Μιλώντας χτες στη Βουλή και απευθυνόμενος στον υπουργό Οικονομικών Γ. Στουρνάρα, ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ είπε επί λέξει: «Διότι κύριε υπουργέ, μακάρι να είχαμε γίνει Αργεντινή, όπως είχατε πει. Η Αργεντινή πέρασε μια πολύ μεγάλη δυσκολία και δεν πρέπει τους λαούς να τους χαρακτηρίζουμε με ρατσιστικό τρόπο. Πέρασαν όμως μια πολύ μεγάλη δυσκολία και κατάφεραν με αξιοπρέπεια να σταθούν στα πόδια τους. Δυστυχώς, εσείς μας οδηγείτε σε άλλες καταστάσεις, πολύ χειρότερες. Θα έχουμε χάσει πλήρως την εθνική μας κυριαρχία, θα έχουμε χάσει πλήρως την αξιοπρέπειά μας, θα είμαστε υποτελείς, όλη η Ελλάδα θα γίνει μια ειδική οικονομική ζώνη και σεις θα επιχαίρετε διότι θα σας κτυπούν την πλάτη και θα ζητάτε άφεση αμαρτιών από την κα Μέρκελ για τις αμαρτίες του παρελθόντος».
Ακούγοντας κανείς τον Τσίπρα, θα υπέθετε ότι η κρίση που εκδηλώθηκε στην Αργεντινή την τριετία 1998 - 2001 ξεπεράστηκε προς όφελος του λαού. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική και επιβεβαιώνει ότι η αντιπαράθεση του ΣΥΡΙΖΑ με την κυβέρνηση δεν είναι για το αν από την κρίση θα βγει κερδισμένο το κεφάλαιο ή ο λαός. Η διαμάχη είναι για το «πάπλωμα» της αστικής διαχείρισης. Δηλαδή, για το ποιο «μείγμα» πολιτικής θα οδηγήσει τα μονοπώλια με «αξιοπρέπεια» έξω από την κρίση, με δεδομένο ότι ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε τα κόμματα της συγκυβέρνησης αμφισβητούν την αστική εξουσία και την καπιταλιστική ΕΕ.
Το ίδιο έγινε και στην Αργεντινή. Η μία άποψη που εξέφραζαν τα αστικά επιτελεία ήταν αυτή της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, με δραστική μείωση των κρατικών δαπανών και αύξηση της φορολογίας, όπως γίνεται σήμερα στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Η άλλη μιλούσε για τόνωση της οικονομίας μέσω αναπτυξιακών έργων και χρηματοδότησης, ώστε να υπάρχει ανάπτυξη.
Ετσι οξύνθηκε η αντιπαράθεση που αφορούσε στην ασκούμενη νομισματική πολιτική. Το κυβερνών κόμμα επέμενε στη σύνδεση με σταθερή ισοτιμία του εθνικού νομίσματος με το δολάριο και στην ανάγκη εξασφάλισης εξωτερικού δανεισμού. Από την άλλη, το βασικό αντιπολιτευόμενο κόμμα υιοθέτησε την άποψη ότι η υποτίμηση του νομίσματος ήταν απαραίτητη και ότι απαιτούνταν στροφή στην εγχώρια παραγωγή.
Η εγκατάλειψη της σταθερής ισοτιμίας ευνοούσε τη μερίδα του βιομηχανικού κεφαλαίου με εξαγωγικό προσανατολισμό, ενώ προσέκρουε στο διεθνή δανεισμό της χώρας, που ήταν σε συνάλλαγμα, και η αποπληρωμή του θα αυξανόταν υπέρμετρα. Η σταθερή ισοτιμία από την άλλη, ευνοούσε το τραπεζικό κεφάλαιο, που συναλλασσόταν σε δολάρια. Η αντιπαράθεση δηλαδή σε πολιτικό επίπεδο αντανακλούσε διαφορετικές απόψεις για τη διαχείριση της κρίσης, στη βάση των συγκρουόμενων συμφερόντων μερίδων της αστικής τάξης εντός και εκτός χώρας.
Η όξυνση αυτών των αντιθέσεων πήρε διαστάσεις πολιτικής κρίσης, που εκδηλώθηκε ολοκληρωμένα το Δεκέμβρη του 2001. Οι κινητοποιήσεις που ξέσπασαν, στη βάση των οξυμένων λαϊκών προβλημάτων εξαιτίας της κρίσης, παρά τις ανεβασμένες μορφές πάλης, τις συγκρούσεις και τη μαζικότητα, δεν είχαν πολιτικούς στόχους ρήξης, ανατροπής. Κανένα κόμμα, ούτε το κίνημα αμφισβήτησε την αστική εξουσία, ώστε να δημιουργηθούν προϋποθέσεις εξόδου από την κρίση προς όφελος του λαού.
Ετσι, το λαϊκό κίνημα δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί την αδυναμία του αστικού πολιτικού συστήματος να δώσει στη δοσμένη στιγμή πολιτική διέξοδο σε όφελος του κεφαλαίου. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ότι τη λαϊκή πάλη καρπώθηκε ολοκληρωτικά σε πολιτικό επίπεδο το αντιπολιτευόμενο κόμμα, που διατυμπάνιζε την ανάγκη διαφορετικής διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας, στην κατεύθυνση «άρνησης των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και χαλιναγώγησης της ελεύθερης αγοράς».
Η νέα οικονομική πολιτική βασίστηκε στη στάση πληρωμών του κρατικού χρέους, στην αποσύνδεση του νομίσματος από τη σταθερή ισοτιμία και υποτίμησή του, σε ισοσκελισμένο δημόσιο προϋπολογισμό και σε μια σειρά ρυθμίσεων για τις καταθέσεις και τα δάνεια που ήταν απαραίτητες, αφού πολλά από αυτά ήταν σε δολάρια και έπρεπε να μετατραπούν στο εγχώριο νόμισμα. Η καπιταλιστική οικονομία της Αργεντινής πέρασε από τη φάση της κρίσης στην αναζωογόνηση στο τέλος του 2002.
Το αποτέλεσμα ήταν η σημαντική τόνωση των εξαγωγών. Το εμπορικό ισοζύγιο έγινε πλεονασματικό και την πενταετία από το 2003 μέχρι το 2008 ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ της χώρας ξεπέρασε το 8% ετησίως. Την ίδια ώρα όμως, οι συνθήκες διαβίωσης του λαού επιδεινώθηκαν σχετικά και απόλυτα μέσα σε μια δεκαπενταετία (1992 - 2006) οικονομικής ανάπτυξης που οδήγησε στον υπερδιπλασιασμό του ΑΕΠ της χώρας.
Στο διάστημα αυτό, η απόλυτη φτώχεια αυξήθηκε από το 3,2% στο 8,5% του πληθυσμού. Η σχετική φτώχεια αυξήθηκε από 19,7% του πληθυσμού το 1992 στο 25,6% το 2006. Το 2006 το 43% των εργαζομένων στην Αργεντινή εργάζονταν χωρίς ασφαλιστικά και εργασιακά δικαιώματα, από 31% το 1992. Ο πληθωρισμός ξεπέρασε το 20%, κατατρώγοντας το λαϊκό εισόδημα και η ανεργία άγγιξε, συνυπολογίζοντας και την υποαπασχόληση, το 25%.
Οι εξελίξεις στην Αργεντινή επιβεβαίωσαν τη διαπίστωση ότι, κάτω από το ζυγό των μονοπωλίων, τα λαϊκά στρώματα «πληρώνουν τη νύφη» και στη φάση της κρίσης και στη φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, σε κάθε μορφή διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας. Η Αργεντινή επαναδιαπραγματεύθηκε για το πώς θα αποπληρώσει το χρέος της, αλλά η ανάπτυξη της οικονομίας της δεν έλυσε τα ζητήματα της ανεργίας και της φτώχειας που αυξήθηκαν, όπως αυξάνοντα σήμερα στην Ευρωζώνη και την Ελλάδα, όπου ακολουθείται άλλη μορφή διαχείρισης της κρίσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου