Σελίδες

6 Ιουν 2011

Σπιναλόγκα...



«Στις ανατολικές ακτές της Κρήτης, απέναντι από την καταπράσινη κοιλάδα του Μιραμπέλου βρίσκεται ολομόναχο στο πέλαγος, βουλιαγμένο σε νεκρική σιγή, το νησί της Σπιναλόγκας. 700 μέτρα μακριά από τους ανθρώπους και εκατομμύρια μέτρα μακριά από την ανθρωπιά. Με το ενετικό τείχος να το φυλακίζει τριγύρω, γεννιούνται, ζουν και πεθαίνουν οι χανσενικοί της Ελλάδας. Η Αγία Γραφή στην Παλαιά Διαθήκη τους υποχρέωνε να φωνάζουν στους δρόμους ότι είναι λεπροί για να μην τους πλησιάζουν οι άλλοι άνθρωποι. Αργότερα τους φόρεσαν ρούχα με κουδούνια σαν τους αρλεκίνους για να τους ακούνε οι υγιείς και να απομακρύνονται. Σήμερα βρίσκονται απομονωμένοι στο ξερόβραχο αυτό ίνα πληρωθεί το ρηθέν υπό της γραφής ''μόνοι θέλουσι κατοικείν, έξωθεν του στρατοπέδου θέλει εστί η κατοικία αυτών''».
Αυτός είναι ο πρόλογος της ταινίας «Το νησί της σιωπής» που γυρίστηκε το 1956.

Πολλά έχουν γραφτεί για τη Σπιναλόγκα. Και όσο λειτουργούσε, και σήμερα. Στα γραπτά προστέθηκαν και οι εικόνες. Με αφορμή μια «επιτυχημένη» εμπορικά επιλογή να γυριστεί σίριαλ το μυθιστόρημα μιας Αγγλίδας με φόντο τη ζωή στη Σπιναλόγκα. Ενα σίριαλ που αξιοποιεί μια πολυδοκιμασμένη συνταγή. Σενάριο που να μην τρομάζει, αλλά ταυτόχρονα να συγκινεί με τον υπαινιγμό της ζοφερής πραγματικότητας, χαρακτήρες φτιαχτοί που μπορεί ο θεατής να ταυτιστεί μαζί τους και άλλους που τους απεχθάνεται. Και φυσικά ο απαραίτητος έρωτας, γύρω από τον οποίο εξελίσσεται όλη η ιστορία, ίντριγκες και οικογενειακές συγκρούσεις.
Δημοσιεύματα, ταινίες, σίριαλ, τηλεοπτικές εκπομπές. Ενα σωρό πράγματα έχουνε γραφτεί και ειπωθεί, χωρίς να δίνουνε στο σύνολό τους μια πραγματική εικόνα. Κάποιοι την είδανε πρόχειρα. Αλλοι κάνανε καλή δουλειά και δώσανε μια εικόνα της ζωής εκεί και της παραμόρφωσης του ανθρώπινου σώματος. Κοινός παρονομαστής η καταγγελία της απομόνωσης και του κοινωνικού ρατσισμού.
Τι ήταν πραγματικά η Σπιναλόγκα;

«Αυτό το νοσοκομείο - τι ντροπή! Τι ανακριβολογία!! - είναι εργατικό. Μόνον άποροι λεπροί είναι πεταμένοι εκεί. Οσοι έχουνε τον τρόπο τους είναι βολεμένοι κάπου αλλού, που υπάρχει δροσιά, πρασινάδα, νερό, στοργή και... σεντόνι νοσοκομείου.
Αυτοί που δουλέψανε σ' όλη τους τη ζωή, χωρίς να χορτάσουν ψωμί, βρίσκονται τώρα, στην αρρώστια τους, πεταμένοι σαν κοπριά, σε ένα κοπρόλακκο βρωμερό που λέγεται Σπιναλόγκα (...)
Δεν υπάρχει άραγες πιο κατάλληλο μέρος στον τόπο μας γι' αυτούς τους άρρωστους εργάτες; (...)
Υπάρχει. Νησιά ολάκερα είναι έρημα. Βουνά κατάφυτα, με γάργαρες βρύσες, πολλά (...).
Ο,τι είχανε τo πήραμε, το πιπιλίσαμε, το κάναμε... πανικά και τσιμέντα και λογής λογής εμπορεύματα.
Αυτό π' απόμεινε, το ξαντό, το ξεφτίδι είναι ο λεπρός. Τι χρειάζεται;».
Αυτά γράφει ο Θέμος Κορνάρος στα προλογικά «Δυο λόγια πιο μπροστά» της «Σπιναλόγκας» του (1933).
Είχε ζήσει ο ίδιος στο νησί και έδωσε ζωντανά και ρεαλιστικά τη μακάβρια εικόνα της διαβίωσης των λεπρών. Περιγράφει τη ζωή των λεπρών στον ξερόβραχο, που βασανίζονται από την αρρώστια τους και από την απανθρωπιά του κράτους και των εκπροσώπων του. Προσπαθεί να δώσει τη φωτογραφία της Σπιναλόγκας. Η αφήγηση σκληρή και σε τρομάζει μα αντιλαμβάνεσαι τον πόθο αυτών των ανθρώπων για ζωή. «Γιατί οι λεπροί της Σπιναλόγκας είναι κάτι παραπάνω από ζωντανοί: Οι πραγματικοί εχτιμητές της αξίας της ανθρώπινης Ζωής». Οπως ο ήρωάς του ο γερο - Μιχάλης, ένα τέταρτο ανθρώπου: «Μπορείς παιδί μου να νιώθεις τη γλώσσα σου να σαλεύει κι ας είναι μόνο ίσαμε τα δόντια κι όχι πάρα όξω; Είσαι ευτυχής! Αμ, το να θυμάσαι και να σκέβεσαι; τι είναι όλ' αυτά; Βλέπεις ομορφιές; Βλέπεις Ζωή;...». Γι' αυτό και ο Κορνάρος πετάει το βιβλίο «με οργή κατάμουτρα στον άνθρωπο που στέκεται στον γκρεμό της Ακρόπολης και βρίζει τη ζωή, με τα λόγια: ''Βαρέθηκα τη ζωή''».
«Τρίτος αχρείαστος»...

Από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές η περιγραφή του γάμου, που «δε μοιάζει με τους γάμους τ' άλλου κόσμου. Αλλιώτικος είναι όπως όλα τα άλλα». Η νύφη και ο γαμπρός, «ο ένας βάζει κεφάλαιο τα πόδια του κι ο άλλος τα χέρια και τα μάτια και συνεταιρίζονται, παντρεύονται (...) Φτάνει που τα κεφάλαια βρεθήκανε και δύο άνθρωποι μπορέσανε και φτιάξανε τουλάχιστο ένανε...». Η ευχή στους νεόνυμφους «Τρίτος αχρείαστος». Δηλαδή; «Α! Να, να... να σταματήσει η αρρώστια ως εκεί και να μην τους κλαδέψει ακατάστατα, για να μπορούνε να βοηθιούνται οι δυο τους. Γιατί αλλιώς θα βρούνε και τρίτο...».
«Προδότες της επιστήμης»...
Η αποξένωση της επιστήμης από το ρόλο που πραγματικά έχει, να υπηρετεί τον άνθρωπο. Και θέτει το ερώτημα στους γιατρούς: Στην υπηρεσία του λαού ή στην υπηρεσία των εκμεταλλευτών του λαού;
«Ας μου βρει ένα σημείο της ζωής του Σπιναλογκίτη, που να μην είναι βρισιά κι αγανάχτηση για το γιατρό, το σημερινό γιατρό - έμπορα του πολιτισμένου αιώνα μας...», γράφει στον πρόλογό του και συνεχίζει:
«Περάσετε κύριοι Γιατροί, που έχετε σχέσεις με το υπουργείο Υγιεινής, να πάρετε συχαρίκια γιατί δέχεστε να στέκεστε μουγγοί κι άπραχτοι, μπροστά σε τούτο τ' ομαδικό έγκλημα, επειδή φοβάστε να χτυπήσετε κατακέφαλα τον έμπορα, το μόνον επικίντυνον εχθρό της ανθρώπινης υγειάς...

Σας δίνω μέρος να πιαστείτε. Μπορεί να μου πείτε: "Μας κατηγοράς γιατί δε... βρήκαμε της λέπρας τη γιατρειά; Τι αφελής που είσαι!".
Μα μη βιάζεστε. Τέτοια απαίτηση δε μπορεί να έχει κανένας.
Για κείνο που σας κατηγορώ τόχετε καταλάβει πολύ καλά: Ποιες είναι οι προσπάθειες που κάματε μέχρι σήμερα, για να καλυτερέψετε τη ζωή του Σπιναλογκίτη; Για ν' απαλύνετε τους πόνους του, να γενείτε πραγματικοί φρουροί της ανθρώπινης υγείας;
Τι φταίτε σεις; Το κράτος φταίει; Σύμφωνοι. Αλλά πότε ακούστηκε μια διαμαρτυρία από μέρους σας εναντίον αυτής της ταχτικής του κράτους του ανθρωποκτόνου.
Ποτέ! Δαγκώνετε σα δουλόπρεπα σκυλιά ένα ξεροκόμματο που σας πετά και μόνο γι' αυτό νοιάζεστε σ' όλη τη ζωή. Πουλάτε την επιστήμη γι' αυτό το άθλιο ξεροκόμματο. Γι' αυτό και μόνο γίνεστε συνεργοί, σε ομαδικές εχτελέσεις. Ακολουθάτε τους στρατούς του την ώρα που πάνε να αλληλοσφαγούνε και περιμένετε τη σφαγή για ν' αρχίσετε να ...γιατρεύετε! "Στάσου να σφάξω τούτον εδώ το φαντάρο, να τονέ γιατρέψεις". Ετσι σου λέει το Κράτος στους πολέμους του.
Κι σεις στέκεστε! Πού είναι η αγανάχτηση του φρουρού της ανθρώπινης υγείας; Για το στραπάτσο αυτό που γίνεται σε βάρος ανθρώπινων υπάρξεων;
Κι εσείς σοφοί, πούχετε σχέση με τις χημικές ουσίες, πώς δε μιλήσατε ακόμα;

Αλλά, συγνώμη. Ξέχασα! Δε θα σας δίδουνε άδεια οι διευθυντές της μπαρουταποθήκης για να ασχοληθείτε σοβαρά με τα φαινόμενα του αίματου τ' ανθρώπου.
Χρειαζόμαστε οβίδες γιομάτες, τορπίλες, ασφυξιογόνα, κι έχετε πολλή δουλειά!... Συγνώμη!
Ολους εσάς η ιστορία η αυριανή μονάχα προδότες της επιστήμης, έμπορους της επιστήμης θα σας χαρακτηρίσει, αν όχι τίποτα χειρότερο».
Δυστυχώς, τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο κατάντημα περιμένει και τον εργάτη σήμερα. Και το ίδιο επίκαιρο για ιατρική στην υπηρεσία του λαού και όχι εμπόρευμα, για γιατρούς που θα προσφέρουν υπηρεσίες στο λαό τους και όχι σε αυτούς που οδηγούν τους λαούς σε σφαγή.
Θύματα της ταξικής εκμετάλλευσης
Μετά την επιτυχία της σειράς οι εκδόσεις «Καστανιώτη» προχώρησαν στην έκδοση του έργου του Θέμου Κορνάρου μαζί με αυτό της Γαλάτειας Καζαντζάκη που διαδραματίζεται και αυτό στη Σπιναλόγκα και το οποίο εκδόθηκε νωρίτερα από αυτό του Κορνάρου (1914). Με επιλεγόμενα του γιου ενός γιατρού που επισκεπτόταν κάποιες φορές τη Σπιναλόγκα και τα οποία καμία σχέση δεν έχουν τόσο με το πνεύμα του Κορνάρου όσο και με το περιεχόμενο των κειμένων.
Στον Κορνάρο αυτό που αξίζει δεν είναι ο περίτεχνος λόγος (παρότι δεν υστερεί λογοτεχνικά). Δεν είναι αυτή η πρόθεσή του. Θέλει να δώσει μια ζωντανή απεικόνιση της πραγματικότητας και να αφυπνίσει τους εργάτες. Μια δυνατή περιγραφή που ξεχειλίζει από την αγάπη για τον άνθρωπο. Ο Μ. Λουκάκης βρίσκει την ευκαιρία, ξεκινώντας από κάποιες παιδικές μνήμες, να καταθέσει έναν προσωπικό στοχασμό και περισσότερο ενδιαφέρεται για το πώς θα το πει παρά γι' αυτό που θα πει. Η Σπιναλόγκα είναι το «Απέναντι» των παιδικών του χρόνων, «ένα ''Απέναντι'' λίαν παράξενο» και ο λεπρός: «Εκπληκτικά έκτοπος μόνο υπήρξε ο λεπρός. Σε μια παντοτινή και ασταμάτητη καραντίνα. Πέραν των ορίων της πόλης. Πέραν της γης που οικείται από την κανονικότητα και από την ανεμελιά και τη μικροψυχία της κανονικότητας. Ενα στεγνό, κατάστεγνο ''Απέναντι''. Κι αυτό είναι και το ανήκουστο θαύμα του. Αυτή είναι η - αδιαπέραστη από οτιδήποτε ευτελές και απλοϊκό - συνάφειά του με το πικρότατο μεν, αληθέστατο δε έδαφος του Είναι μας». Σαν και ο ίδιος να θέλει να «αποχαρακτηρίσει» το νησί, το έργο, «παρόμοια και η Σπιναλόγκα θα μείνει ''κτήμα εσαεί'' των εκλάμψεών μας».

Για τον Κορνάρο οι Σπιναλογκίτες είναι θύματα της ταξικής εκμετάλλευσης που το αστικό σύστημα θέλοντας να τους ξεφορτωθεί αφού δεν έχει να κερδίσει τίποτα πλέον από αυτούς, τους πετά στον κοπρόλακκο. Και απευθύνεται κυρίως στους ανθρώπους της δουλειάς στον πρόλογό του:

«ΕΡΓΑΤΕΣ! Αυτό που θα δείτε, είναι το κατάντημα που περιμένει όλους μας, ύστερα απ' το ξάφρισμα της δύναμής μας αν δεν προλάβουμε να σηκώσουμε σιδερένια κι ανελέητη γροθιά».



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου