Εκατόν δύο χρόνια από τη γέννηση του αταλάντευτου κομμουνιστή δημιουργού Γιάννη Ρίτσου
Αν έχεις λείψεις για ό,τι πρέπει
θα είσαι για πάντα μέσα σε όλα εκείνα
που για αυτά έχεις λείψει.
Θα είσαι για πάντα μέσα σε όλο τον κόσμο».
Η αγωνιστική, ανθρώπινη και δημιουργική μεγαλοσύνη του Γιάννη Ρίτσου αποτελεί δεδομένο αδιαμφισβήτητο. Το έργο του συνδέθηκε με το εργατικό και λαϊκό κίνημα της χώρας μας σε όλες σχεδόν τις ιστορικές περιόδους. Η ριζοσπαστική διαμαρτυρία του αταλάντευτου κομμουνιστή, του διεθνιστή, του ποιητή της Ρωμιοσύνης και της παγκόσμιας Ειρήνης, ενάντια στον πόλεμο, στον καπιταλισμό και στην αστική ηθικολογική υποκρισία, τον καταξίωσαν παντοτινό ποιητή της επαναστατικής εξύψωσης του ανθρώπου.
Είτε με την ποίησή του, είτε με την ενεργό πολιτική δράση του, πάντα έλεγε ανοιχτά και θαρραλέα την άποψή του. Με τον καθαρό καταγγελτικό του λόγο απευθυνόταν στη συνείδηση των ελεύθερων και επαναστατημένων ανθρώπων. Υπήρξε σε όλη του τη ζωή μια σθεναρή και ανυποχώρητη φωνή, υπερασπιστής των καταπιεσμένων και των θυμάτων της αλαζονείας. Στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του, εξυμνεί την επανάσταση, την επαναστατική συμπεριφορά, το μεγαλείο των κοινωνικών αγώνων: «Οχι γονατιστός / ολόρθος ανυψώνω την ακμαία / προσευχή μου/... αγιασθήτω τ' όνομα του Ανθρώπου /... αγιασθήτω η Ενάρετη Ειρήνη επί Γης και εν Υψί / στοις...».
Στόχος του Ρίτσου είναι μια ζωή με δικαιοσύνη για όλους: «Δεν ήξερα πως βρίσκονταν / πάνω σ' αυτή τη γης / κι άλλοι αδελφοί στη στέρηση / φίλοι στην αδικία». Απλώνει τα χέρια του ο Ρίτσος να ενωθεί με τους άλλους, τους ανώνυμους βασανισμένους: «Τον κόσμο αγκάλιασα και να / τον κόσμο εντός μου βάζω...».
Μέρα Μαγιού...
Με το έργο του, ο Γιάννης Ρίτσος προσέδωσε ποιητικότητα στην καθημερινότητά μας και ανέδειξε σε «ήρωα» το λόγο που εμπνέει και εμπνέεται από τους ήρωες. Ο βάρδος των λαϊκών αγώνων, ο «απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου», στα ποιήματά του κατέγραψε σαν χρονικό, τις ηρωικές στιγμές, που με τη μουσική σπουδαίων συνθετών μετουσιώθηκαν σε εγερτήρια άσματα, σε ύμνους ηρώων και ελεγεία. Κατάφερε να συνδέσει το έργο του με τις κορυφαίες και «αιμάτινες» στιγμές της ελληνικής ιστορίας.
Ο ποιητής της Ρωμιοσύνης παρατηρούσε, σε θέση μάχης πάντα και ποτέ σε θέση ανάπαυσης, μήπως και χάσει το απειροελάχιστο χρώμα και νόημα από τα πράγματα. Εκανε ατέρμονους αγώνες δρόμου, για να αιχμαλωτίσει τη στιγμή. Λαχταρούσε μη και δεν την αθανατίσει. Μέσω της ποίησης, προσλάμβανε τα πάντα, μέσω αυτής ήθελε και να τα μοιράζεται με το λαό.
Πρωτομαγιά του 1909 γεννήθηκε. Ημέρα, σύμβολο των μακρόχρονων αγώνων και των απροσμέτρητων θυσιών των ταπεινών και καταφρονεμένων, των προλεταρίων όλης της Γης. Ο Γιάννης Ρίτσος χαιρόταν που γεννήθηκε την ημέρα της παγκόσμιας εργατιάς και αξιώθηκε να πορευτεί μαζί της. Να υμνήσει τους αγώνες. Να θρηνήσει τους θυσιασμένους ήρωές της.
Το φως της οικουμένης
Ηταν 9 Μάη του 1936, όταν έγινε η αιματηρή καταστολή της διαδήλωσης των απεργών καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη, θρηνώντας τον πρώτο της νεκρό. Ηταν ο κομμουνιστής Τάσος Τούσης. Οι σύντροφοί του ξηλώνουν μια πόρτα και τοποθετούν πάνω της τη σορό του νεκρού. Η μάνα του Τάσου Τούση, που ήταν στη διαδήλωση, βλέπει το νεκρό γιο της, τρέχει, γονατίζει και οδύρεται πάνω από τη σορό του. Κάποιος περνά και φωτογραφίζει τη συνταρακτική εικόνα. Στις 10 του Μάη η φωτογραφία αυτή δημοσιεύεται στον «Ριζοσπάστη». Ο Ρίτσος σε τρεις μέρες γράφει τα πρώτα 14 άσματα του «Επιταφίου». 12 Μάη ο «Ρ» δημοσιεύει τρία, με τίτλο «Μοιρολόι». Εκδίδεται ο «Επιτάφιος» (10.000 αντίτυπα). Αυτό το μοιρολόι της μάνας μπροστά στο σώμα του σκοτωμένου γιου της μετατρέπεται σε κοινωνική διαμαρτυρία και εξέγερση. Στον ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο μετακενώνεται η δημοτική και λόγια παράδοση, φορτίζοντας το σύγχρονο δράμα. Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου κατάσχει τα εναπομείναντα 250 αντίτυπα και τα καίει στο Ολυμπιείο.
(...)
Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γροικάς τά που πικρά σου λέω;
(...)
Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, π' αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης (...)
(...)
Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.
Το 1958 ο Μίκης Θεοδωράκης, στο Παρίσι, παίρνει στα χέρια του την επανέκδοση του «Επιταφίου» με την αφιέρωση του ποιητή: «Το βιβλίο τούτο κάηκε από τον Μεταξά στα 1938 κάτω από τους στύλους του Ολυμπίου Διός».
«Ευθύς μόλις τον διάβασα» - θυμάται ο Μ. Θεοδωράκης - «άρχισα να γράφω τα τραγούδια, αυθόρμητα, δίχως καμιά ανάγκη, καμιά πρόθεση θα έλεγα. Και η μουσική βγήκε αυτή που βγήκε: λαϊκή. Γιατί, άραγε; Κατ' αρχήν νομίζω από την ανάγκη να παρακολουθήσω την ίδια διαδικασία με τον Ρίτσο, καθώς παίρνει τους αρμούς, τα δυνατά στοιχεία από τα μοιρολόγια και τη δημοτική μας ποίηση και - όντας πάντοτε Ρίτσος - θέλει να είναι συνάμα ο οποιοσδήποτε λαϊκός ποιητής, η οποιαδήποτε χαροκαμένη μάνα, η λαϊκή μούσα»!
Και έτσι απλώθηκαν στην οικουμένη ήχοι και κραυγές όπως: «Πού πέταξε τ' αγόρι μου», «Χείλι μου μοσκομύριστο», «Μέρα μαγιού», «Βασίλεψες, αστέρι μου», κ.ά. με πρώτη τους παρουσίαση στην Ελλάδα στις 5 Οκτώβρη του 1960, στην Ελευσίνα, με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Μονάχα φως...
Κέντρο της χειμαρρώδους ποίησης του Γιάννη Ρίτσου είναι ο απλός άνθρωπος, τα καθημερινά βιώματα και τα συναισθήματά του, οι υπαρξιακοί προβληματισμοί του, ο έρωτας της ελευθερίας, το πάθος της δικαιοσύνης. Η κοινωνική συνείδησή του και η στράτευσή του στον αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο σύμφωνα με την πολιτική του φιλοσοφία, το σοσιαλιστικό του όραμα, διαπνέει και την «Ρωμιοσύνη». Γραμμένη στο διάστημα 1945-47, μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο της ελληνικής Ιστορίας, αποτελεί έναν ύμνο στο πνεύμα αντίστασης του ελληνικού λαού, που, κατά τον ποιητή, συνιστά τη διαχρονική ουσία του ελληνικού τόπου και των ανθρώπων του.
«Τούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή, σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια, σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του, σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως. O δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο. Mαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κ' οι φωνές μες στον ασβέστη του ήλιου. H ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Tα σκονισμένα σκοίνα. Tο μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό. Ολοι διψάνε. Xρόνια τώρα. Ολοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό πάνου απ' την πίκρα τους. Tα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια, μια βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα».
Στη «Ρωμιοσύνη» αναδύεται το αντιστασιακό πνεύμα όχι μόνο από την ψυχή των ανθρώπων αυτού του μαρτυρικού τόπου που αγρυπνούν με το όπλο στο χέρι, αλλά και από τη φύση που δεν συμβιβάζεται με τους ξένους κατακτητές.
Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι,
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους,
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους-
Εχουν στα χείλια τους απάνω το θυμό
Κ' έχουνε τον καημό βαθιά - βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.
Η «Ρωμιοσύνη» αποτελεί έναν ύμνο στο αγωνιστικό φρόνημα των ανθρώπων που προασπίζονται αυτόν τον τόπο, ασυμβίβαστοι, ανυπότακτοι άνθρωποι, που είναι βέβαιοι πως... «Οταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ' τ' άγρια γένεια τους όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους, όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα».
Αυτά τα κόκκινα σημάδια
Και να αδελφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα κι απλά
Καταλαβαινόμαστε τώρα, δε χρειάζονται περισσότερα
Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί.
Θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουνε το ίδιο βάρος σ' όλες τις καρδιές, σ' όλα τα χείλη
Ετσι να λέμε πια τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη
Κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε,
"Τέτοια ποιήματα, σου φτιάχνουμε εκατό την ώρα"
Αυτό θέλουμε κι εμείς.
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε αδελφέ μου απ' τον κόσμο.
Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο./(...) («Καπνισμένο Τσουκάλι»)
Ηταν το 1975 όταν ο Χρήστος Λεοντής παρουσιάζει μια από τις σπουδαιότερες μελοποιήσεις που είδαν ποτέ το φως στο ελληνικό τραγούδι, το «Καπνισμένο Τσουκάλι» σε ποίηση Γ. Ρίτσου («Columbia»). Μάλιστα, ο ποιητής παίρνει ενεργά μέρος στο δίσκο, απαγγέλλοντας με συγκλονιστικό τρόπο αποσπάσματα από το ποίημα, ακόμη και κατά τη διάρκεια των τραγουδιών. Ο Γ. Ρίτσος έγραψε το «Καπνισμένο Τσουκάλι» το 1948, στο Στρατόπεδο Συγκέντρωσης Πολιτικών Κρατουμένων, στο Κοντοπούλι Λήμνου. Οι σκέψεις, τα λόγια του, τα μηνύματά του είναι συγκλονιστικά και πάντα επίκαιρα. Αναμφισβήτητα, ο Γιάννης Ρίτσος, ένα από τα στολίδια του ελληνισμού και της παγκόσμιας ποίησης, ένα σημείο αναφοράς για κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο, για όσους διαπνέονται από ανθρωπισμό και αξίες... Το εξαιρετικό αυτό έργο, που στηρίζεται σε όργανα όλων των ειδών, από παραδοσιακά μέχρι κλασικά, σφραγίστηκε από την ερμηνεία του κορυφαίου Νίκου Ξυλούρη. Στο δίσκο επίσης τραγουδούν η Τάνια Τσανακλίδου και ο Βασίλης Μπαρνής. «Αυτά τα κόκκινα σημάδια», «Και να αδερφέ μου», «Τούτες τις μέρες» είναι κάποια από τα τραγούδια που μέχρι σήμερα σκορπούν ρίγη συγκίνησης.
«Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους, μπορεί να 'ναι κι από αίμα. Ολο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα, μπορεί να 'ναι κι απ' το λιόγερμα, που χτυπάει στον απέναντι τοίχο»...
«Η ποίηση είναι η μνήμη του μέλλοντος»
Η αξιωματική αυτή ρήση του Γιάννη Ρίτσου ήταν και η συνειδητή επιλογή του για το ρόλο της ποίησής του. Με ένα τεράστιο μέρος του έργου του απομνημόνευσε και μνημειοποίησε το συλλογικό βίωμα των οραμάτων, των αγώνων και των παθών του λαού μας στον 20ό αιώνα. Και, μάλιστα, μετέχοντας ο ίδιος «οργανικά» στο συλλογικό βίωμα και εντάσσοντας σ' αυτό και το ατομικό, το προσωπικό του βίωμα, επιλέγοντας όχι να ξεχωρίσει, αλλά να σμίξει με τον κόσμο. Αυτό ήταν και θα παραμένει το μεγαλύτερο από όλα τα μεγαλεία του ανθρώπου και ποιητή Γιάννη Ρίτσου.
Το πλήθος των μεγάλων διεθνών βραβείων και τιμητικών τίτλων από ξένες Ακαδημίες, Πανεπιστήμια και διεθνείς οργανισμούς, των κρατικών παρασήμων και των ξένων εκδόσεων με έργα του, «προσυπογράφουν» την καταξίωσή του μαζί με την αγάπη του ελληνικού λαού. Μια αγάπη που τίμησε τον ποιητή όσο και ο ίδιος ο ποιητής τίμησε τον πόνο και τον πόθο, τον αγώνα και το όνειρο του λαού, με το έργο του.
Γιατί ό,τι έπραξε με το έργο του ο Γιάννης Ρίτσος ήταν αυτό που αντιλαμβανόταν ως χρέος του πνευματικού εργάτη, γιατί την αξία της ποίησης την ένιωθε στην αξία της πράξης σαν γνήσιος κομμουνιστής. Το έργο του πολύπλευρο και πολυσήμαντο, είναι αυτό που τον κάνει αθάνατο και πάντα παρών στη ζωή μας, στους αγώνες για την ειρήνη και τη δικαιοσύνη. Γιατί «το τρένο που τρέχει/ στις ράγες των στίχων μου/ το τρένο που προχωράει στο μέλλον/ φορτωμένο σιτάρι και τριαντάφυλλα/ είναι η Ειρήνη».
Πιστός στην κομμουνιστική ιδεολογία, από τη δεκαετία του '30, ασυμβίβαστος ως την τελευταία στιγμή, αρνούνταν ό,τι καταστρέφει και υποβαθμίζει τη ζωή και υπηρετούσε ό,τι την έκανε να αξίζει. Και σήμερα, όπως και σε όλες τις δύσκολες στιγμές, θα τον ακούμε πάντα να μας λέει:
«σύντροφοι, σύντροφοι.../ μαζί σηκώσαμε στους ώμους μας/ τις γκρεμισμένες πολιτείες/ σηκώσαμε τις τσακισμένες/ πόρτες/ σηκώσαμε τη φωτιά (...)
ΚΚΕ/ τρία κόκκινα γράμματα.../ δικό μας αίμα/ τρία κόκκινα γράμματα/ σεμνή υπογραφή του λαού μας/ στις λεωφόρους του μέλλοντος (...) ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΕΝΩΘΕΙΤΕ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου