Για να ερμηνευθεί ορθολογικά η συστημική στάση του indymedia είναι απαραίτητη λοιπόν μια μικρή αναδρομή στην ιστορία του από την αρχή της δημιουργίας του έως τώρα, θίγοντας τις κρίσιμες εκείνες χρονικές περιόδους όξυνσης της κοινωνικής πάλης όπου κρίθηκε σε μεγάλο βαθμό η προοπτική δημιουργίας αντισυστημικού κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης, ή για να το πούμε πιο ξεκάθαρα, μια αναδρομή στον επικοινωνιακό μηχανισμό του συστήματος που αφορά τη διείσδυση της συστημικής προπαγάνδας και δράσης στους πολιτικούς χώρους.
Είναι σημαντικό να αναφερθεί καταρχήν ότι το διεθνές δίκτυο των indymedia, είναι ένα μόνο μέρος από αυτό που ονομάζουμε «εναλλακτικά» μίντια, και δεν μας ήρθε μια μέρα «ουρανοκατέβατο» όπως πολλοί ψευτο-αγωνιστές αρέσκονται να διατυμπανίζουν. Μη εμπορευματικές, μη κυβερνητικές οργανώσεις και δίκτυα, υπάρχουν χιλιάδες σήμερα διάσπαρτα διεθνώς, καλύπτοντας όλες τις πτυχές της κοινωνικής δραστηριότητας, από «φιλανθρωπικά» ιδρύματα κάθε είδους, ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται σε πολιτιστικούς τομείς, μέχρι «εναλλακτικά» ιδρύματα «ελεύθερου λογισμικού». Το παράδοξο της υπόθεσης είναι ότι παρόλη αυτή την κατακλυσμιαία ανάπτυξη των «εναλλακτικών» δικτύων που υποτίθεται λειτουργούν «αντι- εμπορευματικά» και «αντι-κρατικά» και οργώνουν στη κυριολεξία ολόκληρο τον πλανήτη για την υπεράσπιση των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», το σύστημα της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς όχι απλά δεν δείχνει να απειλείται, αλλά αντίθετα βιώνουμε μια άνευ προηγουμένου αντεπανάσταση από τα πάνω προς ό,τι έχει κερδηθεί με σκληρούς αγώνες δεκαετιών από τα λαϊκά στρώματα, παράλληλα η συγκεντροποίηση της εξουσίας είναι ένα γεγονός που αποκρυσταλλώνεται σε ολοένα και ισχυρότερους υπερεθνικούς μηχανισμούς και θεσμούς, ενώ στις χώρες που δεν είναι ήδη ενταγμένες στη Νέα Διεθνή Τάξη που εκφράζει την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, ο στρατιωτικός βραχίονας της υπερεθνικής ελίτ – το ΝΑΤΟ – κονιορτοποιεί στη κυριολεξία, ολόκληρους λαούς καλλιεργώντας ταυτόχρονα για την εξυπηρέτηση των στόχων του, τα πιο αντιδραστικά κομμάτια της εκάστοτε κοινωνίας, βαφτίζοντάς τα «εξεγερμένους» και «επαναστάτες».
ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΚΑΡΘΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΟΝ «ΨΥΧΡΟ ΠΟΛΕΜΟ», ΣΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ «ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ» ΤΗΣ ΡΕΦΟΡΜΙΣΤΙΚΗΣ/ΕΚΦΥΛΙΣΜΕΝΗΣ «ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ»
Παρότι στον Ελλαδικό χώρο η εμφάνιση των «εναλλακτικών» δικτύων και οργανώσεων είναι σχετικά πρόσφατο φαινόμενο, δεν ισχύει το ίδιο για τον ισχυρότερο εταίρο της υπερεθνικής ελίτ, την Αμερικανική οικονομική, πολιτική και πολιτιστική ελίτ (που περιλαμβάνει τα διεθνή think tanks, και Πανεπιστημιακά ερευνητικά κέντρα, διεθνή MME και την ίδια την κουλτούρα made in USA).
Η ιδέα της δημιουργίας «εναλλακτικών» μέσων, δεν εμφανίστηκε ξαφνικά – όπως αρέσκονται ορισμένοι να υποστηρίζουν – με τις διαδηλώσεις του Seattle το 1999. Η δημιουργία των indymedia ήρθε ως συνέχεια ενός ήδη υπάρχοντος τεράστιου «εναλλακτικού» χώρου ενημέρωσης και δράσης «φιλανθρωπικών» ιδρυμάτων, άμεσα ή έμμεσα σχετιζόμενα με το ίδιο το σύστημα και τη στρατηγική διασφάλισης της αναπαραγωγής της καπιταλιστικής οικονομίας.
Στις ΗΠΑ όπως και στην Αγγλία π.χ., η χρηματοδότηση των «εναλλακτικών» μέσων από τα «Foundations», είναι ένα θέμα που πλέον δεν κάνει σε κανένα ιδιαίτερη εντύπωση και προσπερνιέται ως κάτι το φυσιολογικό. Παρά το γεγονός ότι η διείσδυση των μηχανισμών του συστήματος σε έντυπα και άλλα «εναλλακτικά» μέσα με αριστερό λόγο, έχει αποτελέσει θέμα έρευνας πολλές φορές στο παρελθόν, η χειραγώγηση πλέον των «εναλλακτικών» μέσων ενημέρωσης από το σύστημα είναι φαινόμενο καθολικό, σε βαθμό που πλέον μπορούμε χωρίς ίχνος αμφιβολίας να διατυπώσουμε, ότι η υπερεθνική ελίτ επιλέγει και προβάλλει η ίδια ποια θα είναι η «αριστερά» της, ποιοι θα είναι οι στόχοι της, που στην ουσία συμπλέουν με τους στόχους της ελίτ αυτής.
Και αυτό είναι ένα πρωτόγνωρο Ιστορικά φαινόμενο. Το φαινόμενο αυτό της άλωσης, αντί για την καταστολή των αντισυστημικών κινημάτων, κορυφώνεται σε παγκόσμια κλίμακα μόνο στη Νέα Τάξη που καθιέρωσε η κατάρρευση του «υπαρκτού» σοσιαλισμού και η παράλληλη κυριάρχηση της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Αυτό σαφέστατα προκύπτει από τη μελέτη της περιόδου που τα παραδοσιακά αντισυστημικά προτάγματα του ελευθεριακού σοσιαλισμού και κρατικίστικου σοσιαλισμού, υπέστησαν συστημική καταστολή και που χρειάστηκε σε πολλές περιπτώσεις να συνεχιστεί επί δεκαετίες για να σβήσει ο «κίνδυνος» μιας αντισυστημικής ανατροπής. Εδώ, για λόγους συντομίας, είναι αρκετό να ξεκινήσουμε από την χρονική περίοδο του τέλους του 2ου παγκοσμίου πολέμου, με τις τελευταίες κατασταλτικές επιχειρήσεις των καπιταλιστικών κρατών, κατά του «εσωτερικού εχθρού», που κόστισαν στους λαούς την απώλεια τεράστιων αριθμών σε ανθρώπινες ζωές, καταστροφή κοινοτήτων και πόλεων, βασανιστήρια, παραδειγματικές εκτελέσεις, βιασμούς, εγκλεισμούς σε φυλακές-κολαστήρια, δηλώσεις «νομιμοφροσύνης» και περιθωριοποίηση σε όποιον χαρακτηριζόταν αναρχικός και κομμουνιστής.
Οι ΗΠΑ ήταν η πρώτη χώρα που άρχισε μια συστηματική προσπάθεια μεταπολεμικά, όχι απλά καταστολής των αντισυστημικών κινημάτων, όπως στις άλλες χώρες, αλλά κυρίως άλωσής τους «από τα μέσα». Βγαίνοντας από μια περίοδο –40 έως το 50- συστηματικών διώξεων κομουνιστικών αντιλήψεων που συχνά, εκτός από τον δημόσιο στιγματισμό, οδηγούσαν και σε εκτελέσεις, η ηγεμονική δύναμη του καπιταλισμού, οι ΗΠΑ, δεν ήταν πια διατεθειμένες να αφήσουν σπιθαμή ζωτικού χώρου για την ανάπτυξη αντισυστημικών τάσεων και πραγματικού πολιτικού προβληματισμού, που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν σοβαρά προβλήματα στη διαδικασία δομικής εξέλιξης και αναπαραγωγής του συστήματος. Έτσι την περίοδο του Μακαρθισμού και, γενικότερα, την περίοδο των βίαιων εκκαθαρίσεων των αντισυστημικών τάσεων, ακολουθεί η περίοδο της διείσδυσης της CIA σε πανεπιστήμια, ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς, σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα πληροφόρησης, μέσω ινστιτούτων που ήταν άμεσα κατασκευασμένα από τη CIA όπως το “Farfield Foundation”, ή έμμεσα, αλλά πάντα οργανικά συνδεδεμένα με τις μυστικές υπηρεσίες, όπως το Ford Foundation.
Όπως αναφέρει στο βιβλίο της η Frances Stonor Sounders : «Μέχρι τα μέσα του 1950 η διείσδυση της CIA στο χώρο των Ιδρυμάτων ήταν μαζική». «Η χρησιμοποίηση των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων ήταν ο πιο πειστικός τρόπος για να διοχετευτούν τεράστια χρηματικά ποσά, σε επιχειρησιακές δράσεις των μυστικών υπηρεσιών». Με τη χρησιμοποίηση των «Foundations» άνοιξε ο δρόμος της χρηματοδότησης από το σύστημα, «…μυστικών προγραμμάτων που θα δρούσαν σε ομάδες νέων, συνδικάτα, πανεπιστήμια, εκδοτικούς οίκους και άλλα ινστιτούτα, από τις αρχές της δεκαετίας του 50».[3] Μόνο μεταξύ των δεκαετιών 50 και 60, το FordFoundation (F.F.), ξόδεψε το αμύθητο ποσό των 300 εκατ. δολ. για χρηματοδοτήσεις σε ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς με μη εμπορευματικό χαρακτήρα. Όπως καίρια σκιαγραφεί τη περίοδο αυτή ο Bob Feldman : είναι μια περίοδος όπου στο ισχυρότερο κράτος του καπιταλιστικού κόσμου, τις ΗΠΑ, μέσω του βασικότερου τότε «ανθρωπιστικού» ιδρύματος – το F.F – ξεκινάει την εγκαθίδρυση μιας «παράλληλης αριστεράς», που θα παρουσιάζεται ως μια νέα «εναλλακτική φιλελεύθερη» πρόταση , έναντι της «αυτόνομης αντικαθεστωτικής επαναστατικής αριστεράς»[4]. Γέννημα θρέμμα του ίδιου του συστήματος και ειδικότερα της επιχείρησης αφανισμού της αντισυστημικής αριστεράς είτε με τη βία είτε μέσω των Ινστιτούτων, η «παράλληλη αριστερά» αυτή, διαμορφώνει την «ιδεολογία» της και τη στρατηγική της με βάση την ίδια την ιδεολογία και τη στρατηγική του συστήματος που τη δημιούργησε.
Ο «αντι- Σταλινισμός», ο «εκδημοκρατισμός», «τα ανθρώπινα δικαιώματα», έχουν επιστρατευθεί ήδη από τη περίοδο του ψυχρού πολέμου, από τον επικοινωνιακό μηχανισμό του συστήματος για να συνοδεύσουν ιδεολογικά τις αποικιοκρατικές και αντικομουνιστικές επιχειρήσεις, αλλά στη Νέα Τάξη καθιερώνονται πια επίσημα ως η ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης[5]. Ένα τυπικό παράδειγμα διαπλοκής των αντικομουνιστικών επιχειρήσεων των οργανώσεων της CIA, με τα «εναλλακτικά» μέσα πληροφόρησης είναι η δράση του (IRC) “international Rescue Committee”. Διευθυντής της αντικομουνιστικής οργάνωσης του IRC, ήταν ο William VandeunHeuvel, πατέρας της Katrina Vandeun Heuvel, εκδότριας του περιοδικού Τhe Nation και ενός από τα «εναλλακτικά» μέσα ευρείας κυκλοφορίας της «παράλληλης αριστεράς», που στα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα τους, φιγουράρουν μονίμως ακαδημαϊκοί σαν τον Τσόμσκι, οι οποίοι μοιάζουν να έχουν πάρει εργολαβικά την ανακύκλωση της επίσημης προπαγάνδας που συνοδεύει κάθε φορά τις επεμβάσεις του ΝΑΤΟ[6], ή τα συμφέροντα της υπερεθνικής ελίτ π.χ. στην Ελλάδα[7].
«Το IRC λειτούργησε επιχειρησιακά σε καυτά γεωπολιτικά σημεία όπως η Νότιο-ανατολική Ασία, Κεντρική Αμερική, Αφγανιστάν και ανατολική Ευρώπη, εφαρμόζοντας προγράμματα τα οποία ανέδειξαν τις αντικομουνιστικές δράσεις της Ουάσιγκτον[8]»
Ο W. Vandeun Heuvel άλλωστε διετέλεσε ως ειδικός σύμβουλος στη κυβέρνηση Κένεντι, διευθυντικό στέλεχος και στο Farfield που επίσης χρηματοδοτούσε αντι- κομουνιστικές οργανώσεις και μεταξύ ‘53-‘54 υπηρέτησε σε υψηλόβαθμη θέση δίπλα στον W. Donovan, έναν από τους ιδρυτές της CIA.
Με το τέλος της περιόδου του Μακαρθισμού στις ΗΠΑ και την παράλληλη διαδικασία στησίματος της «παράλληλης αριστεράς», δεν υπήρχε ουσιαστικά κανένα πεδίο έκφρασης και πολιτικής ζύμωσης που να μην έχει καταληφθεί από τους θιασώτες της εκφυλισμένης/παράλληλης «αριστεράς». Οι λασπολογικές επιθέσεις άλλωστε στο αντισυστημικό πρόταγμα που επιχείρησε να διατυπώσει ο Μπούκτσιν από αυτο-αποκαλούμενους «αναρχικούς» είναι γνωστό γεγονός, που οδήγησε τον Μπούκτσιν να αποκηρύξει αηδιασμένος αυτό που ονομαζόταν, αμερικάνικος αναρχικός χώρος. Το σύστημα, αφομοιώνοντας πολύ καλά τους τρόπους με τους οποίους αναπτύσσεται και διαμορφώνεται η αντίσταση, χειραγωγώντας τα πεδία που αναπτύσσεται ο προβληματισμός, ελέγχει κατά συνέπεια τον τρόπο σκέψης καναλιζάροντάς τον, μέσα στα πλαίσια που το ίδιο διαμορφώνει. Οι ρεφορμιστικές και λάιφ-στάιλ τάσεις μέσα στην αριστερά αναδεικνύονται ως ο ενδεδειγμένος τρόπος σκέψης και πράξης, και η «παράλληλη αριστερά» του συστήματος αποτελεί πλέον το κυρίαρχο παράδειγμα στο πολιτικό προσκήνιο, από την εκπροσώπηση στην κοινοβουλευτική διαδικασία έως τις πολιτικές ομάδες στον εξωκοινοβουλευτικό χώρο.
Σήμερα στις ΗΠΑ, ο χώρος των «εναλλακτικών» είναι ένα τεράστιο συνονθύλευμα πολυποίκιλων μέσων, που περιλαμβάνουν ραδιοφωνικούς σταθμούς, τηλεοπτικούς σταθμούς, ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα, δίκτυα «ελεύθερου λογισμικού», τα οποία συνδέονται μεταξύ τους ως μια ενιαία οντότητα. Τα περισσότερα από αυτά χρηματοδοτούνται άμεσα από το σύστημα μέσω των «Foundations». Τέτοια είναι π.χ. τα “The Nation”, “FAIR”, “WORKING ASSETS RADIO”, “PACIFICA”, “DEMOCRACY NOW”, “Mother Jones” και πολλά άλλα, ή όπως το “Free Speech Tv” που χρηματοδοτείται από τα παραπάνω «εναλλακτικά μέσα».
Όλη αυτή η πλειάδα μέσων, που κυριαρχεί πλέον στο τομέα της διακίνησης της πληροφορίας, λειτουργεί ως διαφημιστική πλατφόρμα για «εναλλακτικά» μέσα που άμεσα δε φαίνεται να χρηματοδοτούνται από το σύστημα, παρότι βέβαια συμπορεύονται με την ιδεολογία του συστήματος χρησιμοποιώντας «αριστερή» γλώσσα. Αυτό τους δίνει τη δυνατότητα από τη μια να μην φαίνεται ότι άμεσα στηρίζονται από το ίδιο το σύστημα, και από την άλλη ουσιαστικά να είναι από τις πιο προσοδοφόρες κερδοφόρες εμπορικές επιχειρήσεις, αφού οι εκδόσεις τους μέσω της διαφήμισης από τα άμεσα χρηματοδοτούμενα «εναλλακτικά» και μη μίντια, γίνονται best seller αποφέροντας στους δικαιούχους τεράστια χρηματικά ποσά. Τέτοια είναι π.χ. τα «εναλλακτικά» μέσα του Znet των ΄Αλμπερτ/Τσόμσκι. Το πολυδιαφημιζόμενο βιβλίο του Τσόμσκι π.χ., «PROPAGANDA AND THE PUBLIC MIND: CONVERSATIONS WITH NOAM CHOMSKY», υπολογίζεται ότι απέφερε πάνω από 1 εκατ. δολ.. Αν λάβουμε δε υπόψη και τη δραστηριότητα του “South End Press”, η οποία είναι η εμπορευματική επιχείρηση του “Institute for Social and culturalChange”, της εκδοτικής φίρμας που ίδρυσε ο Άλμπερτ το 1984, τότε μιλάμε για απολαβές της τάξης του 1.7 εκατ. δολ. σε αξία χρήματος του 2000[9]. Γίνεται έτσι ξεκάθαρο πως άμεσα χρηματοδοτούμενα «εναλλακτικά» μέσα όπως του Democracy Now της φιλοσιωνίστριας Amy Goodman, λειτουργούν ως διαφημιστικός μεσολαβητής για να προωθήσουν τη βιβλιογραφία και τα αντίστοιχα μέσα των ομοϊδεατών τους. Ωστόσο ο Τσόμσκι ο οποίος ανακηρύχτηκε ως «πολιτικός φιλόσοφος» από τα έντυπα της ρεφορμιστικής «αριστεράς», αλλά και από αυτά των κοινοβουλευτικών σοσιαλφιλελεύθερων κομμάτων, έχει λάβει και απευθείας χρηματοδότηση, μέσω απονομής χρηματικού βραβείου (Kyoto Prize) από το “Inamori Foundation” της τάξης των 350000 $ εν έτει 1988. Το “Inamori F” είναι η βιτρίνα μιας από τις ισχυρότερες πολυεθνικές, της οποίας ο ιδρυτής, μαζί με τον David M. Abshire (τέως ειδικός σύμβουλος της κυβέρνησης Ρέηγκαν) αποτελούν ηγετικές παρουσίες του “Center For Strategic & International Studies” (CSIS)[10], ενός από τα ισχυρότερα Think Tank που σχετίζεται άμεσα με τις επιχειρησιακές δραστηριότητες του ΝΑΤΟ και του Πενταγώνου. (...)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου