Με «άλματα» προχωρά η πλήρης μετατροπή της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας σε εμπόρευμα, με την κυβέρνηση του «μαύρου μετώπου» να ισχυροποιεί το σχετικό θεσμικό πλαίσιο, σαν συνέχεια και αποτέλεσμα της αντιδραστικής και επικίνδυνης πολιτικής για τον πολιτισμό που ακολούθησαν και εφάρμοσαν όλες οι αστικές κυβερνήσεις, στο πλαίσιο του συναποφασισμένου, από τα κράτη - μέλη της ΕΕ, πλαισίου ξεπουλήματος του πολιτισμού στο κεφάλαιο.
Μέσα στο τελευταίο τρίμηνο, συνέβησαν τα εξής σε θεσμικό επίπεδο:
1) Στα τέλη του περασμένου Νοέμβρη το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο γνωμοδότησε ομόφωνα υπέρ δύο σχεδίων Υπουργικών Αποφάσεων, με τα οποία αφενός η πολιτιστική κληρονομιά παραχωρείται για διαφημίσεις, αφετέρου, διευκολύνεται ακόμη περισσότερο η αδειοδότηση για τη χρήση των μνημείων για διάφορους σκοπούς.
2) Πριν από μερικές μέρες και ενταγμένο στο νομοσχέδιο για τη... «βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος» δόθηκε ακόμη ένα χτύπημα στην προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, αφού αρχαιολόγοι και άλλες ειδικότητες που εργάζονται στις σωστικές ανασκαφές των μεγάλων ιδιωτικών έργων μετατρέπονται σε υπαλλήλους, ουσιαστικά, των μεγαλοεργολάβων, με ό,τι επικίνδυνο αυτό συνεπάγεται για τις αρχαιότητες και ό,τι αρνητικότερο για τις εργασιακές σχέσεις αυτών των εργαζομένων.
3) Την ίδια περίοδο, το υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού ανακοίνωσε την Κοινή Υπουργική Απόφαση για τα τέλη που πρέπει να πληρώσουν οι ιδιώτες για χρήση των μνημείων και αρχαιολογικών χώρων. Oπου, εκτός από μείωση του κόστους γι' αυτούς, επικυρώνεται η χρήση της κληρονομιάς για διαφημίσεις και μετατροπή της σε «σκηνικό» για κινηματογραφικές παραγωγές, που προβλεπόταν και στην αντίστοιχη ΚΥΑ του 2005.
Οι παραπάνω εξελίξεις είναι αλληλένδετες, αλληλοσυμπληρούμενες και αποτελούν το αποτέλεσμα διαδικασιών που ακολούθησαν όλες οι κυβερνήσεις του δικομματισμού κυρίως την τελευταία δεκαετία. Ετσι, τα σχέδια των Υπουργικών Αποφάσεων και η ΚΥΑ είναι συνέχεια του «κύματος» παραχωρήσεων αρχαιολογικών χώρων και μνημείων σε επιχειρήσεις, είτε για τη διοργάνωση δεξιώσεων, είτε για τη δημιουργία ιδιωτικών μουσείων μέσω των «πολιτιστικών ιδρυμάτων» τους, είτε για κατευθείαν διαφημιστική χρήση. Αν και καθόλα εξηγήσιμη και φυσιολογική, ωστόσο αξίζει να σημειωθεί και η εκπληκτική ταύτιση της ιδεολογικής «απο-ενοχοποίησης» της εμπορευματοποίησης από όλες τις πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου Πολιτισμού, ανεξαρτήτως κυβερνητικού κόμματος.
Από την Λόπεζ... στην Αλιμνιά
Η επαγγελματική - εμπορική φωτογράφηση της τραγουδίστριας του αμερικανικού «σταρ - σίστεμ - Τζένιφερ Λόπεζ στην Ακρόπολη το 2008 μπορεί να ήταν «ηχηρή» λόγω της εμβέλειας του μνημείου, αλλά δεν αποτελούσε παρά την «κορυφή» του «παγόβουνου» των παραχωρήσεων μνημείων στο κεφάλαιο. Είχαν προηγηθεί αποφάσεις για παραχωρήσεις της Στοάς του Αττάλου στη «VODAFON», του Ναού του Ποσειδώνα στο Σούνιο στην «BMW» και της ίδιας της Ακρόπολης στη «PHILIPS» για να τη χρησιμοποιήσει ως εικόνα στην τότε διαφημιστική καμπάνια της. Αν και οι δυναμικές αντιδράσεις της αρχαιολογικής κοινότητας, του μαζικού κινήματος και οι εντός και εκτός Βουλής καταγγελίες του ΚΚΕ κατάφεραν να αποτρέψουν εκείνες τις παραχωρήσεις, ωστόσο, ο διαχρονικός προσανατολισμός του αστικού κράτους είναι σαφής. Το 2007, το υπουργείο Πολιτισμού παραχώρησε, προς χρήση για 50 χρόνια, στο Ιδρυμα του ομίλου της Τράπεζας Πειραιώς, τμήμα του Κάστρου των Ιωαννίνων (Ιτς Καλέ) για τη δημιουργία μουσείου. Η παραχώρηση βασίστηκε στο νόμο 2557 του 1997 του ΠΑΣΟΚ, πάνω στον οποίο στηρίχθηκαν και άλλες παραχωρήσεις χαρακτηρισμένων μνημείων, πλην όμως νεωτέρων (σ.σ. μετά το 1830). Αυτή η τακτική διολίσθησε και στην παραχώρηση αρχαίου μνημείου. Ενα χρόνο μετά, η «γαλαζοπράσινη» πλειοψηφία στο Δημοτικό Συμβούλιο της Κέρκυρας παραχωρεί στον ίδιο επιχειρηματικό όμιλο, επίσης για 50 χρόνια, την Ακρόπολη του Φρουρίου της Κέρκυρας πάλι για δημιουργία μουσείου. Το 2010, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εντάσσει τα «ΞΕΝΙΑ» - αυτό το σημαντικό κεφάλαιο της νεότερης αρχιτεκτονικής ιστορίας της χώρας - στη «λίστα» του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας που είχε εξαγγελθεί τον Ιούνιο εκείνου του χρόνου.
Ο κατάλογος των παραχωρήσεων είναι μακρύς και τα παραπάνω είναι μόνο μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα. Παράλληλα με τις απόπειρες των κυβερνήσεων να καταστήσουν την παραχώρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς ως «ντε φάκτο» «νόμιμη», προχωρούσε και η ενίσχυση του αντίστοιχου θεσμικού πλαισίου. Ο κώδικας δήμων και κοινοτήτων του 2006, με τον οποίο «στρώνεται» ο δρόμος στην... «κοινωνία των πολιτών» - δηλαδή στους ιδιώτες και το κεφάλαιο με κάθε μορφή - να εμπλακούν δυναμικά στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι ένα παράδειγμα. Μάλιστα, αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι και η πρόθεση του «γαλαζοπράσινου» Δήμου Χάλκης στα Δωδεκάνησα, να παραδώσει - με τη μορφή ενοικίου - το νησάκι της Αλιμιάς σε μεγαλοεπενδυτή για τουριστική «αξιοποίηση». Στην προκειμένη περίπτωση και στη λογική των αστών, το γεγονός ότι ολόκληρη η Αλιμιά έχει κηρυχθεί αρχαιολογικός χώρος είναι απλώς ένα... επιπλέον πλεονέκτημα για τον «επενδυτή»...
Ενα βασικό αποτέλεσμα της μακροχρόνιας «ζύμωσης» ενός μέρους της επιστημονικής κοινότητας με τη λογική του «λιγότερου κράτους» και του «βγάλτε τα πέρα μόνοι σας» - ως... λανθάνουσα «πρόσκληση» του αστικού κράτους προς την Αρχαιολογική Υπηρεσία και τα κρατικά μουσεία να βρουν από την «αγορά» τα μέσα που όλο και περισσότερο περικόπτονται από το κράτος - είναι η έως και ενθουσιώδης επικύρωση από τα ανώτατα επιστημονικά αρχαιολογικά Σώματα του κράτους αυτής της πολιτικής. Αυτό έγινε και τον περασμένο Νοέμβρη με την έγκριση από το ΚΑΣ των δύο σχεδίων Υπουργικών Αποφάσεων. Τότε, το ΚΑΣ υιοθέτησε, όχι μόνο αμαχητί, αλλά και ενθουσιωδώς την, παλαιάς κοπής, επιχειρηματολογία της γγ του ΥΠΠΟΤ, Λίνας Μενδώνη, περί του ότι η Ελλάδα έχει... «ζήτηση» από την κινηματογραφική βιομηχανία και ότι οι εμπορευματικές παραχωρήσεις μνημείων δίνουν... «αναπτυξιακή διάσταση» στη χώρα. Για την ιστορία να θυμίσουμε ότι το 2005, ο τότε πρωθυπουργός, Κ. Καραμανλής, έθετε το ζήτημα ως εξής, μιλώντας στη γενική συνέλευση του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ): «Τώρα είναι η ώρα να αξιοποιήσουμε τη μεγάλη (υλική και άυλη) ολυμπιακή κληρονομιά, τα συγκριτικά πλεονεκτήματα, το φυσικό και πολιτισμικό πλούτο μας»...
Το «τεφτέρι» της εμπορευματοποίησης
Η ουσία των γνωμοδοτήσεων του Νοεμβρίου είναι η εξής:
1) Στο όνομα της «καταπολέμησης» της «γραφειοκρατίας» και το «ξαλάφρωμα» του ΚΑΣ από το όλο και αυξανόμενα αιτήματα για παραχωρήσεις, η αρμοδιότητα της αδειοδότησης για τη χρήση μνημείων μεταφέρεται στις κατά τόπους Εφορείες Αρχαιοτήτων... αλλά μόνο εφόσον αυτές θα συμφωνήσουν με την παραχώρηση! Σε περίπτωση διαφωνίας τους, το σχέδιο ΥΑ προβλέπει: «Στην περίπτωση που η αρμόδια Εφορεία θεωρεί ότι η εκδήλωση δεν συνάδει με το χαρακτήρα του μνημείου, παραπέμπει την υπόθεση στην αρμόδια διεύθυνση του ΥΠΠΟΤ» και ακολούθως στο ΚΑΣ. Δηλαδή, πιο απλά, οι Εφορείες εξουσιοδοτούνται να λένε... μόνο «ναι» στους ιδιώτες!
2) Επισήμως, η πολιτιστική κληρονομιά της χώρας παραχωρείται για «λήψη διαφημιστικών ταινιών εμπορικού χαρακτήρα».
Η πρόσφατη ΚΥΑ, «πατώντας» στα «χνάρια» της αντίστοιχης του 2005, επικυρώνει την εμπορευματική χρήση των μνημείων και των αρχαιολογικών χώρων και μάλιστα μειώνοντας και τα τέλη χρήσης, με τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία να «πετάνε» τη «σκούφια» τους με την είδηση ότι η Ακρόπολη των Αθηνών είναι έτοιμη προς ενοικίαση. Ετσι, τα τέλη φωτογράφισης «για εμπορικούς, διαφημιστικούς σκοπούς, με παρεμβολή προσώπων» (π.χ. όπως η φωτογράφιση της Λόπεζ στην Ακρόπολη) ορίζεται σε 1.000 για μνημεία και αρχαιολογικούς χώρους όπως: Ακρόπολη Αθηνών και τα μνημεία της, Αρχαία Αγορά, Σούνιο, Βεργίνα, Δελφοί, Αρχαία Ολυμπία, Επίδαυρος (Ασκληπιείο και Παλαιά Επίδαυρος), Μυκήνες, Μεσσήνη, Μυστράς, Κόρινθος, Κνωσός, Φαιστός, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο κλπ. Η τιμή για κάθε μέρα γυρίσματος ταινίας είναι 1.600 ευρώ. Ξεχωριστός τιμοκατάλογος προβλέπεται για τη χρήση των οπτικοακουστικών έργων. Για εκδηλώσεις σε αρχαία θέατρα, άλλους αρχαιολογικούς χώρους, μνημεία, μουσεία κ.λπ., τα τέλη ορίζονται στο 10% των ακαθάριστων εσόδων της εκδήλωσης, ενώ προβλέπονται και ελάχιστα ποσά. Η ΚΥΑ μειώνει και τα τέλη χρήσης απεικόνισης μνημείων σε εκδόσεις βιβλίων, χρησιμοποιώντας ως ένα από τα επιχειρήματα και το «ακαταμάχητο» της... «στέρησης σημαντικών εσόδων» από τις εκδοτικές επιχειρήσεις!
Μιλώντας πρόσφατα σε Ισραηλινούς δημοσιογράφους, ο υπουργός Πολιτισμού και Τουρισμού, Π. Γερουλάνος, επιχείρησε να «αμβλύνει» την «καραμπινάτη» απαξίωση της πολιτιστικής κληρονομιάς μέσω της ΚΥΑ: «Υπάρχει το ΚΑΣ που κρίνει και αποφασίζει. Δε θέλουμε να ευτελίσουμε τα μνημεία μας. Δε θέλουμε να κάνουμε Ντίσνεϋλαντ την Ακρόπολη. Αν όμως πρόκειται για μια σοβαρή ταινία, ένα σοβαρό βιβλίο ή ένα πολύ καλό λεύκωμα πρέπει να διευκολύνουμε αυτές τις προσπάθειες. Οι τιμές που υπήρχαν μέχρι σήμερα ήταν εξωπραγματικές», είπε.
Βέβαια, το τι σημαίνει «καλή» ταινία δεν είναι δεδομένο. Για παράδειγμα, στο ΚΑΣ, η Λίνα Μενδώνη χαρακτήρισε ως «αναπτυξιακά» παραδείγματα ταινίες όπως τις χολυγουντιανές υπερπαραγωγές «Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι» (το αντικομμουνιστικό αυτό «πόνημα» που είχε γυριστεί στην Κεφαλλονιά) και το «Μάμμα Μία» που γυρίστηκε στη Σκόπελο..!
Η πολιτιστική κληρονομιά δεν είναι όμως μόνο επενδυτικό «κελεπούρι» για το κεφάλαιο. Συχνά αποτελεί εμπόδιο. Αυτό συμβαίνει όταν οι αρχαιότητες... «φυτρώνουν» εκεί που το κεφάλαιο θησαυρίζει μέσω μεγάλων δημόσιων ή ιδιωτικών έργων. Ετσι, το κράτος των αστών, με τα κόμματα και τις κυβερνήσεις τους έρχεται να «ξεμπερδέψει» και με αυτόν το «βραχνά». Το 2010, το ΥΠΠΟΤ και το υπουργείο Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων συνυπογράφουν κείμενο με τον πομπώδη τίτλο «Μνημόνιο Συναντίληψης και Συνεργασίας για τα Μεγάλα Εργα», το οποίο ουσιαστικά αποτελεί ένα «εργαλείο» «διευκόλυνσης» των δημόσιων συγχρηματοδοτούμενων έργων μέσω της «επιτάχυνσης» των αρχαιολογικών εργασιών. Για τους έκτακτους αρχαιολόγους ο προσανατολισμός του «μνημονίου» ήταν σαφής: «Σκοπός είναι να μειωθούν οι αρχαιολογικές δαπάνες, ώστε να παραμείνει υψηλό το ποσοστό κέρδους των κυρίων των κατασκευαστικών έργων», σημείωναν μεταξύ άλλων.
Ακριβώς η ίδια λογική διέπει και την «εκδοχή» του παραπάνω «μνημονίου», αυτή τη φορά για τα λεγόμενα «Μεγάλα Ιδιωτικά Εργα». Το εν λόγω «μνημόνιο» εμπεριέχεται ως «ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'» και τίτλο «Ρυθμίσεις για αρχαιολογικές έρευνες και εργασίες» στο πολυνομοσχέδιο που αφορά και στη «βελτίωση» του «επιχειρηματικού περιβάλλοντος». Μεταξύ άλλων, στο άρθρο 8 σημειώνεται, ότι το επιστημονικό και το εργατοτεχνικό προσωπικό για τις σωστικές αρχαιολογικές εργασίες θα «επιλέγεται από τον Κύριο του Εργου ύστερα από σύμφωνη γνώμη» των υπηρεσιών του ΥΠΠΟΤ! Μάλιστα, αν χρειαστεί αντικατάσταση μέλους ή μελών του προσωπικού αυτού «για λόγους που επηρεάζουν την πορεία των αρχαιολογικών ερευνών και εργασιών» (σ.σ. άραγε ποιοι μπορεί να είναι αυτοί οι λόγοι;) τότε εκδίδεται «σχετική διοικητική πράξη, ύστερα από εισήγηση των αρμόδιων Περιφερειακών Υπηρεσιών και αφού ο Κύριος του Εργου πληροφορηθεί σχετικώς, εκθέσει τις απόψεις του και προτείνει τον ή τους αντικαταστάτες»! Δηλαδή, ο μεγαλοεργολάβος θα «προτείνει» και προσωπικό για τις σωστικές ανασκαφές!
Και αρχαιολόγοι - «υπάλληλοι» των μεγαλοεργολάβων!
Δικαίως ο Σύλλογος Εκτάκτων Αρχαιολόγων εκτιμά, ότι «πρόκειται να δοθεί πλέον το δικαίωμα στους εργολάβους - κατασκευαστές να επιλέγουν το αρχαιολογικό προσωπικό που θα εργαστεί στις σωστικές ανασκαφές, ανάλογα με το ποιος είναι οικονομικότερος ή με κριτήριο το ποιος δεν θα αντιτίθεται στα συμφέροντα των κατασκευαστών (...)». «Εως τώρα κατά εφαρμογή του αρχαιολογικού νόμου, η επιλογή των αρχαιολόγων και του προσωπικού που απασχολείται σε σωστικές ανασκαφές, γίνεται από την αρχαιολογική υπηρεσία, μέσω των τοπικών Εφορειών Αρχαιοτήτων, με κριτήρια όπως η κατάρτιση, ανασκαφική εμπειρία, γνώση της περιοχής, ώστε να διασφαλίζεται η προστασία των αρχαιοτήτων και η σωστική έρευνα να αποφέρει το καλύτερο δυνατόν επιστημονικό αποτέλεσμα. Με τον τρόπο αυτό, η Αρχαιολογική Υπηρεσία διατηρεί έως τώρα τον απόλυτο έλεγχο και εξασφαλίζει την ακεραιότητα των εργαζομένων, αφού αυτοί διασφαλίζονται από τις πιέσεις ή τις απειλές των εργολάβων.
Το σκηνικό πλέον αντιστρέφεται και δημιουργούνται ερωτήματα:
-- Με ποια κριτήρια άραγε θα επιλέγουν οι ιδιώτες τους αρχαιολόγους που θα εργαστούν στις ανασκαφές; Θα υπάρχει διαφάνεια και αξιοκρατία;
-- Θα διατηρήσει η Αρχαιολογική Υπηρεσία τον έλεγχο του αρχαιολογικού έργου;
-- Θα προστατεύονται οι εργαζόμενοι στις σωστικές ανασκαφές από τις πιέσεις και τους εκβιασμούς των κατασκευαστών; Θα διασφαλίζεται η ακεραιότητα;».
Για τους έκτακτους αρχαιολόγους «οι απαντήσεις στα ερωτήματα είναι αυτονόητες», αφού: «Παραχωρώντας στους εργολάβους τη δυνατότητα επιλογής του αρχαιολογικού προσωπικού που θα εργαστεί στις σωστικές ανασκαφές, τουςπαραχωρείται ταυτόχρονα και μέρος ελέγχου των αρχαιολογικών εργασιών, που ως τώρα ασκεί η Αρχαιολογική Υπηρεσία. Εχοντας οι ιδιώτες τον καθοριστικό ρόλο στην επιλογή του προσωπικού, θα αποκτούν έλεγχο και επί του αρχαιολογικού έργου, ενώ θα ασκούν πιέσεις με την απειλή της απόλυσης, προκειμένου οι εργαζόμενοι να παρακάμπτουν την επιστημονική αρχαιολογική μέθοδο, εις βάρος της διαφύλαξης και προστασίας των αρχαιοτήτων(...)
Οταν κριτήριο επιλογής θα είναι οι οικονομικές απολαβές των εργαζομένων, καταστρατηγείται κάθε έννοια αξιοκρατίας, οι αρχές της οποίας επιτάσσουν να επιλέγεται όποιος διαθέτει τα περισσότερα προσόντα, μεγαλύτερη προϋπηρεσία και μεταπτυχιακούς ή διδακτορικούς τίτλους. Είναι πρωτόγνωρο και επικίνδυνο για την προστασία των αρχαιοτήτων να θεωρείται πιο άξιος να πραγματοποιήσει τις εξειδικευμένες επιστημονικά αρχαιολογικές εργασίες όποιος έχει τα λιγότερα προσόντα και τη μικρότερη εμπειρία, προκειμένου να είναι ο πιο φθηνός.
Τέλος (...) είναι αντικοινωνικό και ανήθικο να αποκλείονται από την εργασία και να εκδιώκονται όσοι εργαζόμενοι έχουν μεγαλύτερη ηλικία και επομένως μεγαλύτερη προϋπηρεσία, ή όσοι έχουν οικογένεια και παιδιά, προκειμένου να μη λαμβάνουν τα αντίστοιχα οικογενειακά επιδόματα (...)».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου