Οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν την ανισομετρία στην καπιταλιστική ανάπτυξη και ταυτόχρονα το συγκυριακό και πρόσκαιρο χαρακτήρα των συμβιβασμών στο εσωτερικό της Ευρωένωσης, καθώς μερίδες της αστικής τάξης και καπιταλιστικές κυβερνήσεις συγκρούονται ανελέητα όσο βαθαίνει η κρίση, για να διασφαλίσουν τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους.
Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση της Τσεχίας τάσσεται κατά της εναρμόνισης της φορολογίας ανάμεσα στα κράτη της ΕΕ, επισημαίνοντας ότι πρέπει να αποτελεί εθνική και όχι ευρωπαϊκή πολιτική.
Από την άλλη, ο υπουργός Οικονομικών της Ιρλανδίας, Μάικλ Νούναν, δηλώνει ότι ο οποιοσδήποτε νέος φόρος, όπως αυτός που προτείνεται να επιβληθεί στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, θα πρέπει να ισχύει και για τα 27 κράτη - μέλη της ΕΕ και όχι μόνο για τα δεκαεπτά της Ευρωζώνης. Οπως εξηγεί, κάτι τέτοιο θα καθιστούσε απαραίτητη τη σύμφωνη γνώμη της Μεγ. Βρετανίας, του μεγαλύτερου χρηματοοικονομικού κέντρου της περιοχής, η οποία είναι αντίθετη στο να προχωρήσει η Ευρώπη μόνη της.
Η βρετανική κυβέρνηση από την πρώτη στιγμή τάχθηκε κατά της επιβολής φόρου στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, υπογραμμίζοντας ότι ένα τέτοιο μέτρο πρέπει να εφαρμοστεί παγκόσμια, διαφορετικά ενέχει τον κίνδυνο απλώς να σπρώξει τους επενδυτές σε τράπεζες χωρών όπου δεν εφαρμόζεται το μέτρο.
Από την πλευρά της Πορτογαλίας, το υπουργείο Εξωτερικών δηλώνει ότι η χώρα «διατηρεί μία θετική στάση απέναντι σε μία μεγαλύτερη οικονομική ολοκλήρωση στον ευρωπαϊκό χώρο (...) Η ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης συνάδει με τη νομισματική ένωση την οποία βιώνουμε ώστε να υπάρξει περισσότερη σταθερότητα και συνοχή».
Σχετικά με το «χρυσό κανόνα» για το χρέος, το πορτογαλικό υπουργείο Εξωτερικών επισημαίνει ότι «το πρόγραμμα της πορτογαλικής κυβέρνησης είναι ξεκάθαρο σε σχέση με τη μείωση του ελλείμματος και την αντιστροφή της τροχιάς του χρέους», ενώ υπενθυμίζει ότι η συμφωνία του κυβερνητικού συνασπισμού «περιλαμβάνει το άνοιγμα μίας συνταγματικής συζήτησης για τα όρια» του ελλείμματος και του χρέους. Τέλος, σημειώνει ότι «η Πορτογαλία παρακολούθησε επίσης με ενδιαφέρον τις δηλώσεις για την ενδεχόμενη επιβολή ενός φόρου στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές».
Ενίστανται οι τραπεζίτες
Ο Γιόζεφ Ακερμαν, διευθύνων σύμβουλος της «Deutsche Bank» χαρακτηρίζει τις προτάσεις Μέρκελ - Σαρκοζί ως«βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση», επισημαίνοντας ωστόσο ότι η διαδικασία είναι αργή καθώς θα υπάρξουν εμπόδια για την εφαρμογή ορισμένων μέτρων, όπως ο φόρος στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Οπως σημειώνει, αυτός ο φόρος «είναι σημαντικό ζήτημα για τις τράπεζες, καθώς εκτός από τους φόρους που πληρώνουν σε συγκεκριμένες χώρες, ο φόρος επί των συναλλαγών θα κάνει πιο δύσκολη την επίτευξη κερδών στην ευρωζώνη».
Ο διευθύνων σύμβουλος της μεγαλύτερης γερμανικής τράπεζας ουσιαστικά προειδοποιεί ότι οι τραπεζικοί κολοσσοί θα ανοίξουν μπίζνες σε κράτη που δεν επιβάλλουν τέτοιο φόρο. Ταυτόχρονα, κρύβει επιμελώς ότι το τραπεζικό κεφάλαιο έχει αποκομίσει τεράστια κέρδη, μπροστά στα οποία ο όποιος φόρος θα είναι παρωνυχίδα, η οποία μάλιστα θα μετακυληθεί στους εργαζόμενους - πελάτες των τραπεζών.
Βέβαια, δεν είναι ο μοναδικός εκπρόσωπος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου που δηλώνει την αντίθεσή του με αυτό το μέτρο. Εχει προηγηθεί ο γερμανικός χρηματιστηριακός όμιλος, «Deutsche Boerse», ο οποίος απορρίπτει την επιβολή φόρου στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, σημειώνοντας ότι «δεν είναι κατάλληλος για να αυξήσει σε διαρκή βάση την ασφάλεια και την ακεραιότητα των χρηματαγορών», καθώς «ένας τέτοιος φόρος θα είναι δώρο για εκείνες τις αγορές και τα προϊόντα που δεν υπάγονται σε ρυθμίσεις».
Τέλος, ο Γ. Ακερμαν τάσσεται κατά των ευρωομολόγων και οποιουδήποτε ταμείου «κοινού δανεισμού», επισημαίνοντας ότι «μία από κοινού υποχρέωση μπορεί να έχει αποτέλεσμα μόνο εάν υπάρχει κάποιου είδους πολιτική ένωση».
Βαθαίνει η κρίση
Περαιτέρω εμβάθυνση της καπιταλιστικής κρίσης, τόσο στην Ελλάδα όσο και παγκόσμια προβλέπουν οι τελευταίες αναλύσεις τραπεζικών οργανισμών, εκφράζοντας παράλληλα και τις ανησυχίες της πλουτοκρατίας που απαιτεί αντιλαϊκά μέτρα «εδώ και τώρα» για την καταβαράθρωση της τιμής της εργατικής δύναμης, ως ενιαία στρατηγική του κεφαλαίου για την έξοδο από την κρίση προς όφελος των μονοπωλίων.
Στο πλαίσιο αυτό, αναλυτές της «Wall Street Journal» εκτιμούν ότι η ελληνική οικονομία ενδέχεται να συρρικνωθεί κατά 2% ή ακόμα περισσότερο τον επόμενο χρόνο, ακολουθώντας μια ύφεση της τάξης του 4,5% το 2010 και του 3,9% που εκτιμάται για φέτος. Την ίδια στιγμή, η «Credit Suisse» προβλέπει για την Ελλάδα έλλειμμα της τάξης του 10% του ΑΕΠ και συρρίκνωση της οικονομίας έως 5% το 2011. «Η μακροοικονομική κατάσταση της Ελλάδας συνεχίζει να επιδεινώνεται κατά την άποψή μας με την εκτίμηση του ΔΝΤ για συρρίκνωση 3,8% το 2011 να φαίνεται πλέον αισιόδοξη (...) Το -5% δεν είναι απίθανο κατά την άποψή μας», αναφέρει η τράπεζα.
Παράλληλα, η «Morgan Stanley» αναθεωρεί προς τα κάτω τις προβλέψεις της για την παγκόσμια ανάπτυξη το 2011 και εκτιμά ότι η παγκόσμια οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 3,9%, έναντι 4,2% που ήταν η προηγούμενη πρόβλεψη. Για το 2012 προβλέπει ανάπτυξη 3,8% έναντι 4,5% που ήταν η αρχική εκτίμηση.
Ο οικονομολόγος Ντάνιελ Γκρος υπογραμμίζει ότι «οι κυβερνήσεις στην περιφέρεια της ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένων της Ισπανίας και της Ιταλίας, έχουν πλέον να αντιμετωπίσουν το εξής δίλημμα: πρέπει να προχωρήσουν σε διαρθρωτικές αλλαγές για να αυξήσουν τη μακροπρόθεσμη προοπτική ανάπτυξης, το κόστος όμως θα είναι ακόμα μεγαλύτερες βραχυπρόθεσμες ωδίνες. Η κρίση χρέους θα τερματιστεί μόνο όταν θα έχουν δείξει πως το έχουν καταλάβει αυτό και θα έχουν αποδεχτεί τις αναπόφευκτες θυσίες».
Με άλλα λόγια, καλεί τις αστικές κυβερνήσεις να επιβάλουν με σιδερένια πυγμή τις αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις που ξεθεμελιώνουν κάθε εργατικό και λαϊκό δικαίωμα, επαναλαμβάνοντας ότι η μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης αποτελεί στρατηγική επιλογή του κεφαλαίου.
Προσπάθειες καθησυχασμού
Πάντως, ο πρόεδρος της ΕΕ, Χέρμαν Βαν Ρομπάι, εκτιμά ότι «δεν αναμένουμε αρνητική οικονομική ανάπτυξη, ύφεση στην ευρωζώνη». Παράλληλα, αναφερόμενος στην πρόταση Μέρκελ - Σαρκοζί να αναλάβει ο ίδιος την προεδρία του «οικονομικού συμβουλίου» της Ευρωζώνης, σημειώνει ότι βρίσκεται στα χέρια των κρατών - μελών, υπονοώντας ότι ο ίδιος την αποδέχεται.
Από την πλευρά του, ο Εβαλντ Νοβότνι, μέλος του ΔΣ της ΕΚΤ και διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Αυστρίας, εκτιμά ότι «κινούμαστε σε άλλη κατεύθυνση, τύπου Ιαπωνίας, δηλαδή σε μία φάση χαμηλής ανάπτυξης μακροπρόθεσμα, καθώς και χαμηλού πληθωρισμού» και προσθέτει ότι «δεν μπορούμε να αποκλείσουμε μία επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, που σημαίνει ότι η ανοδική τάση που είχαμε θα χάσει κάπως τη δυναμική της, αλλά δεν πιστεύω ότι αυτό θα εξελιχθεί σε ύφεση».
Ακόμα, ο Ε. Νοβότνι επισημαίνει ότι οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ για την αγορά κρατικών ομολόγων αποτελούν«προσωρινό εργαλείο» και υποστηρίζει ότι αξίζει να γίνει μια σοβαρή συζήτηση για την έκδοση ευρωομολόγων, αλλά ο χρόνος δεν έχει ωριμάσει για να ληφθούν σχετικές αποφάσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου