζονται τα κόμματα για να υπερασπίσουν τα συμφέροντα των τάξεων που εκπροσωπούν. Η στρατηγική και τακτική των ΚΚ είναι το πολιτικό σχέδιο δράσης για να καταχτήσει η εργατική τάξη την πολιτική εξουσία.
Στη μαρξιστική βιβλιογραφία συχνά ο όρος «επαναστατική τακτική» δηλώνει το σύνολο του πολιτικού σχεδίου του κομμουνιστικού κόμματος δηλαδή της στρατηγικής και τακτικής, χωρίς να γίνεται διαχωρισμός τους.
Για παράδειγμα, ο Λένιν, στο βιβλίο του «Οι δύο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας στη δημοκρατική επανάσταση», χρησιμοποιεί τον όρο τακτική με την έννοια της γενικής γραμμής του κόμματος, που καθόριζε το κύριο πολιτικό καθήκον σ' όλη την περίοδο της προετοιμασίας και της διεξαγωγής της αστικοδημοκρατικής επανάστασης του 1905.
Οι όροι στρατηγική και τακτική υιοθετήθηκαν από το κομμουνιστικό κίνημα και την Κομμουνιστική Διεθνή μεταγενέστερα.
Ο Στάλιν, στο έργο του «Για τις βάσεις του λενινισμού», δίνει για πρώτη φορά ολοκληρωμένα το περιεχόμενο των δύο όρων. Στρατηγική και τακτική είναι η επιστήμη της καθοδήγησης της επαναστατικής πάλης του προλεταριάτου.
«Στρατηγική είναι ο καθορισμός της κατεύθυνσης του κύριου χτυπήματος του προλεταριάτου με βάση το δοσμένο σταθμό της επανάστασης, η επεξεργασία του αντίστοιχου σχεδίου διάταξης των επαναστατικών δυνάμεων (κύριες και δευτερεύουσες εφεδρείες), ο αγώνας για την εφαρμογή αυτού του σχεδίου σ' όλη τη διάρκεια του δοσμένου σταθμού της επανάστασης»[9].
«Ταχτική είναι ο καθορισμός της γραμμής για το πώς θα έρθει το προλεταριάτο στο σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα της ανόδου ή της ύφεσης του κινήματος, του ανεβάσματος ή της πτώσης της επανάστασης, ο αγώνας για την εφαρμογή αυτής της γραμμής με την αντικατάσταση των παλιών μορφών πάλης και οργάνωσης με άλλες καινούργιες, με την αντικατάσταση των παλιών συνθημάτων με καινούργια, με το συνδυασμό αυτών των μορφών κλπ.»[10].
Θα πρέπει να αντιλαμβανόμαστε τη στρατηγική και την τακτική στη διαλεκτική τους ενότητα ως αδιαχώριστα στοιχεία της συνειδητής σχεδιασμένης πολιτικής πάλης του προλεταριάτου για τη σοσιαλιστική επανάσταση και οικοδόμηση. Μεθοδολογικά όμως είναι αναγκαίο να τις διακρίνουμε.
Κεντρικό ζήτημα της στρατηγικής είναι η εκτίμηση του χαρακτήρα της επανάστασης. Αυτός προκύπτει από τον ιστορικό χαρακτήρα της εποχής του καπιταλισμού και από τη διάταξη των τάξεων σε σχέση με την εξουσία στη δοσμένη χώρα. Ηδη στο Μανιφέστο οι Μαρξ και Ενγκελς -και μάλιστα στην εποχή που συντελούνται ακόμη στην ευρωπαϊκή ήπειρο αστικές επαναστάσεις- θέτουν το βασικό στρατηγικό σκοπό του κομμουνιστικού κόμματος:«...συγκρότηση του προλεταριάτου σε τάξη, ανατροπή της αστικής κυριαρχίας, κατάχτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο [...] Μ' αυτή την έννοια, οι κομμουνιστές μπορούν να συνοψίσουν τη θεωρία τους σ' αυτή τη μοναδική διατύπωση: κατάργηση της ατομικής ιδιοχτησίας [...] Οι κομμουνιστές θεωρούν ανάξιό τους να κρύβουν τις απόψεις και τις προθέσεις τους. Δηλώνουν ανοιχτά ότι οι σκοποί τους μπορούν να πραγματοποιηθούν μονάχα με τη βίαιη ανατροπή όλου του σημερινού κοινωνικού καθεστώτος. Ας τρέμουν οι κυρίαρχες τάξεις μπρος σε μια κομμουνιστική επανάσταση»[11].
Ο Λένιν θεωρούσε ως προϋποθέσεις σωστής επεξεργασμένης πολιτικής τα εξής: «Μόνο ο αντικειμενικός υπολογισμός του συνόλου των αμοιβαίων σχέσεων όλων, χωρίς εξαίρεση, των τάξεων μιας δοσμένης κοινωνίας, συνεπώς και ο υπολογισμός των αμοιβαίων σχέσεων της αντικειμενικής βαθμίδας ανάπτυξης αυτής της κοινωνίας και ο υπολογισμός των αμοιβαίων σχέσεων ανάμεσα σ' αυτή και τις άλλες κοινωνίες, μπορεί να αποτελέσει τη βάση μιας σωστής ταχτικής της πρωτοπόρας τάξης. Παράλληλα, όλες οι τάξεις και όλες οι χώρες δεν εξετάζονται από στατική αλλά από δυναμική άποψη, δηλαδή όχι σε κατάσταση ακινησίας, αλλά σε κατάσταση κίνησης (που οι νόμοι πηγάζουν από τους οικονομικούς όρους ύπαρξης κάθε τάξης)»[12].
Η τακτική αφορά την πολιτική συμμαχιών, τη γραμμή συγκέντρωσης δυνάμεων για την επερχόμενη επανάσταση, την επεξεργασία των κατάλληλων μορφών πάλης και συνθημάτων που υπηρετούν την στρατηγική. Η τακτική είναι το ευέλικτο στοιχείο της πολιτικής διεύθυνσης της ταξικής πάλης, υποτάσσεται και υπηρετεί τη στρατηγική.
Ο Στάλιν υπογράμμιζε ότι: «αν η στρατηγική έχει για σκοπό να κερδίσει τον πόλεμο λ.χ. με τον τσαρισμό ή με την αστική τάξη, να οδηγήσει ως το τέλος τον αγώνα ενάντια στον τσαρισμό ή την αστική τάξη, η ταχτική βάζει μπροστά της λιγότερο ουσιαστικούς σκοπούς, γιατί προσπαθεί να κερδίσει όχι τον πόλεμο στο σύνολό του, μα αυτές ή εκείνες τις μάχες, αυτούς ή εκείνους τους αγώνες, να διεξάγει με επιτυχία αυτή ή εκείνη την καμπάνια, αυτή ή εκείνη τη δράση, που ανταποκρίνονται στη συγκεκριμένη κατάσταση της περιόδου της δοσμένης ανόδου ή πτώσης της επανάστασης. Η ταχτική είναι μέρος της στρατηγικής, υποτάσσεται σ' αυτήν, την εξυπηρετεί. Η ταχτική αλλάζει σε εξάρτηση με την άνοδο και την ύφεση του κινήματος»[13] και μάλιστα «μπορεί ν' αλλάξει κάμποσες φορές, ανάλογα με την άνοδο ή την ύφεση, το ανέβασμα ή την πτώση της επανάστασης»[14].
Η τακτική, για να είναι επαναστατική, πρέπει να υπηρετεί επαναστατική στρατηγική. Οταν αυτό δε συμβαίνει, διαμορφώνεται ο κίνδυνος να αλλοιωθεί η στρατηγική, να μετατραπεί σε απλή διακήρυξη.
Για να είναι αποτελεσματική η τακτική ενός κομμουνιστικού κόμματος, απαιτείται η ικανότητα να χρησιμοποιεί τις πιο διαφορετικές μορφές πάλης, ανάλογα με τις συνθήκες και το συσχετισμό δυνάμεων, χρειάζεται ευελιξία για την πραγματοποίηση των αναγκαίων συμβιβασμών.
«Η ιστορία γενικά, η ιστορία των επαναστάσεων ειδικά, είναι πάντοτε πιο πλούσια σε περιεχόμενο, πιο ποικιλόμορφη, πιο πολύπλευρη, πιο ζωντανή, πιο «πονηρή» απ' ότι το φαντάζονται τα καλύτερα κόμματα, οι πιο συνειδητές πρωτοπορίες των πιο πρωτοπόρων τάξεων. Κι αυτό είναι αυτονόητο, γιατί οι καλύτερες πρωτοπορίες εκφράζουν τη συνείδηση, τη θέληση, το πάθος, τη φαντασία δεκάδων χιλιάδων, ενώ την επανάσταση την πραγματοποιούν σε στιγμές εξαιρετικής ανόδου και έντασης όλων των ανθρώπινων ικανοτήτων, η συνείδηση, η θέληση, το πάθος, η φαντασία δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων που τους κεντρίζει η πιο σκληρή ταξική πάλη. Από δω βγαίνουν δύο πολύ σπουδαία πρακτικά συμπεράσματα: το πρώτο είναι ότι η επαναστατική τάξη, για να εκπληρώσει το καθήκον της, πρέπει να ξέρει να κάνει κτήμα της όλες, χωρίς την παραμικρή εξαίρεση, τις μορφές ή τις πλευρές της κοινωνικής δράσης... Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι η επαναστατική τάξη πρέπει να είναι έτοιμη για την πιο γρήγορη και αναπάντεχη εναλλαγή της μιας μορφής με την άλλη»[15].
Βασικό πρόβλημα της επαναστατικής πολιτικής είναι ο εντοπισμός του κύριου κρίκου στην αλυσίδα των γεγονότων και στο πλέγμα των αντιθέσεων της καπιταλιστικής κοινωνίας.
«Δεν αρκεί να είσαι επαναστάτης και οπαδός του σοσιαλισμού ή κομμουνιστής, γενικά. Πρέπει να ξέρεις να βρίσκεις σε κάθε συγκεκριμένη στιγμή τον ιδιαίτερο εκείνο κρίκο της αλυσίδας, απ' όπου πρέπει να πιαστείς με όλες σου τις δυνάμεις για να κρατάς όλη την αλυσίδα και να προετοιμάσεις σταθερά το πέρασμα στον κατοπινό κρίκο. Και η διάταξη των κρίκων, η μορφή τους, το αλύσωμά τους, η διαφορά του ενός από τον άλλο στην ιστορική αλυσίδα των γεγονότων δεν είναι πράγματα τόσο απλά και τόσο χοντροκομμένα, όπως στη συνηθισμένη αλυσίδα που φτιάχνει ένας σιδεράς»[16].
Στη Ρωσία, μετά την ανατροπή του τσαρισμού, το Φεβρουάριο του 1917, ο βασικός κρίκος ήταν η έξοδος από τον πόλεμο με επαναστατικό τρόπο. Η εργατική τάξη όμως, καθώς και η πλατιά μάζα της φτωχής και μεσαίας αγροτιάς είχαν αμυντική στάση, πίστευαν ότι με την Προσωρινή Αστική κυβέρνηση θα άλλαζε ο χαρακτήρας του πολέμου, ότι δηλαδή θα έπαυε να είναι ιμπεριαλιστικός. Οι μπολσεβίκοι απέδειξαν ότι όσο θα βρισκόταν στην εξουσία η αστική τάξη, ο πόλεμος θα εξακολουθούσε να είναι ιμπεριαλιστικός κι ότι για τον τερματισμό του δεν υπήρχε άλλη διέξοδος, παρά μόνο η σοσιαλιστική επανάσταση. Το κόμμα συγκέντρωσε όλες του τις δυνάμεις για να βοηθηθούν οι μάζες και μέσα από την πείρα τους να καταλήξουν σ' αυτό το συμπέρασμα. Απαιτήθηκε διάστημα περίπου 6 μηνών για να αποκαλυφθεί ο ρόλος της αστικής τάξης και των οπορτουνιστών που τη στήριζαν και συμμετείχαν στην Προσωρινή Κυβέρνηση. Τότε μόνο έγινε μεταστροφή στη συνείδηση των μαζών, που πείστηκαν ότι ο πόλεμος μπορεί να τελειώσει μόνο με την ένοπλη ανατροπή της αστικής τάξης.
Η λενινιστική ανάλυση της πραγματικότητας, οι δεσμοί με τις μάζες, δίνουν τη δυνατότητα στο κόμμα να επισημαίνει σε κάθε φάση ανάπτυξης του κινήματος το κύριο πρόβλημα, που θα βοηθήσει στην προσέγγιση του στόχου της κατάληψης της πολιτικής εξουσίας.
Στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ που εγκρίθηκε στο 15ο Συνέδριο (1996) τίθεται με σαφήνεια το εξής ζήτημα:
«Στην εποχή μας, εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, η πάλη των τάξεων κατευθύνεται στην επίλυση της βασικής αντίθεσης κεφαλαίου - εργασίας. Η επαναστατική αλλαγή στην Ελλάδα θα είναι σοσιαλιστική. Κινητήριες δυνάμεις της σοσιαλιστικής επανάστασης θα είναι η εργατική τάξη ως ηγετική δύναμη, οι μισοπρολετάριοι, η φτωχή αγροτιά και τα πιο καταπιεσμένα λαϊκά μικροαστικά στρώματα της πόλης»[17].
Επίσης καθορίστηκε η πολιτική γραμμή με την οποία το Κόμμα θα συμβάλει στη διαμόρφωση του υποκειμενικού παράγοντα και στη συγκέντρωση δυνάμεων για τη σοσιαλιστική επανάσταση: «Η αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή γραμμή πάλης συμβάλλει στην συσπείρωση της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού [...] Είναι ο δρόμος που βοηθάει να αλλάξει ο συσχετισμός δύναμης, να γίνει προσέγγιση και κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις να πραγματοποιηθεί το πέρασμα στο σοσιαλισμό. [...] ο αγώνας αυτός συνδέεται περισσότερο και εντάσσεται οργανικά στον αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού»[18]. Σε αυτήν την κατεύθυνση προτάσσεται ως άμεσο πολιτικό καθήκον το ζήτημα της συγκρότησης του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου, της συμμαχίας της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων της πόλης και του χωριού.
Στην πολιτική απόφαση του 17ου Συνεδρίου του ΚΚΕ (2005) επισημαίνεται πως κρίσιμο ζήτημα είναι: «...να αφομοιωθεί βαθειά με όρους θεωρίας και πείρας η στρατηγική του Κόμματος και η ενιαία αντίληψη για το πώς αυτή προωθείται. Χρειάζεται να κατανοηθεί πιο βαθειά ο χαρακτήρας του Μετώπου ως κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων, που καλείται όχι μόνο να αποσπάσει κατακτήσεις αλλά να φέρει σε πέρας και το έργο της κατάχτησης της λαϊκής εξουσίας. Αυτή η αντίληψη να διαποτίζει την καθημερινή δουλειά του Κόμματος. Να κατανοηθεί πιο ουσιαστικά ότι ο αγώνας για το σοσιαλισμό καθορίζει τη δράση του Κόμματος σήμερα»[19].

2. Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Ο προσδιορισμός του χαρακτήρα της σύγχρονης εποχής και του χαρακτήρα της επανάστασης τεκμηριώνει επιστημονικά το ρόλο των τάξεων στη σύγχρονη κοινωνία, τη θέση τους στην προοπτική της κοινωνικής εξέλιξης[20].
Ο ιστορικός υλισμός διδάσκει ότι πηγή ανάπτυξης των κοινωνιών είναι ο κοινωνικός νόμος που καθορίζει ότι οι οικονομικές σχέσεις (και πρώτα απ' όλα οι σχέσεις παραγωγής) αντιστοιχούν κάθε φορά σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Οταν οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτυχθούν σε τέτοιο βαθμό ώστε οι σχέσεις παραγωγής εμποδίζουν την περαιτέρω ανάπτυξή τους, τότε τίθεται αντικειμενικά το ζήτημα της αλλαγής των σχέσεων παραγωγής. Η κοινωνία ιστορικά εισέρχεται σε εποχή κοινωνικής επανάστασης.
Σύγχρονη εποχή ή νέα εποχή του καπιταλισμού εννοούμε την ιστορική περίοδο, μέσα στην οποία πραγματοποιούνται οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις. Η οικονομική θεωρία του μαρξισμού αποκάλυψε τις βασικές αντιθέσεις και τάσεις εξέλιξης της καπιταλιστικής κοινωνίας, που νομοτελειακά οδηγούν στην ανατροπή του καπιταλισμού. Ως βασικό παράγοντα της ωρίμανσης των υλικών προϋποθέσεων για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, οι Μαρξ - Ενγκελς θεωρούσαν ένα ορισμένο επίπεδο κοινωνικοποίησης της εργασίας, συγκέντρωσης κεφαλαίων, ανάπτυξης και συγκέντρωσης της εργατικής τάξης.
«Η συγκεντροποίηση των μέσων παραγωγής και η κοινωνικοποίηση της εργασίας φτάνουν σε ένα σημείο, όπου δε συμβιβάζονται με το κεφαλαιοκρατικό τους περίβλημα. Το περίβλημα αυτό σπάει. Σημαίνει το τέλος της κεφαλαιοκρατικής ατομικής ιδιοκτησίας. Οι απαλλοτριωτές απαλλοτριώνονται»[21].
Η ωρίμανση των υλικών προϋποθέσεων για το σοσιαλισμό- κομμουνισμό είναι αυτό που προσδιορίζει την σύγχρονη ιστορική εποχή του καπιταλισμού και καθορίζει τελικά το χαρακτήρα της επανάστασης. Ο χαρακτήρας της εποχής έχει ιστορική και παγκόσμια διάσταση ανεξάρτητα αν υπάρχει διαφοροποίηση στο βαθμό και τον τρόπο ωρίμανσης των υλικών προϋποθέσεων από τη μια καπιταλιστική κοινωνία στην άλλη. Καθορίζεται από το επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και των πολιτικών και κοινωνικών σχέσεων που στηρίζονται πάνω του.
Ο Λένιν, στο έργο του «Κάτω από ξένη σημαία», έγραφε:
«Δεν μπορούμε να ξέρουμε με ποια ταχύτητα θα αναπτυχθούν τα διάφορα ιστορικά κινήματα μιας δοσμένης εποχής, σε τι βαθμό θα επιτύχουν. Μπορούμε όμως να ξέρουμε -και ξέρουμε- ποια τάξη βρίσκεται στο κέντρο της μιας ή της άλλης εποχής, όταν καθορίσουμε το κύριο περιεχόμενό της, την κύρια κατεύθυνση της αποστολής της, τις κύριες ιδιομορφίες των ιστορικών συνθηκών της δοσμένη εποχής κτλ. Μόνο πάνω σ' αυτή τη βάση [...] (και όχι τα ξεχωριστά επεισόδια από την ιστορία ορισμένων χωρών), μπορούμε να καθορίσουμε σωστά την τακτική μας. και μόνο η γνώση των βασικών χαρακτηριστικών γνωρισμάτων μιας δοσμένης εποχής μπορεί ν' αποτελέσει τη βάση για να κατανοηθούν οι πιο λεπτομερειακές ιδιομορφίες της μιας ή της άλλης χώρας»[22].
Ο Λένιν σ' αυτό το έργο αναφέρεται στις περιόδους εμφάνισης, ανάπτυξης και παρακμής, παρασιτισμού της αστικής τάξης, υιοθετώντας την ιστορική περιοδολόγηση του καπιταλισμού (που επεξεργάστηκαν άλλοι μαρξιστές) σε τρεις εποχές, με συμβατικά και σχετικά ορόσημα τις κοινωνικές επαναστάσεις και τους πολέμους. Επεσήμανε όμως ότι παντού στη φύση και στην κοινωνία τα όρια είναι συμβατικά και κινητά, σχετικά κι όχι απόλυτα:
1789 - 1871
Η πρώτη εποχή, από τη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση ως το γαλλοπρωσικό πόλεμο και την Κομμούνα, είναι η εποχή της ανόδου της αστικής τάξης, της ολοκληρωτικής της νίκης. Τα αστικοδημοκρατικά κινήματα βρίσκονται σε ανοδική πορεία, είναι η εποχή που συντρίβονται τα ιστορικά ξεπερασμένα φεουδαρχικά «δεσμά» στο εποικοδόμημα και την οικονομία.
1871 - 1914
Η δεύτερη εποχή είναι η εποχή της ολοκληρωτικής κυριαρχίας και της παρακμής της αστικής τάξης, που χάνει τα προοδευτικά χαρακτηριστικά της στην κοινωνική εξέλιξη. Είναι εποχή ανάπτυξης της αποικιοκρατίας και του μονοπωλίου. Σε αυτή την εποχή συγκεντρώνονται δυνάμεις από το νέο υποκείμενο της ιστορίας, την εργατική τάξη.
1914 - ...
Η τρίτη εποχή χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία των μονοπωλίων. Είναι η εποχή του ιμπεριαλισμού και των ιμπεριαλιστικών πολέμων, που βάζει την αστική τάξη στην ίδια ιστορική θέση που βρίσκονταν οι φεουδάρχες την πρώτη εποχή.
Η κάθε εποχή «γέννησε» τους όρους, μέσα στους οποίους εμφανίζεται η επόμενη. Η ανάδειξη της σύγχρονης εποχής του καπιταλισμού, στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, ήρθε ως αποτέλεσμα της εξάπλωσης του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο, της κατάκτησης της εξουσίας από την αστική τάξη στις περισσότερες χώρες του κόσμου, της ανάπτυξης του μονοπωλίου, της ανόδου του εργατικού κινήματος.
Ο Κ. Μαρξ θεωρούσε ότι το φαινόμενο του σχηματισμού των μετοχικών εταιριών, που δεν ήταν ακόμη κυρίαρχο στην εποχή του αλλά που έγινε στη συνέχεια, ήταν«η κατάργηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής μέσα στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και γι' αυτό είναι μια αυτοαναιρούμενη αντίφαση»[23], αφού, όπως εξηγούσε, στις μετοχικές εταιρίες «...η λειτουργία είναι χωρισμένη από την ιδιοκτησία του κεφαλαίου, επομένως και η εργασία είναι εντελώς χωρισμένη από την ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και την υπερεργασία. Αυτό είναι αποτέλεσμα της ανώτατης ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, αναγκαίο σημείο περάσματος για την ξαναμετατροπή του κεφαλαίου σε ιδιοκτησία των παραγωγών, όχι όμως πια σαν ατομική ιδιοκτησία ξεχωριστών παραγωγών αλλά σαν ιδιοκτησία των συνεταιρισμένων παραγωγών, σαν άμεσα κοινωνική ιδιοκτησία»[24].
Ο Λένιν, στο έργο του «Ο ιμπεριαλισμός. Ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», ανέλυσε κοινωνικοοικονομικά τη σύγχρονη εποχή και κατέληξε στο επιστημονικά θεμελιωμένο συμπέρασμα ότι το μονοπώλιο είναι η πλήρης υλική προετοιμασία για το σοσιαλισμό και σ' αυτήν τη βάση ο ιμπεριαλισμός είναι η παραμονή της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Η θέση του επιστημονικού κομμουνισμού για το χαρακτήρα της εποχής μας, ως εποχής των σοσιαλιστικών επαναστάσεων, παίρνει υπόψη: Τη διαλεκτική σχέση οικονομίας - πολιτικής στην ιστορική κίνηση. Το γεγονός ότι το κίνημα της εργατικής τάξης βρίσκεται στο επίκεντρο της εποχής και ότι η βασική αντίθεση της σύγχρονης εποχής είναι η αντίθεση μισθωτής εργασίας - κεφαλαίου. Επομένως εκεί πρέπει να κατευθυνθεί το «κύριο χτύπημα» της εργατικής τάξης και το κόμμα της να διαμορφώσει αντίστοιχη στρατηγική και τακτική: «Η εξαφάνιση του καπιταλισμού και των υπολειμμάτων του, η θεμελίωση της κομμουνιστικής τάξης πραγμάτων αποτελεί το περιεχόμενο της νέας εποχής που άρχισε τώρα στην παγκόσμια ιστορία»[25].
Την εποχή των σοσιαλιστικών επαναστάσεων εγκαινίασε η Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση, που πραγματοποιήθηκε πάνω στο έδαφος της ανάπτυξης του καπιταλισμού στη Ρωσία, που ήδη είχε εξελιχθεί στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο.
Οι αντεπαναστατικές εξελίξεις της περιόδου 1989 - 1991, που σημάδεψαν το τέλος του 20ού αιώνα, δεν αλλάζουν το γεγονός ότι η εποχή μας είναι εποχή των σοσιαλιστικών επαναστάσεων. Ο χαρακτήρας της επανάστασης δεν καθορίζεται από το συσχετισμό δύναμης σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο, δεν καθορίζεται από την κατάσταση που βρίσκεται το κομμουνιστικό κίνημα.
Σήμερα όλος ο κόσμος ζει σε νέες συνθήκες της όξυνσης της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού. Η καπιταλιστική κοινωνία έχει εισέλθει σε μια ανώτερη φάση ωρίμανσης των υλικών προϋποθέσεων για τη σοσιαλιστική επανάσταση.

3. Η ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΩΡΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΩΝ ΜΑΡΞ - ΕΝΓΚΕΛΣ - ΛΕΝΙΝ
Η ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΑΡΞ - ΕΝΓΚΕΛΣ
Οι Μαρξ - Ενγκελς,   μέσα από πρωτότυπη θεωρητική δουλειά, που θεμελίωσε τον επιστημονικό σοσιαλισμό και την άμεση συμμετοχή τους στα επαναστατικά κινήματα, στην πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης, γενίκευσαν τα συμπεράσματα από την εξέλιξη της ταξικής πάλης και διαμόρφωσαν την επαναστατική πολιτική θεωρία.
Ηδη από το 1845 αναδείκνυαν την αναγκαιότητα του συνειδητού, οργανωμένου, πειθαρχημένου πολιτικού αγώνα της εργατικής τάξης, δούλευαν για τη θεωρητική θεμελίωση αυτού του αγώνα και την ανάπτυξη του. Το 1848, όταν ακόμη δεν είχαν ολοκληρωθεί οι αστικές επαναστάσεις, όταν η εργατική τάξη είχε αρχίσει να συγκροτείται ως «τάξη για τον εαυτό της», οι Μαρξ και Ενγκελς συγγράφουν το «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», το οποίο αποτελεί και το πρώτο πολιτικό πρόγραμμα της εργατικής τάξης. Αντιπάλεψαν με συνέπεια αναρχικές και αναθεωρητικές αντιλήψεις, που ξέκοβαν τον οικονομικό αγώνα της εργατικής τάξης από τον πολιτικό αγώνα, από την ολόπλευρη προετοιμασία της πάλης, με στόχο την εξουσία, τη δικτατορία του προλεταριάτου.    
Στο «Μανιφέστο» τεκμηριώνεται η θέση ότι το προλεταριάτο πρέπει να έχει το δικό του πολιτικό κόμμα, που θα καθοδηγήσει πολιτικά το εργατικό κίνημα. Δεν είναι τυχαία, χρονικά, η στιγμή που αρχίζει να διαμορφώνεται το επαναστατικό εργατικό κίνημα το 1848. Είναι η περίοδος των αστικών επαναστάσεων στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Αυστρία, την Ουγγαρία, την Ιταλία κ.α. που οδηγούν οριστικά στην πολιτική κυριαρχία της αστικής τάξης και τη ραγδαία ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος. Η ανάπτυξη του καπιταλιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού οδηγεί στο εξής αποτέλεσμα: «η αστική τάξη παράγει τους ίδιους τους νεκροθάφτες της»[26]. Στο εργατικό κίνημα πλέον δυναμώνει η τάση για συγκρότησή του σε αυτοτελή δύναμη.
Οι Μαρξ και Ενγκελς, στα έργα τους «Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850», «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», «Η επανάσταση και η αντεπανάσταση στη Γερμανία», επιχειρούν να καθορίσουν το κύριο πολιτικό καθήκον της εργατικής τάξης, ποια είναι η θέση και ο ρόλος της στις αστικές επαναστάσεις εκείνης της περιόδου. Στη «χειραφέτηση του προλεταριάτου» ο Μαρξ ανακαλύπτει «το μυστικό της επανάστασης του 19ου Αιώνα»[27].
Η χειραφέτηση του προλεταριάτου, ο πολιτικός του διαχωρισμός από την αστική τάξη, είναι η κύρια γραμμή με την οποία πρέπει να συμμετέχει στις αστικοδημοκρατικές επαναστάσεις. Λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά της εποχής, αλλά και ανιχνεύοντας τις μελλοντικές τάσεις, θεωρούσαν ότι αναπόφευκτη όξυνση του ταξικού ανταγωνισμού ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη δημιουργεί αντικειμενικά τη δυνατότητα μετεξέλιξης της αστικοδημοκρατικής επανάστασης σε προλεταριακή - σοσιαλιστική. Σ' αυτή τη βάση πρόβαλαν το σύνθημα της «διαρκούς επανάστασης».
Οι Μαρξ και Ενγκελς είχαν διακρίνει ότι η γερμανική μεγαλοαστική τάξη, ιδιαίτερα η Πρωσική, σε αντίθεση με τις αστικές επαναστάσεις του 17ου και 18ου αιώνα, είχε χάσει πια την ικανότητα να διεξάγει ένα συνεπή επαναστατικό αγώνα κατά της φεουδαρχικής αντίδρασης, ότι ήθελε να πραγματώσει τα συμφέροντα με ταξικό συμβιβασμό με τους ευγενείς ενάντια στις λαϊκές μάζες.
Η επαναστατική πολιτική της εργατικής τάξης απαιτούσε την τακτική συμμαχίας με τα πιο ριζοσπαστικά τμήματα της αστικής τάξης, εκεί όπου αυτά ήταν ακόμη επαναστατικά και την καταπολέμησή τους εκεί όπου ήδη είχαν γίνει αντεπαναστατικά.
Στο έργο των Μαρξ - Ενγκελς «Προσφώνηση της Κεντρικής Επιτροπής στην Ενωση των Κομμουνιστών το Μάρτη του 1850» σημειώνεται για το ρόλο της εργατικής τάξης και του κόμματός της στη γερμανική επανάσταση: «Η σχέση του επαναστατικού εργατικού κόμματος προς τη μικροαστική δημοκρατία είναι αυτή: πάει μαζί της ενάντια στην ομάδα που το επαναστατικό εργατικό κόμμα επιδιώκει την ανατροπή της, αντιτάσσεται στη μικροαστική δημοκρατία, σ' όλα εκείνα με τα οποία η μικροαστική δημοκρατία θέλει να στεριώσει τη θέση της. Οι δημοκράτες μικροαστοί που καθόλου δεν θέλουν να ανατρέψουν ολόκληρη την κοινωνία προς το συμφέρον των επαναστατών προλετάριων, επιδιώκουν μιαν αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών, έτσι που η κοινωνία που υπάρχει να τους γίνει όσο το δυνατό πιο υποφερτή και βολική [...]
Στη σημερινή στιγμή, οι δημοκράτες μικροαστοί που καταπιέζονται παντού, κηρύσσουν γενικά στο προλεταριάτο τη συνένωση και τη συμφιλίωση, του προσφέρουν το χέρι και τείνουν προς τη δημιουργία ενός μεγάλου κόμματος της αντιπολίτευσης που θ' αγκαλιάζει όλες τις αποχρώσεις στο δημοκρατικό κόμμα, δηλαδή τείνουν να μπλέξουν τους εργάτες σε μια κομματική οργάνωση, όπου θα επικρατούν οι γενικές σοσιαλδημοκρατικές φράσεις που πίσω τους κρύβονται τα ιδιαίτερα συμφέροντα των δημοκρατών μικροαστών και όπου, για χατίρι της ποθητής ειρήνης, δεν θα επιτρέπεται να προβάλλονται οι ιδιαίτερες διεκδικήσεις του προλεταριάτου. Μια τέτοια συνένωση θα κατέληγε μονάχα προς όφελός τους και θα ήταν σε βάρος του προλεταριάτου. Το προλεταριάτο θα έχανε όλη την αυτοτελή και με κόπο εξαγορασμένη θέση του και θα ξανάπεφτε σε κατάσταση εξαρτήματος της επίσημης αστικής δημοκρατίας. Αντί να ξεπέσουν ξανά τόσο χαμηλά που να υπηρετούν τους αστούς δημοκράτες όλες τις αποχρώσεις στο δημοκρατικό κόμμα, δηλ. τείνουν να μπλέξουν τους εργάτες σε μια Κομματική Οργάνωση, όπου θα επικρατούν οι γενικές σοσιαλδημοκρατικές φράσεις που πίσω τους κρύβονται τα ιδιαίτερα συμφέροντα των δημοκρατικών μικροαστών και όπου, για χατίρι της ποθητής ειρήνης, δε θα επιτρέπεται να προβάλλονται οι ιδιαίτερες διεκδικήσεις του προλεταριάτου. Μια τέτοια συνένωση θα κατέληγε μονάχα προς όφελός τους και θάταν ολότελα σε βάρος του προλεταριάτου. Το προλεταριάτο θα έχανε όλη την αυτοτελή και με κόπο εξαγορασμένη θέση του και θα ξανάπεφτε σε κατάσταση εξαρτήματος της επίσημης αστικής δημοκρατίας. Αντί να ξεπέσουν ξανά τόσο χαμηλά, που να υπηρετούν τους αστούς δημοκράτες σαν κόρο κλακαδόρων, πρέπει οι εργάτες και πρώτα απ' όλα η Ενωση, να επιδιώκουν να δημιουργήσουν, πλάι στους επίσημους δημοκράτες, μιαν ανεξάρτητη μυστική και ανοιχτή οργάνωση του εργατικού κινήματος.
Πρέπει ακόμα την κάθε κοινότητα να τη μετατρέψουν σε κέντρο και πυρήνα εργατικών Ενώσεων, όπου η θέση και τα συμφέροντα του προλεταριάτου θα συζητιούνται ανεξάρτητα από τις αστικές επιδόσεις»[28].
Σ' αυτό το πλαίσιο οι Μαρξ και Ενγκελς έβαζαν ως ζήτημα τη δημιουργία μυστικής και ανοικτής οργάνωσης του εργατικού κόμματος και της διατήρησης ένοπλων μορφών οργάνωσης της εργατικής τάξης εντελώς ανεξάρτητων από την αστική εξουσία, παροτρύνοντας τους εργάτες να μην παραδώσουν σε καμία περίπτωση τα όπλα. Να εγκαθιδρύσουν μορφές «δυαδικής εξουσίας», «δικές τους επαναστατικές κυβερνήσεις είτε με την μορφή κοινοτικών διοικήσεων, κοινοτικών συμβουλίων, είτε με την μορφή εργατικών λεσχών ή εργατικών επιτροπών» [29].
Ο πυρήνας της αντίληψης των Μαρξ - Ενγκελς για το διαρκή χαρακτήρα της επανάστασης βασιζόταν στη θέση ότι στις συνθήκες της εποχής τους η αστική επανάσταση μπορούσε να οδηγήσει στην προλεταριακή. Η εξέλιξη αυτή, που δε θα ήταν ευθύγραμμη, εξαρτιόταν από το συγκεκριμένο συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων, κυρίως από το κατά πόσο, μέσα στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής επανάστασης, κάτω από την ηγεσία του κομμουνιστικού κόμματος, οι εργάτες θα κατόρθωναν να αξιοποιήσουν το γεγονός ότι η αστική τάξη δεν είχε ακόμα μπορέσει να σταθεροποιήσει και να τελειοποιήσει το δικό της κρατικό μηχανισμό[30].
Η πολιτική αυτή γραμμή δεν επιβεβαιώθηκε τότε, αποτέλεσε όμως πολύτιμη παρακαταθήκη για τη μεθοδολογία διαμόρφωσης της επαναστατικής στρατηγικής και συνέβαλε ουσιαστικά στη μετέπειτα επεξεργασία της στρατηγικής από το Λένιν και τους μπολσεβίκους.
Στη σκέψη των κλασσικών για το ποια έπρεπε να ήταν η στρατηγική των κομμουνιστών, ιδιαίτερα επέδρασε η εξέγερση των Γάλλων εργατών τον Ιούνιο του 1848, της οποίας είχε προηγηθεί η αστικοδημοκρατική το Φεβρουάριο του 1848.
Η εξέγερση του Ιουνίου και το άμεσο ένοπλο πνίξιμό της από την αστική τάξη αποκάλυψαν τον ταξικό χαρακτήρα της αστικής εξουσίας και εμπλούτισαν τον προβληματισμό των Μαρξ - Ενγκελς για τα στρατηγικά καθήκοντα του προλεταριάτου, όπως αυτά αναλύονται στο έργο του Μαρξ, «Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850»:
«Η επανάσταση του Φλεβάρη ήταν η όμορφη επανάσταση, ηεπανάσταση που συγκέντρωνε τη γενική συμπάθεια, γιατί οι αντιθέσεις που ξέσπασαν μέσα της ενάντια στη βασιλεία κοιμούνταν ανεξέλιχτα, αρμονικά, η μια πλάι στην άλλη, γιατί η κοινωνική πάλη που αποτελούσε το βάθρο της είχε αποχτήσει μονάχα μια αέρινη ύπαρξη, την ύπαρξη της φράσης, του λόγου.
Η επανάσταση του Ιούνη είναι η άσχημη επανάσταση, η αποκρουστική επανάσταση, γιατί η δημοκρατία ξεγύμνωσε το κεφάλι του ίδιου του τέρατος αφαιρώντας το στέμμα που το προστάτευε και το έκρυβε» [31].
Στη συνέχεια ο Μαρξ δηλώνει κατηγορηματικά ότι η εξέγερση του Ιουνίου απέδειξε ότι η καλυτέρευση της κατάστασης της εργατικής τάξης παραμένει ουτοπία στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας, μια ουτοπία που εκλαμβάνεται από το κεφάλαιο ως έγκλημα μόλις θελήσει να γίνει πραγματικότητα και επομένως στη θέση των διεκδικήσεων των εργατών «που ήταν υπερβολικές στη μορφή, μικρόπρεπες και μάλιστα αστικές στο περιεχόμενο και που ήθελε να τις αποσπάσει από τη δημοκρατία τον Φλεβάρη, μπήκε το θαρραλέο επαναστατικό μαχητικό σύνθημα: Ανατροπή της αστικής τάξης ! Διχτατορία της εργατικής τάξης»[32].
Η Παρισινή Κομμούνα του 1871 απέδειξε με καθαρό τρόπο πως η εργατική τάξη είχε μπει στο επίκεντρο της κοινωνικής εξέλιξης, τουλάχιστον για τις πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Η Κομμούνα του 1871 ήταν «η πρώτη επανάσταση με την οποία η εργατική τάξη αναγνωρίστηκε ανοιχτά σαν η μόνη τάξη που ήταν ακόμη ικανή για κοινωνική πρωτοβουλία»[33]. Ωστόσο αναδείχτηκαν σημαντικά οι αδυναμίες του εργατικού κινήματος, το γεγονός ότι δεν είχε κόμμα ικανό, με επεξεργασμένη στρατηγική, για να το καθοδηγήσει.
Μετά την Παρισινή Κομμούνα, το 1871, η αναγκαιότητα της κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη, που τονιζόταν επανειλημμένα από τους Μαρξ και Ενγκελς ήδη από το 1845, εμπλουτίστηκε με νέες θέσεις.
Ο Κ. Μαρξ στο έργο του «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία» και ο Φ. Ενγκελς στην εισαγωγή στο ίδιο έργο, αναλύοντας την πείρα της Κομμούνας κατέληξαν στο εξής συμπέρασμα για τη στρατηγική:
Η σοσιαλιστική επανάσταση πρέπει ένοπλα να κάμψει την αντίσταση της αντεπανάστασης, να τσακίσει την παλιά κρατική μηχανή και να δημιουργήσει ένα νέο κράτος, αυτό της δικτατορίας του προλεταριάτου, ένα κράτος «τύπου Κομμούνας».
Με ορόσημο το 1871 μπαίνουμε πλέον στην εποχή που στην καπιταλιστική οικονομία αναπτύσσονται οι μετοχικές εταιρίες και σε πολιτικό επίπεδο ολοκληρώνεται η κυριαρχία της αστικής τάξης. Η εργατική τάξη πλέον εμφανίζεται στο πεδίο της κοινωνικής ανάπτυξης ως η κύρια κοινωνική δύναμη. Η επίγνωση αυτού του γεγονότος αποτυπώνεται στην τροποποίηση του καταστατικού της Διεθνούς Ενωσης των Εργατών το Σεπτέμβριο του 1871:«Επειδή οι αφέντες της γης και του κεφαλαίου χρησιμοποιούν πάντα τα πολιτικά τους προνόμια για να υπερασπίζουν και να διαιωνίζουν τα οικονομικά τους μονοπώλια και για να υποδουλώνουν την εργασία, η κατάχτηση της πολιτικής εξουσίας γίνεται το μεγάλο καθήκον του προλεταριάτου»[34].
Στην εποχή που πλέον η αστική τάξη έχει κυριαρχήσει πολιτικά, έχει διαμορφώσει το δικό της κράτος, έχει χάσει τον προηγούμενα προοδευτικό της χαρακτήρα, «η οικονομική χειραφέτηση της εργατικής τάξης είναι ο μεγάλος τελικός σκοπός, στον οποίο πρέπει να υποταχθεί σαν μέσο κάθε πολιτικό κίνημα»[35].

Η ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΛΕΝΙΝ
Ο Λένιν, συνεχίζοντας το θεωρητικό έργο των Μαρξ - Ενγκελς, σε συνεχή διαπάλη με τον οπορτουνισμό, ο οποίος επικράτησε ως η βασική κατεύθυνση στο εργατικό κίνημα την περίοδο του 1871-1914, ανέπτυξε δημιουργικά τον επιστημονικό σοσιαλισμό, τη θεωρία της σοσιαλιστικής επανάστασης, επεξεργάστηκε τη σύγχρονη στρατηγική του κομμουνιστικού κόμματος. Η θεωρητική και πρακτική του δράση συνέπεσε με την περίοδο, που το κέντρο του επαναστατικού κινήματος μεταφέρθηκε στην Τσαρική Ρωσία, όπως φάνηκε με τις επαναστάσεις του 1905 και του 1917.
Οι Μαρξ - Ενγκελς θεωρούσαν -με βάση και την πείρα των επαναστάσεων του 1848- ότι η σοσιαλιστική επανάσταση μπορούσε να νικήσει μόνο ταυτόχρονα σε ένα σύνολο αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών της εποχής τους, π.χ. Αγγλία, Γερμανία, Γαλλία κλπ.
Ειδικά για τη Ρωσία οι Μαρξ-Ενγκελς τόνιζαν στον πρόλογο της ρωσικής έκδοσης του «Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος» του 1882 ότι: «...αν η ρώσικη επανάσταση αποτελέσει το σύνθημα για την προλεταριακή επανάσταση στη δύση, έτσι που οι δύο μαζί να συμπληρώσουν η μία την άλλη, τότε η τωρινή ρωσική κοινή ιδιοκτησία της γης μπορεί να χρησιμεύσει ως αφετηρία για μια κομμουνιστική εξέλιξη»[36]. Είναι σαφές ότι η μετεξέλιξη της αστικοδημοκρατικής επανάστασης σε σοσιαλιστική στη Ρωσία, σύμφωνα με αυτή τη θέση εξαρτιόνταν από την προλεταριακή επανάσταση στη Δυτική Ευρώπη.
Οι πρώτες επεξεργασίες του Λένιν για τη στρατηγική (όπως και άλλων μαρξιστών της εποχής) ήταν επηρεασμένες από αυτή τη θέση. Είναι χαρακτηριστικό το εξής απόσπασμα: «μέσα σε συνθήκες της επαναστατικής δημοκρατικής δικτατορίας θα κινητοποιήσουμε δεκάδες εκατομμύρια φτωχολογιάς της πόλης και του χωριού, θα κάνουμε την ρώσικη πολιτική επανάσταση πρόλογο της ευρωπαϊκής σοσιαλιστικής επανάστασης»[37].
Στο έργο του «Οι δυο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας στη δημοκρατική επανάσταση», που γράφτηκε στις συνθήκες της επανάστασης του 1905, θέτει το ζήτημα ότι στις νέες ιστορικές συνθήκες της εποχής του, καθοδηγητής της αστικοδημοκρατικής επανάστασης στη Ρωσία μπορεί και πρέπει να είναι μόνο το προλεταριάτο.
Ο Λένιν, στις συνθήκες της Τσαρικής Ρωσίας, η οποία όπως έλεγε ο ίδιος βρισκόταν στο «μεταίχμιο δυο εποχών», προσπάθησε να δώσει επιστημονική απάντηση στο ζήτημα της στρατηγικής που πρέπει να χαράξει το ρωσικό επαναστατικό κίνημα.
Στην ανάλυσή του πήρε υπόψη του τον αντιδραστικό χαρακτήρα της αστικής τάξης στη σύγχρονη ιστορική εποχή του καπιταλισμού, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι, ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης του καπιταλισμού, στη Ρωσία της Τσαρικής απολυταρχίας η αστικοδημοκρατική επανάσταση ήταν αναπόφευκτη: «Ο μετασχηματισμός του οικονομικού και πολιτικού καθεστώτος της Ρωσίας με αστικοδημοκρατική κατεύθυνση είναι αναπόφευκτος και αναπότρεπτος. Δεν υπάρχει δύναμη στον κόσμο ικανή να εμποδίσει αυτόν τον μετασχηματισμό. Από το συνδυασμό όμως της δράσης των δυνάμεων που υπάρχουν και πραγματοποιούν αυτόν τον μετασχηματισμό μπορεί να προκύψουν δυο ειδών αποτελέσματα ή δυο μορφές αυτού του μετασχηματισμού.
Ενα από τα δυο: 1) είτε η υπόθεση θα τελειώσει «με αποφασιστική νίκη της επανάστασης πάνω στον τσαρισμό», είτε 2) οι δυνάμεις θα είναι ανεπαρκείς για μια αποφασιστική νίκη και η υπόθεση θα τελειώσει με μια συναλλαγή ανάμεσα στον τσαρισμό και στα πιο «ασυνεπή» και «ιδιοτελή» στοιχεία της αστικής τάξης»[38].
Το καινούργιο στοιχείο που δίνει η λενινιστική ανάλυση, σε σχέση με αυτήν των Μαρξ και Ενγκελς, είναι η δυνατότητα η εργατική τάξη να είναι ηγετική δύναμη της αστικοδημοκρατικής επανάστασης και σε συμμαχία με την αγροτιά να κατακτήσει την εξουσία, την «επαναστατική δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς»:
«...η δύναμη ικανή να κερδίσει την "αποφασιστική νίκη πάνω στον τσαρισμό" μπορεί να είναι μόνο ο λαός, δηλαδή, το προλεταριάτο και η αγροτιά, αν πρόκειται να πάρουμε τις βασικές, τις μεγάλες δυνάμεις και να κατανείμουμε ανάμεσά τους τη μικροαστική τάξη του χωριού και της πόλης (που είναι και αυτή "λαός"). Η "αποφασιστική νίκη της επανάστασης πάνω στον τσαρισμό" είναι η επαναστατική δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς»[39].
Για τη θέση και το ρόλο της αγροτιάς ο Λένιν σημείωνε:
«Η αγροτιά κλείνει μέσα της πλήθος μισοπρολεταριακά στοιχεία μαζί με μικροαστικά. Αυτό την κάνει κι εκείνη ασταθή και υποχρεώνει το προλεταριάτο να συσπειρωθεί σε αυστηρά ταξικό κόμμα. Η αστάθεια όμως της αγροτιάς διαφέρει ριζικά από την αστάθεια της αστικής τάξης, γιατί στη δοσμένη στιγμή η αγροτιά δεν ενδιαφέρεται τόσο για τη δίχως όρους διατήρηση της ατομικής ιδιοκτησίας, όσο για την αφαίρεση της γης των τσιφλικάδων, που είναι μια από τις κύριες μορφές αυτής της ιδιοκτησίας.
Δίχως να γίνεται απ' αυτό σοσιαλιστική, δίχως να πάψει να είναι μκροαστική, η αγροτιά είναι ικανή να γίνει ακραιφνής και ριζοσπαστικότατος οπαδός της δημοκρατικής επανάστασης [...] η αγροτιά θα γίνει αναπόφευκτα στήριγμα της επανάστασης και της δημοκρατίας, γιατί μόνο μια πέρα για πέρα νικηφόρα επανάσταση θα μπορέσει να δώσει στην αγροτιά τα πάντα στον τομέα των αγροτικών μεταρρυθμίσεων [...] για να καλυτερέψει τους όρους ζωής της τόσο όσο είναι κατορθωτό μέσα στα πλαίσια της εμπορευματικής οικονομίας»[40].
Ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι διεξήγαγαν σκληρή διαπάλη με τους μενσεβίκους οπορτουνιστές που θεωρούσαν ότι η «αστικοδημοκρατική επανάσταση» είναι υπόθεση της αστικής τάξης, ότι αυτή πρέπει να πάρει την εξουσία και ότι κάθε απόπειρα του προλεταριάτου και της αγροτιάς για κατάληψη της εξουσίας θα φοβίσει την αστική τάξη, θα την απομακρύνει από την επανάσταση.
Ο στρατηγικός στόχος της «επαναστατικής δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς» αποτελούσε προσπάθεια, σε αντιπαράθεση με τις θέσεις των μενσεβίκων, η εργατική τάξη να έχει ολοκληρωμένο, ανεξάρτητο από την αστική τάξη, σχέδιο για την πολιτική εξουσία, στο πλαίσιο της αστικοδημοκρατικής επανάστασης στη Ρωσία. Η νίκη του «λαού» προϋπόθετε όχι μόνο τον πολιτικό διαχωρισμό από την αστική τάξη, αλλά και την σύγκρουση μαζί της.
«...η νίκη αυτή αναπόφευκτα θα είναι υποχρεωμένη να στηρίζεται στη στρατιωτική δύναμη, στον εξοπλισμό των μαζών, στην εξέγερση και όχι στον ένα ή τον άλλο "νόμιμο", "ειρηνικά" δημιουργημένο θεσμό.
Δεν μπορεί παρά να είναι δικτατορία, γιατί η πραγματοποίηση των μετασχηματισμών, που άμεσα και απαραίτητα χρειάζονται για το προλεταριάτο και την αγροτιά, θα προκαλέσει την απεγνωσμένη αντίσταση και των τσιφλικάδων και της μεγαλοαστικής τάξης και του τσαρισμού. Δίχως δικτατορία είναι αδύνατο να τσακιστεί αυτή η αντίσταση, ν' αποκρουστούν οι αντεπαναστατικές απόπειρες»[41].
Ο Λένιν, εκτιμώντας ότι αυτή η δικτατορία δεν μπορούσε παρά να «είναι αναμφισβήτητα μόνο παροδικό, προσωρινό καθήκον των σοσιαλιστών»[42], αναζητούσε το πέρασμα από την αστικοδημοκρατική επανάσταση, στη δικτατορία του προλεταριάτου.
«...Από τη δημοκρατική επανάσταση, αμέσως θα περνάμε και ακριβώς στο μέτρο των δυνάμεών μας, στο μέτρο των δυνάμεων του συνειδητού και οργανωμένου προλεταριάτου, θ' αρχίσουμε να περνάμε στη σοσιαλιστική επανάσταση. Είμαστε υπέρ της συνεχούς επανάστασης. Δε θα σταματήσουμε στη μέση του δρόμου»[43].
Βλέπει όμως αυτή τη μετεξέλιξη στα πλαίσια της ευρωπαϊκής επανάστασης, την εξαρτά από τη βοήθεια και τη στήριξη της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Δυτική Ευρώπη. Μόνο δέκα χρόνια αργότερα, το 1915, ο Λένιν υποστηρίζει για πρώτη φορά τη δυνατότητα νίκης της επανάστασης σε μια χώρα.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η υπόμνηση του Λένιν ότι η στρατηγική των μπολσεβίκων του 1905 απαντούσε στα ιδιόμορφα καθήκοντα της επανάστασης που προκύπτουν από την ιστορική καθυστέρηση της Ρωσίας και με αυτή την έννοια διαφορετικά τίθεται το ζήτημα σε χώρες με πιο αναπτυγμένο καπιταλισμό, όπως π.χ. η Γερμανία.
«Τα συγκεκριμένα πολιτικά καθήκοντα πρέπει να μπαίνουν σε συγκεκριμένη κατάσταση. Τα πάντα είναι σχετικά, τα πάντα ρει, τα πάντα αλλάζουν.
Η γερμανική σοσιαλδημοκρατία δε βάζει στο πρόγραμμά της το αίτημα της δημοκρατίας. Εκεί η κατάσταση είναι τέτοια, που το ζήτημα αυτό δύσκολα θα μπορούσε να χωριστεί στην πράξη από το ζήτημα του σοσιαλισμού [...]
Ο γερμανός σοσιαλδημοκράτης του 1898, που δε βάζει στην πρώτη σειρά ειδικά το ζήτημα της δημοκρατίας, είναι φαινόμενο φυσικό, που δεν προκαλεί ούτε ξάφνιασμα ούτε κατάκριση. Ο γερμανός σοσιαλδημοκράτης που το 1848 θα καταχώνιαζε το ζήτημα της δημοκρατίας θα ήταν απροκάλυπτος προδότης της επανάστασης.
Δεν υπάρχει αφηρημένη αλήθεια. Η αλήθεια είναι πάντα συγκεκριμένη»[44].
Ο Λένιν, αναλύοντας το στρατηγικό σχέδιο των μπολσεβίκων στους δυο σταθμούς της επανάστασης, καταλήγει:
«Το προλεταριάτο πρέπει να οδηγήσει τη δημοκρατική επανάσταση ως το τέλος, παίρνοντας μαζί του τη μάζα της αγροτιάς, για να τσακίσει με τη βία την αντίσταση στης απολυταρχίας και να εξουδετερώσει την αστάθεια της αστικής τάξης. Το προλεταριάτο πρέπει να πραγματοποιήσει τη σοσιαλιστική επανάσταση, παίρνοντας μαζί του τη μάζα των μισοπρολεταριακών στοιχείων του πληθυσμού για να συντρίψει με τη βία την αντίσταση της αστικής τάξης και να εξουδετερώσει την αστάθεια της αγροτιάς και των μικροαστών»[45].
Η επανάσταση του 1905 - 1907 ηττήθηκε. Το στρατηγικό σχέδιο των μπολσεβίκων για τη μετεξέλιξη της δημοκρατικής επανάστασης, παρότι δεν στέφθηκε με τη νίκη και η «δικτατορία του λαού» δεν πραγματοποιήθηκε, ήταν η πρώτη επιστημονική προσπάθεια από το Λένιν για να τεθούν στην εποχή του ιμπεριαλισμού και στα δεδομένα μιας χώρας, όπως η τσαρική Ρωσία, τα σύγχρονα στρατηγικά καθήκοντα του προλεταριάτου.
Ο Λένιν κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (την περίοδο 1915 - 1917) έθεσε με νέο τρόπο το ζήτημα της νίκης της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Ο Λένιν έδειξε ότι στον ιμπεριαλισμό η ανισόμετρη οικονομική και πολιτική ανάπτυξη του καπιταλισμού έχει ως αποτέλεσμα να ωριμάζει σε διαφορετικές χρονικές στιγμές η επαναστατική κατάσταση στις διάφορες χώρες[46].
Επίσης, έδειξε ότι η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, ειδικά όταν φτάνουν στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, πρέπει να αξιοποιείται από το προλεταριακό κίνημα για να σπάσει η ιμπεριαλιστική αλυσίδα στον πιο «αδύνατο κρίκο της» (ή στους πιο αδύνατους κρίκους της).
Το Φεβρουάριο του 1917 η αστικοδημοκρατική επανάσταση γκρεμίζει τον τσάρο και η αστική τάξη έρχεται στην εξουσία και συγκροτεί προσωρινή δημοκρατική κυβέρνηση.          Η «τσαρική απολυταρχία», λέει ο Λένιν, δέχτηκε ταυτόχρονο χτύπημα από δύο δυνάμεις, από τη μια μεριά «όλη την αστική και τσιφλικάδικη Ρωσία, [...] τους αγγλογάλλους πρεσβευτές και καπιταλιστές [...]» και από την άλλη «το Σοβιέτ των εργατών βουλευτών που άρχισε να τραβάει με το μέρος του τους στρατιώτες και αγρότες βουλευτές»[47]Στις 26 (8) Μαρτίου του 1917 ο Λένιν εκτιμά ότι: «η ιδιομορφία της στιγμής βρίσκεται στο πέρασμα από το πρώτο στάδιο της επανάστασης που έδωσε την εξουσία στην αστική τάξη, εξαιτίας της ανεπαρκούς συνειδητότητας και οργάνωσης του προλεταριάτου, στο δεύτερο. Η αστική τάξη αποδείχτηκε συνειδητή και προετοιμασμένη»[48].
Ο Λένιν, στα κείμενά του «Τα καθήκοντα του προλεταριάτου στην επανάστασή μας», «Γράμματα για την ταχτική», «Για τη δυαδική εξουσία» καθώς και σε άλλα, επεξεργάστηκε την επαναστατική στρατηγική και τακτική στις συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά την αστικοδημοκρατική επανάσταση του Φεβρουαρίου.
Το βασικό στοιχείο του προβληματισμού του Λένιν στο προγραμματικό κείμενο, που είναι γνωστό ως «Θέσεις του Απρίλη», είναι η ανάγκη αλλαγής της στρατηγικής των μπολσεβίκων. Ο Λένιν εκτιμούσε το αντικειμενικό γεγονός ότι η αστικοδημοκρατική επανάσταση στη Ρωσία πραγματοποιήθηκε:
«Ως την επανάσταση του Φλεβάρη - Μάρτη 1917, η κρατική εξουσία στη Ρωσία βρισκόταν στα χέρια μιας παλιάς τάξης, δηλαδή της τάξης των φεουδαρχών - ευγενών - τσιφλικάδων, με επικεφαλής τον Νικόλαο Ρομανόφ.
Υστερα από αυτή την επανάσταση, η εξουσία βρίσκεται στα χέρια μιας άλλης, νέας τάξης, δηλαδή της αστικής τάξης.
Το πέρασμα της κρατικής εξουσίας από τα χέρια μιας τάξης στα χέρια μιας άλλης είναι το πρώτο, το κύριο, το βασικό γνώρισμα της επανάστασης, τόσο με την αυστηρά - επιστημονική, όσο και με την πρακτικά - πολιτική σημασία αυτής της έννοιας.
Μ' αυτή την έννοια, η αστική ή αστικοδημοκρατική επανάσταση στη Ρωσία τελείωσε»[49].
Στη Ρωσία το ζήτημα που έμπαινε πια στην ημερήσια διάταξη ήταν η σοσιαλιστική επανάσταση, δηλαδή το πέρασμα της εξουσίας στην εργατική τάξη και όχι η συγκρότηση της «επαναστατικής δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς», γι' αυτό και ο Λένιν πρότεινε την εγκατάλειψη αυτού του στόχου.
Ο Λένιν έδωσε σκληρή μάχη και μέσα στο κόμμα των μπολσεβίκων με όσους αντιδρούσαν στην αλλαγή της στρατηγικής του κόμματος:
«Οποιος βάζει με τον παλιό τρόπο το ζήτημα του «αποτελειωμού» της αστικής επανάστασης, αυτός θυσιάζει τον ζωντανό μαρξισμό στο νεκρό γράμμα.
Κατά την παλιά αντίληψη προκύπτει πως: Υστερα από την κυριαρχία της αστικής τάξης, μπορεί και πρέπει να ακολουθήσει η κυριαρχία του προλεταριάτου και της αγροτιάς, η δικτατορία τους.
Στη ζωντανή όμως πραγματικότητα τα πράγματα ήρθαν ήδη διαφορετικά: προέκυψε μια εξαιρετικά πρωτότυπη, νέα πρωτοείδωτη σύμπλεξη του ενός με το άλλο, υπάρχουν δίπλα, μαζί, ταυτόχρονα και η κυριαρχία της αστικής τάξης (η κυβέρνηση Λβοφ και Γκουτσκόφ) και η επαναστατική - δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς, που παραδίνει θεληματικά τη εξουσία στην αστική τάξη, που μετατρέπεται θεληματικά σε εξάρτημά της.
Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ουσιαστικά στην Πετρούπολη η εξουσία βρίσκεται στα χέρια των εργατών και των στρατιωτών. Οτι η νέα κυβέρνηση δεν ασκεί και ούτε μπορεί να ασκήσει πάνω τους βία, επειδή δεν υπάρχει ούτε αστυνομία, ούτε χωρισμένος από το λαό στρατός, ούτε πανίσχυρη υπαλληλία, που να στέκεται πάνω από το λαό. Αυτό είναι γεγονός. Πρόκειται ακριβώς για ένα γεγονός που είναι χαρακτηριστικό για ένα κράτος τύπου Κομμούνας του Παρισιού. Το γεγονός αυτό δε χωράει στα παλιά σχήματα. Πρέπει να ξέρει κανείς να προσαρμόζει τα σχήματα στη ζωή και όχι να επαναλαμβάνει λέξεις για «δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς» γενικά, λέξεις που έχασαν κάθε νόημα»[50].
Το ιδιόμορφο στοιχείο της παράλληλης ύπαρξης δύο ταξικά αντίθετων «εξουσιών» καθορίζει και τα κύρια καθήκοντα των αντιτιθέμενων τάξεων για την επίλυση αυτής της αντίφασης:
«Δεν χωράει ούτε η παραμικρή αμφιβολία ότι μια τέτοια «σύμπλεξη» δεν μπορεί να κρατήσει πολύν καιρό. Δυο εξουσίες σ' ένα κράτος δε μπορεί να υπάρχουν. Η μια από αυτές πρέπει να εκμηδενιστεί και όλη η ρωσική αστική τάξη δουλεύει ήδη με όλες τις δυνάμεις της, με όλους τους τρόπους και παντού για το παραμέρισμα και την εξασθένιση, την εκμηδένιση των Σοβιέτ των στρατιωτών και εργατών βουλευτών, για τη δημιουργία της μονοκρατορίας της αστικής τάξης.
Η δυαδική εξουσία εκφράζει στην ανάπτυξη της επανάστασης μόνο μια μεταβατική στιγμή, τότε που αυτή έχει προχωρήσει πιο πέρα από τη συνηθισμένη αστικοδημοκρατική επανάσταση, χωρίς όμως να έχει φτάσει ακόμη ως την "καθαρή" δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς»[51].
Οι «Θέσεις του Απρίλη», που υιοθετήθηκαν ως πρόγραμμα του μπολσεβίκικου κόμματος, έδιναν απάντηση στα πιο φλέγοντα ζητήματα της στρατηγικής και τακτικής: για το δρόμο εξόδου από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, για τη μορφή και το περιεχόμενο της προλεταριακής εξουσίας, την πραγματοποίηση των ώριμων, για εφαρμογή οικονομικών μέτρων, των πρώτων βημάτων προς το σοσιαλισμό, για την πάλη κατά της πείνας και της καταστροφής, για την τακτική και τις μορφές πάλης, την πολιτική συμμαχιών του κόμματος στο δρόμο προς τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Ο Λένιν, τεκμηριώνοντας ότι τα Σοβιέτ μπορούν να αποτελέσουν μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου, εξαρτούσε την προοπτική τους από την αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων σε αυτά. Εθετε ως στόχο να απαλλαγούν από την ιδεολογικοπολιτική κυριαρχία των μικροαστών-μενσεβίκων και εσέρων- και να περάσουν με τη γραμμή των μπολσεβίκων. «Να εξηγήσουμε στις μάζες ότι το Σοβιέτ των εργατών βουλευτών είναι η μόνη δυνατή μορφή επαναστατικής κυβέρνησης και ότι γι' αυτό, όσο η κυβέρνηση αυτή θα βρίσκεται κάτω από την επιρροή της αστικής τάξης, το καθήκον μας μπορεί να είναι μόνο η υπομονετική, συστηματική, επίμονη και προσαρμοσμένη στις πρακτικές, ιδιαίτερα, ανάγκες των μαζών, εξήγηση των λαθών της τακτικής τους.
Οσο είμαστε μειοψηφία, δουλιά μας είναι να κάνουμε κριτική και εξήγηση των λαθών, προπαγανδίζοντας ταυτόχρονα την ανάγκη να περάσει όλη η κρατική εξουσία στα Σοβιέτ των εργατών βουλευτών, έτσι που οι μάζες με την πείρα τους να απαλλαγούν από τα λάθη τους»[52].
Η 7η Πανρωσική Συνδιάσκεψη του ΣΔΕΡΚ τον Απρίλιο του 1917, υιοθετώντας το λενινιστικό πρόγραμμα, έθεσε σαν όρο για τη νίκη της επανάστασης την επίτευξη της συμμαχίας της εργατικής τάξης με τη φτωχή αγροτιά, στην οποία ηγετικό ρόλο θα είχαν οι εργάτες. Η έκβαση της επανάστασης, λέει η απόφαση για το αγροτικό ζήτημα, εξαρτάται από το «αν θα κατορθώσει το προλεταριάτο της πόλης να πάρει μαζί του προλεταριάτο της υπαίθρου και να συνενώσει μ' αυτό τη μάζα των μισοπρολετάριων του χωριού»[53].
Το ζήτημα που έμπαινε δεν ήταν η ενότητα του λαού (προλεταριάτο και αγροτιά), αλλά η διάσπασή του ανάμεσα στο προλεταριάτο των πόλεων, τα μισοπρολεταριακά και πιο φτωχά στοιχεία του χωριού από τη μια και τα μεσοβέζικα μικροαστικά στρώματα από την άλλη που δεν μπορούσαν να πάνε πιο πέρα από την αστικοδημοκρατική επανάσταση, κάτι που αποδείχτηκε περίτρανα στο πιο κρίσιμο ζήτημα της περιόδου, τη στάση τους απέναντι στη συνέχιση του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Αυτά τα στρώματα υιοθέτησαν τη θέση του«επαναστατικού αμυνιτισμού», υποστηρίζοντας ότι ο πόλεμος άλλαξε χαρακτήρα, μετά την ανατροπή του Τσάρου έπαψε να είναι ιμπεριαλιστικός.
Το κύριο ζήτημα σε όλη την περίοδο από τον Απρίλιο έως την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 είναι η διαπάλη ανάμεσα στους μπολσεβίκους και τα συμβιβαστικά οπορτουνιστικά στοιχεία, τους μενσεβίκους και τους εσέρους, που εξέφραζαν πολιτικά τα μικροαστικά αυτά στρώματα.
Στο σχέδιο προγράμματος του κόμματος, με τίτλο «Τα καθήκοντα του προλεταριάτου στην επανάστασή μας» (10 Απριλίου 1917), ο Λένιν έθεσε το ζήτημα της αλλαγής της ονομασίας του κόμματος από σοσιαλδημοκρατικό σε κομμουνιστικό και το καθήκον αποχώρησης από την οπορτουνιστική Β΄ Διεθνή και τη δημιουργία νέας κομμουνιστικής.
Η νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και στην ανάπτυξη της θεωρίας της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Τον Απρίλιο - Μάιο του 1920, στις παραμονές του 2ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ο Λένιν έγραψε το βιβλίο «Ο "Αριστερισμός", παιδική αρρώστια του κομμουνισμού», το οποίο αποτέλεσε βασικό έργο στην ανάπτυξη της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας, στην επεξεργασία της στρατηγικής και της τακτικής των κομμουνιστικών κομμάτων στη νέα ιστορική εποχή περάσματος στο σοσιαλισμό, που εγκαινίασε η Οκτωβριανή Επανάσταση.
Ο Λένιν, γενικεύοντας την πείρα της ρώσικης επανάστασης μέσα από το συγκεκριμένο έργο, αποκαλύπτει τις νομοτέλειες που αφορούν τη δράση του κομμουνιστικού κινήματος για την προετοιμασία της σοσιαλιστικής επανάστασης, την αναγκαιότητα για ενιαία στρατηγική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.
Κατά πρώτο λόγο στρέφει την προσοχή σε εκείνα τα χαρακτηριστικά της ρωσικής επανάστασης που έχουν γενικό χαρακτήρα και διεθνή σημασία, δηλαδή σε «ό,τι είναι γενικά υποχρεωτικό στην ιστορία και στη σύγχρονη τακτική του μπολσεβικισμού»[54]. Τονίζει ότι είναι αναπόφευκτη η επανάληψη σε διεθνή κλίμακα των κύριων χαρακτηριστικών της Οκτωβριανής Επανάστασης, όπως είναι η δικτατορία του προλεταριάτου, η πολιτική συμμαχιών της εργατικής τάξης με τα εργαζόμενα λαϊκά στρώματα, ο καθοδηγητικός ρόλος του κόμματος στην πάλη για τη δικτατορία του προλεταριάτου και τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, η πάλη με τον οπορτουνισμό και η ήττα του στο εργατικό κίνημα ως όρος για τη νίκη της επανάστασης:
«Τώρα έχουμε πια μπροστά μας μια πολύ αξιόλογη διεθνή πείρα, που δείχνει με τη μεγαλύτερη ακρίβεια ότι ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά της επανάστασής μας έχουν σημασία όχι τοπική, ούτε ειδικά εθνική, ούτε μόνο ρωσική αλλά διεθνή.
Και δε μιλώ εδώ για τη διεθνή σημασία με την πλατιά έννοια της λέξης, ότι δηλαδή όχι απλώς μερικά, αλλά όλα τα βασικά και πολλά από τα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά της επανάστασής μας έχουν διεθνή σημασία με την έννοια της επίδρασης σε όλες τις χώρες.
Δε μιλώ όμως μ' αυτή την πλατιά έννοια. Μιλώ με την πιο στενή έννοια της λέξης, δηλαδή εννοώντας με τις λέξεις διεθνή σημασία, τη διεθνή σημαντικότητα της επανάστασής μας ή την ιστορική αναγκαιότητα να επαναληφθεί σε διεθνή κλίμακα αυτό που έγινε σε μας. Πρέπει να παραδεχτούμε πως τέτοια σημασία έχουν ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά της επανάστασής μας»[55].
Στις θέσεις και τις αποφάσεις του 2ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στη διαμόρφωση των οποίων συνέβαλε αποφασιστικά ο Λένιν, αναφέρονται τα βασικά στοιχεία της επεξεργασίας της επαναστατικής στρατηγικής, ως αποτέλεσμα της γενίκευσης της επαναστατικής πείρας, τόσο της νικηφόρας Οκτωβριανής επανάστασης όσο και της ήττας των επαναστάσεων σε Γερμανία, Ουγγαρία κ.α.
Το συνέδριο επικεντρώθηκε στο ζήτημα της δικτατορίας του προλεταριάτου ως το βασικό καθήκον της προλεταριακής σοσιαλιστικής επανάστασης, έθεσε την αναγνώρισή της ως όρο για τον επαναστατικό χαρακτήρα της στρατηγικής, του προγράμματος ενός κόμματος. Μέσα από τις αποφάσεις και τις κατευθύνσεις του έγινε προσπάθεια να λυθεί το ζήτημα της διαμόρφωσης επαναστατικής στρατηγικής σε όλα τα κόμματα που αυτοπροσδιορίζονταν ως κομμουνιστικά. Ταυτόχρονα ανέδειξε το σημαντικό ζήτημα της σύνδεσης της στρατηγικής με την τακτική, σε συνθήκες μάλιστα που πολλά τμήματα σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Β΄ Διεθνούς ανάγγελλαν την υπό όρους ένταξή τους στην Κομμουνιστική Διεθνή, χωρίς αυτή να συνοδεύεται από την αντίστοιχη αναγνώριση και δράση για την προετοιμασία της δικτατορίας του προλεταριάτου. Το 2ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς τόνιζε ότι το ζήτημα δε λύνεται με την τυπική μόνο αναγνώριση της «δικτατορίας του προλεταριάτου», αλλά με τη σύνδεση αυτής της αναγνώρισης με την τακτική του κόμματος σε όλα τα κρίσιμα ζητήματα: τη στάση του κόμματος απέναντι στον οπορτουνισμό και τα τμήματα της Β΄ Διεθνούς, την κοινοβουλευτική τακτική, τη στάση απέναντι στην αστική δημοκρατία την εξωκοινοβουλευτική δράση, τη δουλειά στα συνδικάτα κ.ά.
Ως κρίσιμο ζήτημα ο Λένιν επεσήμανε το γεγονός ότι η τακτική αρκετών κομμάτων μελών της Κομμουνιστικής Διεθνούς «...δεν υποβλήθηκε ακόμη σε αρκετό βαθμό σε εκείνη τη ριζική αλλαγή, σ' εκείνη τη ριζική ανανέωση που χρειάζονται για να θεωρηθεί αυτή η δουλειά κομμουνιστική και ανταποκρινόμενη στα καθήκοντα των παραμονών της προλεταριακής δικτατορίας»[56].
Σημείωνε ο Λένιν στις «Θέσεις για το ΙΙ Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς», σε σχέση με το ζήτημα της άμεσης γενικής προετοιμασίας για τη δικτατορία του προλεταριάτου:
«Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της στιγμής που περνάμε ως προς την ανάπτυξη του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος είναι το γεγονός ότι στην τεράστια πλειοψηφία των καπιταλιστικών χωρών δεν έχει τελειώσει -και πολύ συχνά ούτε και έχει αρχίσει συστηματικά- η προετοιμασία του προλεταριάτου για την επιβολή της δικτατορίας του. Απ' αυτό δεν βγαίνει πως η προλεταριακή επανάσταση είναι αδύνατη στο πιο κοντινό μέλλον. Είναι πέρα για πέρα δυνατή γιατί όλη η οικονομική και πολιτική κατάσταση είναι εξαιρετικά πλούσια σε εύφλεκτες ύλες και αφορμές για την ανάφλεξη τους [...]
Απ' όσα λέχθηκαν βγαίνει το συμπέρασμα πως το καθήκον της στιγμής για τα Κομμουνιστικά Κόμματα σήμερα δεν είναι να επιταχύνουν την επανάσταση αλλά να εντείνουν την προετοιμασία του προλεταριάτου»[57].
Η επικαιρότητα των θέσεων της λενινιστικής επεξεργασίας της επαναστατικής πολιτικής συνίσταται στο γεγονός ότι -παρά τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί σε σχέση με τις δυο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα- διανύουμε την ίδια ιστορική εποχή. Ως καθήκον για το ΚΚ μπαίνει αυτό της «γενικής προετοιμασίας του προλεταριάτου» για τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Η αφομοίωση αυτών των θεωρητικών αρχών και θέσεων του επιστημονικού κομμουνισμού για την επαναστατική στρατηγική και τακτική είναι θεμελιώδες ζήτημα για ένα ΚΚ. Μόνο έτσι μπορεί το ΚΚ να αποκτήσει θεωρητικά εφόδια για τη χάραξη της στρατηγικής του και τη διαμόρφωση υποταγμένης σ' αυτή τακτικής.
Η ιστορία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος έχει αποδείξει ότι όχι λίγες φορές τα ΚΚ δεν ανταποκρίθηκαν με συνέπεια σε αυτά τα καθήκοντα.
Η νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στον 21ου αιώνα, οι δυνατότητες για την οποία ωριμάζουν, θα κριθεί κυρίως από την ωριμότητα και ετοιμότητα του ΚΚ να ανταποκριθεί στα επαναστατικά του καθήκοντα, ίσως σε πιο σύνθετες συνθήκες σε σχέση με αυτές των αρχών του 20ού αιώνα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς: «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», ιδιαίτερα ο «Πρόλογος στη δεύτερη ρωσική έκδοση του 1882», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».
2. Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς: Προσφώνηση της ΚΕ στην Ενωση των Κομμουνιστών, το Μάρτη του 1850: «Διαλεχτά έργα», Μαρξ - Ενγκελς: τόμος 1, σελ. 109-122.
3. Κ. Μαρξ: «Οι ταξικοί αγώνες στην Γαλλία από το 1848 έως το 1850», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».
4. Κ. Μαρξ: «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».
5. Β. Ι. Λένιν: «Κάτω από ξένη σημαία», «Απαντα», 5η έκδοση, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 26, σελ. 133-154.
6. Β. Ι. Λένιν: «Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης», «Απαντα», 5η έκδοση, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» τόμος 26, σελ. 359-363 ή σε μπροσούρα έκδ. «Πρόγκρες».
7. Β. Ι. Λένιν: «Τα διδάγματα της Κομμούνας», «Απαντα», 5η έκδοση, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 16, σελ. 475-478.
8. Β. Ι. Λένιν: «Δύο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας στη δημοκρατική επανάσταση», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».
9. Β. Ι. Λένιν: «Για την Επανάστασή μας», «Απαντα», 5η έκδοση, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 45, σελ. 378-382.
10. Β. Ι. Λένιν: «Σημειώσεις ενός δημοσιολόγου», «Απαντα» (το κεφάλαιο ΙΙ: Χωρίς μεταφορικές εκφράσεις), εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» τόμος 44, σελ. 417-418.
11. Β. Ι Λένιν: «Στη μνήμη της Κομμούνας», «Απαντα», 5η έκδοση, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 20, σελ. 224-229.
12. Β. Ι. Λένιν: «Διάλεξη για την επανάσταση του 1905», «Απαντα», 5η έκδοση, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 30 σελ. 306-328.
13. Β. Ι. Λένιν: «Γράμματα για την τακτική», «Απαντα», 5η έκδοση, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 31, σελ.131-148.
14. Β. Ι. Λένιν: «Τα καθήκοντα του προλεταριάτου στην επανάσταση μας», «Απαντα», 5η έκδοση, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 31, σελ. 151-186.
15. Ι. Β. Στάλιν: «Για τις βάσεις του λενινισμού», από τη συλλογή κειμένων «Ζητήματα Λενινισμού», σελ. 67 -83.
16. Ι. Β. Στάλιν: «Η Οχτωβριανή Επανάσταση και η ταχτική των Ρώσων κομμουνιστών», από τη συλλογή κειμένων «Ζητήματα Λενινισμού», σελ. 100 -135.
17. Ι. Β. Στάλιν: «Για τα ζητήματα λενινισμού», από τη συλλογή κειμένων «Ζητήματα Λενινισμού», σελ. 136-151.
Κείμενο της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ.

* Κείμενο της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ.
[1] Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 34, σελ. 200.
[2] Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 21, σελ. 287.
[3] Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 42, σελ. 278-279.
[4] Ο Λένιν έλεγε επίσης ότι η πολιτική είναι: «σχέση ανάμεσα στις τάξεις» προσδιόριζε ότι το περιεχόμενό της είναι: «η συμμετοχή στις υποθέσεις του κράτους, η κατεύθυνση του κράτους, ο καθορισμός των μορφών των καθηκόντων, του περιεχομένου, της δραστηριότητας του κράτους».
[5] Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 12, σελ. 137.
[6] Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς, «Διαλεχτά Εργα», τ. 2, σελ. 530.
[7] Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 41, σελ. 65.
[8] Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς, «Διαλεχτά Εργα», τ. 2, σελ. 172.
[9] Ι. Β. Στάλιν, «Ζητήματα Λενινισμού», σελ. 69.
[10] Ι. Β. Στάλιν, «Ζητήματα Λενινισμού», σελ. 71.
[11] Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς, «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 41-42, 69.
[12] Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 26, σελ. 77.
[13] Ο. π.
[14] Ι. Β. Στάλιν, «Ζητήματα Λενινισμού», σελ. 72.
[15] Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 41, σελ. 81.
[16] Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 36, σελ. 205 - 206.
[17] «15ο Συνέδριο του ΚΚΕ, Ντοκουμέντα», Το Πρόγραμμα, σελ. 113-114.
[18] «15ο Συνέδριο του ΚΚΕ, Ντοκουμέντα», Το Πρόγραμμα, σελ. 114 -115.
[19] «17ο Συνέδριο του ΚΚΕ, Ντοκουμέντα», Πολιτική Απόφαση, σελ. 8.
[20] Αναλυτικά, βλ. διάλεξη της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ «Θεωρητικά ζητήματα για τις προϋποθέσεις της σοσιαλιστικής επανάστασης», ΚΟΜΕΠ τεύχος 2 / 2008.
[21] Κ. Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» τ. 1, σελ. 787.
[22] Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 26, σελ. 142.
[23] Κ. Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 3, σελ. 553.
[24] Κ. Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 3, σελ. 551.
[25] Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 27, σελ. 43.
[26] Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς, «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 40.
[27] Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς, «Διαλεχτά Εργα», τ. 1, σελ. 162.
[28] Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς, «Διαλεχτά Εργα», τ. 1, σελ. 112-114.
[29] Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς, «Διαλεχτά Εργα», τ. 1, σελ. 117.
[30] Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 41, σελ. 381
[31] Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς, «Διαλεχτά Εργα», τ. 1, σελ. 177.
[32] Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς, «Διαλεχτά Εργα», τ. 1, σελ. 178.
[33] Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς, «Διαλεχτά Εργα», τ. 1, σελ. 627.
[34] Κ. Μάρξ - Φρ. Ενγκελς, «Διαλεχτά Εργα», τ. 1, σελ. 455.
[35] Κ. Μάρξ - Φρ. Ενγκελς, «Διαλεχτά Εργα», τ. 1, σελ. 452.
[36] Κ. Μαρξ - Φ. Ενγκελς, «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 12-13.
[37] Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 10, σελ. 32.
[38] Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 11, σελ. 43.
[39] Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 11, σελ. 44.
[40] Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 11. σελ. 88.
[41] Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 11, σελ. 44.
[42] Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 11, σελ. 75
[43] Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 11, σελ. 223.
[44] Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 11. σελ. 75-76.
[45] Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 11. σελ. 90.
[46] Βλέπε τα έργα του Β. Ι. Λένιν «Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» (1915) και «Στρατιωτικό Πρόγραμμα της προλεταριακής επανάστασης» (1916), «Ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» (1916).
[47] Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 31. σελ. 14.
[48] Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 31. σελ. 114.
[49] Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 31. σελ. 133.
[50] Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 31. σελ. 135.
[51] Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 31. σελ. 155.
[52] Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 31. σελ. 115.
[53] Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 31. σελ. 426.
[54] Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 41. σελ. 30.
[55] Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 41. σελ. 3.
[56] Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 41, σελ 189.
[57] Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 41, σελ 188.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου