Δεν αντέχω ωρέ σύντροφοι αυτούς τους έσχατους καυγάδες για την πατρίδα. Αναγουλιάζω. Την έχουνε βγάλει στο σεριάνι και τη φωτίζουνε σαν playmate της χρονιάς. Σα γκόμενα στηριγμένη στο μπράτσο του καθενός που έχει έστω και μερικά δευτερόλεπτα μικρόφωνο. Μου 'ρχεται στο νου εκείνος ο στίχος «και μια σημαία σ' ένα μπαλκόνι, αλλάζει χρώματα και με σκοτώνει...». Ο Γ.Α.Π. βαράει τη γροθιά στο τραπέζι και θυσιάζει την προίκα του γι' αυτήν. Ακροδεξιοί αληταράδες την προσδιορίζουν ως αντίλογο σε κάθε αλλόχρωμο, αλλόδοξο, Πακιστανό ή απλώς κόκκινο γείτονά τους με το μυαλό στα κάγκελα σφηνωμένο. Μόνο που έχουν σχήμα αρχαίων κιόνων οπότε η αρχαιοπρεπής μέγκενη αξίζει την α-νοησία. Κάτι άλλοι ταυτίζουν την πατρίδα με την άρχουσα τάξη της, την οποία με περισσή ευκολία σαν το ξίδι κι όχι το κρασί του '21, τη βαφτίζουν πότε αμερικάνικης καπιταλιστικής σχολής, πότε γερμανικής κι ενίοτε εξωτικής εξουσιαστικής καταγωγής.
Η πατρίδα κατάντησε playmate. Σ' ένα μειοδοτικό διαγωνισμό εντυπώσεων λες κι αιφνιδίως την ανακάλυψαν όλοι οι ιδεολογικώς ομοιογενείς των ημερών της πολυδιαφημισμένης κρίσης, σαν την καλύτερη κόλλα συγκόλλησης αφεντικών και δούλων. Καραμέλα φανταχτερή, πηγμένη στη ζάχαρη κι από μέσα θεόπικρη, φαρμάκι σκέτο, η πατρίδα γίνεται μια διαστρεβλωμένη ευρω-Ιθάκη.
Πώς το λέει ο ποιητής «Η Ιθάκη σ' έδωσε το ωραίο ταξίδι». Ετσι. Η πατρίδα σε ταξίδεψε στις ψευδαισθήσεις ενός χρεωστικού καταναλωτισμού. Πάρε και «άουντι», πάρε κι ένα εφταήμερο στα νησιά Πουκέ! Φάε και Λεωνίδας σοκολατάκια. Οι Θερμοπύλες κατέκτησαν τις άγευστες Βρυξέλλες. Λίγα ψώνια στο Λονδίνο, δυο καλά μπινελίκια στο γήπεδο να μυρίσεις και την πλέμπα, στείλε και το παιδί στο ριάλιτι κι ως εδώ.
Τώρα τα δανεικά, αυτά με τα οποία σε μπούκωναν οι νταβατζήδες της άγνοιας και της καλλιεργημένης αμάθειας του λαού, επιστρέφονται. Βγήκαν οι Γούκοι στις ρούγες και η χώρα εκποιείται στο ενεχυροδανειστήριο των ευρωπαϊκών αξιών.
Στους πυλώνες της ΟΝΕ, στο κρεματόριο του Μάαστριχτ, φουρνιές το κάρβουνο. Προσάναμμα οι εργατικές κατακτήσεις. Ωράρια, μονιμότητα, ασφάλιση, περίθαλψη, αποζημιώσεις, σύνταξη, επικουρικά. Τα τριάντα αργύρια μιας βαθιάς ταξικής προδοσίας μπαινοβγαίνουν στη λοταρία των «μέτρων». Το ταξίδι στην ευημερία της πιστωτικής κάρτας τέλειωσε. Σ' αυτήν την καπιταλιστική Οδύσσεια οι μνηστήρες νικάνε, οι λωτοφάγοι κερδάνε, η Σκύλλα και η Χάρυβδη γίνονται κόμματα και αποκόμματα για την πατρίδα ρε γαμώτο.
Ακούω πατρίδα και βλέπω το λαό και τον τόπο, τις χάρες και τις κατάρες του, την Ηλέκτρα και το... ηλεκτρίκ που είναι φέτος της μόδας σαν άθλιο πίξελ. Μια κουρελού ιδεοληψιών που δεν αντιστοιχεί σε λαό αντάξιο να την νιώθει. Με κείνη τη σεμνότητα που πρέπει σε κάθε πατρίδα ως μνήμη. Γιατί αν είχανε κουκούτσι αγάπης γι' αυτήν, οι χρήστες του όρου πατρίδα - ένας κένσορας για κήνσορες έγινε η λέξη στην οθόνη της βαρβαρότητας - θα έβρισκαν δυο λέξεις για την επέτειο του φριχτού Διστόμου. Θα θυμούνταν έστω, μ' αφορμή τους 114, εκείνο το 1-1-4. Θα φείδονταν του όρου «ειρήνη» τουλάχιστον ως ηθικοί αυτουργοί της Σούδας απ' όπου ξεκινάνε οι φονιάδες των αμάχων στη Λιβύη και αλλού. Κι ακόμα θα σέβονταν κάτι παλικάρια της Αεροπορίας που καβαλάνε ασυντήρητους δράκους («F-16», «Mirage 2005») για να βαστιέται ο αέρας καθαρός από φτηνούς πατριδοκάπηλους παλαιοπώλες της ιδέας.
Η πατρίδα μας είχε τυφλούς ποιητές που έβλεπαν το μέλλον. Οχι τυφλούς λαούς με μονόκλ για μόστρα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου