Ενα ιδιόμορφο «μπρα ντε φερ» εκτυλίσσεται στην Τυνησία ανάμεσα στο τυνησιακό λαό που βρίσκεται καθημερινά στους δρόμους και την εναπομείνασα πολιτική ηγεσία, η οποία προσπαθεί, με διάφορους τρόπους, να ισορροπήσει στο τεντωμένο σχοινί που άφησε ο Ζιν αλ Αμπιντίν Μπεν Αλί εγκαταλείποντας τη χώρα, χωρίς να προβεί σε ριζικές αλλαγές. Είναι προφανές ότι κάθε καινούριο μέτρο που ανακοινώνεται αποτελεί μία μικρή υποχώρηση απέναντι στα σταθερά και επίμονα αιτήματα που θέτουν χιλιάδες Τυνήσιοι στις συνεχιζόμενες διαδηλώσεις.
Μέχρι στιγμής, όμως, οι υποχωρήσεις αυτές μοιάζουν να έχουν ως στόχο το σταδιακό κατευνασμό του λαού (και την εξάντλησή του βέβαια με το πέρασμα του χρόνου), έτσι ώστε να μην υλοποιηθεί το ένα και βασικό αίτημα των διαδηλωτών: η πλήρης απομάκρυνση όσων εμπλέκονταν με τον οποιονδήποτε τρόπο με το κόμμα του Μπεν Αλί («Συνταγματικό Δημοκρατικό Συναγερμό» - RCD).
Η προσπάθεια όσων συμπορεύτηκαν ανοιχτά ή λιγότερο ανοιχτά με το αυταρχικό καθεστώς Μπεν Αλί, (διασφαλίζοντας και προσωπικό πλουτισμό) να αποποιηθούν των ευθυνών τους και να νίψουν τας χείρας τους, είναι, αν μη τι άλλο, εντυπωσιακή. Ο ένας μετά τον άλλον, οι στενοί του συνεργάτες, επί χρόνια, επιδίδονται στην αποκήρυξη τού, μέχρι πρότινος, ισχυρού άνδρα της χώρας προσπαθώντας, ματαίως, να πείσουν τον τυνησιακό λαό για τις «καλές τους προθέσεις».
Αρχής γενομένης, από τον πρωθυπουργό Γκανούσι και τον Πρόεδρο της Βουλής Μεμπάζαα, που εκτελεί χρέη υπηρεσιακού Προέδρου, το ένα μετά το άλλο τα στελέχη του κόμματος του Μπεν Αλί, και πρώτα από όλα εκείνα που διατηρούν θέσεις και στη «μεταβατική κυβέρνηση», εγκαταλείπουν τις γραμμές του. Οι παραιτήσεις αυτές, όπως και μια σειρά από άλλα μέτρα που εξαγγέλλονται μέρα με την ημέρα, είναι ξεκάθαρο ότι δεν εντάσσονταν στο αρχικό «σχέδιο» αντιμετώπισης της κατάστασης που διαμορφώθηκε από τις λαϊκές αποφασιστικές διαδηλώσεις. Οπως φαίνεται, αρχικώς έγινε προσπάθεια το καθεστώς να έχει τις λιγότερες δυνατές απώλειες, δηλαδή να συνεχίσει να λειτουργεί, μετά από ορισμένες ωραιοποιήσεις με τις ίδιες κατευθύνσεις που είχαν, ήδη, τεθεί και να χρησιμοποιηθεί η εκδίωξη του Μπεν Αλί ως η «κολυμπήθρα του Σιλωάμ» τόσο για όλους τουςσυνεργάτες του όσο και για τις πολιτικές του επιλογές.
Οπως φαίνεται από τη, μέχρι στιγμής, εξέλιξη των πραγμάτων, το «κόλπο» αυτό της τυνησιακής άρχουσας τάξης και των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που τη στηρίζουν δεν αποφέρει τους αναμενόμενους καρπούς.Η επιμονή του τυνησιακού λαού, παρά τους ελιγμούς και παρά τις πρώτες «παραχωρήσεις», όπως ήταν π.χ. τα ευχολόγια περί «διασφάλισης των πολιτικών ελευθεριών» και περί «παροχής επιπλέον κρατικών επιδομάτων» (κάτι που είχε εξαγγείλει άλλωστε ο ίδιος ο Μπεν Αλί) επιβεβαίωσαν, σε ένα πρώτο επίπεδο, τα πολύ πιο καθαρά πολιτικά χαρακτηριστικά των λαϊκών αντιδράσεων στην Τυνησία, σε σύγκριση με άλλες χώρες της περιοχής.
Γιατί δεν πείθει η «κυβέρνηση εθνικής ενότητας»
Η τυνησιακή λαϊκή οργή δεν πηγάζει, αποκλειστικά και μόνο, από την εξαθλίωση, ούτε έχει την οποιαδήποτε θρησκευτική «χροιά», όπως σε άλλες αραβικές χώρες, π.χ. Αλγερία, Αίγυπτος, Ιορδανία. Ο τυνησιακός λαός διαδήλωσε και διαδηλώνει κατά της παντελούς έλλειψης κάθε είδους ελευθεριών, ζητώντας δουλειά και όχι την ελεημοσύνη των βοηθημάτων, διαδηλώνει κατά της κοινωνικής αδικίας. Γι' αυτό και δε φαίνεται να πείθεται για το πώς είναι δυνατόν να εγγυηθεί μια «κυβέρνηση εθνικής ενότητας», που αποτελείται από τους ίδιους ανθρώπους που ακολουθούσαν, μέχρι πρότινος, την πολιτική Μπεν Αλί είτε ως υπουργοί και συνεργάτες του είτε ως «νόμιμη» αντιπολίτευση εκτός από δύο ή τρία διαφορετικά πρόσωπα τα οποία λειτουργούν περισσότερο ως άλλοθι, την «οριστική ρήξη με το παρελθόν», όπως διατείνονται.
Πώς άλλωστε να πεισθούν οι Τυνήσιοι; Ακόμη και σήμερα, στελέχη της κυβέρνησης, και μάλιστα ο μεταβατικός υπουργός Ανάπτυξης που προέρχεται από το «Προοδευτικό Δημοκρατικό Κόμμα» της «νόμιμης αντιπολίτευσης», ως προς το οικονομικό επίπεδο, δηλώνει ότι θα συνεχιστεί χωρίς αλλαγές η οικονομική πολιτική της χώρας σε συμφωνία με το ΔΝΤ. Η πολιτική που παρέδωσε τη χώρα βορά στους ξένους επενδυτές, την κατέταξε ως «την πλέον ανταγωνιστική οικονομία της Αφρικής» και στην 40ή θέση παγκοσμίως σύμφωνα με τον ΠΟΕ, της απέδωσε το χαρακτηρισμό «Ελβετία της Βόρειας Αφρικής» και ταυτόχρονα οδήγησε σε ξεπούλημα τον εθνικό της πλούτο και καταδίκασε τη νεολαία της, που διακρίνεται για τα υψηλά ποσοστά αποφοίτων Πανεπιστημίου, στην ανεργία με ποσοστά μεγαλύτερα του 30% και πλήρη εξάρτηση από τα διάφορα κρατικά επιδόματα.
Πώς να πεισθούν, σε πολιτικό επίπεδο, όταν αναγγέλλεται απελευθέρωση «όλων των πολιτικών κρατουμένων», χωρίς, όμως, να γνωστοποιείται ποιος είναι ο ακριβής αριθμός τους; Σε αυτούς που απελευθερώθηκαν είναι και ο ΓΓ του λεγόμενου Κομμουνιστικού Εργατικού Κόμματος, Χάμα Χαμάμι που συνελήφθη τις ημέρες της κορύφωσης των διαδηλώσεων, και το κόμμα του καλεί σε συνέχιση των διαδηλώσεων και προβολή του αιτήματος για νέα Συντακτική Συνέλευση και καμιά εμπιστοσύνη σε αυτούς που καταπιέζουν το λαό.
Πάντως, τα γεγονότα στην Τυνησία δείχνουν τη δύναμη της λαϊκής κινητοποίησης ενάντια στην καταπίεση και καταστολή, ωστόσο δείχνουν και την αδυναμία αυτού του κινήματος να προβάλει εναλλακτική πολιτική διέξοδο. Η ανυπαρξία Κομμουνιστικού Κόμματος με επαναστατική στρατηγική, που θα συγκρούεται με το κεφάλαιο είναι ένα σημαντικό στοιχείο σε σχέση με τον προσανατολισμό του.
Το ΚΚ Τυνησίας που ιδρύθηκε το 1934 στα χρόνια της γαλλικής αποικιοκρατίας αντιμετώπισε πολλές διώξεις και παρανομία μέχρι το 1981. Μετά το 1993, με τις αντεπαναστατικές ανατροπές στην ΕΣΣΔ και αλλού, ακολούθησε το δρόμο της «ανανέωσης» και της άρνησης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, μετονομάστηκε σε «Κίνημα Ανανέωσης», και σήμερα αυτές οι οπορτουνιστικές δυνάμεις διεκδικούν κομμάτι στην πίτα της αστικής εξουσίας.
Η προοπτική ωστόσο της πάλης του λαού, της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων (αγρότες, μικροεπαγγελματίες) στην Τυνησία όπως και σε όλο τον κόσμο δεν μπορεί να περιορίζεται σε μια αλλαγή φρουράς στο αστικό πολιτικό σύστημα ή ακόμα και αστικοδημοκρατικές αλλαγές.
Κάποιοι προσπαθούν να «φτιάξουν» ισλαμικό παράγοντα
Το πόσο απροκάλυπτη είναι η προσπάθεια χειραγώγησης της λαϊκής οργής αποκαλύπτεται και μόνο από το ρόλο που, αίφνης, επιδιώκεται να αποδοθεί σε πολιτικές δυνάμεις, όπως το ισλαμικό κόμμα «Ennahdha», που ήταν εκτός νόμου και ο ηγέτης του Γανούσι βρίσκεται ακόμη στο Λονδίνο, ή το κόμμα «Congres pour la Republique» (Συγκέντρωση για τη Δημοκρατία), που παρουσιάζεται ως κόμμα της «λαϊκής αριστεράς» με ορισμένα ισλαμικά στοιχεία, το οποίο ήταν επίσης εκτός νόμου, και ο ηγέτης του Μαρζούκι επέστρεψε από το Παρίσι. Και τα δύο κόμματα, κατήγγειλαν τη «μεταβατική διαδικασία» ως ανεπαρκή, αλλά δήλωσαν ετοιμότητα να συμμετάσχουν σε εκλογές εντός 60 ημερών.
Παρά τις αλλεπάλληλες διαβεβαιώσεις και των δύο ότι δεν έχουν «ισλαμικό πρόγραμμα» και δε συνδέονται με καμία «ισλαμική δύναμη» εκτός χώρας, καταδικάζοντάς τες μάλιστα, είναι εμφανής η προσπάθεια στελεχών της «κυβέρνησης εθνικής ενότητας» αλλά και αραβικών ηγεσιών να καλλιεργήσουν την εντύπωση ότι πρόκειται για κόμματα με κάποιου είδους θρησκευτική ατζέντα και ισχυρό λαϊκό έρεισμα, για να «χρωματίσουν» κατά το δοκούν τις λαϊκές διαμαρτυρίες.
Απροκάλυπτη ιμπεριαλιστική υποκρισία
Για «διαδικασία μετάβασης στη δημοκρατία» μιλά, τώρα, η Ουάσιγκτον, η οποία έσπευσε να χαιρετήσει το «θάρρος του τυνησιακού λαού», εγκαταλείποντας εν ριπή οφθαλμού τον πάλαι ποτέ καλό της σύμμαχο Μπεν Αλί, όταν είδε ότι δεν μπορεί πλέον να διασφαλίσει τα συμφέροντά της. Οι αλλεπάλληλες «κολακευτικές» δηλώσεις Αμερικανών αξιωματούχων προς την «κυβέρνηση εθνικής ενότητας» και τους ελιγμούς της, οι πολύ πιο άμεσες αντιδράσεις τους σε σύγκριση με άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, καθιστούν σαφές ότι ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός είναι αποφασισμένος να εντείνει την παρουσία του στη χώραυποστηρίζοντας δυνάμεις, πρόσωπα και διαδικασίες, που θα προχωρήσουν σε «βελτιώσεις του πακέτου» αλλά δε θα αμφισβητήσουν ριζικά τις επιλογές του καθεστώτος Μπεν Αλί σε επίπεδο οικονομίας και γεωστρατηγικών συμφερόντων.
Από την άλλη, η ΕΕ, ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Τυνησίας, μοιάζει πιο «μουδιασμένη». Οχι μόνο τόσα χρόνια δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να ενισχύει τις σχέσεις της με το καθεστώς, αλλά δεν αντέδρασε καν, έστω και για τα μάτια του κόσμου, πιο δυναμικά, «παγώνοντας» π.χ. τη διαδικασία αναβάθμισης των διμερών σχέσεων, καθ' όλη τη διάρκεια των λαϊκών διαδηλώσεων, αρκούμενη σε «ευχολόγια» περί «αυτοσυγκράτησης». Ακόμη και τώρα, οι Βρυξέλλες δεν έχουν καν προχωρήσει σε υλοποίηση του αιτήματος που διατύπωσε η «κυβέρνηση εθνικής ενότητας» υπό την πίεση των συνεχιζόμενων λαϊκών διαδηλώσεων, για «πάγωμα και κατάσχεση» όλων των περιουσιακών στοιχείων της οικογένειας Μπεν Αλί στην επικράτειά της.
Στην πιο άβολη θέση από τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, φαίνεται ότι βρίσκεται η Γαλλία, καθώς η κυβέρνηση Σαρκοζί κατηγορείται, εν χορώ, από τον Τύπο ότι επέμενε, σχεδόν ανοιχτά, να υποστηρίζει τον Μπεν Αλί, ώρες πριν αυτός εγκαταλείψει τη χώρα. Μάλιστα, κατά πολλούς, αυτός ήταν και ο λόγος που το Παρίσι, τελικά, δεν του χορήγησε το άσυλο που ζήτησε, εκτιμώντας ότι ήδη εμφανιζόταν ως ο μεγαλύτερος υποστηρικτής του μέχρι τέλους.
Τέλος, μόνο ως ένδειξη υποκρισίας μπορεί να χαρακτηριστεί η διαγραφή του κόμματος του Μπεν Αλί από τη Σοσιαλιστική Διεθνή, μόλις την περασμένη Δευτέρα. Ο πρόεδρος της και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Γ. Παπανδρέου, έσπευσε, επίσης, να αποτινάξει κατόπιν εορτής το «βάρος» του τυράννου που άνετα πριν συμμετείχε στη Σοσιαλιστική Διεθνή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου