O ΣΥΡΙΖΑ ασκεί κριτική στην κυβέρνηση ότι πάει στην ΕΕ όχι ως διαπραγματευτής αλλά ως «ικέτης» και ότι οδηγεί την Ελλάδα στη χρεοκοπία και στη δραχμή. Ανάλογα απαντά και η κυβέρνηση, ότι δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει την επιστροφή στη δραχμή, με αφορμή παρεμβάσεις στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ για το θέμα της χρεοκοπίας και του ευρώ. Ο Π. Λαφαζάνης π.χ. είπε πρόσφατα ότι: «Η χρεοκοπία δεν είναι κάτι το καταστροφικό σε κάθε περίπτωση. Η χρεοκοπία είναι όπλο των αδύνατων όταν φτάνουν σε ένα σημείο που δεν μπορούν να αποπληρώσουν τα χρέη τους». Επίσης ο Δ. Στρατούλης, είπε: «για εμάς δεν είναι φετίχ το νόμισμα, για εμάς φετίχ είναι η επιβίωση του ελληνικού λαού και η οικονομική ανάκαμψη και ανόρθωση της χώρας μας», και συμπλήρωσε ότι η χώρα έχει τη δυνατότητα «να κηρυχθεί σε κατάσταση έκτακτης δημοσιονομικής ανάγκης με βάση τις κανονιστικές ρυθμίσεις του ΟΗΕ, τη διεθνή εμπειρία και τι έχουν αποδεχθεί άλλες χώρες σύμφωνα με τη διεθνή νομολογία διεθνών δικαστηρίων». Είναι γεγονός ότι η αντιπαράθεση ανάμεσα στην κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ εστιάζεται τελευταία στο ζήτημα ποιανού η πολιτική οδηγεί στην έξοδο από την Ευρωζώνη και στη δραχμή. Οπως και στο γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προβάλλει διαφορετική πολιτική διαχείρισης της κρίσης χρέους και της διεξόδου απ' αυτήν στα πλαίσια της Ευρωζώνης (δεν αποδέχεται την καπιταλιστική οικονομική κρίση ως κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, αλλά τη θεωρεί «κρίση χρέους»), επιμένοντας σε επαναδιαπραγμάτευση για την αντιμετώπιση του χρέους, διαγραφή ενός μέρους του ώστε να δημιουργηθούν συνθήκες ανάπτυξης της οικονομίας με επενδύσεις, δηλαδή της καπιταλιστικής οικονομίας.
Να θυμίσουμε ότι αυτός είναι ο πυρήνας της στρατηγικής του με παραλλαγές βεβαίως ανάλογα με τις συνθήκες που διαμορφώνονται και αυτόν πρόβαλε και στην προεκλογική περίοδο. Από την εμφάνιση της κρίσης μιλούσε για χρηματοπιστωτική κρίση αρχικά και μη πληρωμή μέρους του χρέους, το παράνομο χρέος έλεγε τότε, δημιούργησε μάλιστα και επιτροπή που εξέταζε το συνολικό χρέος για να αποφανθεί το ύψος του «παράνομου». Ουσιαστικά μιλούσε για «κούρεμα» στο ύψος του παράνομου. Οταν έγινε το «κούρεμα», μίλησε για «στάση πληρωμής του χρέους» για μερικά χρόνια, ώστε να δημιουργηθούν προϋποθέσεις ανάπτυξης και να αποπληρωθεί το χρέος στη συνέχεια. Είπε για δημόσιο έλεγχο των τραπεζών ώστε να υπάρξει χρήμα για επενδύσεις της λεγόμενης υγιούς επιχειρηματικότητας. Πρόβαλε μάλιστα το παράδειγμα της Αργεντινής που έκανε στάση πληρωμής του χρέους, που είχε στη συνέχεια καπιταλιστική ανάπτυξη που έφτασε στο 8% του ΑΕΠ.
Η κρίση στην Αργεντινή
Αλλά τι έγινε στην Αργεντινή; Εκδηλώθηκε οικονομική καπιταλιστική κρίση την τριετία 1998 - 2001 και επιχειρήθηκε να αντιμετωπισθεί με υποτίμηση του νομίσματος και με διαφορετική διαχείριση του κρατικού χρέους, μέσα στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος.
Τα αστικά επιτελεία εξέφραζαν δύο διαφορετικές πολιτικές διαχείρισης για την έξοδο από την κρίση. Η μία ήταν αυτή της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, δηλαδή δραστική μείωση των κρατικών δαπανών και αύξηση της φορολογίας. Ο,τι και στην Ελλάδα. Η άλλη μιλούσε για τόνωση της οικονομίας μέσω αναπτυξιακών έργων και χρηματοδότησης, ώστε να υπάρχει ανάπτυξη. Ετσι οξύνθηκε η αντιπαράθεση που αφορούσε στην ασκούμενη νομισματική πολιτική. Το κυβερνών κόμμα επέμενε στη νομισματική πολιτική σύνδεσης με σταθερή ισοτιμία του νομίσματος με το δολάριο και στην ανάγκη εξασφάλισης εξωτερικού δανεισμού. Από την άλλη, το βασικό αντιπολιτευόμενο κόμμα υιοθέτησε την άποψη ότι η υποτίμηση του νομίσματος ήταν απαραίτητη και ότι απαιτούνταν στροφή στην εγχώρια παραγωγή. Η διάσταση απόψεων εξέφραζε τις αντιθέσεις ανάμεσα σε μερίδες του κεφαλαίου, αλλά και τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις στο έδαφος της καπιταλιστικής κρίσης.
Η εγκατάλειψη της σταθερής ισοτιμίας ευνοούσε τη μερίδα του βιομηχανικού κεφαλαίου με εξαγωγικό προσανατολισμό, ενώ προσέκρουε στο διεθνή δανεισμό της χώρας, που ήταν σε συνάλλαγμα, και η αποπληρωμή του θα αυξανόταν υπέρμετρα. Η σταθερή ισοτιμία από την άλλη, ευνοούσε το τραπεζικό κεφάλαιο, που συναλλασσόταν σε δολάρια. Η όξυνση αυτών των αντιθέσεων εκφράστηκε με όξυνση αντιθέσεων στο πολιτικό επίπεδο. Που πήρε διαστάσεις πολιτικής κρίσης και εκδηλώθηκε ολοκληρωμένα το Δεκέμβρη του 2001.
Αιτίες της πολιτικής κρίσης ήταν η οικονομική κρίση, η τεράστια αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας, η ραγδαία υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού, ενώ συνετέλεσαν και οι αντιθέσεις στο εσωτερικό της αστικής τάξης. Η πολιτική αντιπαράθεση οξύνθηκε από την απόφαση της κυβέρνησης να επιβάλει πάγωμα των τραπεζικών λογαριασμών, με στόχο να σταματήσει τη φυγή κεφαλαίων από τις τράπεζες.
Οι κινητοποιήσεις κατά της κυβερνητικής πολιτικής λιτότητας έγιναν μόνιμο φαινόμενο και στα μέσα Δεκέμβρη ξέσπασαν πλέον μαζικότατες λαϊκές διαδηλώσεις. Αναπτύχθηκε πάλη με ανεβασμένες μορφές, ενάντια στις τράπεζες, σε γραφεία πολυεθνικών και μεγάλων εμπορικών καταστημάτων, παρά την επιβολή κατάστασης έκτακτης ανάγκης.
Το λαϊκό κίνημα παρά τις ανεβασμένες μορφές πάλης και τις συγκρούσεις, τη μαζικότητά του, δεν είχε πολιτικούς στόχους ρήξης, ανατροπής, και έτσι δεν μπορούσε να εκμεταλλευτεί την αδυναμία του αστικού πολιτικού συστήματος να δώσει στη δοσμένη στιγμή πολιτική διέξοδο σε όφελος του κεφαλαίου. Σε επίπεδο πολιτικών στόχων του κινήματος, επιδρούσαν αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις. Ακόμα και το ΚΚ Αργεντινής έλεγε: «όχι στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης, όχι στην πληρωμή του εξωτερικού χρέους», καλούσε σε αντίσταση στο ΔΝΤ και ζητούσε τη λήψη μέτρων κατά των πλουσίων, αύξηση των μισθών - συντάξεων - κοινωνικών δαπανών και εθνικοποίηση της εθνικής τράπεζας της χώρας, πρότασσε, δηλαδή, στόχους πάλης που δεν έρχονταν σε ρήξη με την αστική εξουσία, αλλά, αντίθετα, μπορούσαν να ενσωματωθούν και μάλιστα σχετικά εύκολα και άμεσα. Από την άλλη, στο κίνημα σημαντική επίδραση ασκούσαν οι διεκδικήσεις των μεσαίων στρωμάτων που επιτίθονταν στην κυβερνητική οικονομική πολιτική και στις τράπεζες, προσπαθώντας να διασφαλίσουν τα κεκτημένα τους, προτάσσοντας ως βασικό σύνθημα, «παραίτηση όλων τώρα», που ήταν τελικά και το σύνθημα που κέρδισε τις μάζες συνολικά.
Τσάκισε το λαό και η άλλη αστική οικονομική πολιτική
Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ότι τη λαϊκή πάλη καρπώθηκε ολοκληρωτικά σε πολιτικό επίπεδο το αντιπολιτευόμενο κόμμα, που διατυμπάνιζε την ανάγκη διαφορετικής διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας, στην κατεύθυνση «άρνησης των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και χαλιναγώγησης της ελεύθερης αγοράς».
Η νέα οικονομική πολιτική βασίστηκε στους παρακάτω άξονες: Στάση πληρωμών του κρατικού χρέους, που σημαίνει ότι η κυβέρνηση της Αργεντινής σταμάτησε να αποπληρώνει τις δανειακές της υποχρεώσεις, που ακολουθήθηκε τελικά από τη διαγραφή τμήματος του χρέους αυτού. Αποσύνδεση του νομίσματος από τη σταθερή ισοτιμία και υποτίμησή του. Ισοσκελισμένος δημόσιος προϋπολογισμός και μια σειρά ρυθμίσεων για τις καταθέσεις και τα δάνεια που ήταν απαραίτητες, αφού πολλά εξ αυτών ήταν σε δολάρια και έπρεπε να μετατραπούν στο εγχώριο νόμισμα. Ετσι, η γραμμή που προέβλεπε στάση πληρωμών, με διαφορετική δηλαδή διαχείριση του κρατικού χρέους, έξοδο από τη σταθερή ισοτιμία και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, εφαρμόστηκε από τη νέα αστική κυβέρνηση.
Η καπιταλιστική οικονομία της Αργεντινής πέρασε από τη φάση της κρίσης στην αναζωογόνηση στο τέλος του 2002. Το αποτέλεσμα ήταν η σημαντική τόνωση των εξαγωγών. Το εμπορικό ισοζύγιο έγινε πλεονασματικό και την πενταετία από το 2003 μέχρι το 2008 ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ της χώρας ξεπέρασε το 8% ετησίως. Αυτή η οικονομική ανάπτυξη βασίστηκε, στην πραγματικότητα, σε νέα βάρη στην πλάτη της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων της Αργεντινής. Οι συνθήκες διαβίωσης του λαού επιδεινώθηκαν σχετικά και απόλυτα μέσα σε μια δεκαπενταετία (1992 - 2006) οικονομικής ανάπτυξης που οδήγησε στον υπερδιπλασιασμό του ΑΕΠ της χώρας. Στο διάστημα αυτό η απόλυτη φτώχεια αυξήθηκε από το 3,2% στο 8,5% του πληθυσμού. Η σχετική φτώχεια αυξήθηκε από 19,7% του πληθυσμού το 1992 στο 25,6% το 2006. Το 2006 το 43% των εργαζομένων στην Αργεντινή εργάζονταν χωρίς ασφαλιστικά και εργασιακά δικαιώματα, από 31% το 1992. Ο πληθωρισμός ξεπερνά το 20%, κατατρώγοντας το λαϊκό εισόδημα και η ανεργία άγγιξε, συνυπολογίζοντας και την υποαπασχόληση, το 25%. Η οικονομική ανάπτυξη έγινε στην πλάτη των εργαζομένων και οι εξελίξεις στην Αργεντινή επιβεβαίωσαν πλήρως τη διαπίστωση ότι, κάτω από το ζυγό των μονοπωλίων, τα λαϊκά στρώματα «πληρώνουν τη νύφη» και στη φάση της κρίσης και στη φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, είτε σε κάθε μορφή διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας.
Ετσι η Αργεντινή επαναδιαπραγματεύθηκε για το πώς θα αποπληρώσει το χρέος της αλλά η ανάπτυξη της οικονομίας της δεν έλυσε τα ζητήματα ανεργίας και φτώχειας που αυξήθηκαν. Επομένως παρεμβάσεις Λαφαζάνη-Στρατούλη είναι μέσα στη στρατηγική διαχείρισης σε όφελος του κεφαλαίου που προβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ, φέρνοντας παραδείγματα από τη διεθνή εμπειρία διαχείρισης της κρίσης.
Βεβαίως με την αλλαγή πολιτικής διαχείρισης του καπιταλισμού στην Αργεντινή, τα εκρηκτικά προβλήματα της εργατικής τάξης και των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων που συσσωρεύει η καπιταλιστική οικονομική κρίση και η μεταφορά των συνεπειών της στις πλάτες τους σε όφελος του κεφαλαίου δεν αντιμετωπίστηκαν. Αν αντιμετωπίζονταν, δηλαδή έστω και αν παίρνονταν ορισμένα μέτρα ανακούφισης του λαού, θα δημιουργούσαν προβλήματα στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Γι' αυτό και αυξήθηκαν η ανεργία, η φτώχεια.
Οι ανταγωνισμοί στα πλαίσια της κρίσης
Η Αργεντινή επίσης δεν ήταν ενταγμένη σε καπιταλιστική ένωση όπως η ΕΕ και μάλιστα με κοινό νόμισμα για διαφορετικά κράτη, όπως το ευρώ. Το ευρώ όμως, είναι κοινό νόμισμα για διαφορετικές, ανταγωνιστικές και ανισόμετρες καπιταλιστικές οικονομίες. Επομένως η πείρα της Αργεντινής δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε μία χώρα ενταγμένη σε καπιταλιστική ένωση με άλλες χώρες και με κοινό νόμισμα. Για παράδειγμα δεν μπορούν να το υποτιμήσουν για να διαχειριστούν τη συγχρονισμένη οικονομική κρίση στην Ευρωζώνη, αφού μια ανάλογη πολιτική υποτίμησής του αντιμετωπίζεται διαφορετικά από τα διάφορα κράτη - μέλη ή συνασπισμούς κρατών - μελών της Ευρωζώνης, με βάση τα διαφορετικά συμφέροντα των μονοπωλίων τους. Γιατί θα έχει διαφορετικές επιπτώσεις στις διαφορετικές καπιταλιστές οικονομίες, ανάλογα με το βάθος της οικονομικής κρίσης. Γιατί ένα τέτοιο ενδεχόμενο σημαίνει και υποτίμηση, (καταστροφή), κεφαλαίου γεγονός που για την Ελλάδα ή την Ιταλία θα επιδρούσε ευεργετικά αλλά για τη Γερμανία θα ήταν αρνητική εξέλιξη. Γι' αυτό και η πολιτική διεξόδου από την κρίση σε όφελος του κεφαλαίου, προκαλεί και διαφορετικές πολιτικές προσεγγίσεις, ακόμη και στο εσωτερικό ισχυρών καπιταλιστικών κρατών όπως η Γερμανία, που εκφράζουν οξύτατους ανταγωνισμούς ανάμεσα σε διαφορετικές μερίδες του κεφαλαίου και σε διαφορετικά κράτη που έχουν βεβαίως κοινό νόμισμα, το ευρώ. Που επηρεάζεται άμεσα από την πολιτική διαχείρισης της κρίσης στα πλαίσια της ΕΕ και της Ευρωζώνης.
Αρα και η «πείρα της διαχείρισης της Αργεντινής», μια μορφή διαχείρισης της κρίσης σε όφελος βεβαίως του κεφαλαίου, προσκρούει στην Ευρωζώνη, στο κοινό νόμισμα, στην ανισομετρία και στους οξύτατους ανταγωνισμούς ανάμεσα στα διαφορετικά κράτη του ευρώ για την πολιτική διαχείρισης της κρίσης στην Ευρωζώνη και το ποιανού κράτους τα μονοπώλια θα έχουν τις λιγότερες απώλειες από την καταστροφική δύναμη της κρίσης.
Το κάλπικο δίλημμα και η διέξοδος για το λαό
Οι συζητήσεις στην Ευρωζώνη για αποπομπή της Ελλάδας, που ξαναδυναμώνουν, γίνονται αντικείμενο αντιπαράθεσης ανάμεσα στην κυβέρνηση και το ΣΥΡΙΖΑ, εστιασμένες στο ποια πολιτική διαχείρισης οδηγεί στη χρεοκοπία και στη δραχμή. Γεγονός που βεβαίως δεν αποκλείεται, μπορεί και να συμβεί. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο η «πείρα της Αργεντινής» είναι χρήσιμη και αξιοποιήσιμη για μια πολιτική δύναμη όπως ο ΣΥΡΙΖΑ. Μήπως προετοιμάζεται να τη διαχειριστεί με συμμετοχή σε κυβέρνηση αν προκύψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο; Είναι επίσης σίγουρο πως ένα τμήμα του κεφαλαίου θα ωφεληθεί από την επιστροφή στη δραχμή, αφού μπορεί να επενδύσει με λιγότερα κεφάλαια, ιδιαίτερα αυτά που βρίσκονται στο εξωτερικό αφού μπορεί να αγοράσει πάμφθηνα επιχειρήσεις και βεβαίως να αξιοποιήσει την πολιτική των αποκρατικοποιήσεων και να βγάλει τεράστια και γρήγορα κέρδη με δεδομένες τις αντεργατικές αναδιαρθώσεις που μειώνουν την τιμή της εργατικής δύναμης, δηλαδή τα μέτρα που τώρα εφαρμόζονται. Ετσι η εργατική τάξη τώρα με το ευρώ καταστρέφεται, αλλά και με τη δραχμή θα καταστρέφεται. Η όποια καπιταλιστική ανάπτυξη δε θα αυξήσει μισθούς και συντάξεις, δε θα αντιμετωπίσει την ανεργία (εδώ η πείρα της Αργεντινής είναι επίσης διαφωτιστική), δε θα λύσει ζητήματα ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών. Αλλωστε τα αντεργατικά μέτρα εφαρμόζονται για να καταργηθούν όλες οι εργατικές κατακτήσεις, να γίνουν πάμφθηνοι οι εργαζόμενοι, για να δημιουργηθούν ευνοϊκές συνθήκες για επενδύσεις. Βεβαίως αυτή η αντιπαράθεση που επαναφέρει το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή», είναι αποπροσανατολιστική για τα λαϊκά συμφέροντα αφού είναι σε βάρος τους. Οπως και το πώς θα πληρωθεί το χρέος. Ο λαός δε χρωστά, του χρωστούν. Η μόνη διέξοδος σε όφελός του είναι η μονομερής διαγραφή του χρέους, η αποδέσμευση από την ΕΕ και πρέπει ο ίδιος να δημιουργήσει τις πολιτικές προϋποθέσεις για να τα πραγματοποιήσει παίρνοντας την οικονομία στα χέρια του, κοινωνικοποιώντας τα μονοπώλια. Ζήτημα που απαιτεί την οργάνωση της πάλης σε κάθε τόπο δουλειάς και κατοικίας, λαϊκή συμμαχία και αντεπίθεση, με εγκατάλειψη κάθε αυταπάτης ότι είναι δυνατό ο λαός να ζήσει καλύτερα μέσα στην ΕΕ και με την κυριαρχία στην Ελλάδα των μονοπωλίων και της εξουσίας τους. Απαιτεί τον ενιαίο αγώνα εργατών, αυτοαπασχολουμένων, φτωχών αγροτών, που θα ανοίγει δρόμο για να πάρουν η εργατική τάξη, τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα την εξουσία και την οργάνωση της οικονομίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου