Σελίδες

23 Μαΐ 2011

Η υπεραξία και Ο μισθός της εργασίας στον καπιταλισμό.



Αφού αγοράσει την εργατική δύναμη και τα μέσα παραγωγής ο καπιταλιστής οργανώνει την παραγωγή εμπορευμάτων.
Το προτσές της εργασίας στην καπιταλιστική επιχείρηση έχει διπλό χαρακτήρα.
Από τη μια μεριά είναι προτσές δημιουργίας αξιών χρήσης (υφάσματα, παπούτσια, ρούχα, ψωμί, μηχανές κλπ., αντικείμενα που μπορούν να χρησιμοποιούν οι άνθρωποι).
Από την άλλη, είναι προτσές δημιουργίας αξίας. Αυτό ενδιαφέρει τον καπιταλιστή, γιατί στην αξία των νέων εμπορευμάτων που δημιουργήθηκε από την εργασία των μισθωτών εργατών, υπάρχει εκτός από την αξία της εργατικής δύναμης και των μέσων παραγωγής και ένα πρόσθετο μέρος της αξίας, το οποίο ιδιοποιείται δωρεάν ο καπιταλιστής.

Εκείνο ακριβώς το μέρος της αξίας που δημιουργείται από την εργασία των μισθωτών εργατών, αλλά δεν πληρώνεται από τον καπιταλιστή, είναι η υπεραξία.
Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής προϋποθέτει ένα σχετικά υψηλό επίπεδο παραγωγικότητας της εργασίας, όπου ο εργάτης χρειάζεται μονάχα ένα μέρος της εργάσιμης μέρας, για να δημιουργήσει μια αξία ίση με την αξία της εργατικής δύναμης.
Η υπεραξία δημιουργείται μόνο στην παραγωγή, στο προτσές της εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο.
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα με το εμπόρευμα (Α) και υποθέσουμε ότι:
  • Η εργάσιμη μέρα είναι ένα 8ωρο.
  • Το 8ωρο διαιρείται σε δύο ίσα μέρη:
α) Σε αναγκαίο χρόνο εργασίας - 4 ώρες, όπου ο εργάτης παράγει αξία ίση με την αξία της εργατικής του δύναμης.
β) και σε πρόσθετο χρόνο εργασίας, - 4 ώρες, όπου ο εργάτης δουλεύει δωρεάν στον καπιταλιστή.
Βεβαίως, η αναλογία ανάμεσα στον αναγκαίο χρόνο εργασίας και στον πρόσθετο αλλάζουν, αλλά αυτός ο διαχωρισμός υπάρχει πάντα στον καπιταλισμό.
Στη διάρκεια της εργάσιμης μέρας των 8 ωρών ο εργάτης παράγει εμπορεύματα. Σ' αυτά εμπεριέχεται μέρος της αξίας του σταθερού κεφαλαίου που μεταβιβάζεται με την εργασία στα νέα εμπορεύματα και η αξία της εργατικής δύναμης. Η αξία των εμπορευμάτων που παράγονται στο 8ωρο είναι μεγαλύτερη από το άθροισμα της αξίας του σταθερού κεφαλαίου που μεταβιβάστηκε σ' αυτά και της αξίας της εργατικής δύναμης. Γιατί αν ήταν ίση, τότε ο καπιταλιστής θα πουλούσε τα εμπορεύματα αλλά δε θα αποκόμιζε κέρδος. Θα έπαιρνε πίσω μόνο το σύνολο του κεφαλαίου που είχε δαπανήσει για την παραγωγή τους.
Ετσι στο παράδειγμά μας, μέσα σε 8 ώρες εργασίας ας υποθέσουμε ότι παράγονται εμπορεύματα αξίας 60 ευρώ. Η αξία του σταθερού κεφαλαίου, (πρώτες ύλες, απόσβεση μηχανών, κτιρίων κλπ.), είναι 44 ευρώ και η αξία της εργατικής δύναμης είναι 8 ευρώ. Ο καπιταλιστής δαπάνησε κεφάλαιο 44+8=52 ευρώ, αλλά η αξία των νέων εμπορευμάτων είναι 60 ευρώ. Επομένως, στη διάρκεια των 8 ωρών έχουμε παραγωγή παραπάνω αξίας 8 ευρώ. Αυτή η νέα αξία είναι η υπεραξία. Ετσι στις πρώτες 4 ώρες, (αναγκαίος χρόνος εργασίας), ο εργάτης παρήγαγε αξία ίση με την αξία της εργατικής του δύναμης, (η αξία του σταθερού κεφαλαίου προϋπάρχει στα χτίρια, τα μηχανήματα, τις πρώτες ύλες και απλά μεταβιβάζεται στα παραγόμενα εμπορεύματα), ενώ τις επόμενες 4 ώρες, (πρόσθετος χρόνος εργασίας) παρήγαγε νέα αξία 8 ευρώ, την υπεραξία, που καρπώνεται ο καπιταλιστής.
Η υπεραξία των 8 ευρώ δημιουργείται από την απλήρωτη πρόσθετη εργασία του εργάτη που παράγει το προϊόν (Α).
Ακριβώς σε αυτήν τη δωρεάν ιδιοποίηση από τους καπιταλιστές του προϊόντος της απλήρωτης εργασίας των εργατών, δηλαδή στην ιδιοποίηση της υπεραξίας, συνίσταται η ουσία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Η υπεραξία γεννιέται στην παραγωγή και εκδηλώνεται στην κυκλοφορία.
Η παραγωγή και η ιδιοποίηση της υπεραξίας από τους καπιταλιστές είναι ο βασικόςοικονομικός νόμος του καπιταλισμού.
Οι δύο τρόποι αύξησης
του βαθμού εκμετάλλευσης
Βαθμός εκμετάλλευσης είναι η σχέση πρόσθετου προς τον αναγκαίο χρόνο εργασίας ή αλλιώς η σχέση υπεραξίας προς την αξία της εργατικής δύναμης.
Κάθε καπιταλιστής προσπαθεί με κάθε τρόπο να αυξήσει το μερίδιο της υπεραξίας που απομυζά από τον εργάτη.
Η υπεραξία που παράγεται με την παράταση της εργάσιμης μέρας, επομένως και με την αύξηση του πρόσθετου χρόνου εργασίας, ονομάζεται απόλυτη υπεραξία.
Αυτό γινόταν στις αρχές του καπιταλισμού.
Σύγχρονη μορφή του είναι οι υπερωρίες.
Η υπεραξία που προέρχεται από την ελάττωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας και την αντίστοιχη αύξηση του πρόσθετου χρόνου εργασίας, με σταθερό τον ημερήσιο εργάσιμο χρόνο, ονομάζεται σχετική υπεραξία.
Η βασική μέθοδος αύξησης της σχετικής υπεραξίας είναι η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Γιατί η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας σημαίνει παραγωγή περισσότερων εμπορευμάτων στη διάρκεια του ημερήσιου χρόνου εργασίας, επομένως και περισσότερη νέα αξία.
Εκτός από την απόλυτη και τη σχετική υπεραξία, υπάρχει και η πρόσθετη υπεραξία. Αυτή είναι παραλλαγή της σχετικής υπεραξίας.
Η πηγή της πρόσθετης υπεραξίας είναι η υψηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας σε ορισμένες επιχειρήσεις σε σύγκριση με το μέσο επίπεδο για το δοσμένο κλάδο παραγωγικότητας.
H ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι ένα προοδευτικό φαινόμενο. Αλλά στις συνθήκες του καπιταλισμού η ανάπτυξη αυτή συνδέεται πάντοτε με το δυνάμωμα της εκμετάλλευσης των εργατών.
Οι δύο αυτοί τρόποι αύξησης της υπεραξίας παίζουν διαφορετικό ρόλο στις διάφορες βαθμίδες της ιστορικής ανάπτυξης του καπιταλισμού: Στην περίοδο της μανιφακτούρας, όπου η τεχνική βρισκόταν σε χαμηλό επίπεδο και προχωρούσε σχετικά αργά, την κυριότερη σημασία είχε η αύξηση της απόλυτης υπεραξίας. Με την παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων του καπιταλισμού στη μηχανική και κυρίως στη σύγχρονη περίοδο, όταν η αναπτυγμένη σε πολύ υψηλό επίπεδο τεχνική επιτρέπει ν' αυξάνεται γρήγορα η παραγωγικότητα της εργασίας, οι καπιταλιστές πετυχαίνουν μια τεράστια ένταση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, προπαντός με την αύξηση της σχετικής υπεραξίας. Ταυτόχρονα, οι καπιταλιστές επιδιώκουν, όπως και πριν, με κάθε τρόπο την παράταση της εργάσιμης μέρας (όπως γίνεται και σήμερα με την αλλαγή των εργασιακών σχέσεων) και ιδιαίτερα την αύξηση της εντατικότητας της εργασίας.
Η σημασία της θεωρίας
για την υπεραξία
Ο Κ. Μαρξ στο «Κεφάλαιο» ερεύνησε την οικονομική διάρθρωση της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αποκάλυψε τις σχέσεις που διέπουν τις δύο βασικές τάξεις της καπιταλιστικής κοινωνίας. Οι σχέσεις μεταξύ της αστικής τάξης και της εργατικής τάξης είναι σχέσεις εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και καταπίεσης του προλεταριάτου από την τάξη των καπιταλιστών. Από τις σχέσεις αυτές απορρέουν οι ανταγωνιστικές ταξικές αντιθέσεις και η ταξική πάλη.
Την κοινωνικο-οικονομική βάση αυτών των ανταγωνιστικών σχέσεων την αποτελεί η καπιταλιστική ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής.
Με τη θεωρία της υπεραξίας ο Μαρξ ανέλυσε επιστημονικά, για πρώτη φορά, την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από την τάξη των καπιταλιστών.
Ατράνταχτη απόδειξη γι' αυτό είναι το γεγονός ότι η ύπαρξη και η αύξηση του κεφαλαίου είναι δυνατές μόνο στη βάση της εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο, και η υπεραξία που προέρχεται από την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης είναι μεταξύ τους αχώριστα συνδεδεμένα.
Ο Κ. Μαρξ στο νόμο της υπεραξίας, που είναι ο βασικός οικονομικός νόμος του καπιταλισμού, ανακάλυψε τον οικονομικό νόμο κίνησης του σύγχρονου καπιταλισμού.
Η θεωρία της υπεραξίας δίνει το κλειδί ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί να καταργήσει την εκμετάλλευση μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού.
Η θεωρία της υπεραξίας αναδείχνει, θεμελιώνει και αποδεικνύει την αντικειμενική αναγκαιότητα της ενιαίας οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής πάλης.
Η θεωρία της υπεραξίας τεκμηριώνει επιστημονικά την ιστορική αποστολή της εργατικής τάξης, σαν νεκροθάφτη του καπιταλισμού και δημιουργού της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής κοινωνίας.
Ολα αυτά έκαναν το Β.Ι. Λένιν να χαρακτηρίσει τη διδασκαλία της υπεραξίας σαν «τον ακρογωνιαίο λίθο της οικονομικής θεωρίας του Μαρξ»*.
* Β. Ι. Λένιν: «Οι τρεις πηγές και τα τρία συστατικά μέρη του μαρξισμού». Απαντα, τόμ. 23, σελ. 46.
***
Στον 1ο τόμο του «Κεφαλαίου», ο Μαρξ εξετάζει το καπιταλιστικό προτσές παραγωγής αυτό καθεαυτό, ως άμεσο προτσές παραγωγής.
Στην πραγματικότητα αυτό το προτσές συμπληρώνεται με το προτσές της κυκλοφορίας, που είναι αντικείμενο μελέτης στο 2ο τόμο του «Κεφαλαίου».
Εξετάζοντας και τα δύο προτσές στην ενότητά τους, ο Μαρξ γράφει: «Χρειάζεται να βρεθούν και να περιγραφούν οι συγκεκριμένες μορφές που προκύπτουν από το προτσές κίνησης του κεφαλαίου, όταν το εξετάζουμε σαν σύνολο».1
Η ουσία του μισθού εργασίας
στον καπιταλισμό
Στην επιφάνεια της καπιταλιστικής κοινωνίας, οι σχέσεις μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, και πριν απ' όλα του εργάτη και του καπιταλιστή, προβάλλουν με διάφορες μορφές που συγκαλύπτουν και κρύβουν την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από την αστική τάξη. Μια από αυτές τις μορφές είναι και ο μισθός εργασίας.
Γύρω από το πρόβλημα αυτό, όπως στο παρελθόν, έτσι και σήμερα, ολόκληρη η ιμπεριαλιστική προπαγάνδα, η σοσιαλδημοκρατία, οι ρεφορμιστές και άλλοι υμνητές του καπιταλιστικού συστήματος ξεσήκωσαν ολόκληρο σάλο και κατηγορούν την εργατική τάξη ότι με τους ταξικούς διεκδικητικούς της αγώνες απαιτεί μεγάλες αυξήσεις των μισθών και ημερομισθίων και ότι με τον τρόπο αυτό προκαλεί δήθεν την αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων, την ακρίβεια και τον πληθωρισμό.
Ποια είναι η πραγματικότητα
Η θεωρία του μισθού εργασίας στις συνθήκες του καπιταλισμού είναι οργανικό συστατικό στοιχείο της δημιουργημένης από τον Κ. Μαρξ διδασκαλίας για την υπεραξία, που έχει θεμελιωθεί επιστημονικά στο «Κεφάλαιο» και όπου αποκαλύπτεται όχι μόνο το μυστικό της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, αλλά και η μετατροπή της αξίας και της τιμής, αντίστοιχα της εργατικής δύναμης σε μισθό εργασίας.
Στις συνθήκες του καπιταλισμού η εργατική δύναμη (ΕΔ) του εργάτη είναι εμπόρευμα και όπως κάθε εμπόρευμα έχει αξία και αξία χρήσης. Η αξία της ΕΔ εκφρασμένη σε χρήμα, είναι η τιμή της ΕΔ.
Στην επιφάνεια της καπιταλιστικής κοινωνίας ο μισθός εργασίας του εργάτη εμφανίζεται σαν τιμή της εργασίας, σαν ένα ορισμένο ποσό χρήματος, που πληρώνεται για μια ορισμένη ποσότητα εργασίας.
Πρέπει να γίνεται διάκριση ανάμεσα στην τιμή της ΕΔ και στην τιμή των άλλων εμπορευμάτων, π.χ. όταν ένας εμπορευματοπαραγωγός πουλάει το εμπόρευμά του (λόγου χάρη το ύφασμα), το χρηματικό ποσό που παίρνει σε αντάλλαγμα, δεν είναι παρά η τιμή του πουλημένου εμπορεύματος. Οταν, όμως, ο εργάτης παίρνει ένα ορισμένο χρηματικό ποσό σαν μισθό εργασίας, το χρηματικό αυτό ποσό δεν παρουσιάζεται σαν τιμή της ΕΔ, αλλά σαν τιμή της εργασίας.
Γιατί συμβαίνει αυτό και «τα πράγματα συχνά παρουσιάζονται ανάποδα»;
Αυτό γίνεται για τους εξής λόγους:
Πρώτον. Ο καπιταλιστής πληρώνει στον εργάτη το μισθό εργασίας του, όταν πια ο εργάτης έχει ξοδέψει την εργασία του.
Δεύτερον: Ο μισθός εργασίας καθορίζεται ανάλογα με τη διάρκεια του δουλεμένου χρόνου εργασίας (ώρες, μέρες, βδομάδες) είτε ανάλογα με την ποσότητα του παραχθέντος προϊόντος.
Ομως, όπως απέδειξε ο Κ. Μαρξ η εργασία δεν είναι εμπόρευμα, γι' αυτό και ο μισθός εργασίας δεν είναι η αξία ή η τιμή της εργασίας. Η ανθρώπινη εργασία δημιουργεί αξία, η ίδια όμως δεν είναι αξία. Αρα, η εργασία δεν είναι εμπόρευμα.
Η εργασία του ανθρώπου γίνεται αξία σε πηγμένη κατάσταση, όταν αυτή ενσωματωθεί στο προϊόν που παράχθηκε και έχει αποκτήσει αντικειμενική μορφή.
Στην πραγματικότητα, η εργασία από την ίδια της τη φύση δεν μπορεί να είναι εμπόρευμα:
Πρώτο: Δεν μπορεί να είναι αντικείμενο αγοραπωλησίας. Για να μπορεί να πουληθεί στην αγορά σαν εμπόρευμα η εργασία πρέπει να υπάρχει μέχρι τη στιγμή της πούλησής της, να έχει αυτοτέλεια.
Ταυτόχρονα, αν ο εργάτης μπορούσε να προσδώσει στην εργασία του αυτοτελή ύπαρξη, τότε θα πουλούσε το δημιουργημένο από την εργασία του εμπόρευμα και όχι την εργασία.
Στην περίπτωση αυτή, όμως, ο εργάτης δε θα ήταν πια μισθωτός, αλλά ένας ατομικός εμπορευματοπαραγωγός.
Δεύτερο: Αν η εργασία ήταν εμπόρευμα τότε αυτή, όπως και κάθε άλλο εμπόρευμα, θα πρέπει να έχει αξία. Τότε στην περίπτωση αυτή πώς θα μετριόταν η αξία της εργασίας, όταν η εργασία είναι η πηγή και το μέτρο της αξίας; Θα καταλήγαμε σε ένα φαύλο κύκλο: Η εργασία να μετριέται με την εργασία.
Τρίτο: Στην περίπτωση αυτή, αν ο καπιταλιστής δεν αγοράζει την ΕΔ, αλλά την εργασία και την πληρώνει στο ακέραιο, τότε δε θα πάρει υπεραξία. Με άλλα λόγια, δε θα μπορεί να υπάρξει και ο καπιταλισμός. Συνεπώς, στην αγορά εργασίας ο καπιταλιστής δεν αγοράζει εργασία. Η αγορά και η κατανάλωση ενός εμπορεύματος είναι διαφορετικά πράγματα. Η κατανάλωση της εργασίας δεν ανήκει στον εργάτη, αλλά στον καπιταλιστή από τη στιγμή που αγοράστηκε η ΕΔ. Γι' αυτό δεν μπορεί να την πουλήσει ο εργάτης.
Τι πουλάνε οι εργάτες
Οι εργάτες εκείνο που μπορούν να πουλήσουν στους καπιταλιστές είναι μόνο η εργατική τους δύναμη. Συνεπώς, στην αγορά εργασίας ο καπιταλιστής δεν αγοράζει εργασία, αλλά ένα ειδικό εμπόρευμα που λέγεται εργατική δύναμη και είναι το σύνολο των φυσικών και πνευματικών ικανοτήτων που υπάρχουν στο σώμα, στη ζωντανή προσωπικότητα του ανθρώπου.
Η χρήση της εργατικής δύναμης, δηλαδή το ξόδεμα της μυικής νευρικής και της εγκεφαλικής ενέργειας του εργάτη, είναι το προτσές εργασίας.
Στο «Κεφάλαιο», ο Μαρξ τεκμηρίωσε επιστημονικά τη θέση του ότι η αξία της εργατικής δύναμης στις συνθήκες του καπιταλισμού είναι πάντα μικρότερη από τη νέα αξία που δημιουργεί ο εργάτης με την εργασία του.
Ο κάτοχος της εργατικής δύναμης και ο κάτοχος του χρήματος συναντιούνται στην αγορά εργασίας τουλάχιστον τυπικά, σαν ισότιμοι κάτοχοι εμπορευμάτων, που διακρίνονται ο ένας από τον άλλο, μόνο κατά το ότι ο ένας είναι αγοραστής και ο άλλος πωλητής. Ο καπιταλιστής γνωρίζει από τα πριν την ιδιότητα της εργατικής δύναμης να παράγει αξία και μάλιστα αξία μεγαλύτερη από αυτή που έχει η ίδια. Γι' αυτό και η συμφωνία που κάνει με τον εργάτη στην αγορά εργασίας, είναι ότι για το μεροκάματο που θα πάρει, υποχρεώνεται να εργαστεί σε όλη τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας (π.χ. το 8ωρο). Η εργατική δύναμη, όμως, σαν αξία χρήσης έχει την ικανότητα και παράγει το ισοδύναμο της αξίας της (το μεροκάματο), στα πλαίσια μόνο ενός μέρους της εργάσιμης μέρας (π.χ. για 4 ώρες, που είναι ο αναγκαίος χρόνος εργασίας) και στον υπόλοιπο χρόνο (4 ώρες είναι ο πρόσθετος χρόνος εργασίας) συνεχίζει να εργάζεται και να παράγει υπεραξία, την οποία και ιδιοποιείται εντελώς δωρεάν ο καπιταλιστής.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο εργάτης παράγει μια αξία που ισούται με τις ώρες της εργάσιμης ημέρας του, και η αξία (το μεροκάματο) της εργατικής του δύναμης δεν είναι μεγαλύτερη από τις 4 ώρες του αναγκαίου χρόνου εργασίας. Είναι φανερό ότι η αξία της εργατικής δύναμης και η αξία που δημιουργεί η ίδια (νεοδημιουργημένη αξία), είναι δύο τελείως διαφορετικά μεγέθη.
Η σχέση ανάμεσα στον αναγκαίο και πρόσθετο χρόνο εργασίας στη χώρα μας είναι περίπου 3:5. Αυτό απλά σημαίνει ότι το μέσο ποσοστό υπεραξίας την περίοδο 1958-1981 ήταν 152,4%, δηλαδή κάθε χρόνο για 24 χρόνια, κάθε οκτάωρο για τα 300 οκτάωρα το χρόνο και κάθε εργάτης από τους 270.000 εργάτες περίπου της βιομηχανίας (μεταποίησης) δούλευε 3,2 ώρες για τον εαυτό του (αναγκαίος χρόνος) και 4,8 ώρες χωρίς πληρωμή (πρόσθετος χρόνος) για τον εργοδότη του.2 Και επειδή ο μισθός εργασίας παρουσιάζεται με τη μορφή της πληρωμής της εργασίας, δημιουργείται η απατηλή εντύπωση πως τάχα όλη η εργάσιμη μέρα πληρώνεται στο ακέραιο. Να γιατί ο Κ. Μαρξ ονομάζει το μισθό εργασίας στον καπιταλισμό παραλλαγμένη μορφή της αξίας και της τιμής της εργατικής δύναμης. «Ο μισθός εργασίας δεν είναι αυτό που φαίνεται ότι είναι, δηλαδή η αξία, με άλλα λόγια η τιμή της εργασίας, μα μονάχα μια μασκαρεμένη μορφή για την αξία ή την τιμή της εργατικής δύναμης».3
Οπως βλέπουμε ο μισθός εργασίας κρύβει κάθε ίχνος διαίρεσης της εργάσιμης ημέρας σε αναγκαίο και πρόσθετο χρόνο εργασίας και την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από την αστική τάξη.
1. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμ. 3, σελ. 39.
2. «Η καπιταλιστική εκμετάλλευση στην Ελλάδα». Μελέτες ΚΜΕ. Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» 1984, σελ. 245.
3. Κ. Μαρξ: «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα». Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» 1979, σελ. 245.



1 σχόλιο:

  1. Ανώνυμος18/10/11, 1:14 μ.μ.

    εχω μια ερώτηση να κάνω...
    επειδή λέτε ότι μόνο από την εκμετάλλευση της εργασίας παράγεται υπεραξία...
    δηλαδή αν ο καπιταλιστής έχει αυτοματοποιήσει πλήρως την παραγωγή κ όλα τα κάνουν οι μηχανές δεν θα βγάλει υπεραξία;;
    μπορείτε να μου δώσετε μια απάντηση ή κάποιο λινκ για να καταλάβω;;
    ευχαριστώ εκ των προτέρων!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή