Σελίδες

4 Απρ 2011

Οι αιτίες του πολέμου στην Λιβύη.


Πεδίο σφοδρών αντιπαραθέσεων μεταξύ διεθνικών μονοπωλίων ήταν η Λιβύη, πριν γίνει και πεδίο πολέμου για τα ΝΑΤΟικά μαχητικά. Οι αντιπαραθέσεις σχετίζονταν και με αποφάσεις του καθεστώτος Καντάφι για ζητήματα που έκαιγαν ξένες πολυεθνικές όπως: Οι καθυστερήσεις στις ιδιωτικοποιήσεις, κύρια στην «απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας». Τα μεγάλα ποσά που κατέβαλαν στο λιβυκό Δημόσιο για την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της χώρας. Το άνοιγμα της Λιβύης στα κινέζικα μονοπώλια, η όλο και στενότερη συνεργασία μαζί τους.
-- Οπως προκύπτει από «Ετήσιες Εκθέσεις» που συνέταξε το 2009 και το 2010 το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στη Λιβύη, τα τελευταία χρόνια σημειώθηκε εκεί «μικρή επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων».
Η «αμφιλεγόμενη κυβερνητική ανακοίνωση ότι ο πετρελαϊκός τομέας πρέπει να κρατικοποιηθεί» προκάλεσε «αρκετήσύγχυση στους ξένους κυρίως επενδυτές» και «κλίμα αστάθειας στην αγορά». Ετσι «η λιβυκή οικονομία, όπου κυριαρχεί ο τομέας των υδρογονανθράκων, παραμένει κρατικά ελεγχόμενη παρά τις προσπάθειες για ιδιωτικοποίηση κρατικών επιχειρήσεων (...) Οι νόμοι που υποχρεώνουν τις ξένες επιχειρήσεις να απασχολούν Λίβυους, καθώς και να συστήνουν μεικτές επιχειρήσεις με λιβυκές εταιρείες φαίνεται να λειτουργεί αποτρεπτικά στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων». Κι αυτό ενώ «πρόκειται για μια πολλά υποσχόμενη αγορά σε φάση μετάβασης, με σημαντικές ευκαιρίες».
-- Και ενώ οι Δυτικοί είχαν ήδη παράπονα για το πώς χειρίζεται τις αποκρατικοποιήσεις το καθεστώς Καντάφι, πιέστηκαν και από το εξής: H εκχώρηση αδειών έρευνας, εξόρυξης και εκμετάλλευσης πετρελαϊκών κοιτασμάτων γινόταν από την Κρατική Εταιρεία Πετρελαίων (NOC) μέσω διεθνών διαγωνισμών. Από το 2005 πραγματοποιήθηκαν τέσσερις διαγωνισμοί. Oι νικητές (ξένες πολυεθνικές) των εν λόγω διαγωνισμών καλύπτουν το συνολικό κόστος των ερευνών. Το κόστος ανάπτυξης ή εγκατάλειψης των πετρελαϊκών κοιτασμάτων διανέμεται με τη NOC. Το 2008 η NOC προχώρησε σε επαναδιαπραγμάτευση υπαρχουσών συμφωνιών με τις ξένες πετρελαϊκές εταιρείες που είχαν αδειοδοτηθεί και δραστηριοποιούνταν στη Λιβύη επιδιώκοντας αύξηση του μεριδίου της στην παραγωγή (άρα και των κερδών του λιβυκού κράτους).
Τα κατάφερε. Η NOC κατέληξε σε συμφωνία με τις εταιρείες ή κοινοπραξίες ΕΝΙ (από την Iταλία), ΟCCIDENTAL/OMV (από ΗΠΑ/ Αυστρία), REPSO/ ΤOTAL/ OMV/ STATOIL/ HYDRO (Ισπανία/ Γαλλία/ Αυστρία/ Νορβηγία) και PETROCANADA (Καναδάς). Καθεμιά τους για την ανανέωση της συμφωνίας φέρεται να κατέβαλε στο λιβυκό Δημόσιο bonus 1 δισ. δολ. Μάλιστα σε έκθεση της NOC αναφερόταν ότι εξασφάλισε επιπρόσθετα έσοδα 5,4 δισ. δολαρίων από τα συμβόλαια που υπέγραψε με τις 4 εταιρείες το 2008Επιπλέον στις νέες συμφωνίες μειωνόταν το ποσοστό που λάμβαναν οι ξένες εταιρείες από το εξορυσσόμενο πετρέλαιο.
Ως προς τα μερίδια που υποχρεώνονταν να παραδίδουν στο λιβυκό κράτος είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι η αγγλοολλανδικών συμφερόντων SHELL (το Δεκέμβρη 2007) κέρδισε άδεια έρευνας και εκμετάλλευσης φυσικού αερίου στη Λιβύη συμφωνώντας ότι θα παραχωρούσε το 85% της παραγωγής της στη NΟC.
Αναζήτηση νέων συμμαχιών
Παραπέρα, η λιβυκή κυβέρνηση «απείλησε» τις εταιρείες του πετρελαϊκού τομέα με κρατικοποίηση και εξέδωσε διάταγμα όπου τις υποχρέωνε να έχουν επικεφαλής Λίβυο υπήκοο. Προς τούτο σταμάτησε την πώληση της καναδικής VENEREX (τo 2009 ανακάλυψε κοιτάσματα πετρελαίου) στην κινεζική CNPC και τελικά η VENEREX εξαγοράστηκε σε χαμηλότερη τιμή από το λιβυκό κράτος. Αρα ορισμένα διεθνικά μονοπώλια δεν ήταν τόσο ελεύθερα στη δράση τους, εφόσον η κρατική εταιρεία πίεζε, αναδιαπραγματευόταν και έβαζε γερό «χέρι» στα κέρδη τους...
Επιπρόσθετα, το καθεστώς Καντάφι, που υπηρέτησε για δεκαετίες την ίδια αντιλαϊκή στρατηγική με τους σημερινούς του αντιπάλους, αναζήτησε νέες συμμαχίες στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική σκακιέρα, με δέλεαρ τους υδρογονάνθρακες. Το δήλωσε ο ίδιος Καντάφι στη γερμανική τηλεόραση ότι «τα πετρελαϊκά μας συμβόλαια θα πάνε σε ρωσικές, κινεζικές και ινδικές εταιρείες». Δεδομένου ότι το 90% των λιβυκών εξαγωγών αργού πετρελαίου κατευθύνεται σε ευρωπαϊκές χώρες, αντιλαμβάνεται κανείς το σύγκρυο που έπιασε Αγγλογάλλους και άλλους πετρελαιάδες, όταν άρχισαν να αντιλαμβάνονται ποια αγορά επρόκειτο να χάσουν. Εξάλλου, καθόλου τυχαία, στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, στην ψηφοφορία όπου δόθηκε το «πράσινο φως» για τους βομβαρδισμούς, οι τρεις από τις πέντε αποχές προήλθαν ακριβώς από Ρωσία, Ινδία, Κίνα.
Ειδικά για την Κίνα να σημειωθεί ότι η μεγαλύτερη πετρελαϊκή εταιρεία της, η CNPC, έφτασε να απορροφά το11% των λιβυκών εξαγωγών πετρελαίου. Και όχι μόνο αυτό. Βάσει στοιχείων που δίνει η ίδια η CNPC, στις 7/12/2005 υπέγραψε συμβόλαιο εξόρυξης με την προαναφερόμενη λιβυκή NOC για το υποθαλάσσιο κοίτασμα«Block 17-4» έκτασης 2.566 τετραγωνικών χιλιομέτρων, στη βορειοδυτική ακτογραμμή της Λιβύης, εκεί όπου σήμερα περιπολούν και εκτοξεύουν πυραύλους ΝΑΤΟικά πολεμικά σκάφη. Η συμφωνία προέβλεπε πενταετή περίοδο ερευνών και 25ετή εκμετάλλευση (ξεκινούσε φέτος!). Παράλληλα το 2002 η CNPC κατασκεύασε αγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου στη δυτική Λιβύη μήκους 1.050 χλμ. από κοινού με την NOC και την ιταλική AGIP. Οι δε Ρώσοι και Ινδοί είδαν τις εταιρείες τους GAZPORM και OIL INDIA να κερδίζουν συμβόλαια εκμετάλλευσης κοιτασμάτων φυσικού αερίου. Οι Ινδοί πήραν τη μεγαλύτερη έκταση (6.934 τ.χλμ.), οι Ρώσοι 3.936 τ.χλμ. ενώ η προαναφερόμενη SHELL «ρίχτηκε» παίρνοντας μόλις 1.790 τ.χλμ.
Μ' αυτά και μ' άλλα οι εύθραυστες ισορροπίες στην περιοχή διαταράχθηκαν. Καπιταλιστικές χώρες βρισκόμενες πια σε κίνδυνο να μείνουν πίσω στην κούρσα του ανταγωνισμού για τον έλεγχο των ενεργειακών πηγών, μπήκαν μπροστά. Υποδαύλισαν εσωτερικές αντιθέσεις, έστησαν σκηνικό εξέγερσης ώστε να τελειώνουν οι όροι του κρατικού μονοπωλίου, να προχωρήσει η «απελευθέρωση στην αγορά της Ενέργειας», να «εκσυγχρονιστεί» το πολιτικό σύστημα παραμερίζοντας τον Καντάφι. Οργάνωσαν την επέμβαση σε βάρος όχι του συνταγματάρχη, αλλά του λαού της Λιβύης. Αλλωστε οι επίσημοι συνομιλητές της «Συμμαχίας» είναι πρώην μεγαλοστελέχη του Καντάφι, δοκιμασμένα στην άσκηση της φιλομονοπωλιακής πολιτικής στη χώρα τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου