Το θέμα των νομισματικών ισοτιμιών βρέθηκε στο επίκεντρο των συνομιλιών του Προέδρου της Κίνας, Χου Ζιντάο, με τον Πρόεδρο Μπάρακ Ομπάμα και άλλους Αμερικανούς αξιωματούχους κατά την επίσκεψή του στις ΗΠΑ.
Ωστόσο, όπως προκύπτει από τις δηλώσεις των δύο πλευρών, δεν υπήρξε καμιά ουσιαστική εξέλιξη.
Ετσι, οι ΗΠΑ συνεχίζουν να κατηγορούν την Κίνα ότι διατηρεί τεχνητά υποτιμημένο το γουάν, ενώ η Κίνα κατηγορεί τις ΗΠΑ ότι χειραγωγούν την ισοτιμία του δολαρίου με το συνεχές «τύπωμα» δολαρίων. Και τα δύο κράτη επωφελούνται από αυτήν την κατάσταση, προστατεύοντας και βελτιώνοντας τις εξαγωγές τους εις βάρος των άλλων.
Επί της ουσίας, ο άτυπος «νομισματικός πόλεμος» αποτελεί μια έκφραση της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης σε συνδυασμό με την ανάδειξη των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και ταυτοχρόνως αναδεικνύει το χαρακτήρα αυτής της κρίσης, της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων και προϊόντων.
Οι αστοί οικονομολόγοι, για να συγκαλύψουν το χαρακτήρα της κρίσης και για να δικαιολογήσουν τις σκληρές αντεργατικές πολιτικές, την αποδίδουν στη δράση κάποιων «κερδοσκοπικών κεφαλαίων» που αναζητούν θύματα μεταξύ των χωρών με μεγάλα ελλείμματα και χρέη. Πρόκειται για τα κεφάλαια που προκαλούν τις γνωστές χρηματιστηριακές, ή χρηματοπιστωτικές «φούσκες». Στην πραγματικότητα, είναι το αποτέλεσμα της άπλετης ρευστότητας που διοχετεύουν στις «αγορές» κράτη όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα είτε μέσω του «κοψίματος» δολαρίου, είτε μέσω του δανεισμού.
Με τον τρόπο αυτό, επιχειρούν να μεταφέρουν τις όποιες ζημιές από την κρίση στους «άλλους» και να ενισχύσουν τις θέσεις τους στις διεθνείς αγορές.
Θυμίζουμε την απόφαση της ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ (Αύγουστος 2010) να «κόψει» 600 δισεκατομμύρια δολάρια.
Την περασμένη Τετάρτη σε πρωτοσέλιδο θέμα, η «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» ανέφερε ότι η Κίνα αναδείχθηκε το 2010 σε πρώτο δανειστή διεθνώς, αφού τα δάνεια που χορήγησε σε αναπτυσσόμενες (κυρίως) χώρες ξεπέρασαν τα δάνεια που χορήγησε η Παγκόσμια Τράπεζα.
Συγκεκριμένα, το δημοσίευμα αναφέρει ότι η Κινεζική Τράπεζα Ανάπτυξης και η Τράπεζα Εξαγωγών - Εισαγωγών έχει υπογράψει δάνεια αξίας τουλάχιστον 110 δισ. δολαρίων με τις κυβερνήσεις και επιχειρήσεις αναπτυσσόμενων χωρών το 2009 και 2010, σε σχέση με 100,3 δισ. δολάρια των δανειακών συμβάσεων της Παγκόσμιας Τράπεζας από τα μέσα του 2008 έως τα μέσα του 2010.
Ετσι εξηγείται η απόφαση της κυβέρνησης της Βραζιλίας να επιβάλλει μέτρα αποθάρρυνσης των ξένων κεφαλαιούχων από το να αγοράζουν βραζιλιάνικα ομόλογα. Η Βραζιλία τριπλασίασε το 2010 το φόρο για τους ξένους κεφαλαιούχους που αγοράζουν βραζιλιάνικα ομόλογα από 2% σε 6%, σε μια προσπάθεια να ανακόψει την άνοδο του ρεάλ, το οποίο έχει ενισχυθεί 39% έναντι του δολαρίου τα δύο τελευταία χρόνια. Η άνοδος του ρεάλ απειλεί την ανταγωνιστικότητα των βραζιλιάνικων εξαγωγών.
Παρόμοια μέτρα ανακοίνωσαν οι κυβερνήσεις και άλλων κρατών της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας που κατατάσσονται στις «αναδυόμενες οικονομίες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου