Σελίδες

29 Απρ 2011

Ακόμα και η βροχή ... ιδιωτικοποιείται!



Ταινία αυθεντικά πολιτική, με επίχρισμα μελέτης και στοχασμού πάνω στην όλη διαδικασία της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Φιλμ επικών διαστάσεων, με ρυθμό ταινίας δράσης. Με περισσή εξυπνάδα και ευελιξία, ώστε πότε να προτάσσει χαρακτηριστικά «σινεμά του δημιουργού» και πότε να ψυχαγωγεί καυστικά, με τη δύναμη του λαϊκού κινηματογράφου. Επιλογή μας, να σταθούμε σε μία και μόνο ταινία, την πλέον «άξια λόγου» της βδομάδας. Την ισπανόφωνη παραγωγή «Ακόμα και η βροχή» της γεννημένης στη Μαδρίτη το 1967, ηθοποιού, συγγραφέα και κινηματογραφίστριας Ισίαρ Μπολαίν.




Eκκωφαντικά πολιτικοποιημένη ταινία με βασική δράση που αντανακλά πολιτικά γεγονότα και συμβάντα του παρελθόντος και του παρόντος. Ουσιαστικά προοδευτική με σαφή θέση και καθόλου μασημένες, γενικόλογες και αποσπασματικά «προοδευτικές» προθέσεις ή θέσεις, ως - και- εάν - πλέον - είθισται!
 Η ταινία στο μέχρι τώρα διάβα της βρέθηκε αντιμέτωπη με μία και μοναδική κατηγόρια. Χαρακτηρίστηκε εν ολίγοις μυθοπλασία της αριστεράς με λανθάνουσα εκδικητική μονομέρεια, η οποία ακυρώνει τα επιμέρους θετικά. Χαρακτηρίστηκε επίσης μανιχαϊστική, γιατί λέει, η αντίληψη, η θεώρηση για τα πράγματα που τη διέπει, βασίζεται στα αντιθετικά σχήματα καλού και κακού, αγνοώντας ενδιάμεσες καταστάσεις και ιδεολογικές αποχρώσεις. Το κακό εδώ έχει όνομα. Λέγεται πολυεθνική Bechtel, λέγεται εγκάθετο - από τις πολυεθνικές - καθεστώς HugoBanzer, ώστε να παρέχει κοινοβουλευτική νομιμοποίηση των συμφερόντων τους στη Βολιβία. Για να μπορούν να ιδιωτικοποιούν ακόμα και το νερό της βροχής... Καλή ώρα, έρχεται και η σειρά της ΕΥΔΑΠ! Στο παραπάνω δίλημμα, η ταινία παίρνει ξεκάθαρα θέση. Με την πολιτική των πολυεθνικών ή όχι; Τι να κάνουμε... Τα φλέγοντα διλήμματα του σήμερα έχουν ωριμάσει τόσο πολύ που «στέκονται» μόνο σε μορφή μανιχαϊστική κι έτσι γλιτώνουν ίσως τη γελοιοποίηση ...
Μετακινηματογράφος = κινηματογράφος μέσα στον κινηματογράφο...

Ορος που αποδίδεται σε μια κινηματογραφική ταινία που θέμα της έχει μια... κινηματογραφική ταινία. Ενα φιλμ που αφηγείται ταυτόχρονα δύο ιστορίες... Η ταινία της Ισίαρ Μπολαίν τοποθετείται χρονικά στο 2000 και αφηγείται την ιστορία ενός ισπανόφωνου κινηματογραφικού συνεργείου που φθάνει στη Βολιβία να γυρίσει μια καυστικά κριτική ταινία για την αποικιοκρατία, μέσα από το γεγονός της άφιξης στην Αμερική του Χριστόφορου Κολόμβου και τις επακόλουθες βιαιοπραγίες και σφαγές των ιθαγενών. Η ταινία θα γυριστεί στα πυκνά δάση της ορεινής περιοχής Chapare, λίγο έξω από την πόλη Κοτσαμπάμπα και θα χρησιμοποιηθούν πολλές χιλιάδες κομπάρσων. Τώρα θα αναρωτηθείτε, και δικαίως, καλά η άφιξη του Κολόμβου τι σχέση έχει με τα υψόμετρα; Η επιλογή του τόπου γυρισμάτων - γιατί ξέρετε ο κινηματογράφος φτιάχνει δική του γεωγραφία - έγινε με γνώμονα το κόστος παραγωγής. Επιλέχθηκε από τον παραγωγό η Βολιβία, ως φτηνότερη χώρα της Λατινικής Αμερικής, εκεί που με μεροκάματο 2 δολάρια τη μέρα, έχεις όσους «πεινασμένους» κομπάρσους θέλεις στη δούλεψή σου, για όσο και όποτε θελήσεις εσύ.
Επικεφαλής του συνεργείου βρίσκεται το πρωταγωνιστικό τρίο: Ο νεαρός Μεξικάνος σκηνοθέτης Σεμπάστιαν (στο ρόλο ο Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ) που ζει στον κόσμο του και ταυτίζεται με την τέχνη του, ιδεαλιστής και ευαισθητοποιημένος κοινωνικά, ο κυνικός και πρακτικός παραγωγός, Ισπανός, Κόστα (ο χαρισματικός Λούις Τόσαρ) που δε «σπαταλά» παρά για τα απολύτως απαραίτητα και ενδιαφέρεται αποκλειστικά για τα κέρδη του και τη συνέχιση της χρηματοδότησης της ταινίας και ο Ινδιάνος με το ατίθασο βλέμμα και τα χαρακτηριστικά - σα σμιλευμένα στην πέτρα, Βολιβιανός ηθοποιός (τον υποδύεται ο Χουάν Κάρλος Αντουβίρι) σε διπλό ρόλο. Αρχηγός των Ινδιάνων στο φιλμ που γυρίζεται και επικεφαλής των εξεγερμένων στον πόλεμο του νερού. Πολυεθνική και η σύνθεση του συνεργείου της ισπανόφωνης «συμπαραγωγής». Βέβαια, οι χρηματοδότες που δεν τους βλέπουμε ποτέ αλλά τους ακούμε στο τηλέφωνο, ξέρουμε ότι μιλούν αγγλικά. Πρωταγωνιστής στην ταινία του Σεμπάστιαν ο Κολόμβος (στον ρόλο ο Κάρα Ελεχάλδε) που τον υποδύεται ένας φημισμένος ηθοποιός, διανοούμενος και αλκοολικός. Στο φόντο δύο νέοι Ισπανοί επαγγελματίες που υποδύονται τους χριστιανούς ιεραπόστολους Μπαρτολομέ ντε λας Κάσας και Αντόνιο ντε Μοντεσίνος, τους πρώτους που κατήγγειλαν τις σφαγές των ιθαγενών. Ο καθένας τους ζει με ψευδαισθήσεις για το ρόλο του. Τα περιγράμματα σωστά και οι ρόλοι πιστευτοί πέρα ως πέρα. Οι ερμηνείες όλων άψογες.

Το Απρίλη του 2000 ξεσπά στην Κοτσαμπάμπα ένας άκαμπτος αγώνας κατά της ιδιωτικοποίησης του πόσιμου νερού από τις πολυεθνικές. Κατά των παράλογων διατάξεων απαγόρευσης συλλογής έως και του νερού της βροχής. Η έκβαση είναι αιματηρή. Ο αγώνας καταγράφηκε στην Ιστορία ως «Πόλεμος του νερού». Το πρόβλημα αρχικά σκιάζει την ατμόσφαιρα στο πλατό και καταγράφεται στην ταινία σε δεύτερο όμως πλάνο. Στα μετόπισθεν. Σαν κάτι συγκεχυμένο στο σκηνογραφικό φόντο. Γρήγορα όμως εξελίσσεται σε οργανωμένη λαϊκή εξέγερση που όσο περνάει ο χρόνος σφίγγει σαν μέγκενη, εισβάλλει βίαια και μετεξελίσσεται σε αστάθμιστο παράγοντα, καθορίζοντας αυτό, τα γεγονότα που συνδέονται με την ιστορία που διαδραματίζεται στο προσκήνιο.
Σε όλη την πορεία της ταινίας, η σκηνοθέτις τραβά παράλληλες ανάμεσα στη μυθοπλασία για την αποικιοκρατία του Κολόμβου και τη σύγχρονη πραγματικότητα της καθημερινότητας στις φαβέλες, καθόλου μακριά η μια από την άλλη. Η ηχώ μιας περασμένης εποχής αντηχεί στη σύγχρονη, της προσδίδει όμως νέο νόημα και δυναμική. Στην ουσία, πολύ λίγο βελτιώθηκε η ζωή του φτωχού λαού από την εποχή του Κολόμβου, την ίδια στιγμή που η ανάπτυξη και η παραγωγικότητα εκτόξευσαν στα ύψη τα κέρδη των λίγων. Τον 16ο αιώνα η αποικιοκρατία, τον 21ο ο καπιταλισμός. Δύο ιστορικές στιγμές με χρονολογική απόσταση συγχωνεύονται στο μετακινηματογραφικό αυτό δράμα, ενώ παράλληλα αφήνουν χώρο σε ολοκληρωμένα πορτρέτα και προσωπικές ιστορίες.
Θέμα όχι απλά κοινωνικό, αλλά βαθύτατα πολιτικό, η ιδιωτικοποίηση του κοινωνικού αγαθού του νερού, απειλή άμεση για την επιβίωση και τη ζωή του λαού, δείχνεται με τρόπο που ξεπερνά την απλή κι επίμονη διαπίστωση. Η έμμονη ιδέα του χρυσού - του κέρδους - το 16ο αιώνα και το κέρδος σήμερα από το δημόσιο κοινωνικό αγαθό, το νερό, συνιστά την κόκκινη γραμμή ενός φιλμ που αιωρείται από το παρελθόν στο παρόν, από την καταγγελία στη συνειδητοποίηση και τη δράση. Η κινηματογραφική ομάδα δε θα αργήσει να εμπλακεί με τον τρόπο της στον πόλεμο του νερού, η αντίσταση των ιθαγενών που στοχεύουν να δείξουν στην ταινία, μετουσιώνεται σε προσωπική τους εμπειρία σε απόκτηση - για κάποιους - συνείδησης.
Χρυσάφι, νερό και αίμα
Ο Πολ Λάβερτι - σεναριογράφος του Κεν Λόουτς και σύζυγος της Ισίαρ Μπολαίν - έστησε σαν γιγαντιαίο παζλ, ένα γερά δομημένο σενάριο, δύσκολο αλλά ξεκάθαρο, πάνω σε ένα δυνατό και ιδιαίτερα επικαιροποιημένο θέμα, που εστιάζει σε δύο σελίδες της Ιστορίας. Αυτήν του παρελθόντος που επέζησε ανά τους αιώνες σαν θρύλος και αυτή του παρόντος, με τεκμηριωμένα ιστορικά γεγονότα. Στη μυθοπλασία του Λάβερτι εκβάλλουν δύο παράλληλες ιστορίες χωρίς σάλτα ή κενά και χάσματα. Σε αντιστοιχία με το σενάριο και η σκηνοθεσία, η οποία παίζει σε δύο επίπεδα αφήγησης, εκείνο της ταινίας που γυρίζεται και της πραγματικότητας του 2000, του πολέμου του νερού: Ρυθμική και ισορροπημένη κατορθώνει να χειριστεί τις ιστορίες αυτές ταυτόχρονα χωρίς να εγκαταλείπει καμιά σε δεύτερο πλάνο. 4.000 οι κομπάρσοι και πολυάριθμοι οι ρόλοι, που σαν συνολικό ανθρώπινο δυναμικό δημιουργούν την Ιστορία. Απαξάπαντες οι κύριοι ρόλοι αναπτύσσονται και εξελίσσονται δραματουργικά. Ενώ τα γυρίσματα του φιλμ για τον Κολόμβο πλησιάζουν στο τέλος τους, η εξέγερση φουντώνει, υποσκελίζει κάθε τι και η ταινία κινδυνεύει να τιναχτεί στον αέρα μια που ο βασικός Ινδιάνος πρωταγωνιστής της διώκεται γιατί πρωταγωνιστεί και στον πολιτικό αγώνα για το νερό. Στο σημείο αυτό τίθενται ουσιαστικά διλήμματα φιλοσοφικά και πολιτικά. Τέχνη και Ζωή, Υποδύομαι και Είμαι - εν κατακλείδι - Χρυσός και Νερό. Διλήμματα πασιφανή που συγκλονίζουν την ομάδα, τον καθένα διαφορετικά. Ο λαός της Κοτσαμπάμπα απ' όσο φαίνεται δεν έχει αναστολές πολυτέλειας, αγωνίζεται για την ίδια του τη ζωή. Οι άλλοι παραμένουν θεατές, δεν είναι διατεθειμένοι να θυσιάσουν τίποτα. Θα βρεθούν βέβαια αντιμέτωποι με επιλογές ζωής, επίπονες, κατάσταση που κορυφώνεται με έξυπνα επαναληπτική μορφή και τέμνει τους χαρακτήρες σε δύο επίπεδα. Σαν ρόλους, στην καταγγελτική για την αποικιοκρατία ταινία, που υποδύονται αλλά και σαν άνθρωποι, πολίτες, μέλη της κοινωνίας των πολιτών και όλα αυτά τα βαρύγδουπα! Τα γεγονότα τραντάζουν τα θεμέλια των αξιών τους, υποχρεώνουν τον καθένα σε προσωπική αντιπαράθεση με τη συνείδησή του και επιβάλλουν να πάρει κανείς θέση. Από δω ή από κει. Τρίτος δρόμος δεν υπάρχει. Βέβαια, οι πολλοί θα εγκαταλείψουν τη χώρα, γιατί η «περιπέτεια» έχει όρια κι αυτοί έχουν παιδιά, δουλειά, οικογένεια κάπου αλλού ...
Τα ιστορικά στοιχεία εξασθενούν για να δώσουν τη θέση τους στην υπογράμμιση της διαχρονικής σημασίας της αντίστασης των λαών, (ο «λαός» στο φιλμ δεν παίζει ρόλο κομπάρσου αλλά κινείται σαν σύνολο) σε δυο περιόδους καθ' όλα διαφορετικές, αλλά τόσο κοινές ως προς την ταξική εκμετάλλευση. Αν στους καιρούς του θαλασσοπόρου Γενοβέζου οι αποικιοκράτες έπνιγαν με φόρους τους υπηκόους για το χρυσό και τη χριστιανική πίστη, σήμερα στην Κοτσαμπάμπα πνίγουν τους φτωχούς με δυσβάσταχτους φόρους, ακόμα και για το νερό... ! Η καταναγκαστική - τσάμπα - εργασία των ιθαγενών που άνθισε επί Κολόμβου για να γεμίζει με κέρδη τα σεντούκια των αφεντικών του και σήμερα ζει και βασιλεύει ως Arbeitmacht frei, με τις προσωπικές συμβάσεις εργασίας ...
Η ταινία φθάνει σε στιγμές που αγγίζει βαθιά, που προτρέπει να σκεφτείς πάνω στην πραγματικότητα που περιβάλλει εσένα τον ίδιο. Εγείρει ερωτήματα χωρίς να απαντά σ' αυτά. Σπρώχνει όμως καθοριστικά με τη γραφή της προς μια ξεκάθαρη κατεύθυνση που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση ή διγλωσσία. Χωρίς ούτε στιγμή να γέρνει στο μελό - παρά τη συναισθηματική φόρτιση των σκηνών του τέλους, τη φιλία, την αλληλεγγύη. Η ταινία καταλήγει σε διά ταύτα. Σπέρνει σπόρο αισιοδοξίας, κάτι που η τέχνη καλείται να κάνει. Παρά τη λεπτομέρεια της μετατόπισης του παραγωγού Κόστα, που μοιάζει κάπως τραβηγμένη, λίγο βιαστική και ανεπαίσθητα «κατασκευασμένη. Αυτό δε λογαριάζεται... Αυτό παράλληλα είναι και το μήνυμα της ταινίας. Η παραδοχή ότι τίποτα δεν μπορεί να είναι ισόβαρο της ζωής. Τίποτα δεν αξίζει όσο η ανθρώπινη ζωή ... Μην τη χάσετε!
Παίζουν: Λουίς Τόσαρ, Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, Χουάν Κάρλος Αντουβίρι, Κάρα Ελεχάλδε, Ραούλ Αρέβαλο, Κάρλος Σάντος, κ.ά.
Παραγωγή: Ισπανία, Γαλλία, Μεξικό (2010).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου