Σελίδες

14 Νοε 2011

Οι εσωτερικές αντιθέσεις του κεφαλαίου... ...και η σκληρή εκμετάλλευση των εργαζομένων πίσω από το «γερμανικό θαύμα».



Από τις αρχές του 2010, όταν πλέον η καπιταλιστική κρίση είχε χτυπήσει για τα καλά την πόρτα της ΕΕ, παρουσιαζόμενη ως κρίση χρέους των κρατών της Ευρωζώνης, όλοι έστρεψαν το βλέμμα τους στη Γερμανία. Το «βαρόμετρο»...
Η κρίση συνέχισε να σοβεί, ολοένα και δυνατότερα, και πλέον έφτασε σε σημείο που ταρακουνά όλο το οικοδόμημα του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, με αποτέλεσμα τα σενάρια, που χαρακτηρίζονται μάλιστα «εναλλακτικά», για ΕΕ δύο ή και περισσότερων ταχυτήτων να φουντώνουν. Την ευθύνη για την εξέλιξη της κρίσης, διάφοροι αναλυτές και ειδικοί την αποδίδουν αποκλειστικά στη μονίμως εκδηλωμένη «αναποφασιστικότητα» και «δυστοκία» της Γερμανίας. «Δυστοκία» που ερμηνεύτηκε ακόμη και με αναγωγές στο παρελθόν της Γερμανίας, όπως από τη Realpolitik του Βίσμαρκ στη Weltpolitik του Γουλιέλμου του Β'. Είναι γεγονός, πάντως, ότι το σχεδόν μόνιμο δίλημμα του γερμανικού κεφαλαίου για το πού θα προσανατολίσει τη δράση του, επανέρχεται δριμύτερο όσο η καπιταλιστική κρίση βαθαίνει.

Εσωτερικές αντιθέσεις και ανταγωνισμοί
Πρόκειται για δίλημμα που αντανακλά τις αντιθέσεις που ενυπάρχουν εντός της Γερμανίας, μεταξύ πανίσχυρων μονοπωλίων, οι οποίες εκφράζονται και διά μέσου των πολιτικών τους εκφραστών. Η γερμανική βιομηχανία μετά την κρίση του 2008 στράφηκε κατά κύριο λόγο προς την Ασία. Ετσι, στην πρώτη φάση της κρίσης, στα μέσα του 2010, το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας εκτοξεύτηκε στα ύψη - κυρίως λόγω της αύξησης της ζήτησης των βιομηχανικών της προϊόντων από την Κίνα και την Ιαπωνία - παρά το γεγονός ότι η κρίση στις χώρες της Ευρωζώνης συρρίκνωσε το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας εντός της ΕΕ. Οι εξαγωγές, σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία της Γερμανίας (Statistisches Bundesamt Deutschland - Destatis), ανήλθαν σε επίπεδα ρεκόρ για το μήνα Σεπτέμβρη, αυξάνοντας το εμπορικό πλεόνασμα στα υψηλότερα επίπεδα από τον Ιούνη του 2008. Οι γερμανικές εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 0,9% σε μηνιαία βάση, με την αξία τους να ανέρχεται στα 91,3 δισ. ευρώ, έναντι όμως εκτιμήσεων για μείωση κατά 1%. Αντίθετα, οι εισαγωγές μειώθηκαν κατά 0,8%, ενώ οι προβλέψεις έκαναν λόγο για αύξηση κατά 0,3%. Το εμπορικό πλεόνασμα διευρύνθηκε στα 15,3 δισ. ευρώ, έναντι 13,8 δισ. ευρώ που ήταν τον Αύγουστο.
Κατά τους αναλυτές, η καλή πορεία των εξαγωγών αντισταθμίζει σε μεγάλο βαθμό τα πρόσφατα χαμηλά στοιχεία για την πορεία της γερμανικής βιομηχανίας και τη μείωση της βιομηχανικής της παραγωγής. Εκτός όμως από την Ασία, η Λατινική Αμερική είναι μία ακόμη από τις περιοχές που από πέρσι τυγχάνουν της ειδικής προσοχής της γερμανικής κυβέρνησης και του κεφαλαίου, με πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα τη διείσδυση του γερμανικού κεφαλαίου στη Βραζιλία: Πάνω από 2.000 γερμανικές εταιρείες έχουν προχωρήσει σε επενδύσεις τα τελευταία χρόνια άνω των 60 δισεκατομμυρίων ευρώ, το διμερές εμπόριο το 2008 ξεπέρασε τα 45 δισεκατομμύρια, ενώ οι γερμανικές θυγατρικές παράγουν το 10% της συνολικής βιομηχανικής παραγωγής της Βραζιλίας.
Τα στοιχεία αυτά και οι εξαγωγικές επιδόσεις καθορίζουν εν πολλοίς και τις διαχωριστικές γραμμές που έχουν διαφανεί και θέλουν ένα τμήμα του γερμανικού μονοπωλιακού κεφαλαίου να επιλέγει την «ευρωπαϊκή επιλογή» και αναδεικνύει τη σημασία των ασθενέστερων ευρωπαϊκών χωρών του Mεσογειακού Nότου για τις γερμανικές εξαγωγές εμπορευμάτων και επενδύσεις κεφαλαίου. Υπό αυτή την οπτική, στηρίζει τη συνοχή της μεγάλης EE -των «27»-, τη διατήρηση του γαλλογερμανικού άξονα, καθώς και τον παραδοσιακό ευρωατλαντικό προσανατολισμό, προβάλλοντας την υπεροχή του ευρώ έναντι του μάρκου για τη γερμανική ανταγωνιστικότητα, καθώς και τη σημασία της μεγάλης αγοράς της EE για τις γερμανικές εξαγωγές (το 60% των γερμανικών εξαγωγών γίνεται ενδοκοινοτικά) και τη διεθνή διαπραγματευτική δύναμη της Γερμανίας.
Η άλλη πλευρά εμφανίζεται να επιθυμεί μία έγκαιρη στροφή προς τις αναδυόμενες αγορές (BRICS) και πρωτίστως την Kίνα και τη Pωσία, τμήμα που επιζητά με κάθε τρόπο την αναμόρφωση της Eυρωζώνης. Επίσης, ένα ακόμη σημαντικό τμήμα του γερμανικού κεφαλαίου, που συμπράττει με αυτή την πλευρά, το κάνει κατά κύριο λόγο εξαιτίας της απεμπόλησης της πολιτικής στήριξης στην πυρηνική ενέργεια, που σημαίνει συνέπειες για ένα κρίσιμο τμήμα της ενεργειακής βιομηχανίας και συνάμα θα αυξήσει την ενεργειακή εξάρτηση από τη Pωσία.
Χαρακτηριστικές του είδους οι πρόσφατες εκτιμήσεις του οικονομικού ινστιτούτου «Ifo»: «...η Γερμανία δεν επωφελήθηκε από το ευρώ (...) αλλά από τις προσπάθειές της για να περιορίσει τους μισθούς της και τα κόστη της».
Εργασιακός μεσαίωνας
Ουσιαστικά πρόκειται για ένα μόνιμο «μπρα ντε φερ» μεταξύ των δύο πλευρών, με μόνιμους χαμένους τους εργαζόμενους. Γιατί ακριβώς το γερμανικό «θαύμα» είναι απόρροια των χρόνιων καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων που εντάθηκαν κατά τα χρόνια της διακυβέρνησης από το συνασπισμό του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) και των Πρασίνων, με την προώθηση της Ατζέντας 2010 και συνεχίζονται φυσικά από την σημερινή κυβέρνηση συνασπισμού του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) και των Φιλελεύθερων Δημοκρατών (FDP) υπό την Αγγελα Μέρκελ.
Μερικές φορές, είναι εξαιρετικά δύσκολο να διακρίνει κανείς ότι πρόκειται για ένα ακόμη μέτρο περιστολής δικαιωμάτων και αποδοχών, όπως η αλλαγή πλεύσης της Αγγελα Μέρκελ που δηλώνει εντελώς ξαφνικά ότι στο Συνέδριο του κυβερνώντος κόμματος τον επόμενο μήνα στη Λειψία, θα ανακοινώσει τη «θέσπιση» του κατώτερου ημερομίσθιου. Στη Γερμανία δεν υπάρχει εθνική συλλογική σύμβαση εργασίας, υπάρχουν συλλογικές συμβάσεις ανά κλάδους - και όχι σε όλους. Ο κατώτατος μισθός είναι διαφορετικός από κλάδο σε κλάδο και διαφορετικός εντός του ίδιου κλάδου σε Δυτική και Ανατολική Γερμανία και αποτελεί χρόνιο αίτημα των γερμανικών συνδικάτων η θέσπισή του.
Στην έκθεση, του Καρλ Γιόζεφ Λάουμαν, προέδρου της Κοινωνικής Επιτροπής του CDU, και του Μίκαελ Φουκς, αναπληρωτή προέδρου της κοινοβουλευτικής ομάδας για τις μικρές επιχειρήσεις - έκθεση που θα παρουσιαστεί στο συνέδριο - αναφέρεται ότι αντί του υποχρεωτικού κατώτατου μισθού που θα ορίζεται από το κράτος, «θέλουμε έναν ελάχιστο μισθό που θα καθορίζεται από τους κοινωνικούς εταίρους και, συνεπώς, προσανατολισμένο στην αγορά, παρά μια ελάχιστη μισθολογική πολιτική».
Συνεπώς η καγκελάριος Μέρκελ δεν... τρελάθηκε ξαφνικά, όπως αναρωτιούνται τα γερμανικά ΜΜΕ. Πρόκειται για τακτική κίνηση που επιδιώκει τη θέσπιση ενός ελάχιστου μισθού, που θα συμπιέσει ακόμη πιο κάτω τις αποδοχές, ειδικά του δημόσιου τομέα. Ταυτόχρονα, στόχο έχει να προβάλλει τα συμβιβασμένα συνδικάτα που έχουν συμβάλει στην «κοινωνική ειρήνη» και η επιρροή τους φθίνει, ώστε να εμφανιστούν ως εγγυητές των αποδοχών των εργαζομένων. Επίσης η άρχουσα τάξη διαβλέπει τον κίνδυνο για μία πιθανή αναμέτρηση με τους εργαζόμενους, δεδομένης της κρίσης και της συνεχώς αυξανόμενης οργής, μετά από «θυσίες» πάνω από μία δεκαετία.
Η κατάσταση ήδη είναι ζοφερή για το σύνολο των εργαζομένων που αριθμούν 43 εκατομμύρια και η κατανομή τους είναι: τριτογενής τομέας (τομέας υπηρεσιών) 67,5%, βιομηχανία 29,1%, αγροτικός τομέας 2,4%.
  • Οι μηνιαίες αποδοχές, τη δεκαετία 2000-2010, μειώθηκαν μεσοσταθμικά κατά 4% σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW) όχι εξαιτίας της μείωσης των αποδοχών, οι οποίες έχουν παγώσει, αλλά εξαιτίας της μείωσης του ωραρίου εργασίας (π.χ. τετραήμερα). Σε ορισμένους κλάδους, μάλιστα, η μείωση μισθών έφθασε και το 20%! Σύμφωνα με την έκθεση, ο μισθός ενός «μέσου υπαλλήλου» στη Γερμανία το 2000 ήταν 1.300 ευρώ (μεικτά), ενώ το 2010 μειώθηκε κάτω από 1.200 ευρώ (μεικτά), ενώ το μεικτό εισόδημα όλων των εργαζομένων μειώθηκε από το 2000 κατά μέσο όρο κατά 2,5%, (τα χαμηλά εισοδήματα μειώθηκαν αντίστοιχα κατά 22%!)...
  • Σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία της Γερμανίας ο αριθμός των εργαζομένων που απασχολείται σεάτυπες μορφές εργασίας (ελαστικές) έφτασε το 2010 τα 7,8 εκατομμύρια καταγράφοντας αύξηση κατά 243.000 σε ένα χρόνο. Ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων με εξαρτημένη εργασία αυξήθηκε κατά 322.000 σε 30,90 εκατομμύρια μεταξύ 2009-2010, που συνεπάγεται ότι το 75% της αύξησης αφορά άτυπες μορφές απασχόλησης, ενώ η προσωρινή απασχόληση αποτελεί το 57% της συνολικής λεγόμενης αύξησης της απασχόλησης.
  • Η αυξανόμενη προσφορά ελαστικής εργασίας συμπίεσε τους μισθούς, που σε αυτήν την κατηγορία έχουν διαμορφωθεί στα 7,70 ευρώ την ώρα στο δυτικό τομέα της Γερμανίας και στα 6,86 στα ανατολικά, σύμφωνα με την έκθεση του DIW, όπου σημειώνει επίσης ότι την ίδια περίοδο τα υψηλά εισοδήματα διατηρήθηκαν σταθερά, γεγονός που διεύρυνε τις εισοδηματικές ανισότητες στη χώρα.
  • Σύμφωνα με μια μελέτη που διεξήχθη από την Ινστιτούτο Ερευνών «Prognos» 1,2 εκατομμύρια άτομα εργάζονται για λιγότερα από 5 ευρώ την ώρα, 2,4 εκατομμύρια εργαζόμενοι λαμβάνουν ωρομίσθιο μικρότερο των 7,50 ευρώ, ενώ ακόμη 5 εκατομμύρια άνθρωποι κερδίζουν λιγότερα από 8,50 την ώρα. Σύμφωνα με τη μελέτη, η κατάσταση είναι ιδιαίτερα σοβαρή σε κλάδους που δεν έχουν καν συλλογική σύμβαση, όπως, για παράδειγμα, στα ξενοδοχεία, στις τηλεπικοινωνίες και τη γεωργία.
Σε αυτή την εικόνα του «μεσαίωνα» που προωθούν θα πρέπει να προστεθούν τα 7,3 εκατομμύρια που εργάζονται με αποδοχές μικρότερες των 400 ευρώ το μήνα. Απολύτως πραγματικό και κατανοητό ότι η πολιτική αυτή, της «ανάπτυξης και της ευημερίας», έχει οδηγήσει το 13% του συνολικού πληθυσμού των 81 εκατομμυρίων κατοίκων να ζει κάτω από το όριο της φτώχειας και 1,3 εκατομμύρια άνθρωποι, παρότι εργάζονται, να χρήζουν πρόσθετης οικονομικής στήριξης, καθώς τα εισοδήματά τους δεν επαρκούν για την επιβίωσή τους, σύμφωνα με την πρόσφατη πενταετή έκθεση της Επιτροπής του ΟΗΕ για τα Κοινωνικά, Οικονομικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα. Και το ποσοστό των φτωχών θα μεγαλώνει όσο το «θαύμα» θα συνεχίζεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου