Σελίδες

20 Απρ 2011

Λίγα λόγια για την υπεραξία...




Αναδημοσίευση απο :  REDFLY PLANET 
Ο πυρήνας της μαρξικής στοιχειοθέτησης της εκμετάλλευσης της εργατικής από την αστική τάξη, είναι η έννοια της υπεραξίας. Αν αυτή η έννοια κατανοηθεί από σύσσωμη την εργατική τάξη, στην αλληλόσχεσή της με την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, αυτό θα είναι ένα μεγάλο βήμα για την εξέλιξη και την ατσάλωση του ταξικού εργατικού κινήματος. Ευθύς εξαρχής, από τις πρώτες του οικονομικές μελέτες, ο Μάρξ αναρωτήθηκε από πού προέρχεται το κέρδος στην παραγωγή

Εμείς μαθαίνουμε πως υπάρχουν σε μια παραγωγική διαδικασία, αφενός το κόστος της, που διακλαδώνεται σε εργατικούς μισθούς και έξοδα για μηχανήματα-πρώτες ύλες, αφετέρου τα έσοδά της, που καρπώνεται ο καπιταλιστής πουλώντας τα προιόντα που παρήχθησαν. 
Η διαφορά, μαθαίνουμε, εσόδων-κόστους, είναι το κέρδος, το οποίο ''δικαιούται'' ο καπιταλιστής, επειδή ''έκανε τον κόπο'' να ''χαρίσει θέσεις εργασίας'' στους εργάτες του και να ξοδέψει χρήματα για την αγορά των κατάλληλων μέσων παραγωγής.

   Το ότι αισθανόμαστε πως ο καπιταλιστής ''δικαίως'' πουλά τα προιόντα που παρήχθησαν σε τιμή τέτοια, έτσι ώστε να καλύπτει τα έξοδά του σε μισθούς και σε μέσα παραγωγής και να βγάζει και κάποιο κέρδος, δεν λέει τίποτα για το πως γεννάται το ίδιο το κέρδος. Δεν πρόκεται για εθιμικό δίκαιο, μετά την παραγωγική διαδικασία, προκύπτει αξία μεγαλύτερη από αυτήν που εισήχθη στην παραγωγή. Πχ ο καπιταλιστής ξόδεψε 5 σε μισθούς και 8 σε μέσα παραγωγής, άρα 13, και πούλησε βγάζοντας 16, άρα έβγαλε κέρδος 3. Το κέρδος αυτό, προέκυψε, μας λέει ο μαρξισμός, από την απόσπαση ''υπεραξίας''.

   Πριν προχωρήσουμε, πρέπει να αναφέρουμε ορισμένες έννοιες. Αξία χρήσης ενός εμπορεύματος, είναι η αξία που αυτό εμπεριέχει λόγω κάποιας συγκεκριμένης χρησιμότητας που έχει. Ανταλλακτική αξία ενός εμπορεύματος είναι η αξία με την οποία το εμπόρευμα ανταλλάσσεται στην αγορά με κάποιο άλλο (στον ισοπραγματισμό) ή με ένα πρώην εμπόρευμα που τίθεται πλέον ως γενικό ισοδύναμο και στο οποίο όλα τα εμπορεύματα μπορούν να εκφράζουν την (σχετική) αξία τους (χρήμα). Κάθε εμπόρευμα εμφανίζει αυτόν τον διχασμό σε αξία χρήσης και ανταλλακτική αξία. Όταν ένα προιόν παράγεται και καταναλώνεται, εμφανίζεται ως παραχθέν σαν αξία χρήσης. Όταν ένα προιόν παράγεται και βγαίνει στην αγορά, τότε μετατρέπεται σε εμπόρευμα,εμφανίζεται ως ανταλλακτική αξία, άρα δεν καταναλώνεται άμεσα, αλλά ανταλλάσσεται με ένα αξιακά ισοδύναμό του (στην εγχρήματη οικονομία, με ένα ποσό χρήματος). Αν Ε είναι το εμπόρευμα και Χ το χρήμα, τότε η ακολουθία πώληση εμπορεύματος->αγορά εμπορεύματος έχει την μορφή Ε->Χ->Ε, και η ακολουθία αγορά εμπορεύματος->πώληση εμπορεύματος έχει την μορφή Χ->Ε->Χ. Η πρώτη διαδικασία έχει την λογική, ότι πουλάω ένα εμπόρευμα Ε, που έχει αξία χρήσης η οποία δεν μου χρειάζεται και άρα δεν θέλω να το καταναλώσω, για να πάρω χρήματα Χ και να αγοράσω ένα άλλο εμπόρευμα Ε, του οποίου η αξία χρήσης θα με καλύπτει και θα το καταναλώσω. Η δεύτερη όμως διαδικασία μοιάζει δίχως νόημα για κάποιον που θα ήθελε να έχει όφελος από αυτήν. Αγοράζω με χρήμα Χ ένα εμπόρευμα, το οποίο πουλάω για να ξαναπάρω Χ. Το χρήμα ξαναέρχεται ως χρήμα, το οποίο δεν έχει αλλη ποιοτική χρήση πέρα από το ότι είναι γενικό ανταλλάξιμο. Αν είχε νοήμα να πουλήσω ένα εμπόρευμα που δεν μου χρειαζόταν για να αγοράσω ένα άλλο ίσης αξίας που μου χρειάζεται, δεν έχει νοήμα αν θέλω να έχω κάποιο όφελος να ξεκινήσω με χρήμα και να καταλήξω με χρήμα.


     Νόημα αυτή η διαδικασία έχει, μόνο αν ξεκινήσω με Χ και καταλήξω με Χ' ή ΔΧ, δηλαδή με περισσότερο χρήμα. Πρέπει δηλαδή να αγοράσω ένα εμπόρευμα, το οποίο θα μου δώσει περισσότερο χρήμα. Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι εδώ δεν μιλάμε για συγκυριακές διακυμάνσεις τιμών. Το να αγοράσω ένα Ε και να το πουλήσω αργότερα πιο ακριβά, δεν αλλάζει την αξία του εμπορεύματος, η οποία καθορίζεται από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας και η οποία είναι το μέτρο της ανταλλακτικής αξίας του (με την τελευταία να είναι με την σειρά της ο άξονας της τιμής που υπόκειται σε διακυμάνσεις προσφοράς και ζήτησης). Το μόνο που άλλαξε, αν αγοράσω ένα Ε και το πουλήσω σε υψηλότερη τιμή, είναι η τυχαία σχέση προσφοράς και ζήτησης, δεν δημιουργώ αξία (αναλυτικότερα πιο κάτω). Εμείς αναζητούμε ένα εμπόρευμα, το οποίο πάντοτε μπορεί να γεννά περισσότερη αξία από αυτήν που εμπεριείχε όταν το αγοράσαμε. Το εμπόρευμα αυτό είναι η εργασιακή (ή εργατική) δύναμη.

     Είναι προφανές, ότι το εμπόρευμα αυτό, η εργασιακή δύναμη, έχει σε μια δοσμένη χρονική στιγμή στην αγορά μια συγκεκριμένη ιστορικά καθορισμένη τιμή, η οποία καθορίζεται από την ανταλλακτική της αξία και την σχέση προσφοράς-ζήτησης. Είπαμε όμως ότι δεν θα ασχοληθούμε με τις τυχαίες συγκυριακές καταστάσεις της σχέσης προσφοράς-ζήτησης. Άρα ας μιλήσουμε για την ανταλλακτική αξία του εμπορεύματος ''εργασιακή δύναμη''. Η ανταλλακτική αξία αυτού του εμπορεύματος υπόκειται ως προς το ύψος της στις βιολογικές και στις ιστορικά καθορισμένες κοινωνικές ανάγκες του εργαζομένου, αλλά και στην ταξική πάλη. Με πολύ απλά λόγια, πρόκειται για τον μισθό, μισθώνοντας έναν εργάτη στην αγορά ανταλλάσσεις τον μισθό με την εργασιακή του δύναμη, ουσιαστικά αυτός στην πουλάει και εσύ την αγοράζεις. Προσοχή, δεν αγοράζεις την εργασία του, αλλα την εργασιακή του δύναμη (θα αναφερθούμε παρακάτω). Η ανταλλακτική αξία, το αντίτιμο, είναι ο μισθός. Έπειτα, ο καπιταλιστής, τοποθετεί τον εργάτη στην παραγωγή, μαζί με άλλα εμπορεύματα, τα μέσα παραγωγής που αγόρασε (και αυτά ως ανταλλακτικές αξίες). Στην παραγωγή εργάτης και μέσα παραγωγής χρησιμοποιούνται σαν ''αξίες χρήσης'', δηλαδή αφού αγοράστηκαν, ''καταναλώνονται''.Στο τέλος της παραγωγής, παράγονται εμπορεύματα, τα οποία πωλούνται και ο καπιταλιστής βγάζει κέρδος. Στα εμπορεύματα αυτά, η εργασία του εργαζομένου προσέθεσε αξία, και αυτό γιατί ο εργάτης, θέτοντας σε κίνηση τα μηχανήματα και επεξεργαζόμενος τα υλικά που του δόθηκαν, έφτιαξε βάσει γνώσεών του ή/και με την επαναλαμβανόμενη μηχανική κίνησή του σε ένα εργοστάσιο, πχ ένα μικρό ασύρματο τηλέφωνο. Δαπάνησε πνευματικές και χειρωνακτικές δυνάμεις, και παρήγαγε ένα προιόν το οποίο έχει ανταλλακτική αξία μεγαλύτερη αθροιστικά από αυτή του μέρους των μέσων παραγωγής που δαπανήθηκαν και του μέρους του μισθού του, δηλαδή του κόστους. Τα μέσα παραγωγής μεταβίβασαν την αξία τους στο νέο προιόν, πχ αν δαπανήθηκε για την παραγωγή του τηλεφώνου το 1/10 της αξίας των μηχανημάτων, αυτό το 1/10 θα περιέχεται αναγκαστικά στην ανταλλακτική του αξία ως το κόστος παραγωγής από την πλευρά των μηχανημάτων. Αν τώρα ο εργάτης μεταβίβαζε κατά την παραγωγή στο προιόν τόση αξία, όση η ανταλλακτική αξία του μισθού του, δηλαδή όση το κόστος του στον καπιταλιστή, η ανταλλακτική αξία του τηλεφώνου θα ήταν ίση με το 1/10 της αξίας των μηχανημάτων που δαπανήθηκε, συν την ανταλλακτική αξία της εργασιακής του δύναμης (μισθός). Με άλλα λόγια, η ανταλλακτική αξία του τηλεφώνου θα ήταν ίση με τα χρήματα που κόστισαν στον καπιταλιστή τα μηχανήματα και ο μισθός του εργαζομένου. Αλλά έτσι δεν θα υπήρχε κανένα κέρδος !!!Άρα ο καπιταλιστής δεν θα είχε κανένα νόημα στο να κινήσει όλη αυτήν την διαδικασία, να προσλάβει εργαζομένους και μέσα παραγωγής, αφού θα είχε μηδενικό κέρδος, θα έμενε με τα χρήματα που είχε στην αρχή και δεν θα τα επένδυε.

     Φτάσαμε έτσι στην υπεραξία. Υπεραξία είναι η διαφορά ανάμεσα στην αξία που δημιουργεί η εργασιακή δύναμη και στο κόστος της εργασιακής δύναμης, δηλαδή η διαφορά ανάμεσα στην αξία χρήσης της (την αξία που δημιουργεί με την ''κατανάλωσή της'' μέσα στην παραγωγή), και την ανταλλακτική αξία της (μισθό). Η εργασιακή δύναμη είναι το μοναδικό εμπόρευμα, η μοναδική δηλαδή ανταλλακτική αξία, που ως αξία χρήσης (χρηστική αξία)δημιουργεί πρόσθετη αξία. Ο καπιταλιστής εξαγοράζει όχι την εργασία του εργάτη, αλλά την εργασιακή του δύναμη. Αν αγόραζε την εργασία του εργάτη, τότε θα έπρεπε να τον πληρώνει με μισθό ίσο με την αξία χρήσης, ίσο δηλαδή με την αξία που δημιουργεί και μεταβιβάζει στο προιόν με την εργασία του κατά την παραγωγική διαδικασία. Μα αν συνέβαινε αυτό, δεν θα υπήρχε το αξία χρήσης>ανταλλακτική αξία (μισθός), και άρα όπως φάνηκε και παραπάνω, ο καπιταλιστής δεν θα είχε κέρδος. Ο καπιταλιστής αποσπά υπεραξία, βάζοντας τον εργάτη να δουλεύει παράγοντας περισσότερη αξία, από αυτήν που αντιπροσωπεύει ο μισθός του. Το παραπάνω είδος υπεραξίας ονομάζεται ''υπεραξία του βιομηχάνου'', και είναι αυτή που δημιουργεί τον πλουτισμό στην κοινωνία (καθώς παράγει πρόσθετη αξία). Διαφέρει ουσιαστικά από την ''υπεραξία του μεγαλέμπορου'', που είδαμε στην αρχή και η οποία δημιουργείται, όταν ένας έμπορος επωφεληθεί από μια συγκυριακή υπερτίμηση του εμπορεύματος που είχε αγοράσει φτηνότερα, ή όταν αγοράζει ένα υποτιμημένο εμπόρευμα.Σε αυτήν την περίπτωση, δεν δημιουργείται πρόσθετη αξία (και άρα δεν δημιουργείται πλούτος), γιατί το ένα μέρος της αγοραπωλησίας από την διαφορά τιμής ωφελείται, το άλλο ζημειώνεται, όμως η αξία του εμπορεύματος είναι μία και μία παραμένει μετά την αγοραπωλησία. Απλώς εδώ έχουμε μια ''μεταφορά πλούτου'' και όχι ''δημιουργία πλούτου''.

     Όσον αφορά την υπεραξία στην βιομηχανική παραγωγή, που μας ενδιαφέρει, αυτή έχει ως αποτέλεσμα το χρήμα που βάζει στην αρχή της ακολουθίας Χ->Ε->Χ ο καπιταλιστής, να καταλήγει ΔΧ, περισσότερο, και αυτό γιατί δημιουργήθηκε κατά την ''κατανάλωση'' των Ε εργασιακή δύναμη και μέσα παραγωγής, πρόσθετη αξία. Τότε λέμε πως στην συγκεκριμένη κυκλοφορία το χρήμα λειτουργεί ως ''αυτοαξιοποιούμενη αξία'', αξιο-ποιώντας κυριολεκτικά τον εαυτό του. Σε αυτήν την περίπτωση, το χρήμα ονομάζεται κεφάλαιο, και η παράπανω σχέση παραγωγής, κεφαλαιοκρατική σχέση παραγωγής. Οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις είναι ακριβώς οι σχέσεις παραγωγής στην βάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (μαζί με άλλα πιο συγκεκριμένα συστατικά χαρακτηριστικά του).

     Έως εδώ είδαμε την απόσπαση υπεραξίας, ίδιον μόνο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η υπεραξία διαχωρίζεται ακόμα σε απόλυτη υπεραξία, που σημαίνει την αύξηση του ποσού της υπεραξίας με την επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας ή με την εντατικοποίηση της εργασίας ώστε σε ίδιο χρόνο να παράγεται περισσότερη υπεραξία, και σε σχετική υπεραξία. Η σχετική υπεραξία αυξάνεται με την αύξηση της παραγωγικότητας, που μειώνει τον απαραίτητο για την αναπαραγωγή της αξίας του μισθού χρόνου, και άρα αυξάνει τον χρόνο κατά τον οποίο παράγεται υπεραξία, ακόμη και αν το σύνολο της εργάσιμης μέρας και η ένταση της εργασίας μείνουν σταθερά. Την ίδια σχέση εκμετάλλευσης μπορούμε να την εντοπίσουμε υιοθετώντας άλλο κριτήριο, τον χρόνο εργασίας και όχι την παραγωγή αξίας. Έτσι διακρίνουμε τις έννοιες αναγκαία εργασία και υπερεργασία. Αναγκαία εργασία είναι ο χρόνος εργασίας που ο μισθωτός χρειάζεται για να παραγάγει αξία ίση με την ανταλλακτική αξία της εργασιακής του δύναμης. Υπεργασία είναι ο χρόνος από τον οποίο και έπειτα ο εργάτης εργάζεται ''απλήρωτα'', δηλαδή ο χρόνος κατά τον οποίο ο καπιταλιστής του αποσπά υπεραξία. Οι έννοιες ''πλεόνασμα'' (αγροτικό), ''υπερπροιόν-αναγκαίο προιόν'' είναι ευρύτερες της υπεραξίας, και αφορούν εκμεταλλευτικές σχέσεις ορμώμενες από προηγούμενους τρόπους παραγωγής.

    Η απόσπαση υπεραξίας, είναι κλοπή, θεσμοποιημένη κλοπή, καθώς συνιστά τον απλήρωτο χρόνο κατά τον οποίο εργάζεται ο προλετάριος και τον οποίο καταχράται ο κεφαλαιοκράτης, πέραν του χρόνου εργασίας κατά τον οποίο παράγει αξία ίση με το χρηματικό της ισοδύναμο, τον μισθό του. Ο κεφαλαιοκράτης αναπτύσσει την κερδοφορία του στην βάση της απλήρωτης εργασίας των μισθωτών, που δεν κατέχουν μέσα παραγωγής (τα οποία παράγουν καταναλωτικά και όχι μόνο προιόντα), και άρα για να ζήσουν πρέπει να πουλήσουν την εργασιακή τους δύναμη (''υποτιμημένη'' όπως αναφέρθηκε εν είδη μισθού). Η αστική λογική μιλάει για επιχειρηματικότητα''τονωτικές'' επενδύσεις κεφαλαίων''ευεργεσία'' που ο κεφαλαιοκράτης δημιουργεί θέσεις εργασίας. Και αυτή η αστική ρητορική στηρίζεται στην απριορική θέση ότι ο καπιταλιστής ορθώς κατέχει σε ατομική ιδιοκτησία του τα μέσα παραγωγής. Τα μέσα παραγωγής τα οποία διαχειρίζονται οι εργάτες, οι οποίοι στην παραγωγική διαδικασία παράγουν κοινωνικά προιόντα αποτέλεσμα κοινωνικής εργατικής συνεργασίας, αυτά τα μέσα πρέπει στον καπιταλισμό να είναι κτήμα του ενός και όχι της κοινωνίας. Και η συσσώρευση πλούτου του κεφαλαιοκράτη του επιτρέπει με την επανεπένδυσή του την διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου του και την εξαγορά νέων μέσων παραγωγής, μέχρι τελικής πτώσεωςΗ ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής οδηγεί στην ατομική κάρπωση των κερδών της παραγωγής χωρίς καμία έλλογη στοχοθέτηση για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, αφού στόχος είναι οι ανταλλακτικές αξίες των εμπορευμάτων και η προοπτική να πωληθούν έναντι χρηματικού ανταλλάγματος, και όχι η παραγωγή αξιών χρήσης που άμεσα θα καταναλωθούν από την κοινωνία, χωρίς την μεσολάβηση και τα τερτίπια της ασύδοτης αγοράς, χωρίς την ανάγκη στροφής σε κλάδους παραγωγής πρόσκαιρα κερδοφόρους μα ουσιαστικά αναντίστοιχους με τις ανάγκες της κοινωνίας μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Η ατομική ιδιοκτησία, που δεν υπάρχει σε κανένα ανθρώπινο dna όπως καταμαρτυρά η στοιχειώδης γνώση ανθρωπολογίας και η μελέτη σχετικών ιστορικών παραδειγμάτων κοινωνικής ιδιοκτησίας που επιβιώνουν έως σήμερα, είναι ένας δεσμός κοινωνικός-νομικός που θέτει σε στενή ατομική βάση τα επίσης κοινωνικά παραγμένα μέσα παραγωγής που πρέπει να τίθενται στην υπηρεσία των κοινωνιών, και ως τέτοιος δεσμός, όπως και κάθε θεσμός, δεν είναι φύσει, αλλά νόμω, και άρα κοινωνικός, μεταβλητός, αναστρέψιμος. Απόρροια του καταμερισμού εργασίας και αποκρυστάλλωση αυτού που ολοκληρώθηκε αργά, στην Ρωμαική αυτοκρατορία ως έννοια της ''κυριότητας'', η ατομική ιδιοκτησία, και ειδικότερα αυτή των μέσων παραγωγής, μαζί με τις άλλες σχέσεις παραγωγής, είναι η μορφή που φράζει το περιεχόμενο, είναι το φράγμα των ορμητικών παραγωγικών δυνάμεων που προκύπτουν κατά την ιστορική εξελικτική, κοινωνική διαδικασία και δεν διατίθενται στην υπηρεσία της ανθρωπότητας, περιοριζόμενες στην στενή βάση της ατομικής τους ιδιοποίησης.

     Υπάρχει και η άποψη επιφανών αστών οικονομολόγων, οι οποίοι ισχυρίζονται πως καμία υπεραξία δεν παράγεται, καθώς ο κεφαλαιοκράτης τοποθετεί στην παραγωγική διαδικασία τους ''συντελεστές παραγωγής'', δηλαδή το κεφάλαιο μετασχηματισμένο σε πρώτες ύλες, μέσα παραγωγής-μηχανήματα και προλετάριους, και οι τρεις αυτοί συντελεστές εξίσου τίθενται σε λειτουργία, δίνοντας από ένα χρονικό σημείο και ύστερα αξία υπέρτερη αυτής που αντιπροσώπευε το αρχικό κεφάλαιο. Η οπτική αυτή βέβαια υποβαθμίζει το γεγονός ότι και τα μέσα παραγωγής και η εξόρυξη-συγκέντρωση των πρώτων υλών είναι προιόντα (αφηρημένης) ανθρώπινης εργασίας, η οποία παρίσταται στην παραγωγική διαδικασία ως ''νεκρή'', προγενέστερη και ήδη υλοποιημένη ανθρώπινη εργασία, σε αντιπαράθεση με την ζωντανή ανθρώπινη εργασία την στιγμή της εκτύλιξής της. Εν τέλει, πίσω από κάθε μυστικοποίηση, αυτό που μένει είναι η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας και κεφαλαιοκράτη-προλετάριου, με τον πρώτο να είναι ο άνθρωπος που συγκεντρώνει τους συντελεστές-όρους παραγωγής και τον δεύτερο να είναι ο αποφασιστικός παράγοντας στο προτσές της αξιο-ποίησης και, σε μια ευρύτερη θέαση, η ίδια η αιτία της ύπαρξης όλων των όρων παραγωγής και ο κινητήρας αυτών. Η ανθρώπινη εργασία, με τον υποδουλωτικό καταμερισμό της εργασίας, υλοποιημένη ως κεφάλαιο καταδυναστεύει τον ίδιο τον δημιουργό, και ένας άνθρωπος, ο κεφαλαιοκράτης, βρίσκεται να εκμεταλλεύεται έναν άλλον άνθρωπο, τον προλετάριο, αλλά και ατομικά να καρπώνεται τα προιόντα της ''νεκρής'' και της ζωντανής ανθρώπινης εργασίας. Η ''υπεραξία'' διαφέρει από το ''ουδέτερο'' κέρδος που γεννούν εξίσου οι συντελεστές παραγωγής, καθώς μολονότι οι δύο όροι περιγράφουν την αυτή πραγματικότητα, διαφέρουν ως προς την ταξική τους τοποθέτηση. Δηλαδή, ακόμα και αν κανείς παρακάμψει την διαχρονική θεωρητική διαμάχη πάνω σε αυτό το ζήτημα και, υιοθετώντας μια μεσοβέζικη στάση, δεχθεί πως και οι δύο οπτικές είναι διαφορετικές αλλά ορθές αναπαραστάσεις την παραγωγικής διαδικασίας, η έννοια της υπεραξίας είναι η αντικειμενική πραγματικότητα από την σκοπιά της εργατικής τάξης, και οι ''συντελεστές παραγωγής'' από την σκοπιά του κεφαλαίου, που διχάζεται σε ''αβιοτικούς'' και ''βιοτικούς'' παραγωγικούς συντελεστές. Καθένας λοιπόν, ανάλογα με το ποιά θέση κατέχει ή υιοθετεί στο δίπολο, στρατεύεται με την ανάλογη θεώρηση. Κάθε μέλος της εργατικής τάξης (αν όχι κάθε αντικειμενικός επιστημονικός παρατηρητής), συμμερίζεται την μαρξιστική άποψη και αγωνίζεται να διαλύσει αυτήν την εκμεταλλευτική σύζευξη.


    Αυτά λοιπόν για το πολύ σημαντικό αυτό ζήτημα της υπεραξίας, αν και οι παραπάνω αναφορές μόνο καρικατούρα μπορεί να αποτελούν της όλης μαρξικής προβληματικής. Είθε η εργατική τάξη να αναλάβει τα ήνια της παραγωγής σχεδιάζοντάς την ορθολογικά και όχι με κριτήριο τις επιταγές της Αγοράς, ώστε οι άνθρωποι, να βάλουν σε τροχιά κοινωνικής προόδου τις ανεξάντλητες πλουτοπαραγωγικές δυνάμεις και το ειδικευμένο εργατικό δυναμικό. 

Άλλωστε, όπως είχε πει ο Ερνέστ Μαντέλ κατά την δεκαετία του 90', νεομαρξιστής οικονομολόγος και σύμβουλος των ΗΠΑ σε θέματα οικονομικών, με κοινωνικό σχεδιασμό της παραγωγής και συναιτερισμένους όσους μοναχά είναι εγγεγραμμένοι στους συνδικαλιστικούς καταλόγους, η αναγκαία εργασία για την κοινωνική αναπαραγωγή θα έπεφτε στις 5,5 ώρες εργασίας καθημερινά σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου