Σελίδες

8 Ιουλ 2012

Ο Β.Ι. ΛΕΝΙΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟ


«Το ΚΚΕ έδωσε την μάχη κόντρα στο ρεύμα της φοβίας και μοιρολατρίας, των ποικιλώνυμων απειλών (από την έξωση από την ευρωζώνη ως την ακυβερνησία), και της αυταπάτης που συστηματικά καλλιέργησε ο ΣΥΡΙΖΑ. Ανέδειξε στον λαό τον χαρακτήρα της κρίσης και των προϋποθέσεων για διέξοδο υπέρ των εργαζομένων, τις προϋποθέσεις για να συμμετέχει το ΚΚΕ στην διακυβέρνηση, που συνδέονται με την αποδέσμευση, την μονομερή διαγραφή του χρέους, την κοινωνικοποίηση, δηλαδή την διακυβέρνηση της εργατικής λαϊκής εξουσίας. Εδωσε την μάχη αυτή παίρνοντας υπόψη τον κίνδυνο του εκλογικού κόστους.
Η παραμικρή όμως υποχώρηση του Κόμματος στην πίεση για συμμετοχή σε κυβέρνηση διαχείρισης της κρίσης θα οδηγούσε στον αφοπλισμό και στην υποχώρηση-ήττα του εργατικού κινήματος, στη ματαίωση της προσπάθειας για την συγκρότηση ισχυρής κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας που συγκρούεται με την πολιτική γραμμή των μονοπωλίων, των ιμπεριαλιστικών ενώσεων της ΕΕ, του ΝΑΤΟ. Θα ακύρωνε κάθε προσπάθεια για συσπείρωση στην πάλη για τα καθημερινά προβλήματα που οξύνονται όλο και πιο πολύ, στην προοπτική της εργατικής λαϊκής εξουσίας.

Το ΚΚΕ θα βρισκόταν σε μια πρακτική ακύρωσης της συνέπειας και σταθερότητας λόγων και έργων, καθώς από το Κόμμα ζητούνταν επιζήμιες, καθοριστικά λαθεμένες υποχωρήσεις τόσο από το πρόγραμμά του όσο και από τα άμεσα καθήκοντα πάλης» (Από την Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ, «Πρώτη τοποθέτηση για το εκλογικό αποτέλεσμα της 17ης Ιουνίου 2012», «Ριζοσπάστης», 19/6/2012).
Το ζήτημα «συμμετοχή του ΚΚΕ σε κυβέρνηση» είναι στρατηγικό ζήτημα. Ετσι, σε συνθήκες που το αστικό κράτος είναι κυρίαρχο, η συμμετοχή του επαναστατικού Κόμματος της εργατικής τάξης στην κυβέρνηση σημαίνει συμμετοχή στη διαχείριση των υποθέσεων του κεφαλαίου. Στην επεξεργασία και άσκηση πολιτικής στην κοινωνία του κεφαλαίου. Ολοι όσοι προεκλογικά, αλλά και μετά τις εκλογές έβαζαν αυτό το ζήτημα, της ανάδειξης δηλαδή μιας «αριστερής» κυβέρνησης και το κάλεσμα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων για την ανάδειξη μιας τέτοιας κυβέρνησης, στο ερώτημα σε όφελος ποιας τάξης θα λειτουργεί και θα δρα αυτή η κυβέρνηση, απαντούσαν: Θα πάρει μέτρα ανακούφισης του λαού από τις συνέπειες της κρίσης. Αλλά εδώ προκύπτει επίσης το ερώτημα: Μπορεί μια κυβέρνηση στον καπιταλισμό να το διαχειρίζεται σε όφελος του λαού; Πολύ περισσότερο, σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης, που καταστρέφει παραγωγικές δυνάμεις, καταστρέφει δηλαδή και εργατική δύναμη, με την ανεργία, τη φτώχεια, την εξαθλίωση να απλώνονται με γεωμετρική πρόοδο, και ταυτόχρονα το κεφάλαιο να πασχίζει να σωθεί από την καταστροφική δύναμη της κρίσης; Δηλαδή, τη στιγμή που πασχίζουν οι καπιταλιστές, οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι να διατηρήσουν πάση θυσία τις επιχειρήσεις τους - και σ' αυτό συμβάλλει και η αντεργατική αντιλαϊκή πολιτική που μειώνει μισθούς, διευκολύνει τις απολύσεις, επιβάλλει ελαστικές εργασιακές σχέσεις, όπως π.χ. η εκ περιτροπής εργασία, έτσι που σε συνθήκες μειωμένης κερδοφορίας να μπορούν να πάρουν μέτρα αντισταθμίσματος της χασούρας των κερδών τους από την πάμφθηνη εργατική δύναμη, καταναλώνοντας δηλαδή ολοένα και μικρότερο μέρος του κεφαλαίου για πληρωμή των εργατών...
Επομένως, και σ' αυτό το ζήτημα εκφράζεται η οξύτατα ανειρήνευτη ταξική αντίθεση καπιταλιστών - εργατικής τάξης. Αλλωστε, μια κυβέρνηση, με δεδομένη την ιδιοκτησία των καπιταλιστών, είναι υποχρεωμένη να εφαρμόζει πολιτική ενίσχυσης της κερδοφορίας τους αφού νόμος κίνησης της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι ο νόμος του κέρδους. Πολιτική κόντρα σ' αυτό το νόμο σημαίνει καταστροφή του κεφαλαίου. Επομένως, μια κυβέρνηση, ακόμη και με συμμετοχή του Κομμουνιστικού Κόμματος, σε αστικές συνθήκες, αντικειμενικά δεν μπορεί να εφαρμόσει πολιτική κόντρα στους νόμους που κινούν αυτή την κοινωνία, κόντρα στο νόμο του κέρδους. Να γιατί λέμε ότι η συμμετοχή του ΚΚΕ σε κυβέρνηση είναι στρατηγικό ζήτημα. Στην προκειμένη περίπτωση, συμμετοχή του ΚΚΕ σε κυβέρνηση και με το κράτος και την οικονομία στα χέρια των αστών σημαίνει ότι το ΚΚΕ αλλάζει στρατηγική και γίνεται κόμμα αστικής διαχείρισης, άρα απεμπολεί τον ταξικό πολιτικό αγώνα για να πάρει η εργατική τάξη την εξουσία, και υποτάσσει την ίδια την εργατική τάξη στους καπιταλιστές, και το κίνημά της σε μέσο διαιώνισης του καπιταλισμού. Γιατί μέσω αστικοκοινοβουλευτικών εκλογών ανατροπή του καπιταλισμού δε γίνεται. Με μια τέτοια ενέργεια θα καλλιεργούσε όμως αυτήν την αυταπάτη. Οχι συγκέντρωση των δυνάμεων για ρήξη - ανατροπή, αλλά εκλογές για ανάδειξη κυβέρνησης που θα διαχειρίζεται την καπιταλιστική κοινωνία για να εφαρμόζει τάχα πολιτική υπέρ της εργατικής τάξης, του λαού!..
Υπάρχουν δυνάμεις που αυτοαποκαλούνται αριστερές όπως η ΚΟΕ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλες που έβαζαν το στόχο ανατροπής των αντιλαϊκών κυβερνήσεων με ένα πρόγραμμα που δε θα είναι πρόγραμμα εργατικής εξουσίας, αλλά μιας κυβέρνησης η οποία θα εφαρμόσει πρόγραμμα ανακούφισης του λαού, και μάλιστα τη θεωρούσαν ως εφαλτήριο για την εργατική εξουσία ή μεταβατικό στάδιο συγκέντρωσης των δυνάμεων για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Βεβαίως, στην πορεία η ΚΟΕ την εγκατέλειψε, γιατί αφομοιώνεται στο ΣΥΡΙΖΑ, η δε ΑΝΤΑΡΣΥΑ εγκατάλειψε φραστικά την κυβέρνηση, χωρίς να εγκαταλείψει την ουσία της. Για παράδειγμα, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην επιστολή της προς το ΚΚΕ και το ΣΥΡΙΖΑ για συνεργασία των αριστερών δυνάμεων, που δημοσίευσε το ΠΡΙΝ στις 11 Μάρτη 2012, έβαζε το ζήτημα ως εξής: «Οι πολιτικοί "άξονες" για την κοινή αριστερή και αγωνιστική δράση που προτείνει σε ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, στην ανατρεπτική Αριστερά και σε όλα τα αγωνιζόμενα ρεύματα και δυνάμεις, είναι οι παρακάτω: Ανατροπή των μνημονίων, των κυβερνήσεων του κεφαλαίου, της ΕΕ και του ΔΝΤ. Παύση πληρωμών προς τους πιστωτές, μη αναγνώριση και διαγραφή του χρέους. Εθνικοποίηση - κρατικοποίηση όλων των τραπεζών και των μεγάλων, στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων, χωρίς αποζημίωση, με εργατικό και λαϊκό έλεγχο. Εξοδος από το ευρώ, την ΟΝΕ και την ΕΕ. Ριζική μείωση του χρόνου εργασίας, σταθερή εργασία με αυξήσεις σε μισθούς, συντάξεις, εισόδημα εργαζομένων και λαού σε βάρος των κερδών του κεφαλαίου» προτείνοντας τη συγκρότηση «ενός αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής της αντιδραστικής επίθεσης του κεφαλαίου, της ΕΕ, του ΔΝΤ και των κυβερνήσεών τους».
Ουσιαστικά, χωρίς να το λέει, πρότεινε μια κυβέρνηση διαχείρισης σε αστικά πλαίσια, μιλώντας ταυτόχρονα για «ρήξη και ανατροπή της αντιδραστικής επίθεσης του κεφαλαίου» αλλά αυτή η ρήξη έφτανε μέχρι την αναδιανομή «σε βάρος των κερδών του κεφαλαίου» και όχι κατάργησή τους. Αρα άφηνε άθικτη την ιδιοκτησία του κεφαλαίου. Ετσι όμως καλείς την εργατική τάξη, το λαό, με την ψήφο, να αναδείξουν μια κυβέρνηση που θα θεωρούν ότι είναι φιλολαϊκή, με την αυταπάτη ότι θα μπορεί να εφαρμόζει πολιτική ενάντια στα κέρδη του κεφαλαίου, άρα υπονόμευσής του, αλλά αντικειμενικά δε θα μπορεί να το κάνει, άρα δε θα μπορεί να είναι φιλολαϊκή.
Προβάλλουν την άποψη ότι μια τέτοια κυβέρνηση, με το παραπάνω πλαίσιο ως πρόγραμμα θα είναι σε όφελος της εργατικής τάξης, των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων, γιατί θα παλεύει να το εφαρμόσει, αλλά στην ανειρήνευτη ταξική αντίθεση «καπιταλιστές - εργατική τάξη», «μονοπώλια - λαός», η λύση υπέρ της μιας ή της άλλης τάξης σημαίνει σύγκρουση. Αρα απαιτεί ανάλογο συσχετισμό δυνάμεων. Που σημαίνει ότι αυτός ο συσχετισμός δυνάμεων έχει διαμορφωθεί μέσα από την ανάπτυξη της ταξικής πάλης υπέρ της εργατικής τάξης και του κόμματός της. Αρα θα έχει ήδη εκφραστεί μέσα από την ανάπτυξη της ταξικής πάλης στο εργατικό κίνημα. Δηλαδή, οργανωμένη εργατική τάξη, σχεδόν καθολικά, συμμαχία με τα πρωτοπόρα τμήματα των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, όργανα πάλης της συμμαχίας, ανάπτυξη αγώνων με όρους μαζών σε αντιμονοπωλιακή αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, διαμορφωμένη δηλαδή συνείδηση και έκφραση στην πράξη, ανατρεπτική.
Υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα έστω ενδείξεις ότι το εργατικό κίνημα, η ταξική πάλη αναδεικνύει μία τέτοια πραγματικότητα; «Είναι φανερό ότι οι αγώνες που αναπτύχθηκαν δεν μπόρεσαν να δώσουν μεγαλύτερο βάθος και σταθερότητα στο ριζοσπαστισμό, καθώς δεν απέκτησαν τη μαζικότητα και κυρίως την οργάνωση και τον πολιτικό προσανατολισμό που απαιτούν οι συνθήκες. Αν και το λαϊκό κίνημα στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια είχε σημαντική άνοδο και κινητοποιήσεις πανευρωπαϊκής απήχησης, δεν είχε ούτε τον προσανατολισμό ούτε τη μαζικότητα - οργανωτικότητα, ώστε άμεσα να απειλεί την αστική εξουσία του κεφαλαίου», εκτιμά η ΚΕ του ΚΚΕ στην Απόφαση για το εκλογικό αποτέλεσμα του Ιούνη. Και σ' αυτό δεν υπάρχει άλλη εκτίμηση.
Ορισμένοι «αριστεροί» μιλούν για την αναγκαιότητα προβολής του ζητήματος της κυβέρνησης σε αστικές συνθήκες και της κατάκτησής της ως μια «στιγμή» στη μεταβατική διαδικασία για την επανάσταση, για την εργατική εξουσία. Αυτή η τακτική είναι η ίδια που παρουσιάσαμε πιο πάνω με παράδειγμα την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Και είναι λογική που υποτάσσει τη στρατηγική στην εξυπηρέτηση ενός στόχου, συγκέντρωσης δυνάμεων στη γραμμή του ΚΚΕ λένε κάποιοι, αλλά τελικά οδηγεί στο ρεφορμισμό, αφού αντικειμενικά στο όνομα μιας εκλογικής αναμέτρησης καλείς την εργατική τάξη να επιλέξει κυβέρνηση αστικής διαχείρισης, δηλαδή συγκέντρωση δυνάμεων σε κυβέρνηση στα πλαίσια του καπιταλισμού. Αυτό απαντά και στην άποψη που λέει ότι ναι μεν η εποχή είναι εποχή του ιμπεριαλισμού, του ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού, ναι μεν δεν υπάρχει ενδιάμεσος κοινωνικο-οικονομικός σχηματισμός, αλλά άλλο το αντικειμενικό στοιχείο με βάση το χαρακτήρα της εποχής, άλλο η πολιτική που θα ωριμάζει τον υποκειμενικό παράγοντα, δηλαδή τη συνείδηση της εργατικής τάξης και των συμμάχων της για την ανατροπή του καπιταλισμού. Και εδώ το ζήτημα της κυβέρνησης, λένε, είναι κρίκος. Αλλά είναι κρίκος ενίσχυσης του κυβερνητισμού και των αυταπατών ότι με κοινοβουλευτική διαδικασία μπορεί να γίνονται ρήξεις μέσα στον καπιταλισμό και μέσω αυτής της διαδικασίας στην πορεία να αφαιρεθεί η ιδιοκτησία και η εξουσία από τα μονοπώλια. Αντικειμενικά αυτός ο κρίκος είναι κρίκος υποβιβασμού της ταξικής συνείδησης και κατά συνέπεια ταξικής πάλης στο μέτρο και στο επίπεδο διατήρησης του συστήματος.
Αυτά τα ζητήματα δεν είναι καινούρια. Εχουν μπει μπροστά στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, στα Κομμουνιστικά Κόμματα, από τότε που η ίδρυση και ανάπτυξή τους σε κάθε καπιταλιστική χώρα έθεσε ανοιχτά το ζήτημα της επαναστατικής κατάκτησης της εξουσίας από την εργατική τάξη, έχοντας λύσει το ζήτημα «μεταρρύθμιση ή επανάσταση», υπέρ της επανάστασης.
Σήμερα στο ένθετο Ιστορία παρουσιάζουμε τέσσερα κείμενα του Β.Ι.Λένιν με τίτλο «Ο Β.Ι. ΛΕΝΙΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟ». Περιλαμβάνονται τα εξής κείμενα με χρονολογική σειρά:
  • Το άρθρο στην εφημερίδα «Εχο» με ημερομηνία 28 Ιούνη 1906 με τίτλο: «Ξανά για το ζήτημα της κυβέρνησης από τη Δούμα». Το άρθρο κάνει κριτική στην υιοθέτηση από τους οπορτουνιστές του συνθήματος κυβέρνηση από τη Δούμα που προέβαλαν τότε οι αστοί καντέτοι. (Β.Ι. Λένιν, Απαντα τ. 13 σελ. 263-267).
  • Το κείμενο με τίτλο «Πρόλογος στη Ρωσική μετάφραση της μπροσούρας του Β. Λίμπκνεχτ «Κανένας συμβιβασμός, καμιά εκλογική συμφωνία!», με ημερομηνία Δεκέμβρης του 1906. Πρόκειται για κείμενο που αναδεικνύει τους κίνδυνους για το εργατικό κίνημα που εμπεριέχουν οι συμμαχίες με αστικά κόμματα και εκπροσώπους της αστικής ιδεολογίας και πολιτικής. (Β.Ι. Λένιν, Απαντα τ. 14 σελ. 223-229).
  • Απόσπασμα από το άρθρο με τίτλο: «Οι εκλογές για την Συντακτική Συνέλευση και η δικτατορία του προλεταριάτου», που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Κομμουνιστική Διεθνής», τεύχη 7-8, το Δεκέμβρη του 1919. Το άρθρο αναφέρεται στις εκλογές για την Συντακτική Συνέλευση (δηλαδή για το σώμα που θα προχωρούσε στη συγκρότηση αστικού συντάγματος) που είχαν προκηρυχθεί πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και πραγματοποιήθηκαν το Νοέμβρη του 1917. Σε αυτές τις εκλογές οι μπολσεβίκοι απέσπασαν το 25% ενώ οι μενσεβίκοι και οι εσέροι το 62%. Η Συντακτική Συνέλευση διαλύθηκε από τους μπολσεβίκους το Γενάρη του 1918 ως όργανο που δεν εξέφραζε τον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων εφόσον είχε εδραιωθεί η εξουσία των Σοβιέτ. Στο άρθρο αναδεικνύονται μια σειρά ζητήματα που αφορούν το ζήτημα της έννοιας της πλειοψηφίας, του ρόλου του αστικού κοινοβουλίου κ.λπ. (Β.Ι. Λένιν, Απαντα τ. 40 σελ. 1-24).
  • Απόσπασμα από τις Θέσεις που ενέκρινε το 2ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (6-25 Ιουλίου 1919) και στη διαμόρφωση των οποίων είχε πρωταγωνιστικό ρόλο ο Λένιν. Πρόκειται για το μέρος των Θέσεων που έχει τίτλο: «Τα Κομμουνιστικά Κόμματα και ο κοινοβουλευτισμός». Στο κείμενο αυτό δίνονται αναλυτικά οδηγίες για το πώς θα πρέπει να αναπτύξουν τα ΚΚ την κοινοβουλευτική τους τακτική έτσι ώστε να υπηρετούν πράγματι το στρατηγικό τους στόχο, ξεπερνώντας τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες των παλιών σοσιαλδημοκρατικών εργατικών κομμάτων της Β' Διεθνούς. (Περιέχεται στην έκδοση «Η Κομμουνιστική Διεθνής», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 110-123).
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

3 σχόλια:

  1. Ανώνυμος8/7/12, 10:30 μ.μ.

    Μου βγάζει αυτό :

    «Ξ¤ΞΏ ΞšΞšΞ• έδωσε την μάχη ΞΊΟŒΞ½Ο„ΟΞ± στο ρεύμα της φοβίας ΞΊΞ±ΞΉ μοιρολατρίας, των................

    Είναι βέβαιο ότι αυτό είπε ο Λένιν για τις εκλογές;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς εννοείς ανώνυμε,
      Το link είναι σωστό
      αλλά το ξαναγράφω
      http://www1.rizospastis.gr/page.do?publDate=8/7/2012&id=14142&pageNo=3&direction=1

      Διαγραφή
    2. Ανώνυμος9/7/12, 11:59 π.μ.

      Ανώνυμε εξυπνάδα είναι αυτή?
      Πολύ ηλίθιο...

      Διαγραφή