Σελίδες

30 Απρ 2011

Αναφορά στο σμυρναίικο τραγούδι, δημιούργημα μοναδικού μουσικού ύφους.



«Τα τουμπελέκια δεν αργούν, κιθάρες, μαντολίνα/ κόψες, σαντούρια και βιολιά - δε λείπουνε κι εκείνα/ κι' ο φωνογράφος κάποτες με μια βραχνή φωνή/ σκορπάει τα μεράκια του απ' το φαρδύ χωνί/ και τότες παίρνει πια φωτιά, που φτάνει κι ως στα νέφη/ της εξοχής το παρτιντί, το γλέντι και το κέφι.../ Αρχίζουν τον καρσιλαμά - χορεύει εκεί όποιος θέλει/ κάθε χορό κεμπάρικο - γερλίσιο - τσιφτε-τέλι/ ζεϊμπέκικο, χασάπικο, χτυπάνε τσουπανάκια/ και ξεχειλά τόση χαρά, που σβήνει τα μεράκια.../ Οι αμανέδες αντηχούν, τραγούδια και καντάδες, που τραγουδούν ούλοι μαζί με τσι τραγουδιστάδες./ Δε λείπουν τα ρεμπέτικα, πόχομε τόσο πλούτο/ και που μυρίζουν μαχαλά τση Σμύρνης, σαν ετούτο...» 


Το έμμετρο «σεργιάνι» στη Σμύρνη του Σωκράτη Προκοπίου δίνει με τρόπο γλαφυρό μια «γεύση» της μουσικής ζωής της «μουσικομάνας της Ανατολής» Σμύρνης των αρχών του 20ού αιώνα. Η «εύθυμη καρδιά της Ιωνίας» κατά τον Π. Κ. Ενεπεκίδη, από το 1900 μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή, παρουσίαζε μια πλούσια, ποικιλόμορφη μουσική ζωή, με μεγάλες επιρροές από Ανατολή και Δύση. Η πόλη - κοιτίδα δημιουργίας αυτού του μοναδικού μουσικού ύφους, που έγινε γνωστό ως «Σμυρναίικο» - εκτός από εμπορικό σταυροδρόμι υπήρξε ένα τεράστιο χωνευτήρι λαών, θρησκειών, πολιτισμών και μουσικών ακουσμάτων. Οι Ελληνες, οι Τούρκοι, οι Αρμένηδες, οι Γύφτοι, οι Φραγκολεβαντίνοι, οι Πέρσες, οι Ιταλοί, οι Ρουμάνοι και οι άλλες εθνότητες είχαν τις δικές τους εθνικές μουσικές παραδόσεις, ενώ στα ανώτερα ιδίως στρώματα ήταν καταφανής η επιρροή των δυτικοευρωπαϊκών τάσεων στη μουσική. Οπως αναφέρει ο Λάμπρος Λιάβας, «στα στενά της Σμύρνης έσμιγαν παλιές αιγαιοπελαγίτικες μπαλάντες με ιταλικές καντσονέτες, γαλλικές μελωδίες του συρμού, ρουμάνικες χόρες με σέρβικους σκοπούς και τούρκικα σαρκιά. Ενώ στα καφέ-αμάν Ελληνες μουσικοί συνόδευαν Αρμένηδες τραγουδιστές και γύφτισσες χορεύτριες, μπροστά σ' ένα κοινό που αντιπροσώπευε όλες τις φυλές της Ανατολικής Μεσογείου...». Το αποτέλεσμα, έτσι όπως αποτυπώθηκε στ' αυλάκια των δίσκων του γραμμοφώνου πριν το '22 με τη σμυρναίικη και την «Ελληνική Εστουδιαντίνα» και τις φωνές του Χρήστου Τσανάκα, του Λευτέρη Μενεμελή και του Γιώργου Βιδάλη, είναι ιδιαίτερα εύγλωττο.
Το συγκρότημα του Βαγγέλη Παπάζογλου, έτσι όπως εμφανιζόταν στην «μπίρα» του Γιώργη Τζελαλίδη στη γέφυρα της Κοκκινιάς, 1933
Χαρακτηριστική είναι η αφήγηση της τραγουδίστριας Αγγέλας Παπάζογλου, γυναίκας του μεγάλου λαϊκού δημιουργού Βαγγέλη Παπάζογλου, η οποία έζησε στη Σμύρνη, μέχρι τη μεγάλη φωτιά: «Στη Σμύρνη παίζαμε από ρεμπέτικα μέχρι όλα τα ευρωπαϊκά. Δημοτικά, κλέφτικα, κρητικά, καλαματιανά, φυσούνια, θρακιώτικα, γιαννιώτικα, κονσέρτα με καβαλλαρίες, με χορούς του Μπραμς, με σερενάτες... Ολα τα παίζαμε. Και από όπερες κάτι μέρη. Ξέραμε αναγκαστικά κι από ένα τραγούδι από κάθε μελέτι (φυλή) για να ευχαριστούμε τσι πελάτες. Κι εβραίικο παίζαμε και αρμένικο και αράπικο. Ημαστε κοσμοπολίτες εμείς. Αγαπούσαμε όλο τον κόσμο και μας αγαπούσανε. Δεν είχε συμφέροντα κανείς στο τραγούδι. Τραγουδούσες, χόρευες, ήσουνα λεύτερος να κάνεις ό,τι θέλει η καρδιά σου και η σειρά σου... »
Αξεπέραστοι δημιουργοί και ερμηνευτές
Το σμυρναίικο τραγούδι υπηρετήθηκε από αξεπέραστους οργανοπαίκτες και τις Εστουδιαντίνες τους, από μοναδικές φωνές και εμπνευσμένους δημιουργούς. Περίφημοι ήταν οι «σμυρναίικοι» αμανέδες, με πρώτο και καλύτερο το «σμυρναίικο μινόρε». «Στις κομπανίες τις σμυρναίικες και στα "παιχνίδια" λέγαμε το καημό μας με "μινόρε"» έλεγε η Αγγ. Παπάζογλου. «Με βιολοντσέλα, πιάνα, άρπες, σαντούρια, μαντολίνα, κιθάρες και βιολιά. Οσα "μινόρε" και να λέγαμε, δεν τα βαριόμασταν ποτέ. Ολοι παράγγελναν το "μινόρε" τους και όλοι το άκουγαν με λαχτάρα, γιατί λέγαμε τον πόνο μας που ήμαστε σκλαβωμένοι στην Τουρκιά. Με το "μινόρε" δεν τον ξεχνούσαμε, θέλαμε όλο να τον θυμόμαστε, ν' ανάβουμε μέσα μας καντήλι, ελπίδα, ζεστασιά: "Μόνο μια ώρα χαίρομαι, όταν γλυκοχαράζει/ Που αναπαύεται η καρδιά και δεν αναστενάζει" και εννοούσαμε τη σκλαβιά».
«Το τραγούδι της Σμύρνης», πατριωτικό τραγούδι του Διονύσιου Λαυράγκα σε ποίηση του Αγγελλου Δόξα, 1917
Η Αγγέλα Παπάζογλου πρωτοτραγούδησε σε ηλικία 16-17 χρόνων στην περίφημη «μπίρα» Μέλης, που ανήκε στον Αρμένη Τζαβαριάν. Από τις τραγουδίστριες ονομαστή τότε ήταν η περίφημη Κιορ - Κατίνα, που η έρευνα του Θεόδωρου Χατζηπανταζή για τα καφέ - αμάν εντοπίζει και στην Αθήνα στα τέλη του 19ου αιώνα, στα καφωδεία της πλατείας Λαυρίου και στον κήπο του Γερανίου, να παίζει με τον ονομαστό βιολάτορα Γιάγκο Αλεξίου ή Γιοβανίκα, πιθανό συνθέτη του σμυρναίικου μινόρε. «Η Σμύρνη είχε τρία κέντρα που πηγαίνανε οι μουσικοί τση Σμύρνης» ανέφερε η Αγγ. Παπάζογλου. «Ητανε του Τσακιλτζήμπαση, ήτανε και του Τεπέτση, στα Ταμπάχανα. Και στην προκυμαία, εκεί που ήτανε τα Πολιτάκια, το κέντρο το λέγανε Μελισσουργοί. Εκεί στα Πολιτάκια, στο κέντρο, παίζανε μαζί δύο ορχήστρες. Μια από από κει και μια από δω. Η από δω ήτανε για τα δημοτικά και τα σμυρναίικα. Τα Πολιτάκια ήτανε για ευρωπαϊκά. Επαυε η μία από τη μια, άρχιζε η άλλη απ' την άλλη...Οπως οι ψαλτάδες στην εκκλησιά...Και στο Μπαϊριακλί, κέντρο των οργανοπαιχτών είχε. Ηταν πιάτσα μουσικών. Και στο Κορδελιό κέντρο των οργανοπαιχτών ήτανε». Η Αγγ. Παπάζογλου αναφέρεται επίσης σε άλλη ονομαστή τραγουδίστρια, την Αγγελάρα, την Ταχινένια, την Ευθαλία, τη Δέσποινα τη Ρουμάνα, στον Κώστα Μαρσέλο ή Νούρο, τον Στέφανο Βέζο και στο περίφημο Θοδωράκι (που «ηγύριζε ο λαιμός του σα ρολόι»...Το Θοδωράκι άμα ήλεγε μινόρε κι άμα ητραγουδούσε, έλεγες πως ηκατέβηκε η φωνή απ' τον ουρανό. Ενα πράμα αλλιώτικο ήτανε... Δεν ήθελε να τραγουδήσει σε δίσκο. Ιδιοτροπία του, λέγανε. Δεν ήθελε να τραγουδήσει σε κεριά. Μαυρογένης τονε λέγανε το επίθετο. Το Θοδωράκι σώθηκε. Ηρθε εδώ. Τραγουδούσα μαζί του στο "τρίγωνο" στην Κοκκινιά...».
Ξεχωριστής σημασίας στοιχείο για τη μουσική ζωή και δραστηριότητα της Σμύρνης είναι και το γεγονός ότι με βάση τους καταλόγους των εταιρειών δίσκων την περίοδο 1900-1922, σε Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη ηχογραφήθηκαν πολύ περισσότερα ελληνικά τραγούδια απ' όσα στην Αθήνα.
Τραγούδι της βασανισμένης προσφυγιάς
Ανδρική μαντολινάτα, αρχές του 20ού αιώνα
Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, η ελληνική παράδοση της Ιωνίας που ως επίκεντρο είχε τη Σμύρνη, μεταφέρθηκε μαζί με το ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες στην κυρίως Ελλάδα των πέντε εκατομμυρίων. «Για σκέψου», έλεγε η Αγγ. Παπάζογλου «από τρεις πιάτσες καφενεία οργανοπαίχτες που είχε η Σμύρνη κι ήτανε σα μυρμηγκοφωλιές, σαν τα μελίσσια όλη μέρα, πόσοι γλυτώσανε νομίζεις από τη σφαγή και την καταστροφή; Οποιον και να θυμηθώ, χαμένος είναι, σφαγμένος είναι, όμηρος πέθανε, αιχμάλωτος 'πόμεινε και δεν τον ξανάδε πια κανείς. Μονάχα από τσι παιχνιδιατόροι γλύτωσε ο ένας στους πενήντα!...Ολοι αυτοί ύστερα μαζευτήκανε στην Κοκκινιά. Ολα τ' άλλα τα 'χαμε χάσει, το τραγούδι είχε γλυτώσει μέσα μας. Δεν έπρεπε να το αφήσουμε να πάει χαμένο, να χαθεί κι αυτό...».
Μέσα στις συνθήκες της προσφυγιάς το σμυρναίικο, από κοσμοπολίτικο είδος τραγουδιού της αλλοτινής ευημερούσας Σμύρνης, στην Ελλάδα ανθίζει πλέον ως τραγούδι των βασανισμένων και περιθωριοποιημένων προσφύγων. Ο Βαγγέλης Παπάζογλου, μαζί με τον Παναγιώτη Τούντα, τον Σπύρο Περιστέρη, τον Δημήτρη Σέμση ή Σαλονικιό, τον Γιάννη Δραγάτση ή Ογδοντάκη και τον Σταύρο Παντελίδη είναι οι κυριότεροι συνθέτες που μεταφυτεύουν το μικρασιάτικο δημοτικό και αστικό λαϊκό τραγούδι στη δισκογραφία της κυρίως Ελλάδας στα χρόνια της προσφυγιάς. Στα τραγούδια τους συμπυκνώνεται ο καημός και η νοσταλγία μιας γενιάς, που βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με οξύτατα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα.
Γυναικεία μαντολινάτα, αρχές 20ού αιώνα
Οι πιάτσες των μουσικών της Σμύρνης ματαφέρθηκαν στο καφενείο «Μικρά Ασία», κοντά στο σταθμό του ηλεκτρικού στην Ομόνοια, ενώ οι «μπίρες» εμφανίζονται η μία μετά την άλλη στην Κοκκινιά και στις άλλες συνοικίες όπου είχαν εγκατασταθεί οι πρόσφυγες. Στη δεκαετία 1925-1935 το σμυρναίικο ύφος επιβλήθηκε στη δισκογραφία και οι γραμμοφωνατζήδες διέδωσαν τα «σμυρναίικα» που ακούγονταν στα καφενεία και στα κέντρα με τις φωνές της Ρόζας Εσκενάζι, του Γιώργου Βιδάλη, του Βαγγέλη Σωφρονίου, του Μήτσου Αραπάκη - Καλλίνικου, του Αντώνη Διαμαντίδη ή Νταλγκά, του Κώστα Μαρσέλου ή Νούρου, του Κώστα Καρίπη, του Ζαχαρία Κασιμάτη, του Στελάκη Περπινιάδη, του Κώστα Ρούκουνα, της Ρίτας Αμπατζή, του Κώστα Σκαρβέλη κ.ά. Αυξάνεται πλέον η ποσότητα των εκδιδόμενων δίσκων 78 στροφών στην Ελλάδα, όπως και το ενδιαφέρον του κοινού, ενώ αρκετοί πρόσφυγες καθιερώνονται ως τραγουδιστές, μουσικοί, στιχουργοί, μαέστροι και υπεύθυνοι ρεπερτορίου σε δισκογραφικές εταιρίες.
Στο στόχαστρο της δικτατορίας Μεταξά
Αυτό το κλίμα όμως άλλαξε το 1937, με τη δικτατορία του Μεταξά. Επιβλήθηκε λογοκρισία και απαγόρευση της έκδοσης δίσκων 78 στροφών στην Ελλάδα με στίχους «αντεθνικούς» (ρεμπέτικα) και μελωδίες «ανατολίτικες» (σμυρναίικα), με αποτέλεσμα να επιβιώσουν επαγγελματικά λίγοι από τους καλλιτέχνες που υπηρετούσαν το είδος. Ενας από τους λίγους ασυμβίβαστους με τη λογοκρισία του Μεταξά δημιουργούς υπήρξε ο Βαγγέλης Παπάζογλου. Αποτέλεσμα, ο αποκλεισμός του από τη δισκογραφία. «Τριανταέξι τραγούδια μαζεμένα του τα 'κοψε η λογοκρισία του Μεταξά, οι δημόσιοι υπάλληλοι που κάνανε "το καθήκον τους"», ανέφερε η Αγγ. Παπάζογλου. «Του τα κόψανε γιατί δε δέχτηκε ν' αλλάξει ούτε ένα λόγο, ούτε ένα λόγο: Στον "Μπατίρη" αυτός ο λόγος ήτανε όλο το νόημα του τραγουδιού. Εκεί που λέει "ελεύθερος να ζήσω" του το σημειώσανε να το σβήσει και να γράψει "χαρούμενος να ζήσω". - Ετσι σας αρέσει; τους είπε. Ε, λοιπόν, εμένα έτσι δε μ' αρέσει! Εγώ δεν είμαι χαρούμενος αν δεν είμαι λεύτερος. Εγώ άμα έχω σκλαβιά πάνω απ' το κεφάλι μου δε γελάω! ...Εγώ δε γελάω άμα δεν είμαι λεύτερος, 'ετσι είμαι μαθημένος. Δεν τα δίνω τα κομμάτια!».
Αγγέλα και Βαγγέλης Παπάζογλου
Αρκετές ηχογραφήσεις σμυρναίικων τραγουδιών έγιναν και στην Αμερική, όπου από τις αρχές του 20ού αιώνα Ελληνες της Μ. Ασίας είχαν αρχίσει να μεταναστεύουν. Οι ηχογραφήσεις αυτές έχουν διαφορετική χροιά από αυτές που έγιναν στην Ελλάδα, λόγω πολλών παραγόντων. Ανάμεσά τους η έλλειψη λογοκρισίας, η αλλαγή τρόπου ζωής και η παρουσία σημαντικών καλλιτεχνών, όπως η Μαρίκα Παπαγκίκα, ο Γιώργος Θεολογίτης ή Κατσαρός, ο Κώστας Δούσας, ο Τέτος Δημητριάδης. Στη διαμόρφωση αυτής της άλλης χροιάς συνέβαλε σημαντικά και η ανάπτυξη πολύ πιο εξελιγμένων τεχνικών ηχογράφησης και εκτύπωσης.
Πηγές:
  • Λάμπρος Λιάβας «Το ελληνικό τραγούδι - Από το 1821 έως τη δεκαετία του 1950»
  • Γιώργης Παπάζογλου «Ονείρατα της άκαυτης και της καμένης Σμύρνης - Αγγέλα Παπάζογλου - Τα χαΐρια μας εδώ» (Ταμείον Θράκης)
  • Αριστομένης Καλυβιώτης «Σμύρνη. Η μουσική ζωή 1900-1922. Η διασκέδαση, τα μουσικά καταστήματα, οι ηχογραφήσεις δίσκων» (εκδόσεις «Music Corner» και «Τήνελλα»)
  • «Μνήμες - Η Μουσική Σκηνή του Σμυρναίικου Τραγουδιού 1907-1939» («Pop Eleven», Αφοί Φαληρέα)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου