Είναι φανερό πλέον ακόμα και στον πιο αδαή ότι μια μερίδα συντρόφων επέλεξαν να μεταφέρουν το επίκεντρο του προσυνεδριακού διαλόγου στο ζήτημα της εγκατάλειψης του ΑΑΔΜ και πιο συγκεκριμένα σε δύο πλευρές:
1) Στην ύπαρξη ή όχι μεταβατικών περιόδων, σταδίων ή ενδιάμεσων εξουσιών για το σοσιαλισμό.
2) Στη δυνατότητα ύπαρξης μιας κυβέρνησης στο έδαφος του καπιταλισμού που να προωθεί την επίλυση του ζητήματος της εξουσίας, τοποθετημένη με την πλευρά της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.
Για τα 2 προηγούμενα πιστεύω ότι επαρκώς απαντά ο Λένιν. Ετσι και αλλιώς αφενός το 15ο Συνέδριο δεν προσδιόριζε το ΑΑΔΜ ως στάδιο και αφετέρου είναι αβάσιμο ότι ο υποκειμενικός παράγοντας (ακόμα και με τη μορφή της αστικής διακυβέρνησης) μπορεί να καθορίσει το χρόνο επίλυσης του ζητήματος «εξουσία». Το μόνο που επιθυμώ να επισημάνω είναι ότι από την κριτική δεν μπορούν να διαφύγουν ούτε όσοι πιστεύουν ότι μια τέτοια κυβέρνηση αν και δε θα επιλύσει το ζήτημα εξουσίας είναι δυνατόν να προωθήσει ορισμένες θετικές διεργασίες (εξελικτικισμός), ούτε όσοι προασπίζονται ότι το έργο της θα κριθεί και από την πίεση που θα της ασκεί ο λαϊκός παράγοντας (αλήθεια, ο λαϊκός παράγοντας θα είναι στην κυβέρνηση ή στην αντιπολίτευση;).
Ωστόσο, το βασικό ερώτημα που προκύπτει είναι, ποιος ο λόγος της επιμονής ορισμένων συντρόφων στα συγκεκριμένα θέματα, τα οποία ειρήσθω εν παρόδω απαντιούνται εύκολα για όσους συνεχίζουν να πατάνε στο έδαφος του μαρξισμού - λενινισμού (ή τουλάχιστον για όσους ως λενινισμό αντιλαμβάνονται το σύνολο του έργου του Λένιν με ιδιαίτερη έμφαση στις διορθωτικές κινήσεις που επέβαλε η Οχτωβριανή Επανάσταση και όχι μόνο την περίοδο 1905-17);
Η προσπάθεια αναμέτρησης με το ερώτημα απαιτεί την καταγραφή - υπενθύμιση ορισμένων δεδομένων. Ο προσυνεδριακός διάλογος διεξάγεται την επαύριον δύο εκλογικών αναμετρήσεων, στη δεύτερη εκ των οποίων το ΚΚΕ σημείωσε απώλεια δυνάμεων κοντά στο 50%. Το εκλογικό αποτέλεσμα επέφερε σύγχυση ή απογοήτευση σε ένα μεγάλο μέρος οπαδών ή ακόμα και μελών του Κόμματος. Την ίδια στιγμή (αν θεωρήσουμε ως δεδομένο ότι η πλειοψηφία τους κατευθύνθηκε στο ΣΥΡΙΖΑ), οι απώλειες αφορούσαν ουσιαστικά στο σπονσοράρισμα και εν τέλει τη νίκη μιας βαθιά αστικής κοινοβουλευτικής αντίληψης, δηλαδή αυτής που καλεί το λαϊκό παράγοντα να αναθέσει την επίλυση των βασικών προταγμάτων της ταξικής πάλης στους πολιτικούς του αντιπροσώπους. Και θυμίζω! Αυτή η αντίληψη δεν περιφρονεί απαραίτητα τους μαζικούς αγώνες, ούτε την ανάγκη της πολιτικοποίησής τους. Απλά τους υποτάσσει στη διεκδίκηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και όχι στην ανατροπή του καπιταλισμού, μεταφέροντας κίβδηλα την αντιπαράθεση από την οικονομία στην πολιτική. Ετσι, το «να καεί το μπουρδέλο η βουλή» έγινε «αντιμνημονιακή κυβέρνηση», πάντα χωρίς αναφορά στο κεφάλαιο και τις ευθύνες του για την κρίση.
Η επικράτηση αυτής της αντίληψης, πέρα από την αμέριστη στήριξη που de facto της παρέχεται από την κυρίαρχη ιδεολογία, μιας που αποτελεί ένα από τα κεντρικά ιδεολογήματα δικαιακής - πολιτικής νομιμοποίησης της αστικής εξουσίας, βασίστηκε και στο γεγονός ότι μοιάζει να προσφέρει άμεσες λύσεις χωρίς προσωπική συμμετοχή και επόμενα θυσίες από την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Εξάλλου, στο μύλο αυτής της αντίληψης κουβαλήσαμε και εμείς νερό, σύντροφοι, αρκετές φορές, μέσα από τις θεωρητικές μας ανεπάρκειες, δουλεύοντας εντεινόμενα στις προεκλογικές περιόδους, αδυνατώντας να αναδείξουμε στους οπαδούς και συμπαθούντες του Κόμματος έγκαιρα το ασύμβατο των στόχων μας με την εξουσία του κεφαλαίου, προωθώντας πολιτικές συνεργασίες τύπου Μπουτάρη, μη αντιστοιχίζοντας τις δομές και τη λειτουργία των μαζικών φορέων με ταξικό προσανατολισμό με τον επιδιωκόμενο στόχο της εργατικής εξουσίας και επόμενα σε ρήξη με λογικές ανάθεσης και αντιπροσώπευσης κ.λπ. Στο βαθμό που δεν αναστραφεί η επικράτηση της συγκεκριμένης αντίληψης, εύκολα αύριο μπορεί να οδηγήσει στην απογοήτευση του λαϊκού παράγοντα εξαιτίας των «κατορθωμάτων» της «αριστερής διακυβέρνησης» και μεθαύριο στην υποστήριξη αντιδραστικών λύσεων τύπου Χρυσής Αυγής.
Βέβαια, ορισμένοι σύντροφοι αποδίδουν όλα αυτά που συντελέστηκαν το τελευταίο χρονικό διάστημα στη συνειδητή παραβίαση του προγράμματος από την ΚΕ. Στην πραγματικότητα λένε πως το ΚΚΕ θα μπορούσε να είχε διασωθεί κοινοβουλευτικά, πρωτοστατώντας το ίδιο στη διάδοση της αστικοδημοκρατικής ψευδαίσθησης στην εργατική τάξη. Αυτό που δε λένε είναι, γιατί επιμένουν σε ζητήματα από καιρό ξεπερασμένα από τις συλλογικές επεξεργασίες του Κόμματος;
Η επικέντρωση στα συγκεκριμένα ζητήματα, όπως και η ενοποίηση της επιχειρηματολογίας (προκειμένου να ενοποιήσει και να καρπωθεί την όποια απογοήτευση), στοχεύει στην άσκηση όλο και μεγαλύτερης πίεσης από τα μέσα και από τα έξω προκειμένου είτε το ΚΚΕ να εγκαταλείψει τη θεμελιώδη αρχή της πάλης για επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού, είτε αν τη διατηρήσει να μετρά σημαντικές απώλειες (όχι μόνο κοινοβουλευτικές). Ο ταξικός αντίπαλος εκμεταλλεύτηκε τις αδυναμίες μας και σκοπεύει να τις εκμεταλλευτεί και άλλο, αξιοποιώντας όλα τα μέσα.
Μπροστά σε αυτό το ενδεχόμενο, χρειάζεται δουλειά μυρμηγκιού προκειμένου να πείσουμε την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα όχι μόνο για το δίκιο τους, αλλά και για τη δυνατότητα που έχουν να το επιβάλουν μέσα από την οργάνωσή τους και από την προάσπιση μιας επαναστατικής στρατηγικής. Με αυτή την έννοια, κρίνεται απαραίτητη το επόμενο διάστημα για το κομματικό και ΚΝίτικο δυναμικό η βαθιά και ουσιαστική γνώση της πολιτικής με τη λενινιστική έννοια, δηλαδή της σχέσης των τάξεων ως προς την εξουσία και όχι μια μηχανιστική αναφορά του σοσιαλισμού ως εικόνισμα (που καμιά φορά και ανεξαρτήτως προθέσεων είναι το ίδιο επιζήμια με την προάσπιση της διαχείρισης).
Σε μια εποχή μεγάλης κινητικότητας των μαζών, η επαναστατική στρατηγική θα γίνεται υλική δύναμη ανατροπής, όσο η πολιτική πρωτοπορία θα την καθιστά υπόθεσή τους και έτσι θα αναδεικνύονται οι σημαντικότατες παρακαταθήκες του καινούριου προγραμματικού ντοκουμέντου (σοσιαλιστική επερχόμενη επανάσταση, κοινωνική-ταξική συμμαχία για την ανατροπή του καπιταλισμού, αυτοτέλεια του Κόμματος σε όλες τις συνθήκες, στάση των κομμουνιστών στον πόλεμο κ.λπ.).
Οποιος απ' την άλλη επιλέγει την εύκολη λύση της αστικής διαχείρισης, ο δρόμος ανοιχτός...
Παραπομπή
1. Βλαντιμίρ Λένιν, Το Ι Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς - Απαντα, τόμ. 37 (σ. 498), εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»
Για τα 2 προηγούμενα πιστεύω ότι επαρκώς απαντά ο Λένιν. Ετσι και αλλιώς αφενός το 15ο Συνέδριο δεν προσδιόριζε το ΑΑΔΜ ως στάδιο και αφετέρου είναι αβάσιμο ότι ο υποκειμενικός παράγοντας (ακόμα και με τη μορφή της αστικής διακυβέρνησης) μπορεί να καθορίσει το χρόνο επίλυσης του ζητήματος «εξουσία». Το μόνο που επιθυμώ να επισημάνω είναι ότι από την κριτική δεν μπορούν να διαφύγουν ούτε όσοι πιστεύουν ότι μια τέτοια κυβέρνηση αν και δε θα επιλύσει το ζήτημα εξουσίας είναι δυνατόν να προωθήσει ορισμένες θετικές διεργασίες (εξελικτικισμός), ούτε όσοι προασπίζονται ότι το έργο της θα κριθεί και από την πίεση που θα της ασκεί ο λαϊκός παράγοντας (αλήθεια, ο λαϊκός παράγοντας θα είναι στην κυβέρνηση ή στην αντιπολίτευση;).
Ωστόσο, το βασικό ερώτημα που προκύπτει είναι, ποιος ο λόγος της επιμονής ορισμένων συντρόφων στα συγκεκριμένα θέματα, τα οποία ειρήσθω εν παρόδω απαντιούνται εύκολα για όσους συνεχίζουν να πατάνε στο έδαφος του μαρξισμού - λενινισμού (ή τουλάχιστον για όσους ως λενινισμό αντιλαμβάνονται το σύνολο του έργου του Λένιν με ιδιαίτερη έμφαση στις διορθωτικές κινήσεις που επέβαλε η Οχτωβριανή Επανάσταση και όχι μόνο την περίοδο 1905-17);
Η προσπάθεια αναμέτρησης με το ερώτημα απαιτεί την καταγραφή - υπενθύμιση ορισμένων δεδομένων. Ο προσυνεδριακός διάλογος διεξάγεται την επαύριον δύο εκλογικών αναμετρήσεων, στη δεύτερη εκ των οποίων το ΚΚΕ σημείωσε απώλεια δυνάμεων κοντά στο 50%. Το εκλογικό αποτέλεσμα επέφερε σύγχυση ή απογοήτευση σε ένα μεγάλο μέρος οπαδών ή ακόμα και μελών του Κόμματος. Την ίδια στιγμή (αν θεωρήσουμε ως δεδομένο ότι η πλειοψηφία τους κατευθύνθηκε στο ΣΥΡΙΖΑ), οι απώλειες αφορούσαν ουσιαστικά στο σπονσοράρισμα και εν τέλει τη νίκη μιας βαθιά αστικής κοινοβουλευτικής αντίληψης, δηλαδή αυτής που καλεί το λαϊκό παράγοντα να αναθέσει την επίλυση των βασικών προταγμάτων της ταξικής πάλης στους πολιτικούς του αντιπροσώπους. Και θυμίζω! Αυτή η αντίληψη δεν περιφρονεί απαραίτητα τους μαζικούς αγώνες, ούτε την ανάγκη της πολιτικοποίησής τους. Απλά τους υποτάσσει στη διεκδίκηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και όχι στην ανατροπή του καπιταλισμού, μεταφέροντας κίβδηλα την αντιπαράθεση από την οικονομία στην πολιτική. Ετσι, το «να καεί το μπουρδέλο η βουλή» έγινε «αντιμνημονιακή κυβέρνηση», πάντα χωρίς αναφορά στο κεφάλαιο και τις ευθύνες του για την κρίση.
Η επικράτηση αυτής της αντίληψης, πέρα από την αμέριστη στήριξη που de facto της παρέχεται από την κυρίαρχη ιδεολογία, μιας που αποτελεί ένα από τα κεντρικά ιδεολογήματα δικαιακής - πολιτικής νομιμοποίησης της αστικής εξουσίας, βασίστηκε και στο γεγονός ότι μοιάζει να προσφέρει άμεσες λύσεις χωρίς προσωπική συμμετοχή και επόμενα θυσίες από την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Εξάλλου, στο μύλο αυτής της αντίληψης κουβαλήσαμε και εμείς νερό, σύντροφοι, αρκετές φορές, μέσα από τις θεωρητικές μας ανεπάρκειες, δουλεύοντας εντεινόμενα στις προεκλογικές περιόδους, αδυνατώντας να αναδείξουμε στους οπαδούς και συμπαθούντες του Κόμματος έγκαιρα το ασύμβατο των στόχων μας με την εξουσία του κεφαλαίου, προωθώντας πολιτικές συνεργασίες τύπου Μπουτάρη, μη αντιστοιχίζοντας τις δομές και τη λειτουργία των μαζικών φορέων με ταξικό προσανατολισμό με τον επιδιωκόμενο στόχο της εργατικής εξουσίας και επόμενα σε ρήξη με λογικές ανάθεσης και αντιπροσώπευσης κ.λπ. Στο βαθμό που δεν αναστραφεί η επικράτηση της συγκεκριμένης αντίληψης, εύκολα αύριο μπορεί να οδηγήσει στην απογοήτευση του λαϊκού παράγοντα εξαιτίας των «κατορθωμάτων» της «αριστερής διακυβέρνησης» και μεθαύριο στην υποστήριξη αντιδραστικών λύσεων τύπου Χρυσής Αυγής.
Βέβαια, ορισμένοι σύντροφοι αποδίδουν όλα αυτά που συντελέστηκαν το τελευταίο χρονικό διάστημα στη συνειδητή παραβίαση του προγράμματος από την ΚΕ. Στην πραγματικότητα λένε πως το ΚΚΕ θα μπορούσε να είχε διασωθεί κοινοβουλευτικά, πρωτοστατώντας το ίδιο στη διάδοση της αστικοδημοκρατικής ψευδαίσθησης στην εργατική τάξη. Αυτό που δε λένε είναι, γιατί επιμένουν σε ζητήματα από καιρό ξεπερασμένα από τις συλλογικές επεξεργασίες του Κόμματος;
Η επικέντρωση στα συγκεκριμένα ζητήματα, όπως και η ενοποίηση της επιχειρηματολογίας (προκειμένου να ενοποιήσει και να καρπωθεί την όποια απογοήτευση), στοχεύει στην άσκηση όλο και μεγαλύτερης πίεσης από τα μέσα και από τα έξω προκειμένου είτε το ΚΚΕ να εγκαταλείψει τη θεμελιώδη αρχή της πάλης για επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού, είτε αν τη διατηρήσει να μετρά σημαντικές απώλειες (όχι μόνο κοινοβουλευτικές). Ο ταξικός αντίπαλος εκμεταλλεύτηκε τις αδυναμίες μας και σκοπεύει να τις εκμεταλλευτεί και άλλο, αξιοποιώντας όλα τα μέσα.
Μπροστά σε αυτό το ενδεχόμενο, χρειάζεται δουλειά μυρμηγκιού προκειμένου να πείσουμε την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα όχι μόνο για το δίκιο τους, αλλά και για τη δυνατότητα που έχουν να το επιβάλουν μέσα από την οργάνωσή τους και από την προάσπιση μιας επαναστατικής στρατηγικής. Με αυτή την έννοια, κρίνεται απαραίτητη το επόμενο διάστημα για το κομματικό και ΚΝίτικο δυναμικό η βαθιά και ουσιαστική γνώση της πολιτικής με τη λενινιστική έννοια, δηλαδή της σχέσης των τάξεων ως προς την εξουσία και όχι μια μηχανιστική αναφορά του σοσιαλισμού ως εικόνισμα (που καμιά φορά και ανεξαρτήτως προθέσεων είναι το ίδιο επιζήμια με την προάσπιση της διαχείρισης).
Σε μια εποχή μεγάλης κινητικότητας των μαζών, η επαναστατική στρατηγική θα γίνεται υλική δύναμη ανατροπής, όσο η πολιτική πρωτοπορία θα την καθιστά υπόθεσή τους και έτσι θα αναδεικνύονται οι σημαντικότατες παρακαταθήκες του καινούριου προγραμματικού ντοκουμέντου (σοσιαλιστική επερχόμενη επανάσταση, κοινωνική-ταξική συμμαχία για την ανατροπή του καπιταλισμού, αυτοτέλεια του Κόμματος σε όλες τις συνθήκες, στάση των κομμουνιστών στον πόλεμο κ.λπ.).
Οποιος απ' την άλλη επιλέγει την εύκολη λύση της αστικής διαχείρισης, ο δρόμος ανοιχτός...
Παραπομπή
1. Βλαντιμίρ Λένιν, Το Ι Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς - Απαντα, τόμ. 37 (σ. 498), εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»
ΚΟΒ Κέντρου Αγ. Αναργύρων
Πολύ θα ήθελα να μάθω ποιες είναι οι "διορθωτικές κινήσεις" του Λένιν απέναντι στο έργο του. Όπως πολύ θα ήθελα να μάθω με ποια ερμηνεία του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού αυτός εκλαμβάνεται ως δικαίωμα μιας πλειοψηφίας να ωθεί τους διαφωνούντες σε αποχώρηση, αφού πρώτα αποφύγει την ιδεολογική αντιπαράθεση και καταφύγει σε χαρακτηρισμούς.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣίμος
Διαβάζοντας με προσοχή το κείμενο, νομίζω ότι δεν μιλάει για διορθώσεις του Λένιν στο δικό έργο. Εγώ καταλαβαίνω ότι αναφέρεται, με αδόκιμο τρόπο σίγουρα στην ανάπτυξη (και όχι διόρθωση) του μαρξισμού σε συνθήκες ιμπεριαλισμού (1905 - 17) αλλά και οικοδόμησης σοσιαλισμού.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό έχω να πω τα εξής: Δεν έχει κανένα δικαίωμα η πλειοψηφία να ωθεί τους διαφωνούντες σε αποχώρηση. Ταυτόχρονα, όμως κάθε ένας που διαφωνεί (μειοψηφία) έχει υποχρέωση όχι απλά να πειθαρχεί αλλά και να παλαίυει για τις αποφάσεις που πήρε η εκάστοτε πλειοψηφία. Διαφορετικά δεν ωθείται σε αποχώρηση, έχει θέση τον εαυτό της μόνη της έξω από το κόμμα. Έτσι λειτουργεί ένα επαναστατικό κόμμα νέου τύπου όπως λέγεται. Και αυτό το γνωρίζει ο καθένας που μπαίνει σε τέτοιο κόμμα. Αυτά. Και σε όποιον αρέσει.