Ο εξερευνητής Στέλιος Ελληνιάδης κάνει μια ανασκόπηση στην πορεία του νεότερου λαϊκού πολιτισμού μέσα από την εξέλιξη του ελληνικού τραγουδιού χρησιμοποιώντας σαν σταθμούς μερικούς πολύ σημαντικούς τραγουδοποιούς γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η μουσική, η ποίηση, η ζωγραφική, το σινεμά, το θέατρο και η πολιτική.
Μετά την ομιλία μία κομπανία φίλων παίζει ζωντανά τα τραγούδια που αγαπήσαμε.
Το Σάββατο που μας πέρασε ήταν αφιερωμένο στον Μάρκο Βαμβακάρη ενώ το πρόγραμμα που ακολουθεί μπορείτε να το βρείτε στην ιστοσελίδα του @ρουφ.
Με την ευκαιρία αυτή παραθέτουμε ένα κείμενο του Πάνου Κουνάδη που τιτλοφορείται «Μάρκος Βαμβακάρης: Η αόρατη ιδεολογία του ρεμπέτικου» και δημοσιεύτηκε στον «Δρόμο της Αριστεράς».
Μάρκος Βαμβακάρης: Η αόρατη ιδεολογία του ρεμπέτικου
Το ρεμπέτικο τραγούδι ως δημιούργημα και ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων και ομάδων που συνειδητοποιούν με επιλογή δική τους ή ασυνείδητα, δηλαδή με επιλογές των κάθε φορά εξουσιών, την αδυναμία ενσωμάτωσης στο κρατούν κοινωνικό σύστημα, εμπεριέχει εν δυνάμει στοιχεία αντιπαράθεσης προς την εξουσία, γεγονός που θεωρείται ως η βάση δημιουργίας αναρχικών θέσεων και τοποθετήσεων.
Ένα σημαντικό γεγονός που κατεγράφη στα χρόνια 1930-36, μετά την εφαρμογή του φασιστικής δομής και νοοτροπίας νόμου της κυβέρνησης Βενιζέλου, το 1929, του περίφημου «ιδιώνυμου», και μέχρι την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, το 1936, είναι ότι, στο διάστημα αυτό που πραγματοποιούνται οι μεγαλύτερες, περισσότερες και μαζικότερες κινητοποιήσεις των εργαζομένων της χώρας, πάνω από τις μισές σε αριθμό, απεργίες και κινητοποιήσεις, και πάνω από το 60% των εργαζομένων που συμμετείχαν σ' αυτές, προήλθαν από αυτόνομες πρωτοβουλίες με αυτοοργάνωση, χωρίς δηλαδή τον έλεγχο των επίσημων συνδικαλιστικών τους φορέων, που ανήκαν σε μια από τις δύο αντιπαρατιθέμενες ιδεολογίες.
Σ' ένα τέτοιο κοινωνικό πλαίσιο, ο Μάρκος Βαμβακάρης, αφού πέρασε παιδική ζωή και εφηβεία «δια πυρός και σιδήρου», βρέθηκε στο επίκεντρο της μουσικής πολιτιστικής ζωής των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων, με τραγούδια που το κύριο χαρακτηριστικό τους ήταν ο αυτοβιογραφικός τους χαρακτήρας και η περιγραφή σημαντικών ή και μικρών συμβάντων της ζωής του, η οποία όμως, συνέπιπτε με τη ζωή πλήθους συμπατριωτών και συμπασχόντων με αυτόν...
Το τραγούδι «Ο Μάρκος υπουργός» που μπορεί να θεωρηθεί ως ο «ύμνος αναρχίας του ρεμπέτικου», ηχογραφήθηκε τέλη 1935 αρχές 1936, πριν αρχίσουν οι περίεργοι «μαζικοί θάνατοι» πρωθυπουργών ή άλλων σημαντικών προσώπων της πολιτικής ζωής που «διευκόλυναν» την άνοδο του Ιωάννη Μεταξά στην πρωθυπουργία (14 Απριλίου 1936).
Στο δίσκο περιλαμβάνονταν τρία 15σύλλαβα δίστιχα:
Όσοι γίνουν πρωθυπουργοί, όλοι τους θα πεθάνουν,/τους κυνηγάει ο λαός απ' τα καλά που κάνουν./Βάζω υποψηφιότητα πρωθυπουργός να γίνω,/να κάθουμαι τεμπέλικα, να τρώω και να πίνω./Και ν' ανεβαίνω στη βουλή, εγώ να τους διατάζω,/να τους πατώ τον άργιλε και να τους μαστουριάζω.
Στο πάλκο όμως, πρόσθεσε άλλα δύο δίστιχα, τα οποία σχετίζονταν με τους θανάτους και το σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα, δηλαδή της συνεργασίας του Κόμματος των Φιλελευθέρων με το Παλλαϊκό Μέτωπο της Αριστεράς.
Επέθαν' ο Κονδύλης μας, πάει κι ο Βενιζέλος,/την πούλεψε κι ο Δεμερτζής που θα 'φερνε το τέλος./Και για προσέξετε καλά Γιαννάκη και Σοφούλη ,/μην ξεμπουκάρει ο Σκλάβαινας και σας μασήσει ούλοι.
Στο τραγούδι αυτό, ο Μάρκος «βάζει μπουρλότο» στα θεμέλια της κοινοβουλευτικής «δημοκρατίας» και όχι μόνο, αφού συμπεριλαμβάνει στην κριτική του ΟΛΟΥΣ τους πρωθυπουργούς χωρίς να χαρίζεται ούτε σ' αυτούς των «λαϊκών» ή «αντιλαϊκών» δικτατοριών. Στη δεύτερη στροφή, «ορίζει» το ρόλο των διοικούντων, με το σατιρικό «να κάθουμαι τεμπέλικα, να τρώω και να πίνω», ενώ ο σαρκασμός επιτείνεται με την εικόνα της μαστουρωμένης απ' το χασίσι βουλής. Επίσης, δείχνει μια συμπάθεια προς τον εκπρόσωπο του Παλλαϊκού Μετώπου και μια κρυφή ελπίδα για δυναμική αλλαγή υπέρ των λαϊκών τάξεων.
Τις ίδιες μέρες, πέρασε στη δισκογραφία ένα άλλο ενδιαφέρον τραγούδι του Μάρκου: Όσοι έχουνε πολλά λεφτά, να'ξερα τι τα κάνουν./Αραγε σαν πεθάνουνε, βρ' αμάν, μαζί τους θα τα πάρουν; /Εγώ ψιλή στην τσέπη μου ποτές δεν αποτάζω/Κι όλα τα ντέρτια μου περνούν, βρ' αμάν, μόνο σαν μαστουριάζω./Αφού στον άλλονε ντουνιά λεφτά δεν θα περνάνε,/Τα 'χουν και τα θυμιάζουνε, βρ' αμάν, δεν ξέρουν να τα φάνε.
Πρέπει να λάβουμε υπ' όψιν, ερμηνεύοντας τις διαθέσεις του Μάρκου, ότι στη συνείδηση των απλών ανθρώπων που δεν έχουν ακόμη υποστεί την ανάλογη «πλύση εγκεφάλου» του αμερικανικού προτύπου, αλλά και όλων εκείνων που δεν μετείχαν ή μετέχουν από μειονεκτική θέση στη λήψη των αποφάσεων λειτουργίας της κοινωνίας, το χρήμα πρέπει να αποτελεί μέσον για τη χαρά της ζωής και ποτέ σκοπό. Στο πλαίσιο αυτής της «αόρατης ιδεολογίας του ρεμπέτικου», ο δημιουργός κοροϊδεύει, σάρκαζει και βάζει σε εξευτελιστική δοκιμασία τις ομάδες εξουσίας.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης πέρασε τα επόμενα χρόνια σε μια κοινωνική ωρίμανση υψηλού επιπέδου, γράφοντας σπουδαία τραγούδια, όχι μόνο για τον έρωτα και το χασίς, αλλά και για τα βασικά κοινωνικά προβλή ματα που σχετίζονται με τη φτώχεια, την κοινωνική αδικία, τη μετανάστευση, την προσφυγιά, αλλά και τις διανθρώπινες σχέσεις.
ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου