Σελίδες

10 Οκτ 2010

ΕΙΣΒΟΛΗ ΚΑΙ ΚΑΤΟΧΗ ΤΟΥ ΙΡΑΚ


Το έγκλημα είχε σχεδιαστεί πολύ πριν την 11η Σεπτέμβρη
Και οι επίσημες αποδείξεις σε αποχαρακτηρισμένα έγγραφα του Αρχείου Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ
Από τα εγκλήματα των Αμερικανών ιμπεριαλιστών στο Ιράκ
Associated Press
Η εισβολή και η κατοχή του Ιράκ ήταν προαποφασισμένη και μάλιστα από την πρώτη στιγμή που η προεδρία Μπους ανέλαβε τα καθήκοντά της τον Ιανουάριο του 2001. Την ευρέως διαδεδομένη αυτή πεποίθηση ήρθαν να επιβεβαιώσουν τα επίσημα έγγραφα που αποχαρακτηρίστηκαν, στις αρχές της προηγούμενης βδομάδας, στο πλαίσιο της σχετικής αμερικανικής νομοθεσίας, και αποδεικνύουν ότι ο Τζορτζ Μπους και οι συνεργάτες του, κυρίως στο υπουργείο Αμυνας, δηλαδή ο υπουργός Αμυνας, Ντόναλντ Ράμσφελντ και οι υφυπουργοί Πολ Γούλφοβιτς και Ντάγκλας Φέιθ, απεργάζονταν έναν πόλεμο στο Ιράκ από την πρώτη στιγμή της θητείας τους.
Σύμφωνα με τα έγγραφα, που έδωσε στη δημοσιότητα το ανεξάρτητο ινστιτούτο National Security Archive και αφορούν κυρίως λίγο περισσότερο από τον πρώτο χρόνο της θητείας Μπους, η αμερικανική ηγεσία συζήτησε κατά την πρώτη της κιόλας συνεδρίαση, τον Ιανουάριο του 2001, τρόπους «ανάδειξης του αποσταθεροποιητικού ρόλου του Ιράκ στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής». Το ζήτημα επανήλθε κατά την πρώτη συνεδρίαση της νέας ηγεσίας του Λευκού Οίκου με τις υπηρεσίες πληροφοριών και αντιτρομοκρατίας τον Φεβρουάριο του 2001, όπου οι εκτιμήσεις του τότε γενικού υπευθύνου των υπηρεσιών Ρίτσαρντ Κλαρκ περί αναγκαιότητας να δοθεί προτεραιότητα στην «αλ Κάιντα» τέθηκαν στο περιθώριο από τις επίμονες παρεμβάσεις του Γούλφοβιτς, ο οποίος υποστήριζε ότι το πραγματικό «πρόβλημα ήταν το Ιράκ».

Ενα σχέδιο από τα παλιά
Ο υφυπουργός Αμυνας, ήδη, είχε απεργαστεί και προωθούσε ένα σχέδιο «αλλαγής καθεστώτος» στο Ιράκ το οποίο, ουσιαστικά, βασιζόταν στις γενικές γραμμές του σχεδίου που είχε επεξεργαστεί το «αγαπημένο παιδί» της CIA στην ιρακινή δήθεν αντιπολίτευση (με την έννοια ότι όπως αποδείχτηκε, εντός Ιράκ, δεν είχε κανένα λαϊκό έρεισμα), ο Αχμάντ Τσαλαμπί, από τις αρχές της δεκαετίας του '90. Ο Τσαλαμπί, από τα τέλη του 1993, υποστήριζε ότι θα μπορούσε να «δρομολογηθεί» μια εξέγερση των σιιτών στο νότο του Ιράκ και των Κούρδων στο βορρά οι οποίες, με την κατάλληλη υποστήριξη σε όλα τα επίπεδα από τη CIA, θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως καταλύτες στην πυροδότηση γενικής αναταραχής εντός της χώρας, η οποία θα παρέσυρε και το στρατό και τελικά θα οδηγούσε στην εκδίωξη του Σαντάμ Χουσεΐν.
Ηδη, από τα μέσα του '90, σε αυτό το σχέδιο ο Τσαλαμπί είχε δύο ισχυρούς συμμάχους: τον απόστρατο στρατηγό Γουέιν Ντάουνινγκ και τον πρώην αξιωματούχο της CIA, Ντουέιν Κλάριντζ, οι οποίοι λειτουργούσαν ως στρατιωτικοί σύμβουλοι της οργάνωσής του. Οπως φαίνεται, επίσης, ενήμεροι και έμμεσα υπέρμαχοι ήταν και μέλη του Κογκρέσου, τόσο από την πτέρυγα των Ρεπουμπλικάνων όσο και των Δημοκρατικών, οι οποίοι είχαν ενημερωθεί για τα σχέδια αυτά, από το 1998, από τον ίδιο τον Ντάουνινγκ σε κλειστή συνάντηση. Στο πλαίσιο των διεργασιών αυτών, το 1998, ο τότε Πρόεδρος Μπιλ Κλίντον υπέγραψε την Απόφαση για Απελευθέρωση του Ιράκ, η οποία έθετε και επισήμως ως στόχο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν και ενέκρινε παχυλές χρηματοδοτήσεις για την ιρακινή αντιπολίτευση του Τσαλαμπί. Γίνεται, λοιπόν, πιο ξεκάθαρο από ποτέ ότι ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός εγκαίρως επεξεργαζόταν τα σχέδιά του για την ευρύτερη περιοχή, ήδη μια δεκαετία πριν την υλοποίησή τους.
Ολα αυτά τα σχέδια ήρθαν και πάλι στο προσκήνιο, και μάλιστα ως προτεραιότητα, με την ανάδειξη της προεδρίας Μπους. Οταν τον Ιούλη του 2001, ο Γούλφοβιτς ανοιχτά παρουσίασε το προαναφερόμενο σχέδιο δράσης, ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Κόλιν Πάουελ, πρώην στρατιωτικός, το χαρακτήρισε «γελοίο», όσον αφορά στις στρατιωτικές του πτυχές και φέρεται να ενημέρωσε σχετικά και τον ίδιο τον Μπους, όταν το ζήτημα επανήλθε σε συνεδρίαση του Ιούλη του 2001, τονίζοντας ότι «σε στρατιωτικό επίπεδο, δεν είναι διόλου εύκολο εγχείρημα». Οσον αφορά, πάντως, τον απώτερο στόχο και το σκεπτικό η ...«περιστερά» Πάουελ δεν εμφανίζεται να διαφωνεί.
Τη «στρατιωτική» του άποψη εμφανίζεται να κλήθηκε από τη CIA να διατυπώσει και ο Κουβανο-Αμερικάνος γιος ενός Κουβανού βετεράνου της απόπειρας εισβολής στον Κόλπο των Χοίρων. Ο αποκαλούμενος «Σαούλ», στα επίσημα έγγραφα, στις αρχές Αυγούστου του 2001, επίσης, εκτίμησε ότι το σχέδιο που προωθούσε ο Γούλφοβιτς δεν θα απέφερε την τελική ανατροπή του καθεστώτος που η Ουάσινγκτον επεδίωκε στη Βαγδάτη, και θα την υποχρέωνε να εμπλέξει μεγάλο αριθμό στρατιωτών, για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Συστηματική προπαγάνδα
Παρά τις όποιες στρατιωτικές διαφωνίες, πάντως, η επιχείρηση «αναγκαιότητα εξαπόλυσης προληπτικού πλήγματος στο Ιράκ» δουλευόταν συστηματικά και μεθοδικά από την αμερικανική ηγεσία καθ' όλο αυτό το χρονικό διάστημα. Οι Αμερικανοί εκπρόσωποι στον ΟΗΕ και στη ΔΕΑΕ άρχισαν να θέτουν ζήτημα «ανεπάρκειας» των κυρώσεων που, ήδη, ίσχυαν σε βάρος του Ιράκ, ζήτημα που συνέχισαν να θέτουν μέχρι και το καλοκαίρι του 2002, οπότε υιοθετήθηκαν οι «έξυπνες» κυρώσεις, λίγους μήνες πριν εξαπολυθεί η επίθεση κατά του Ιράκ. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας, άρχισε και η προώθηση όλης της υπόθεσης περί εντοπισμού «σωλήνων αλουμινίου που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε πυρηνικό εξοπλισμό», κάτι που δεν επιβεβαιώθηκε από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, των οποίων η άποψη δε ζητήθηκε μέχρι και τη δημοσιοποίηση της πληροφορίας.
Οι επιθέσεις της 11ης Σεπτέμβρη του 2001 αναδείχτηκαν, αμέσως, σε κεντρικό θέμα του προπαγανδιστικού ιστού που η προεδρία Μπους ύφαινε σε βάρος του Ιράκ. Παρά το γεγονός ότι μόλις στις 18 Σεπτέμβρη, οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες σε έκθεσή τους καθιστούσαν σαφές ότι το Ιράκ δεν μπορεί, από καμία άποψη, να συνδεθεί με τις επιθέσεις της 11ης Σεπτέμβρη, ούτε με την «αλ Κάιντα», ο Πρόεδρος Μπους και οι συνεργάτες του επέμειναν να εκφράζουν αυτήν την άποψη για πολύν καιρό ακόμη και δεν την εγκατέλειψαν εντελώς ουσιαστικά ποτέ.
Ενώ οι αμερικανικές δυνάμεις επιτίθενται και εισβάλλουν στο Αφγανιστάν τον Οκτώβρη του 2001, ο υπουργός Αμυνας Ράμσφελντ εμφανίζεται να επιμένει ότι το στόχαστρο θα πρέπει να στραφεί στο Ιράκ. Αυτό το καθιστά σαφές σε συνάντηση που έχει με τον επικεφαλής της αμερικανικής στρατιωτικής διοίκησης στη Μέση Ανατολή - Centcom -το Νοέμβρη του 2001. Ο Ράμσφελντ ζητά από το στρατηγό Τόμι Φρανκς να σχεδιάσει μια ολοκληρωτική εισβολή στο Ιράκ, αλλά και την επόμενη μέρα, γιατί, όπως αναφέρεται στα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα, εκτιμά «ότι σε αντίθεση με το Αφγανιστάν, είναι εξαιρετικά σημαντικό να υπάρξει προσωρινή κυβέρνηση και άμεση εναλλαγή στην εξουσία».
Κατά τη διάρκεια της ίδιας συνάντησης, οι Φρανκς και Ράμσφελντ φέρονται να συζήτησαν και μια σειρά από αφορμές που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως πρόσχημα για την εξαπόλυση επίθεσης: επικρατούν η πρόκληση μιας ιρακινής επίθεσης κατά των Κούρδων στο βορρά, η σύνδεση της Βαγδάτης με τα κρούσματα άνθρακα στις ΗΠΑ, η κινδυνολογία σχετικά με το ιρακινό «απαγορευμένο» οπλοστάσιο με όπλα μαζικής καταστροφής, και φυσικά η σύνδεση της Βαγδάτης με την 11η Σεπτέμβρη.
Εξ όλων αυτών, όπως φάνηκε στην πορεία, μεγαλύτερη βαρύτητα δόθηκε στην ύπαρξη «απαγορευμένου» ιρακινού οπλοστασίου, καθώς κρίθηκε ως πιο αποτελεσματική επιλογή για να παρουσιαστεί ένα προληπτικό πλήγμα προς το Ιράκ ως «δίκαιος πόλεμος», ένας στόχος που αναφέρεται λεπτομερώς σε αποχαρακτηρισμένα έγγραφα από το φθινόπωρο του 2001. Σύμφωνα, όμως, με άλλα έγγραφα, το Τμήμα Πληροφοριών του Στέιτ Ντιπάρτμεντ έχει εγκαίρως, από το Δεκέμβρη του 2001, ενημερώσει την προεδρία Μπους ότι η επιχειρηματολογία της δεν πρόκειται να βρει συμμάχους μεταξύ των έτερων ισχυρών ιμπεριαλιστικών χωρών της Ευρώπης, με εξαίρεση ίσως τη Βρετανία.Χαρακτηριστικά, στο έγγραφο αναφέρεται ότι εφόσον δεν υπάρχει «απόδειξη για την εμπλοκή του Ιράκ στις επιθέσεις της 11ης Σεπτέμβρη ή απόδειξη ότι όντως έχει απαγορευμένο οπλισμό, Γαλλία και Γερμανία δεν πρόκειται να υποστηρίξουν ένα προληπτικό πλήγμα σε βάρος του».
Προώθηση των θέσεων του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή
Χωρίς αμφιβολία, ουδείς εκπλήσσεται από τις αποκαλύψεις των εγγράφων. Μόνο αφελείς θα μπορούσαν να πιστεύουν ότι η εξαπόλυση προληπτικού πολέμου κατά του Ιράκ δεν ήταν μια προαποφασισμένη επιλογή της προεδρίας Μπους, η οποία στοιχειοθετήθηκε μεθοδικά, παρά το γεγονός ότι δεν κατάφερε να παρουσιάσει ούτε καν αληθοφανή προσχήματα. Αυτό που δεν αναφέρουν τα έγγραφα, και είναι απολύτως λογικό, είναι το γιατί ο Μπους και οι συνεργάτες του επέδειξαν τέτοια εγρήγορση και ανυπομονησία για την εξαπόλυση ενός πολέμου, που, όπως αποδείχτηκε, τελικά είχε και έχει μεγάλο κόστος διπλωματικό, ανθρώπινο και οικονομικό, και για τις ΗΠΑ.
Σε ένα σχετικό υπόμνημα προς την τότε σύμβουλο εθνικής ασφαλείας, Κοντολίζα Ράις, τον Ιούλη του 2001, ο τότε υπουργός Αμυνας Ντόναλντ Ράμσφελντ υπογραμμίζει ότι «η ανατροπή του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν, και η εγκαθίδρυση στο Ιράκ μιας φιλο-αμερικανικής ηγεσίας, θα συνεισφέρει τα μέγιστα στη βελτίωση της θέσης των ΗΠΑ στην περιοχή και αλλού. Ενώ μια γρήγορη στρατιωτική νίκη θα ενισχύσει την εικόνα των ΗΠΑ, την αξιοπιστία και την επιρροή τους».
Ως προς το δεύτερο σκέλος, τα σχέδια του αμερικανικού ιμπεριαλισμού δεν έφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Ουδείς μπορεί ακόμη να μιλήσει για νίκη στο Ιράκ, σημαντικός αριθμός Αμερικανών στρατιωτών παραμένει στη χώρα, η εικόνα των ΗΠΑ υπέστη σοβαρό πλήγμα σε ολόκληρη τη μουσουλμανική, και όχι μόνο, κοινή γνώμη, από την αιματηρή κατοχή που ουσιαστικά ισοπέδωσε ολόκληρο το Ιράκ και βύθισε στο αίμα τον ιρακινό λαό.
Ως προς το πρώτο σκέλος, όμως, έστω και μετ' εμποδίων, οι στόχοι του αμερικανικού ιμπεριαλισμού είναι σαφείς και δεν μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι απέτυχαν. Οντως, απέκτησε στρατιωτικές βάσεις σε μια χώρα που βρίσκεται ίσως στο νευραλγικότερο σημείο της πολύτιμης, γεωστρατηγικά και ενεργειακά, περιοχής της ευρύτερης Μέσης Ανατολής. Μέσα από αυτές, θα επιδιώξει να επηρεάζει την όποια ιρακινή ηγεσία και σταδιακά να εξασφαλίσει μεγαλύτερα οφέλη από τον μαύρο χρυσό του Ιράκ, στον οποίο, μέχρι στιγμής, δεν έχει πρόσβαση. Παράλληλα, βρίσκεται σε «απόσταση βολής» από το Ιράν, και από όλον τον Περσικό Κόλπο.
Ολα αυτά, εξηγούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη βιασύνη της προεδρίας Μπους, και των συμφερόντων που εξυπηρετούσε. Και μπορεί να υπήρξαν και «παράπλευρες απώλειες» στην πορεία, όμως, ο στόχος της απόκτησης του ελέγχου της Ευρασίας είναι τόσο σημαντικός για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, που δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς.

Ε. ΜΑΥΡΟΥΛΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου