Με κλιμακούμενους ρυθμούς συνεχίζεται η ζύμωση για το ενδεχόμενο αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους και την ίδια ώρα διαφαίνεται ολοένα και πιο καθαρά η μοιρασιά της ζημιάς ανάμεσα στις διάφορες μερίδες των μονοπωλίων.
Σε κάθε περίπτωση, τα στοιχεία που επικαλούνται τα δημοσιεύματα του διεθνούς Τύπου αποκαλύπτουν ότι τα αντιλαϊκά μέτρα που παίρνονται στην Ελλάδα και παγκόσμια στο όνομα του χρέους, στοχεύουν στη θωράκιση του κεφαλαίου και της κερδοφορίας του.
Οι «Financial Times» εκτιμούν ότι «μια αναδιάρθρωση δείχνει αναπόφευκτη»
και σημειώνουν ότι«η Ελλάδα θα έχει συντελεστή χρέους προς το ΑΕΠ 170% μέχρι το 2013, όταν θα λήξει το πρόγραμμα διάσωσης, από 135% περίπου τώρα (...) εξαιτίας του παρονομαστή του ΑΕΠ, το οποίο συνεχώς συρρικνώνεται (...) Η "Deutsche Bank" πιστεύει ότι, ακόμη κι αν συνέχιζε να δανείζεται με επιτόκια
ΕΕ - ΔΝΤ, η Ελλάδα θα είχε ένα ετήσιο κόστος επιτοκίου της τάξης του 9% επί
του ΑΕΠ, σε σύγκριση με μέσο όρο 3,4% για τις χώρες της ευρωζώνης τα τελευταία 30 χρόνια. Οι τόκοι θα έτρωγαν το 27% των φορολογικών εσόδων κάθε χρόνο, σε σχέση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης στο 9,5%».
Παρά τις εξελίξεις που αντικειμενικά δρομολογεί η κρίση, οι εκπρόσωποι της ΕΕ και της τρόικας επιμένουν επίσημα να τάσσονται κατά της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, επαναλαμβάνοντας με κάθε ευκαιρία την ανάγκη του κεφαλαίου για απαρέγκλιτη εφαρμογή των αντιλαϊκών μέτρων.
Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση του Σέρβας Ντερούς, επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Κομισιόν στο κλιμάκιο της τρόικας στην Ελλάδα, ο οποίος μιλώντας στη βελγική εφημερίδα «Ντε Τάιντ», εκτιμά ότι «η ελληνική εξυγίανση είναι επώδυνη, αλλά εφικτή» και τονίζει ότι «ο κόσμος δεν έχει καταλάβει αρκετά ποιο είναι το κόστος (σ.σ. της αναδιάρθρωσης) και υπερεκτιμά τα οφέλη».
Σύμφωνα με τον ίδιο, στην περίπτωση αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, η Ελλάδα θα εξακολουθούσε να χρειάζεται πλεόνασμα περίπου 3% και στην πραγματικότητα «δε θα άλλαζαν και πολλά». Υποστηρίζει ότι μια ενδεχόμενη αναδιάρθρωση θα είχε μεγάλο κόστος, καθώς «το ελληνικό δημόσιο χρέος βρίσκεται σε μεγάλο ποσοστό στα χέρια των Ελλήνων πολιτών, των ελληνικών τραπεζών και των συνταξιοδοτικών ταμείων», που θα δεχτούν ισχυρό πλήγμα, ενώ ταυτόχρονα υπογραμμίζει τις αρνητικές συνέπειες μιας αναδιάρθρωσης για την υπόλοιπη ευρωζώνη και τον τραπεζικό τομέα στο σύνολό του.
Ο επικεφαλής της τρόικας ξεκαθαρίζει ότι με όχημα τη μείωση του χρέους, η στόχευση του προγράμματος είναι η καταβαράθρωση των εργατικών και λαϊκών δικαιωμάτων, προκειμένου να ενισχυθούν τα μονοπώλια και τονίζει: «Η ταχύτητα με την οποία θα μειωθεί το χρέος θα καθοριστεί κυρίως από τρεις παράγοντες: Την τήρηση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος του 5,5%, τις σχεδιαζόμενες ιδιωτικοποιήσεις και την οικονομική ανάπτυξη σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα».
Στο ίδιο πνεύμα, ο πρόεδρος του Γιούρογκρουπ, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, ξεκαθαρίζει ότι η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους «δεν αποτελεί επιλογή» για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής της Ευρώπης και τονίζει ότι μια αναδιάρθρωση«θα οδηγούσε σε πολυάριθμα προβλήματα, μερικά εκ των οποίων δεν είμαστε καν σε θέση να προσδιορίσουμε». Παράλληλα, η υπουργός οικονομικών της Αυστρίας,Μαρία Φέκτερ, σημειώνει ότι ενδεχόμενη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους θα έπληττε και την Αυστρία και υπογραμμίζει ότι μια τέτοια εξέλιξη θα περιόριζε την πίεση προς την ελληνική κυβέρνηση να εφαρμόσει τις αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις.
Παζάρια για τον επιμερισμό της ζημιάς
Παράλληλα, τη στάση της ΕΚΤ που ξορκίζει το ενδεχόμενο της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, επιχειρεί να εξηγήσει ανάλυση του πρακτορείου «Reuters», σύμφωνα με την οποία μια αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους θα ήταν πολύ επιζήμια για την ΕΚΤ και τα κράτη - μέλη της ευρωζώνης, που θα κάνουν ό,τι μπορούν για να την αποφύγουν ακόμα κι αν αυτό σημαίνει συνεχή «στήριξη» της Ελλάδας για χρόνια.
Στην ανάλυση σημειώνεται ότι «με το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων που ενεργοποίησε η ΕΚΤ πέρυσι, παρά τις έντονες διαφωνίες στο εσωτερικό της, η έκθεση της κεντρικής τράπεζας στο ελληνικό χρέος εκτιμάται στα 40 δισ. ευρώ, χωρίς να συνυπολογίζονται τα ομόλογα που έχει δεχθεί ως ενέχυρο από τις ελληνικές τράπεζες στις πράξεις αναχρηματοδότησης. Οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης έχουν χορηγήσει μέχρι στιγμής στην Ελλάδα έκτακτα δάνεια ύψους 38,4 δισ. ευρώ και το ποσό αυτό αναμένεται να αυξηθεί στα 80 δισ. ευρώ το 2013, όταν θα λήξει το πακέτο διάσωσης με το ΔΝΤ. Ως τότε, οι θεσμικοί δανειστές θα κατέχουν περίπου το ήμισυ του συνολικού χρέους της Ελλάδας».
Παράλληλα, υπογραμμίζεται ότι «ενώ το ΔΝΤ απολαμβάνει καθεστώς προτιμώμενου δανειστή για όλα τα δάνεια που χορηγεί και πιθανόν να είναι θωρακισμένο σε περίπτωση κουρέματος, η ΕΚΤ και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα δυσκολεύονταν να ζητήσουν ανάλογο καθεστώς και γι' αυτές (...) Από καθαρά νομικής άποψης, η ΕΚΤ και οι κυβερνήσεις θα πρέπει να υποστούν τις ίδιες ζημίες όπως οι εμπορικές τράπεζες, τα ασφαλιστικά ταμεία και άλλοι ιδιωτικοί φορείς».
Στην ανάλυσή του, το «Reuters» καταλήγει ότι «η άλλη εναλλακτική - να προσπαθήσουν να πείσουν την κοινή γνώμη να δώσει και άλλα χρήματα στην Αθήνα το 2012, το 2013 και αργότερα, για να αποφευχθεί χρεοκοπία της Ελλάδας - είναι το ίδιο δυσάρεστη, αλλά ίσως να αποτελούσε τη λιγότερο κακή λύση».
Ο επιμερισμός του κόστους από την ελεγχόμενη χρεοκοπία της Ελλάδας εξετάζεται όλο και πιο έντονα στη Γερμανία. Σύμφωνα με το πρακτορείο «Reuters», η έκθεση της «Deutsche Bank» στην Ελλάδα στα τέλη του 2010 διαμορφωνόταν στο 1,6 δισ. ευρώ. Στο πλαίσιο αυτό, η «Frankfurter Allgemeine Zeitung» εκτιμά ότι«αν δρομολογηθεί όντως αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους, τότε ο Γερμανός φορολογούμενος θα πληρώσει ένα μεγάλο μέρος του λογαριασμού. Οι περισσότερες τράπεζες και οι ασφάλειες θα αντέξουν τις απώλειες στους ισολογισμούς τους».
Παράλληλα, σημειώνει πως «τα ρίσκα όμως από τα παλιά χρέη της Hypo Real Estate παραμένουν, διότι η εν λόγω τράπεζα μετά την κρατικοποίησή της μπορεί να μετέφερε τις απαιτήσεις έναντι των ελληνικών ομολόγων στην Εταιρεία υπό Εκκαθάριση που δημιούργησε, αλλά τα ρίσκα σοβαρών απωλειών δεν αποσοβήθηκαν. Επειδή δε το γερμανικό κράτος είναι ο εγγυητής της Εταιρείας υπό Εκκαθάριση, θα πρέπει σε περίπτωση αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους να αναλάβει και την εξόφληση του λογαριασμού. Το ίδιο ισχύει και για τα δάνεια που δόθηκαν προς την Ελλάδα στα πλαίσια του προγράμματος σταθεροποίησης από την Τράπεζα Ανασυγκρότησης (της ομοσπονδίας και των κρατιδίων). Μια καθυστερημένη μείωση του δημοσίου χρέους της Ελλάδας θα κοστίσει ακόμη πιο ακριβά».
Το ένα μνημόνιο μετά το άλλο
Στις επάλξεις της αντιπαράθεσης παραμένουν και οι εκπρόσωποι των μονοπωλίων που φαίνεται να προτιμούν την αποφυγή - τουλάχιστον μέχρι το 2013 - της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους και προκρίνουν τη συνέχιση της δανειοδότησης της Ελλάδας από την τρόικα.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Κιτ Τζουκς, αναλυτής της «Societe Generale» εκτιμά ότι τα επίπεδα - ρεκόρ των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχει ζήτηση από ιδιώτες επενδυτές και τονίζει: «Η λύση γι' αυτό είναι περισσότερη στήριξη από την Ευρώπη, επομένως ένα ακόμη πακέτο διάσωσης, ώστε να μη χρειαστεί να δανειστούν από την αγορά, ή μια αλλαγή που θα κάνει το φόβο της αναδιάρθρωσης να φύγει».
Ο Μόρις Κρέμερ, αναλυτής της «Standard & Poors», μιλώντας στη «Ναυτεμπορική», σημειώνει ότι παρόλο που είναι πιθανή η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους «σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να θεωρηθεί ως αναπόφευκτη» ή «προ των πυλών». Σύμφωνα με τον ίδιο, «θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι οποιασδήποτε μορφής αναδιάρθρωση χρέους υιοθετείται από τις αγορές ως πτώχευση. Κατά συνέπεια, όσοι το αποφασίσουν, θα πρέπει να προσέξουν πολύ τις κινήσεις τους».
Παράλληλα, ο αναλυτής της «Fitch» Πολ Ρόκινς, μιλώντας στην ίδια εφημερίδα εκτιμά ότι με την εφαρμογή του μνημονίου το ενδεχόμενο της χρεοκοπίας φαίνεται να απομακρύνεται και τάσσεται υπέρ της συνέχισης του προγράμματος δανειοδότησης από την ΕΕ και το ΔΝΤ, σημειώνοντας ότι ακόμα και με την πλήρη εφαρμογή των όρων του μνημονίου η βραχυπρόθεσμη δημοσιονομική κατάσταση της Ελλάδας θα βρίσκεται σε συνεχή επιδείνωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου