Σελίδες

5 Ιουν 2010

Θεωρητικά ζητήματα για τις προϋποθέσεις της σοσιαλιστικής επανάστασης

Η Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση αποτελεί κοσμοϊστορικό γεγονός. Για δεκαετίες ολόκληρες σφράγισε την πορεία της ανθρωπότητας κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα.

Η νικηφόρα έκβασή της τον Οκτώβρη του 1917, σήμανε το άνοιγμα του δρόμου για το πέρασμα του ανθρώπου «από το βασίλειο της ανάγκης στο βασίλειο της ελευθερίας».

Οι αντεπαναστατικές ανατροπές του 1989-1991, παρά τη μεγάλη υποχώρηση που έφεραν στο επαναστατικό κίνημα δεν ακυρώνουν τον χαρακτήρα της εποχής μας, ως εποχής περάσματος από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, εποχή που εγκαινίασε η Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση.

Παρά τις επιθέσεις των ιδεολογικών και πολιτικών εκπροσώπων του κεφαλαίου που ισχυρίζονται ότι ήρθε το τέλος της ιστορίας, ο σοσιαλισμός παραμένει επίκαιρος και αναγκαίος, η δε αναγκαιότητα αυτή πηγάζει από τις αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος, απορρέει από το γεγονός ότι ο καπιταλισμός στο στάδιο του ιμπεριαλισμού, έχει δημιουργήσει τις υλικές προϋποθέσεις για το πέρασμα της ανθρωπότητας σε ένα ανώτερο κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, την αταξική κομμουνιστική κοινωνία.

Είναι λοιπόν αναγκαίο στη βάση της μαρξιστικής-λενινιστικής κοσμοθεωρίας να δώσουμε μαχητική απάντηση στα γεννήματα της αστικής προπαγάνδας που υποστηρίζουν ότι δεν υπήρχαν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για την πραγματοποίηση της Οκτωβριανής επανάστασης και ότι αυτή στην πραγματικότητα ήταν ένα πραξικόπημα των μπολσεβίκων. Είναι αναγκαίο να αποκαλύψουμε ότι επιχειρούν να συσκοτίσουν στη συνείδηση της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων το επιστημονικά τεκμηριωμένο γεγονός ότι η ταξική πάλη και η κορυφαία στιγμή της - η πολιτική επανάσταση - αποτελούν την κινητήρια δύναμη ανοδικής πορείας της ανθρωπότητας για την ανατροπή του ιμπεριαλισμού και το επαναστατικό πέρασμα στη σοσιαλιστική-κομμουνιστική οικοδόμηση.

Α. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Ο ρόλος της επανάστασης στην κοινωνική ανάπτυξη αποτελεί αντικείμενο οξύτατης ιδεολογικής διαπάλης. Οι σύγχρονοι εκπρόσωποι της αστικής ιδεολογίας διαστρεβλώνουν το περιεχόμενο της, ισχυρίζονται ότι η επανάσταση ως μορφή πραγματοποίησης του κοινωνικού μετασχηματισμού είναι άγονη, καταστροφική, επιδιώκουν με τα ιδεολογήματα της «μεταβιομηχανικής κοινωνίας», της «άϋλης παραγωγής», της «σύγκρουσης των πολιτισμών», του μονόδρομου της «παγκοσμιοποίησης» να κρύψουν τις εκρηκτικές αντιθέσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας που αδιάκοπα τροφοδοτεί την ταξική πάλη και να υποτάξουν τη συνείδηση των εργαζομένων στη λογική των αστικών μεταρρυθμίσεων και των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, με στόχο τη διατήρηση και διαιώνιση της κυριαρχίας του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Σε αυτή την κατεύθυνση αποκρύπτουν και παραχαράσσουν τον προωθητικό και προοδευτικό ρόλο και των ίδιων των αστικών επαναστάσεων, όπως της Αγγλίας του 1648, της Γαλλίας του 1789 και της ελληνικής αστικής Επανάστασης του 1821.

Η μαρξιστική - λενινιστική θεωρία γενικεύοντας την πείρα της ταξικής πάλης και των επαναστάσεων αποδείχνει ότι οι επαναστάσεις είναι οι παντοδύναμοι κινητήρες της κοινωνικής προόδου, οι «ατμομηχανές της ιστορίας», όπως τις χαρακτήριζε ο Μαρξ.

Οι Μαρξ - Ενγκελς ήδη από το 1848, στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος αναδεικνύουν με επιστημονική ακρίβεια το ρόλο της ταξικής πάλης ως κινητήριας δύναμης της κοινωνίας:

«Η ιστορία όλων των ως τώρα κοινωνιών είναι η ιστορία των ταξικών αγώνων. Ελεύθερος και δούλος, πατρίκιος και πληβείος, βαρώνος και δουλοπάροικος, μάστορας και κάλφας, με μια λέξη, καταπιεστής και καταπιεζόμενος, βρίσκονται σε ακατάπαυστη αντίθεση μεταξύ τους, έκαναν αδιάκοπο αγώνα, πότε καλυμμένο πότε ανοιχτό, έναν αγώνα που τελείωνε κάθε φορά με έναν επαναστατικό μετασχηματισμό ολόκληρης της κοινωνίας ή με την από κοινού καταστροφή των τάξεων που αγωνίζονταν. Στις προηγούμενες εποχές της ιστορίας βρίσκουμε σχεδόν παντού μια πλήρη διαίρεση της κοινωνίας σε διάφορες κλειστές τάξεις, μια πολύτροπη διαβάθμιση των κοινωνικών θέσεων. Στην αρχαία Ρώμη βρίσκουμε πατρίκιους, ιππείς, πληβείους, δούλους. Στο μεσαίωνα φεουδάρχες, υποτελείς, μαστόρους, καλφάδες, δουλοπάροικους και επιπλέον σε καθεμιά απ' αυτές τις τάξεις βρίσκουμε ξανά ιδιαίτερες διαβαθμίσεις. Η σύγχρονη αστική κοινωνία που πρόβαλε από την καταστροφή της φεουδαρχικής κοινωνίας δεν κατάργησε τις ταξικές αντιθέσεις, έβαλε μονάχα στη θέση των παλιών νέες τάξεις, νέους όρους καταπίεσης, νέες μορφές πάλης. Ωστόσο, η εποχή μας, η εποχή της αστικής τάξης, χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι απλοποίησε τις ταξικές αντιθέσεις. Ολόκληρη η κοινωνία όλο και περισσότερο χωρίζεται σε δύο μεγάλα αντίπαλα στρατόπεδα, σε δύο μεγάλες τάξεις που βρίσκονται άμεσα αντιμέτωπες η μια με την άλλη: στην αστική τάξη και το προλεταριάτο»[1].

Η επανάσταση συμπυκνώνει την κοινωνική και πολιτική σύγκρουση και ρήξη με ένα ιστορικά ξεπερασμένο σχηματισμό για το πέρασμα σε έναν ανώτερο, συνιστά ποιοτική ανατροπή σε ολόκληρη την κοινωνικοοικονομική δομή της κοινωνίας.

Ο ταξικός χαρακτήρας και οι νομοτέλειες της επανάστασης πηγάζουν από τις εσωτερικές αντιφάσεις και την ιστορική εξέλιξη του υπάρχοντος κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. Η επιστημονική αποκάλυψη και θεωρητική κωδικοποίησή τους διαμόρφωσε τον επιστημονικό κομμουνισμό.

Οικονομική βάση της επανάστασης είναι η σε βάθος επεκτεινόμενη σύγκρουση ανάμεσα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας και του ξεπερασμένου, συντηρητικού συστήματος των σχέσεων παραγωγής, που εκδηλώνεται με την όξυνση των κοινωνικών ανταγωνισμών και την ένταση στη σφαίρα της πολιτικής και της ιδεολογίας, της πάλης μεταξύ της κυρίαρχης τάξης που ενδιαφέρεται για τη διατήρηση του υφισταμένου τρόπου παραγωγής και των καταπιεσμένων τάξεων.

Ο επαναστατικός αγώνας των καταπιεσμένων τάξεων, σε όλα τα ταξικά εκμεταλλευτικά συστήματα αποτυπώνει την ώριμη ανάγκη απελευθέρωσης των παραγωγικών δυνάμεων από τα δεσμά των ξεπερασμένων -από ιστορική άποψη- σχέσεων παραγωγής. Είναι κλασική η αποκάλυψη από το Μαρξ του περιεχομένου και της αναγκαιότητας της κοινωνικής επανάστασης στον Πρόλογο του έργου του: «Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας»:

«Οι άνθρωποι στην κοινωνική παραγωγή της ζωή τους έρχονται σε σχέσεις καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέλησή τους, σε σχέσεις παραγωγικές, που αντιστοιχούνε σε μια ορισμένη βαθμίδα όπου έχει φτάσει η ανάπτυξη των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων. Το σύνολο των παραγωγικών αυτών σχέσεων αποτελεί το οικονομικό οικοδόμημα της κοινωνίας, τη βάση την υλική που πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και που σ' αυτήν αντιστοιχούν ορισμένες πάλι κοινωνικές μορφές συνείδησης. Ο τρόπος της παραγωγής της υλικής ζωής, καθορίζει γενικά την εξέλιξη της κοινωνικής, πολιτικής και διανοητικής ζωής. Το τι είναι οι άνθρωποι δεν καθορίζεται από τη συνείδησή τους, αλλά, αντίστροφα, το κοινωνικό τους Είναι καθορίζει τη συνείδησή τους. Όταν φτάσει σ' ένα ορισμένο βαθμό η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας αυτές οι δυνάμεις έρχονται σε αντίφαση με τις παραγωγικές σχέσεις που υπάρχουν ή για να χρησιμοποιήσουμε τη νομική γλώσσα, με τις σχέσεις της ιδιοκτησίας που μέσα σ' αυτές είχανε ως τα τότε κινηθεί. Αυτές οι σχέσεις από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων γίνονται τώρα φραγμοί τους. Τότε αρχίζει μια εποχή κοινωνικής επανάστασης»[2].

Ο χαρακτήρας, οι διαστάσεις, το ιστορικά συγκεκριμένο περιεχόμενο κάθε επανάστασης καθορίζονται από τις συνθήκες του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού που πρόκειται να καταργηθεί και από την ειδική φύση του νέου για τον οποίο προετοιμάζει το έδαφος.

Η άνοδος σε ιστορικά υψηλότερα επίπεδα της κοινωνικής ανάπτυξης βαθαίνει και κάνει πιο σύνθετες τόσο το περιεχόμενο όσο και τις διαστάσεις της επανάστασης. Στα πρώιμα στάδια της ανθρώπινης ιστορίας όπως η μετάβαση από το πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα στο δουλοκτητικό και από το δουλοκτητικό στο φεουδαρχικό, η κοινωνική επανάσταση πραγματοποιείται κυρίως αυθόρμητα, δηλαδή οι νέες σχέσεις παραγωγής εμφανίζονται και αναπτύσσονται μέσα στο παλαιό καθεστώς. Η κοινωνική ανάπτυξη λόγω της χαμηλής παραγωγικότητας της εργασίας και της περιορισμένης ανάπτυξης της εμπορευματικής παραγωγής, που εκφράζονται αντίστοιχα σε πολύ χαμηλό βαθμό κοινωνικοποίησης της εργασίας είναι πολύ μακροχρόνια και αντιφατική. Μακροχρόνια είναι η διαδικασία αποσύνθεσης των προηγούμενων κυρίαρχων σχέσεων ιδιοκτησίας με ταυτόχρονη ανάπτυξη των νέων. Ετσι, η ταξική πάλη εκδηλώνεται στις περισσότερες περιπτώσεις σε τοπικά κινήματα και εξεγέρσεις, το πέρασμα από τον ένα τρόπο παραγωγής στο νέο ανώτερο, π.χ. από τη δουλοκτησία στη φεουδαρχία, δεν εκδηλώνεται σαν γενικευμένη και ολοκληρωμένη πολιτική επανάσταση με την συμμετοχή των μαζών. Μόνο με τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό αποκτά γνωρίσματα πανεθνικής πολιτικής επανάστασης, όπου αυξάνει ο ρόλος της συνειδητής δράσης των τάξεων και των κομμάτων τους. Και αυτό διότι η ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων μέσα στο καθεστώς της φεουδαρχίας, με τη μετατροπή της εργατικής δύναμης σε εμπόρευμα, μετατρέποντας την απλή εμπορευματική παραγωγή σε καπιταλιστική, τείνει να γενικεύσει τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις σε όλες τις σφαίρες της οικονομικής ζωής. Ετσι οι νέοι «μισθωτοί δούλοι» αλλά «απελευθερωμένοι» από τους φυσικούς καταναγκασμούς της δουλοκτησίας και της φεουδαρχίας έρχονται στο προσκήνιο της κοινωνικής εξέλίξης.

Σε όλες όμως τις περιπτώσεις των κοινωνικών επαναστάσεων η κοινωνική τάξη που είναι φορέας των νέων προοδευτικών σχέσεων παραγωγής συναντά αναπόφευκτα στο δρόμο της εμπόδια από το κράτος, την πολιτική εξουσία της τάξης που χάνει τα προνόμιά της και γι' αυτό αντιστέκεται. Ετσι κύριο καθήκον κάθε επαναστατικής τάξης είναι η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας για τη δημιουργία του δικού της ταξικού κράτους.

«Επειδή το κράτος δημιουργήθηκε από την ανάγκη να χαλιναγωγούνται οι ταξικές αντιθέσεις και επειδή γεννήθηκε μέσα στη σύγκρουση αυτών των τάξεων, είναι κατά κανόνα κράτος της πιο ισχυρής, οικονομικά κυρίαρχης τάξης που με τη βοήθεια του κράτους γίνεται και πολιτικά κυρίαρχη τάξη, και έτσι αποκτάει νέα μέσα για την κατάπνιξη και την εκμετάλλευση της καταπιεζόμενης τάξης»[3].

Οι επαναστάσεις δεν είναι ποτέ καρπός συνομωσίας λίγων ατόμων ή αυθαίρετων ενεργειών, είναι ιστορικά αναγκαίες και εκδηλώνονται ως ανοιχτή οξύτατη ταξική πάλη με κορυφαία εκδήλωση της την ένοπλη εξέγερση. Η ιστορική της αναγκαιότητα ως μέσο της κοινωνικής ανάπτυξης καθορίζεται αντικειμενικά από τους υλικούς όρους εξέλιξης κάθε ιστορικά καθορισμένου συστήματος της κοινωνικής παραγωγής, δηλαδή τον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής κάθε κοινωνίας, τη διαλεκτική αντίθεση των σχέσεων παραγωγής προς τις παραγωγικές δυνάμεις που έφθασαν σε ένα ανώτερο επίπεδο ανάπτυξης. Ολες οι κοινωνικές επαναστάσεις μέχρι και τις αστικές έπαιξαν τεράστιο ρόλο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αλλάζοντας τις σχέσεις παραγωγής της κοινωνίας, όμως αυτή η αλλαγή ήταν μετασχηματισμός ενός εκμεταλλευτικού συστήματος σε ένα άλλο εκμεταλλευτικό, στη βάση της ατομικής ιδιοκτησίας και της ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της εργασίας, της εργατικής δύναμης (δούλοι, δουλοπάροικοι, εργατική τάξη).

Η επανάσταση βρίσκει την πληρέστερη έκφρασή της στη σοσιαλιστική, που απελευθερώνει τους παραγωγούς απ' όλες τις μορφές εκμετάλλευσης και θεμελιώνει τη δημιουργία του κομμουνιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού.

Β. Η ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΥΛΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ

ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΤΟΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟ

1. Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Η προλεταριακή σοσιαλιστική επανάσταση είναι ανώτερος τύπος κοινωνικής επανάστασης που οργανώνει και διεξάγει την ολόπλευρη σύγκρουση και ρήξη με τις κοινωνικές σχέσεις του καπιταλιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού.

Η σοσιαλιστική επανάσταση είναι ποιοτικό άλμα για το νομοτελειακό πέρασμα σε ένα ιστορικά ανώτερο τρόπο παραγωγής.

Εγκαθιδρύει την εξουσία της εργατικής τάξης τη δικτατορία του προλεταριάτου σε συμμαχία με τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα. Κύριο καθήκον έχει - στη βάση της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής - να οικοδομήσει την αταξική, κομμουνιστική κοινωνία.

Γενικεύοντας την πείρα όλων των γνωστών στην ιστορία επαναστάσεων οι Κ. Μαρξ και Φρ. Ενγκελς έγραφαν:

«Ολες οι προηγούμενες τάξεις που έπαιρναν την εξουσία προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν τη θέση που κατέκτησαν, υποτάσσοντας όλη την κοινωνία στους όρους του δικού τους τρόπου ιδιοποίησης. Οι προλετάριοι μπορούν να κατακτήσουν τις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις μονάχα καταργώντας τον ως σήμερα δικό τους τρόπο ιδιοποίησης και επομένως όλο τον ως τώρα τρόπο ιδιοποίησης (...) Η κομμουνιστική επανάσταση αποτελεί την πιο ριζική ρήξη με τις πατροπαράδοτες σχέσεις ιδιοκτησίας. Δεν είναι καθόλου περίεργο που στην πορεία της ανάπτυξής της ξεκόβει με τον πιο ριζικό τρόπο με τις πατροπαράδοτες ιδέες (...) Το προλεταριάτο θα χρησιμοποιήσει την πολιτική κυριαρχία για ν' αποσπάσει βαθμιαία από την αστική τάξη όλο το κεφάλαιο, να συγκεντρώσει όλα τα εργαλεία παραγωγής στα χέρια του κράτους, δηλαδή του προλεταριάτου που είναι οργανωμένο σαν κυρίαρχη τάξη, και να αυξήσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα τη μάζα των παραγωγικών δυνάμεων»[4].

Καθήκον όλων των προηγούμενων επαναστάσεων ήταν να φέρουν το εποικοδόμημα της κοινωνίας σε αντιστοιχία με τις νέες οικονομικές σχέσεις που είχαν ήδη αναπτυχθεί ή και κυριαρχήσει στην προηγούμενη κοινωνία, με στόχο την οριστική επέκταση και κυριαρχία τους.

Για παράδειγμα, στα σπλάχνα της φεουδαρχικής κοινωνίας εμφανίζονται και αναπτύσσονται οι καπιταλιστικές σχέσεις. Δηλαδή εμφανίζονται οι νέες παραγωγικές δυνάμεις, τόσο τα νέα μέσα παραγωγής π.χ. εργαλειομηχανές, όσο και η νέα εργατική δύναμη, που είναι πια ελεύθερη και από την ιδιοκτησία και από την εξουσία του φεουδάρχη. Εμφανίζονται οι νέες σχέσεις παραγωγής, με την αστική τάξη ευθύς εξαρχής ως ιδιοκτήτρια των μέσων παραγωγής και την εργατική τάξη να πουλά τη μοναδική της περιουσία, την εργατική της δύναμη. Οι καπιταλιστικές σχέσεις, δηλαδή η σχέση μισθωτής εργασίας - κεφαλαίου, ωρίμασαν στα πλαίσια του φεουδαρχικού συστήματος αναπτύχθηκαν αλλά και άρχισαν να γίνονται κυρίαρχες. Αυτό που έμενε να γίνει ήταν να σπάσουν τα «σάπια» δεσμά της παλιάς κοινωνίας, και το πολιτικό εποικοδόμημα να έρθει σε αντιστοιχία με την νέα ανερχόμενη οικονομική βάση.

«Η διαφορά της σοσιαλιστικής επανάστασης από την αστική, έλεγε ο Λένιν, συνίσταται ακριβώς στο ότι η αστική επανάσταση βρίσκει έτοιμες τις μορφές των καπιταλιστικών σχέσεων, ενώ η σοβιετική εξουσία - η προλεταριακή - δεν κληρονομεί τέτοιες έτοιμες σχέσεις»[5].

Το καθήκον της σοσιαλιστικής επανάστασης είναι ασύγκριτα πιο δύσκολο και περίπλοκο. Είναι ευνόητο ότι η εργατική τάξη, ως ηγετική κινητήρια δύναμη της σοσιαλιστικής επανάστασης, έχει ως βασικό καθήκον να λύσει το κύριο ζήτημα της επανάστασης, το ζήτημα της εξουσίας: «Το πέρασμα της κρατικής εξουσίας από τα χέρια μιας τάξης στα χέρια μιας άλλης είναι το πρώτο, το κύριο, το βασικό γνώρισμα της επανάστασης»[6]. Η σοσιαλιστική επανάσταση πρέπει να λύσει, με τη συνειδητή δράση της πρωτοπορίας της τάξης, και του κόμματός της, το περίπλοκο πρόβλημα, το οποίο, στις προηγούμενες εποχές το έλυνε αυθόρμητα, σταδιακά, η ίδια η ιστορία: τη δημιουργία της νέας κοινωνικο-οικονομικής βάσης της κομμουνιστικής κοινωνίας, δηλαδή την άμεσα κοινωνική βιομηχανική παραγωγή στη βάση της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, και του κεντρικού σχεδιασμού της. Η συγκέντρωση των μέσων και της παραγωγής γίνεται στο πλαίσιο της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ομως η διαμόρφωση των νέων σχέσεων είναι ένα ιδιαίτερα δύσκολο έργον. Αποτελεί το βασικό επαναστατικό καθήκον της εργατικής εξουσίας, της δικτατορίας του προλεταριάτου. Το πέρασμα στο κομμουνιστικό σύστημα δεν είναι απλώς το πέρασμα από μια κοινωνία σε μια άλλη, αλλά η οριστική και πλήρης κατάργηση κάθε τύπου ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, κάθε τύπου εκμεταλλεύτριας τάξης και ότι τη διαδοχή μίας από μία άλλη.

Από εδώ πηγάζει και η σφοδρότητα της ταξικής πάλης στο καπιταλισμό και οι τεράστιες δυσκολίες στην οικοδόμηση της νέας κομμουνιστικής κοινωνίας, όπως εκδηλώθηκε και στη διαδικασία της οικοδόμησης και εντέλει της αντεπανάστασης και παλινόρθωσης του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ και στα άλλα σοσιαλιστικά κράτη.

2. ΟΙ ΥΛΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ

ΣΤΟΝ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ - ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟ

Οι Μαρξ και Ενγκελς διατυπώνοντας την επιστημονική κατηγορία του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, αναφέρονταν στη σχέση της οικονομικής βάσης, και κυρίως των σχέσεων παραγωγής με το νομικοπολιτικό και ιδεολογικό εποικοδόμημα που αντιστοιχεί σε αυτήν.

«Η οικονομική κατάσταση είναι η βάση, αλλά τα διάφορα στοιχεία του εποικοδομήματος: οι πολιτικές μορφές της ταξικής πάλης και τ' αποτελέσματα της - τα διατάγματα, που τα καθορίζει η νικήτρια τάξη ύστερα από τη μάχη που κέρδισε κτλ. - οι νομικές μορφές, και ακόμα περισσότερο οι νομικές μορφές, και ακόμα περισσότερο οι αντανακλάσεις όλων αυτών των πραγματικών αγώνων στον εγκέφαλο αυτών που συμμετέχουν στην πάλη, οι πολιτικές, νομικές, φιλοσοφικές θεωρίες, οι θρησκευτικές αντιλήψεις και η παραπέρα ανάπτυξη της σε συστήματα δογμάτων, ασκούν και αυτά την επίδρασή τους πάνω στην πορεία των ιστορικών αγώνων και σε πολλές περιπτώσεις αυτά κυρίως καθορίζουν τη μορφή τους. Είναι μια αλληλεπίδραση όλων αυτών των στοιχείων μέσα στην οποία επιβάλλεται, σε τελευταία ανάλυση, σαν αναγκαιότητα, η οικονομική κίνηση μέσα από το ατελείωτο πλήθος των συμπτώσεων ...»[7].

Οταν αναφερόμαστε στην οικονομική βάση εννοούμε πρώτ' απ' όλα τις παραγωγικές δυνάμεις και ιδιαίτερα τη βασική παραγωγική δύναμη, τον άμεσο παραγωγό, τον εργαζόμενο άνθρωπο και τις σχέσεις μέσω των όποιων έρχεται σε επαφή με τα μέσα παραγωγής δηλαδή τις σχέσεις παραγωγής.

Σε αυτή τη βάση οι κλασικοί διατύπωσαν το βασικό νόμο του ιστορικού υλισμού, ότι πηγή της ανάπτυξης του κοινωνιών είναι το γεγονός ότι οι οικονομικές σχέσεις (και πρώτα απ' όλα οι σχέσεις παραγωγής) αντιστοιχούν κάθε φορά σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, γίνονται ιστορικά ξεπερασμένες όταν οδηγήσουν σε ένα νέο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που δεν χωράει πια σε αυτές τις σχέσεις. Τότε μπαίνει στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της αλλαγής των σχέσεων παραγωγής.

Πρόκειται για μια τεράστια αποκάλυψη των Μαρξ - Ενγκελς για το εσωτερικό αίτιο της ανάπτυξης όλων των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών.

Η θεωρία για την υπεραξία, όπως θεμελιώθηκε στο έργο του Μαρξ «Το Κεφάλαιο», είναι η βάση της ανάλυσης και της κριτικής του καπιταλισμού: το κεφάλαιο δεν είναι πράγμα, αλλά η ενσάρκωση της εκμεταλλευτικής σχέσης της μισθωτής εργασίας, το κεφάλαιο δεν εκφράζει απλά την έννοια της συσσώρευσης του πλούτου, αλλά πριν απ' όλα ταξική εκμετάλλευση, παραγωγή υπεραξίας. Η ουσία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δεν είναι απλώς η παραγωγή εμπορευμάτων, αλλά η παραγωγή υπεραξίας (ανισότιμη ανταλλαγή μεταξύ μισθωτής εργασίας - καπιταλιστική κατοχή μέσων παραγωγής).

Η οικονομική θεωρία του Μαρξ αποκαλύπτει τις βασικές αντιθέσεις και τάσεις εξέλιξης της καπιταλιστικής κοινωνίας, που νομοτελειακά οδηγούν στην ανατροπή της.

Ως βασικό παράγοντα της ωρίμανσης των υλικών προϋποθέσεων για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, κατώτερη βαθμίδα του κομμουνισμού, οι Μαρξ - Ενγκελς θεωρούσαν ένα ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού: κοινωνικοποίησης της εργασίας, συγκέντρωσης κεφαλαίων, ανάπτυξης και συγκέντρωσης της εργατικής δύναμης.

Ηδη από το 1848, όταν ακόμη ο καπιταλισμός από ιστορικής άποψης ήταν νέο κοινωνικό σύστημα και η εργατική τάξη όντας αριθμητικά αδύνατη μόλις είχε αρχίσει να δρα στην ιστορία ως «τάξη για τον εαυτό της», όταν ακόμη δεν είχαν ωριμάσει αλλά συσσωρεύονταν οι υλικές προϋποθέσεις που θα έκαναν αναγκαίο ένα νέο κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, οι Μαρξ - Ενγκελς συνέλαβαν την τάση που γεννιόταν στους κόλπους του καπιταλισμού:

«Με την ανάπτυξη της βιομηχανίας, όμως το προλεταριάτο δεν πληθαίνει μοναχά, αλλά και συσπειρώνεται σε μεγαλύτερες μάζες, η δύναμή του μεγαλώνει και τη δύναμή του αυτή τη νιώθει περισσότερο. Τα συμφέροντα, οι συνθήκες ζωής του προλεταριάτου εξισώνονται όσο πάει και περισσότερο από το γεγονός ότι η μηχανή σβήνει όλο και πιο πολύ τις διακρίσεις στη δουλιά και πιέζει, σχεδόν παντού το μεροκάματο σ' ένα εξίσου χαμηλό επίπεδο. Ο αυξανόμενος συναγωνισμός των αστών ανάμεσα τους και οι εμπορικές κρίσεις που προκαλεί ο συναγωνισμός αυτός, κάναν το μισθό των εργατών όλο και πιο ασταθή. Η αδιάκοπη, όσο και πιο γρήγορη τελειοποίηση της μηχανής κάνει τη θέση τους όλο και πιο επισφαλή. ΟΙ συγκρούσεις ανάμεσα στο μεμονωμένο εργάτη και στο μεμονωμένο αστό παίρνουν όλο και περισσότερο το χαρακτήρα σύγκρουσης ανάμεσα σε δυο τάξεις. Οι εργάτες αρχίζουν έτσι να συγκροτούν συνασπισμούς ενάντια στους αστούς. Συνασπίζονται για να υπερασπίσουν το μισθό της εργασίας τους. Ιδρύουν ακόμη και μόνιμες ενώσεις για να εξασφαλίσουν τα μέσα στην περίπτωση ενδεχόμενων ανταρσιών. Εδώ και εκεί η πάλη ξεσπάει με τη μορφή εξεγέρσεων. Από καιρό σε καιρό οι εργάτες νικούν, αλλά η νίκη τους είναι παροδική. Το πραγματικό αποτέλεσμα των αγώνων τους δεν είναι η άμεση επιτυχία, αλλά η συνένωση των εργατών που ολοένα επεκτείνεται. Η ενότητα αυτή προωθείται από τα αναπτυσσόμενα μέσα συγκοινωνίας που παράγονται από τη μεγάλη βιομηχανία και που συνδέουν μεταξύ τους τους εργάτες από διάφορα μέρη. Και φθάνει μονάχα να συνδεθούν μεταξύ τους για να συνενωθούν οι πολλοί τοπικοί αγώνες, που έχουν παντού τον ίδιο χαρακτήρα, σε μια εθνική πάλη, σε μια ταξική πάλη. Κάθε ταξικός αγώνας όμως είναι πολιτικός αγώνας. Και την ένωση που οι αστοί του μεσαίωνα με τους καρόδρομους του χρειάστηκαν αιώνες για να την πραγματοποιήσουν, οι σύγχρονοι προλετάριοι την πραγματοποιούν με τους σιδηροδρόμους μέσα σε λίγα χρόνια»[8].

Βασικός δείκτης λοιπόν είναι η συγκέντρωση και επέκταση της μισθωτής εργασίας, μέσω της οποίας παράγεται και οξύνεται η βασική αντίθεση του καπιταλισμού, δηλαδή η αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας και την ατομική καπιταλιστική ιδιοποίηση των προϊόντων της.

Αυτό δε σημαίνει ότι η ανάπτυξη της μισθωτής εργασίας αποτυπώνεται μόνο με το ποσοστό που αυτή αντιπροσωπεύει στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό. Αν δεν πλειοψηφεί ποσοστιαία η μισθωτή εργασία, δεν σημαίνει ότι δεν έχει ήδη κυριαρχήσει ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, ότι δεν έχει ωριμάσει σε μονοπωλιακό καπιταλισμό. Αυτό μπορεί να συμβεί διατηρώντας και αναπαράγοντας βαθύτατη ανισομετρία, ενσωματώνοντας επί μακρόν και σε ορισμένες περιπτώσεις σε μεγάλη έκταση επιβιώσεις προκαπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Το φαινόμενο αυτό δεν υπήρχε μόνο πριν το 1917 στη Ρωσία, αλλά και στη σημερινή Ινδία.

Ολη η πορεία ανάπτυξης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής αποτελεί ουσιαστικά διαδικασία της υλικής προετοιμασίας για το πέρασμα στην άμεσα κοινωνική παραγωγή, δηλαδή για το πέρασμα στον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής.

Δεν είναι τυχαία χρονικά η στιγμή που αρχίζει να διαμορφώνεται το επαναστατικό εργατικό κίνημα, με ορόσημο τη συγγραφή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου από τους Μαρξ - Ενγκελς, το 1848. Είναι η εποχή των αστικών επαναστάσεων στην ευρωπαϊκή ήπειρο, οι οποίες οδηγούν οριστικά στην πολιτική κυριαρχία της αστικής τάξης, η οποία στη συνέχεια διευρύνει την οικονομική της κυριαρχία και μαζί με αυτήν τις αντιφάσεις της και το δικό της νεκροθάφτη, την εργατική τάξη.

«Η κοινωνία δεν μπορεί πια να ζήσει κάτω από την κυριαρχία της αστικής τάξης, δηλαδή η ύπαρξη της αστικής τάξης δεν συμβιβάζεται άλλο με την κοινωνία. Ο ουσιαστικός όρος για την ύπαρξη και κυριαρχία της αστικής τάξης είναι η συσσώρευση του πλούτου στα χέρια ιδιωτών, ο σχηματισμός και η αύξηση του κεφαλαίου. Η προϋπόθεση του κεφαλαίου είναι η μισθωτή εργασία. Η μισθωτή εργασία στηρίζεται αποκλειστικά στο συναγωνισμό ανάμεσα στους ίδιους τους εργάτες. Η πρόοδος της βιομηχανίας που η αστική τάξη είναι ο άβουλος και παθητικός φορέας, βάζει στη θέση της απομόνωσης των εργατών μέσα από το συναγωνισμό την επαναστατική τους συνένωση μέσα από την οργάνωση. Ετσι με την ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας αφαιρείται κάτω από τα πόδια της αστικής τάξης το ίδιο το έδαφος που πάνω στη βάση του παράγει και ιδιοποιείται τα προϊόντα. Πριν απ' όλα η αστική τάξη παράγει τους ίδιους τους νεκροθάφτες της. Η πτώση της και η νίκη του προλεταριάτου είναι το ίδιο αναπόφευκτα»[9].

Η διαδικασία ανάπτυξης του καπιταλισμού, της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, οδηγεί αντικειμενικά στην ανάπτυξη της εργατικής τάξης, στην όξυνση της βασικής αντίθεσης κεφαλαίου και μισθωτής εργασίας, στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης και στην διαμόρφωση του νέου επαναστατικού υποκειμένου, δηλαδή της εργατικής τάξης και της πρωτοπορίας της.

Βλέπουμε, σε αντίθεση με την αστική επανάσταση του 1789, ότι στις επαναστάσεις του 1848 η εργατική τάξη έστω και ανώριμα θέτει τις δικές της διεκδικήσεις και στόχους, πλέον «το φάντασμα του κομμουνισμού πλανάται πάνω από την Ευρώπη». Η αντανάκλαση των οικονομικών διαδικασιών στο επίπεδο της ταξικής πάλης και της ανάπτυξης της εργατικής τάξης από «τάξη καθεαυτό» σε «τάξη για τον εαυτό της» δεν γίνεται ευθύγραμμα και αυτόματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Μ. Βρετανία, η πλέον αναπτυγμένη καπιταλιστική κοινωνία του 19ου αιώνα, όπου καθυστερεί η εμφάνιση εργατικού κόμματος και στη συνέχεια με αδύνατη παρουσία επαναστατικού σοσιαλιστικού ρεύματος σε αυτό.

Η θέση του Μαρξ ότι: «νέες ανώτερες παραγωγικές σχέσεις ποτέ δεν εμφανίζονται προτού ωριμάσουν οι υλικοί όροι της ύπαρξής τους, μέσα στους κόλπους της ίδιας της παλιάς κοινωνίας»[10]διαστρεβλώνεται από αυτοαποκαλούμενους μαρξιστές και δεδηλωμένους αντιλενινιστές, σύγχρονους οπορτουνιστές, οι οποίοι μιλούν για ανωριμότητα των υλικών προϋποθέσεων περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό και φέρνουν ως απόδειξη ότι ο σοσιαλισμός δεν επιβίωσε. Ως προς το παραπάνω απόσπασμα του Μαρξ, το ξεκόβουν από την αμέσως επόμενη πρόταση: «Γι' αυτό η ανθρωπότητα βάζει πάντα μπροστά της μόνο τα καθήκοντα εκείνα που μπορεί να λύσει, γιατί με μια προσεκτικότερη εξέταση γίνεται πάντα φανερό, ότι το ίδιο το καθήκον ξεπηδάει μόνο τότε, όταν οι υλικοί όροι για τη λύση του υπάρχουν κιόλας ή τουλάχιστον βρίσκονται στην πορεία του γίγνεσθαι».

Η θέση αυτή επαναλαμβάνεται και στο έργο του «Η αθλιότητα της Φιλοσοφίας» όπου αναφέρεται: «Απ' όλα τα μέσα παραγωγής η μεγαλύτερη παραγωγική δύναμη είναι η ίδια η επαναστατική τάξη. Η οργάνωση των επαναστατικών στοιχείων σε τάξη προϋποθέτει ότι υπάρχουν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορούσαν να αναπτυχθούν στα σπλάχνα της παλιάς κοινωνίας»[11]. Κριτήρίο ωριμότητας των υλικών προϋποθέσεων δεν είναι απλά η ύπαρξη της εργατικής τάξης αλλά και η πολιτική συγκρότηση της σε επαναστατική δύναμη, η ανάπτυξη δηλαδή της ταξικής πάλης. Δεν μπορεί λοιπόν να ξεσπάσει η σοσιαλιστική επανάσταση όταν δεν υπάρχει ένα ελάχιστο επίπεδο ωρίμανσης των υλικών προϋποθέσεων του κομμουνισμού, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να επικρατήσει. Η εκδήλωση της σοσιαλιστικής επανάστασης (η οποία έχει τις δικές της αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις που θα εξετάσουμε στη συνέχεια) σημαίνει ότι οι αντιφάσεις του συστήματος έχουν ωριμάσει, ότι ο σοσιαλισμός από τη σύγκρουση των σχέσεων παραγωγής με τις παραγωγικές δυνάμεις προβάλλει ως αδήριτη ανάγκη.

Η δημιουργία λοιπόν του επιστημονικού κομμουνισμού και των επαναστατικών εργατικών κομμάτων ως φορέων συνένωσης της επαναστατικής θεωρίας με το εργατικό κίνημα, αποδεικνύουν την ωρίμανση των αντιφάσεων του καπιταλισμού από ιστορική άποψη.

Το γενικό επίπεδο ωρίμανσης των υλικών προϋποθέσεων για το νέο κοινωνικό μετασχηματισμό είναι αυτό που προσδιορίζει την ιστορική εποχή στην εξέλιξη του καπιταλιστικού. Μέσα σε αυτή την εποχή, υπάρχει διαφοροποίηση στο βαθμό ωρίμανσης από τη μια καπιταλιστική κοινωνία στην άλλη.

Ο Λένιν αναδεικνύοντας τα κριτήρια χαρακτηρισμού των εποχών έγραφε: «Δεν μπορούμε να ξέρουμε με ποια ταχύτητα θα αναπτυχθούν τα διάφορα ιστορικά κινήματα μιας δοσμένης εποχής και σε τι βαθμό θα επιτύχουν. Μπορούμε όμως να ξέρουμε - και ξέρουμε - ποια τάξη βρίσκεται στο κέντρο της μιας ή της άλλης εποχής, όταν καθορίσουμε το κύριο περιεχόμενο της, την κύρια κατεύθυνση της αποστολής της, τις κύριες ιδιομορφίες των ιστορικών συνθηκών της δοσμένης εποχής κ.τ.λ»[12].

Με βάση την παραπάνω θέση υιοθέτησε την ιστορική περιοδολόγηση του καπιταλισμού (που επεξεργάστηκαν άλλοι μαρξιστές) σε τρεις εποχές, με συμβατικά και σχετικά ορόσημα τις κοινωνικές επαναστάσεις και τους πολέμους. Ταυτόχρονα επεσήμαινε ότι παντού στη φύση και την κοινωνία τα όρια είναι συμβατικά και κινητά, σχετικά και όχι απόλυτα:

1789-1871

Η πρώτη εποχή, από τη μεγάλη γαλλική επανάσταση ως το γαλλοπρωσσικό πόλεμο και την Κομμούνα, είναι η εποχή της ανόδου της αστικής τάξης, της ολοκληρωτικής νίκης της. Είναι η ανοδική γραμμή της αστικής τάξης, των αστικοδημοκρατικών κινημάτων, η εποχή της συντριβής των ιστορικά ξεπερασμένων φεουδαρχικών δεσμών.

1871-1914

Η δεύτερη εποχή, είναι η εποχή της ολοκληρωτικής κυριαρχίας και της παρακμής της αστικής τάξης, που χάνει τον προοδευτικό χαρακτήρα της στην κοινωνική εξέλιξη. Είναι εποχή της προετοιμασίας και της αργής συγκέντρωσης δυνάμεων από το νέο υποκείμενο της ιστορίας, την εργατική τάξη.

1914 - ...

Η τρίτη εποχή χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία του μονοπωλίου, είναι η εποχή του ιμπεριαλισμού και των ιμπεριαλιστικών πολέμων που βάζει την αστική τάξη στην ίδια ιστορική θέση που βρίσκονταν οι φεουδάρχες την πρώτη εποχή. Ο ιμπεριαλισμός, ως μονοπωλιακός καπιταλισμός, είναι η εποχή των σοσιαλιστικών επαναστάσεων, για το πέρασμα στην κομμουνιστική κοινωνία.

Ηδη ο Μαρξ στον 3ο τόμο του Κεφαλαίου, στην ανάλυσή του για τη μετοχική εταιρεία θίγει την εμφάνιση ενός φαινομένου που στην εποχή του ακόμη δεν είναι κυρίαρχο αλλά έγινε κυρίαρχο στα επόμενα χρόνια. Το ζήτημα της εμφάνισης του μονοπωλίου: Το μονοπώλιο δεν είναι απλά μια μεγάλη καπιταλιστική επιχείρηση, αλλά αποτελεί έκφραση του υψηλού βαθμού της κοινωνικοποίησης της εργασίας και της παραγωγής ως αποτέλεσμα της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου στις οποίες υποτάσσεται η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Τα μονοπώλια εκφράζουν μεγάλη κεφαλαιακή συσσώρευση με τη μορφή μετοχικής ιδιοκτησίας σε εταιρεία ή όμιλο εταιρειών, με ανάλογη συγκέντρωση μεγάλου μεριδίου αγοράς. Είναι δείκτης της μεγάλης όξυνσης της αντίθεσης κεφαλαίου - εργασίας. Είναι η μορφή που παίρνει η κεφαλαιοκρατική σχέση, σε συνθήκες που έχουν υπερωριμάσει οι παραγωγικές δυνάμεις και ασφυκτιούν στα στενά πλαίσια των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.

Ο Μαρξ στο ίδιο έργο αναφέρει ότι ο σχηματισμός μετοχικών εταιρειών είναι: «η κατάργηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής μέσα στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και γι' αυτό είναι μια αυτοαναιρούμενη αντίφαση»[13], αφού όπως εξηγεί στις μετοχικές εταιρείες: «... η λειτουργία είναι χωρισμένη από την ιδιοκτησία του κεφαλαίου, επομένως και η εργασία είναι εντελώς χωρισμένη από την ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και την υπερεργασία. Αυτό είναι αποτέλεσμα της ανώτατης ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, αναγκαίο σημείο περάσματος για την ξαναμετατροπή του κεφαλαίου σε ιδιοκτησία των παραγωγών, όχι όμως πια σαν ατομική ιδιοκτησία ξεχωριστών παραγωγών αλλά σαν ιδιοκτησία των συνεταιρισμένων παραγωγών, σαν άμεσα κοινωνική ιδιοκτησία»[14].

Ετσι ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής γίνεται φραγμός στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας, οξύνονται όλες οι αντιθέσεις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές, ιδεολογικές. Αυτή η εξέλιξη καθορίζει την ανάπτυξη της ταξικής πάλης στην κατεύθυνση να επιλυθεί η βασική αντίθεση με το επαναστατικό πέρασμα στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό.

«Το μονοπώλιο του κεφαλαίου μετατρέπεται σε δεσμά του τρόπου παραγωγής που άνθισε μαζί του και κάτω από αυτό. Η συγκεντροποίηση των μέσων παραγωγής και η κοινωνικοποίηση της εργασίας φθάνουν σε ένα σημείο, όπου δεν συμβιβάζεται με το κεφαλαιοκρατικό της περίβλημα. Το περίβλημα αυτό σπάει. Σημαίνει τέλος της κεφαλαιοκρατικής ατομικής ιδιοκτησίας. Οι απαλλοτριωτές απαλλοτριώνονται»[15].

Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός δεν αλλάζει τη φύση του καπιταλισμού, αποτελεί ανώτατη βαθμίδα ανάπτυξής του. Οι βαθιές κρίσεις και οι μακροχρόνιες υφέσεις, ο παρασιτισμός στην οικονομία αλλά και σε κάθε μορφή κοινωνικής ζωής, εκφράζουν την όξυνση της αντίθεσης των παραγωγικών δυνάμεων με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Η διαλεκτική ανάπτυξη του καπιταλισμού είναι τέτοια που όσο συγκεντρώνεται, κοινωνικοποιείται η παραγωγή, όσο επαναστατικοποιούνται τα μέσα παραγωγής, όσο επεκτείνονται οι καπιταλιστικές σχέσεις στη σφαίρα της αγροτικής παραγωγής και στις υπηρεσίες, τόσο αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις, που έρχονται σε όλο και βαθύτερη αντίθεση με την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, το κίνητρο του καπιταλιστικού κέρδους. Με το πέρασμα από τον καπιταλισμό του ελεύθερου ανταγωνισμού στον μονοπωλιακό καπιταλισμό, η αντίθεση αυτή οξύνεται παρά την προσπάθεια ρύθμισης της παραγωγής σε κλίμακα μονοπωλίων

Η μαρξιστική προσέγγιση αναπτύχθηκε παραπέρα από τον Λένιν στις συνθήκες της εποχής του, στο γνωστό έργο του «Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού»,στο οποίο αναφέρει σχετικά με το πέρασμα από την μετοχική εταιρεία στο μονοπώλιο: «Το βασικό σε αυτό το προτσές από οικονομική άποψη είναι η αντικατάσταση του καπιταλιστικού ελεύθερου συναγωνισμού από τα καπιταλιστικά μονοπώλια. Ο ελεύθερος συναγωνισμός είναι η βασική ιδιότητα του καπιταλισμού και της εμπορευματικής παραγωγής γενικά. Το μονοπώλιο είναι ή άμεση αντίθεση του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ο τελευταίος όμως αυτός άρχισε μπροστά στα μάτια μας να μετατρέπεται σε μονοπώλιο... Ταυτόχρονα όμως τα μονοπώλια ξεπηδώντας από τον ελεύθερο ανταγωνισμό, δεν τον καταργούν, υπάρχουν μα υπάρχουν πάνω σ' αυτόν και δίπλα σ' αυτόν, γεννώντας έτσι μια σειρά εξαιρετικά οξείες και βίαιες αντιθέσεις, προστριβές και συγκρούσεις. Το μονοπώλιο είναι πέρασμα από τον καπιταλισμό σ' ένα ανώτερο σύστημα»[16](...)

Συνεκτιμώντας τα 5 βασικά οικονομικά γνωρίσματα του ιμπεριαλισμού[17], ο Λένιν τόνισε ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που δηλώνουν το σάπισμα του συγκεκριμένου σταδίου του καπιταλισμού.

Αναφέρεται για παράδειγμα στη δημιουργία ενός τεράστιου στρώματος εισοδηματιών καπιταλιστών που ζουν από το «κόψιμο κουπονιών», χωρίς να συνεισφέρουν οποιαδήποτε παραγωγική δραστηριότητα. Παράλληλα αναδεικνύει τη δυνατότητα που δίνεται στην άρχουσα τάξη των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών να δίνει ορισμένα «ψίχουλα» για να εξαγοράσει τμήματα της δικής της εργατικής τάξης, τα οποία συγκροτούν την εργατική αριστοκρατία και γίνονται βασικό στήριγμα του οπορτουνισμού μέσα στο εργατικό κίνημα[18].

Ο Λένιν κατέληξε στο επιστημονικά θεμελιωμένο συμπέρασμα, ότι το μονοπώλιο είναι η πλήρης υλική προετοιμασία για το σοσιαλισμό, και σε αυτή τη βάση, ότι ο ιμπεριαλισμός είναι η παραμονή της σοσιαλιστικής επανάστασης:

«Οταν η μεγάλη επιχείρηση γίνεται γιγάντια και οργανώνει σχεδιασμένα, με βάση τον ακριβή υπολογισμό ενός πλούτου στοιχείων, την προμήθεια της αρχικής πρώτης ύλης σε διαστάσεις 2/3 ή 3/4 της συνολικής ποσότητας που είναι απαραίτητη για δεκάδες εκατομμύρια πληθυσμό, όταν οργανώνεται συστηματικά η μεταφορά αυτής της πρώτης ύλης στα πιο κατάλληλα για την παραγωγή σημεία, που κάποτε απέχουν το ένα από το άλλο εκατοντάδες χιλιάδες χιλιόμετρα, όταν από ένα κέντρο διευθύνονται όλα τα στάδια της διαδοχικής κατεργασίας της πρώτης ύλης ως την παραγωγή μιας ολόκληρης σειράς ποικίλων έτοιμων προϊόντων, όταν η διανομή αυτών των προϊόντων γίνεται με βάση ένα σχέδιο σε δεκάδες και εκατοντάδες εκατομμύρια καταναλωτές (πώληση του πετρελαίου και στην Αμερική και στη Γερμανία από το αμερικάνικο «Τραστ πετρελαίου») - τότε γίνεται ολοφάνερο ότι έχουμε μπροστά μας μια κοινωνικοποίηση της παραγωγής και καθόλου μια απλή «σύμπλεξη» - ότι οι σχέσεις της ατομικής ιδιοκτησίας αποτελούν ένα περίβλημα, που δεν ανταποκρίνεται πια στο περιεχόμενο, περίβλημα που αναπόφευκτα δεν μπορεί παρά να σαπίσει, να αναβληθεί τεχνητά ο παραμερισμός του, περίβλημα που μπορεί να παραμένει σε κατάσταση αποσύνθεσης ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα (στη χειρότερη περίπτωση, αν η θεραπεία του οπορτουνιστικού αποστήματος τραβήξει σε μάκρος), που αναπόφευκτα όμως θα παραμεριστεί»[19].

Με την παραπάνω θέση θίγεται από το Λένιν η σχέση μεταξύ υλικών προϋποθέσεων και υποκειμενικών για την επανάσταση, ζήτημα που θα μας απασχολήσει στη συνέχεια. Το σημείο αυτό το σημειώνουμε σε σχέση με την πολεμική που άσκησε ο Λένιν στη θέση των οπορτουνιστών για την μετεξέλιξη του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό, όσο και για την κατάρρευσή του, χωρίς την επαναστατική πάλη της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.

Η θέση του επιστημονικού κομμουνισμού για το χαρακτήρα της εποχής μας ως εποχής των σοσιαλιστικών επαναστάσεων δεν είναι βουλησιαρχική, παίρνει υπόψη τη διαλεκτική σχέση του αντικειμενικού - υποκειμενικού στην ιστορική κίνηση. Δίνοντας ο Λένιν το χαρακτήρα της σύγχρονης εποχής τόνιζε ότι: «Η εξαφάνιση του καπιταλισμού και των υπολειμμάτων του, η θεμελίωση της κομμουνιστικής τάξης πραγμάτων, αποτελεί το περιεχόμενο της νέας εποχής που άρχισε τώρα στην παγκόσμια ιστορία»[20].

Την εποχή των σοσιαλιστικών επαναστάσεων εγκαινίασε η Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση που πραγματοποιήθηκε πάνω στο έδαφος της ανάπτυξης του καπιταλισμού στη Ρωσία που ήδη είχε εξελιχθεί στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο. Το γεγονός αυτό δεν αναιρείται από τη βαθιά ανισομετρία στην καπιταλιστική ανάπτυξη της Ρωσίας, ούτε από την προκαπιταλιστική κληρονομιά που κυριαρχούσε σε μεγάλο μέρος της τσαρικής αυτοκρατορίας. Η ύπαρξη των υλικών προϋποθέσεων για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της τσαρικής Ρωσίας αποδεικνύεται και με στατιστικά στοιχεία της εποχής[21].

Η ίδια η πραγματικότητα ανέτρεψε τα «δόγματα» των οπορτουνιστών μενσεβίκων ότι ώριμες συνθήκες για το σοσιαλισμό υπήρχαν μόνο στις αναπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες όπως η Αγγλία και η Γερμανία, ότι απαιτείται η εργατική τάξη να είναι η πλειοψηφία του πληθυσμού. Οτι η καθυστερημένη και «απολίτιστη» Ρωσία έπρεπε να ακολουθήσει το δρόμο της αστικής κοινωνίας για να ενταχθεί στα «πολιτισμένα» έθνη. Ο Λένιν θεωρούσε ότι το προλεταριάτο δεν είχε κανένα λόγο να περιμένει ώσπου να φθάσει σ' ένα ορισμένο «επίπεδο πολιτισμού»:

«Αν για τη δημιουργία του σοσιαλισμού απαιτείται ένα ορισμένο επίπεδο πολιτισμού (αν και κανένας δεν μπορεί να πει πιο είναι ακριβώς αυτό το ορισμένο «επίπεδο πολιτισμού» γιατί κάθε δυτικοευρωπαϊκό κράτος έχει και διαφορετικό επίπεδο), τότε γιατί δεν μπορούμε να αρχίσουμε πρώτα από την κατάκτηση με επαναστατικό τρόπο των προϋποθέσεων γι' αυτό το ορισμένο επίπεδο και μετά πια, βασισμένοι στην εργατοαγροτική εξουσία και στο σοβιετικό καθεστώς να προχωρήσουμε και να φθάσουμε τους άλλους λαούς;»[22].

Γ. ΟΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ

ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Η σοσιαλιστική επανάσταση είναι ένα μεγάλο και δύσκολο έργο, όπου παίρνουν μέρος μάζες εκατομμυρίων ανθρώπων, συγκρούονται και αλληλοεπηρεάζονται διάφορες ταξικές δυνάμεις, κόμματα και οργανώσεις.

Ακόμη και όταν έχουν πλήρως ωριμάσει οι υλικές προϋποθέσεις για το επαναστατικό πέρασμα στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό, όταν ο βασικός ταξικός ανταγωνισμός της καπιταλιστικής κοινωνίας έχει φτάσει στο έπακρο και οξύνονται όλες οι αντιθέσεις του, ακόμα και τότε η πολιτική επανάσταση δεν μπορεί να γίνει αυθαίρετα σε οποιαδήποτε στιγμή και σε οποιαδήποτε κατάσταση.

Για να εκδηλωθεί η σοσιαλιστική επανάσταση και να εξελιχθεί σε νικηφόρα κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη είναι απαραίτητο να υπάρχουν και άλλες προϋποθέσεις, πέραν της ωριμότητας του καπιταλισμού.

1. Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Όπως ήδη αναφέρθηκε από τις υλικές προϋποθέσεις προβάλλει η αναγκαιότητα της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η σοσιαλιστική επανάσταση μπορεί να πραγματοποιηθεί οποτεδήποτε. Προϋπόθεση είναι η εμφάνιση μιας τέτοιας αντικειμενικής κατάστασης ως αποτέλεσμα ραγδαίων αλλαγών στη ζωή της καπιταλιστικής κοινωνίας , ευνοϊκή για την επαναστατική ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας, την κατάκτηση από την εργατική τάξη της πολιτικής εξουσίας. Στη μαρξιστική-λενινιστική θεωρία αυτή η κατάσταση λέγεται επαναστατική κατάσταση και συνιστά την αντικειμενική βάση για να εκδηλωθεί η επανάσταση.

Ο Λένιν έδωσε ως εξής τον επιστημονικό ορισμό της επαναστατικής κατάστασης: «Για έναν μαρξιστή δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επανάσταση είναι αδύνατο να γίνει χωρίς επαναστατική κατάσταση. Ποια είναι μιλώντας γενικά, τα γνωρίσματα μιας επαναστατικής κατάστασης; Ασφαλώς, δε θα πέσουμε έξω, αν υποδείξουμε τρία βασικά γνωρίσματα, τα παρακάτω: 1) Η αδυναμία των κυρίαρχων τάξεων να διατηρήσουν σε αναλλοίωτη μορφή την κυριαρχία τους: η μια είτε η άλλη κρίση των «κορυφών», η κρίση της πολιτικής της κυρίαρχης τάξης που δημιουργεί ρωγμή, απ' όπου εισχωρεί η δυσαρέσκεια και ο αναβρασμός των καταπιεζόμενων τάξεων. Συνήθως, για να ξεσπάσει η επανάσταση δεν είναι αρκετό «τα κάτω στρώματα να μη θέλουν», μα χρειάζεται ακόμη και «οι κορυφές να μη μπορούν» να ζήσουν όπως παλιά. 2) Επιδείνωση μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη της ανέχειας και της αθλιότητας των καταπιεζόμενων τάξεων. 3) Σημαντικό ανέβασμα για τους παραπάνω λόγους της δραστηριότητας των μαζών, που σε «ειρηνική» εποχή αφήνουν να τις ληστεύουν ήσυχα, ενώ σε καιρούς θύελλας τραβιούνται τόσο από όλες τις συνθήκες της κρίσης, όσο και από τις ίδιες τις «κορυφές» σε αυτοτελή ιστορική δράση.

Χωρίς αυτές τις αντικειμενικές αλλαγές, που δεν εξαρτώνται ούτε από τη θέληση ορισμένων χωριστών ομάδων και κομμάτων, αλλά ούτε και από τη θέληση ορισμένων χωριστών τάξεων, η επανάσταση, κατά κανόνα δεν μπορεί να γίνει»[23].

Μ' άλλα λόγια, όταν αναφερόμαστε στην επαναστατική κατάσταση ως αντικειμενική προϋπόθεση της σοσιαλιστικής επανάστασης, εννοούμε ένα σύνολο αντικειμενικά διαμορφωμένων αλλαγών στην κοινωνία, οι οποίες οδηγούν στην πανεθνική κρίση που αγκαλιάζει και τους «πάνω» και τους «κάτω».

Οι ρίζες της επαναστατικής κατάστασης, σε τελευταία ανάλυση, βρίσκονται στις αντιθέσεις του τρόπου παραγωγής. Ωστόσο η αντανάκλασή αυτών των αντιθέσεων στην κοινωνική συνείδηση στην ανάπτυξη ταξικής συνείδησης, δεν είναι αυτόματη και ευθύγραμμη.

Γι' αυτό, μόνο σε ορισμένες κρίσιμες στιγμές της ιστορίας και ανεξάρτητα από τη θέληση των τάξεων δημιουργούνται συνθήκες επαναστατικής κατάστασης.

Το «ανεξάρτητα από τη θέληση των τάξεων» ακριβώς υποδηλώνει τον αντικειμενικό χαρακτήρα της επαναστατικής κατάστασης.

Τέτοιες καταστάσεις υπήρχαν π.χ. στις επαναστάσεις του 17ου, 18ου, 19ου αιώνα στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, το 1905 και το 1917 στη Ρωσία, στην Ευρωπαϊκή Ηπειρο στα χρόνια 1918-1922 και κατά το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, στην Ελλάδα κατά την απελευθέρωση.

Εξετάζοντας το πρώτο γνώρισμα, την κρίση των «κορυφών», δεν εννοούμε τις «δυσκολίες» που συχνά παρουσιάζονται στο αστικό πολιτικό σύστημα, π.χ. παραιτήσεις αστικών κυβερνήσεων, αντιπαραθέσεις μεταξύ των αστικών κομμάτων, αλλαγές στο αστικό πολιτικό σύστημα, με την εξαφάνιση παλιών κομμάτων και τη δημιουργία νέων, εναλλαγές στην πολιτειακή μορφή της αστικής δικτατορίας, στη Συνταγματική τους έκφραση κλπ. Κρίση κορυφών έχουμε όταν η πολιτική της αστικής τάξης χρεοκοπεί, έχει εμφανή δυσκολία να διαχειριστεί συνθήκες κρίσης (οικονομική κρίση, πόλεμος κ.α.), οι οποίες αναπτύσσουν και διευρύνουν σε ασυνήθιστο βαθμό τη λαϊκή δυσαρέσκεια, με αποτέλεσμα «οι κάτω» να μην ελέγχονται όπως πρίν από τους «πάνω», στις «κορυφές» να κυριαρχεί σύγχυση και σε αυτή τη βάση να οξύνονται και ενδοαστικές αντιθέσεις.

Είναι το κρίσιμο σημείο που το αστικό κράτος, οι θεσμοί και οι μηχανισμοί του αδυνατούν πλέον να επιβάλλουν την πολιτική κυριαρχία τους στις λαϊκές μάζες με την ευκολία και τις μεθόδους που γίνονταν πριν.

Αυτό εκδηλώνεται σε στιγμές ιστορικών ανακατατάξεων και συγκρούσεων, όπως στην περίοδο από το Φλεβάρη έως τον Ιούλη του 1917 στη Ρωσία, όπου η αστική κυβέρνηση δεν είχε την πολιτική και στρατιωτική δύναμη να στραφεί ενάντια στα Σοβιέτ, κυρίως παραμονές της Οκτωβριανής Επανάστασης όταν στην Πετρούπολη και τη Μόσχα μεγάλα τμήματα στρατού είχαν ενωθεί με τους ένοπλους εργάτες, όταν η προσωρινή κυβέρνηση του Κερένσκι και οι οπορτουνιστές που συμμετείχαν σε αυτή είχαν πλήρως χρεοκοπήσει στη συνείδηση των μαζών.

Οι μάζες σε αυτές τις στιγμές αφυπνίζονται σε τέτοιο βαθμό, που οι «πάνω» και οι «κάτω» μπλέκονται σε μια πρωτόγνωρη σύγκρουση που αποτελεί κατακόρυφη ανοδική στροφή στην μέχρι τότε ανάπτυξη της ταξικής πάλης

Όσον αφορά το δεύτερο γνώρισμα: την όξυνση της ανέχειας και της αθλιότητας των μαζών.

Οι οικονομικοί όροι και συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων αποτελούν σημαντικό παράγοντα που επιδρούν στην δραστηριοποίηση τους.

Η απότομη αύξηση της φτώχειας και της ανεργίας, η επιδείνωση των όρων εργασίας και ζωής προκαλούν απότομη εκδήλωση της λαϊκής δυσαρέσκειας. Διαμορφώνουν μαζική στάση εγκατάλειψης των αστικών κόμματων από τις εργατικές και λαϊκές μάζες. Πολλοί παράγοντες μπορούν να πυροδοτήσουν μια τέτοια απότομη αλλαγή στις υλικές συνθήκες της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων με αποτέλεσμα αλλαγή στις διαθέσεις. Τέτοιοι παράγοντες είναι οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι και επεμβάσεις, η αύξηση της πολιτικής αντίδρασης που περιορίζει ή και καταργεί στοιχειώδη πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, η αστική αδυναμία στην διαχείριση μεγάλων καταστροφών.

Οι ταξικές αντιθέσεις μπορούν να οξυνθούν ως το επίπεδο της επαναστατικής κατάστασης μέσα από τον συνδυασμό και αλληλεπίδραση οικονομικών και πολιτικών αιτιών.

Λένιν θεωρεί την απότομη αλλαγή στις διαθέσεις και την δραστηριότητα των μαζών τη συγκεκριμένη στιγμή ως φαινόμενο αντικειμενικού χαρακτήρα, δηλαδή ανεξάρτητου από τη συνείδηση των τάξεων, τη θέληση των κομμάτων.

Το αντικειμενικό δεν χαρακτηρίζει μόνο την οικονομία αλλά και την πολιτική. Η πολιτική τόνιζε ο Λένιν, έχει «δική της αντικειμενική, λογική, ανεξάρτητα από τους υπολογισμούς αυτών ή εκείνων των ατόμων ή κομμάτων»[24].

Οι αντικειμενικές συνθήκες, μέσα στις οποίες δρα ο υποκειμενικός παράγοντας (τάξεις και στρώματα, τα κόμματα τους ή ξεχωριστοί εκπρόσωποι τους), είναι διαμορφωμένες από την προηγούμενη δραστηριότητα των ανθρώπων τόσο την κοινωνική-οικονομική όσο και την πολιτική.

Ο πολιτικός συσχετισμός δυνάμεων σε μια συγκεκριμένη στιγμή που είναι προϊόν της δραστηριότητας των τάξεων και των κομμάτων, είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα την οποία υποχρεωτικά λαμβάνουν υπόψη οι τάξεις και τα κόμματα για να τον αλλάξουν στην μία ή άλλη κατεύθυνση.

Ένας συγκεκριμένος συσχετισμός δυνάμεων εξ αντικειμένου δεν μπορεί να παραμένει στατικός. Γιατί η ίδια η καπιταλιστική πραγματικότητα δεν είναι στατική, περικλείει την τάση της όξυνσης των αντιθέσεων της.

Αλλά και η εκδήλωση επαναστατικής κατάστασης δεν οδηγεί σε μια νέα στατική κατάσταση. Για αυτό ο υποκειμενικός παράγοντας για την επιτυχή αξιοποίηση της πρέπει από πριν να είναι προετοιμασμένος - ιδεολογικά, πολιτικά, οργανωτικά - για δράση μέσα σε αυτή την ευνοϊκή κατάσταση. Κι ακόμη, να έχει την ικανότητα εκτίμησης της καλύτερης «στιγμής» για την «έφοδο» , για την κατάληψη της εξουσίας, «ούτε πιο νωρίς , ούτε πιο αργά» όπως έλεγε ο Λένιν.

Με αυτή την έννοια ούτε η εργατική τάξη και το κόμμα της, ούτε το κεφάλαιο με το κράτος του και τα κόμματά του μπορούν να προκαλέσουν ή να αποτρέψουν την εκδήλωση επαναστατικής κατάστασης. Προφανώς η προηγούμενη δράση του κομμουνιστικού κόμματος , η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος μπορεί να επιδράσει στα στοιχεία εκδήλωσης της επαναστατικής κατάστασης. Όταν λοιπόν δημιουργείται επαναστατική κατάσταση, ο βαθμός ανάπτυξης της κινητοποίησης της εργατικής τάξης που λαμβάνει μεγάλες διαστάσεις και αποτελεί απότομη στροφή στη ταξική πάλη, είναι ένα αντικειμενικό στοιχείο που πρέπει να το υπολογίσει το κόμμα, ώστε η επαναστατική κατάσταση να οδηγήσει στην επανάσταση.

Ο Λένιν, στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού του 20ου αιώνα πρόβλεψε την δυνατότητα να διαμορφωθεί επαναστατική κατάσταση πιο εύκολα σε κάποια λιγότερο ανεπτυγμένη καπιταλιστική κοινωνία όπως η Τσαρική Ρωσία , η δυνατότητα μετατροπής της αστικοδημοκρατικής επανάστασης σε προλεταριακή όπως και έγινε. Αυτό σε αντίθεση με την πρόβλεψη των Μάρξ - Ενγκελς που προσέβλεπαν στη δυνατότητα μετεξέλιξης της αστικής επανάστασης (του1848) στις πρωτοπόρες καπιταλιστικές χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης (Γαλλία, Γερμανία) σε σοσιαλιστική, σε συνδυασμό με νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης σε Αγγλία και ΗΠΑ.

Ο Λένιν κατέληξε στο συμπέρασμα για το αδύνατο της ταυτόχρονης εκδήλωσης της σοσιαλιστικής επανάστασης σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες και υποστήριξε τη δυνατότητα νίκης της σε αυτή ή αυτές τις χώρες που θα αποτελέσουν τον «αδύνατο κρίκο» του ιμπεριαλιστικού συστήματος. Η σοσιαλιστική επανάσταση στην μια ή στην άλλη χώρα δεν είναι απομονωμένο φαινόμενο, «κεραυνός εν αιθρία». Συνδέεται με διεργασίες που συντελούνται στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, κάπου όμως οδηγούν ταχύτερα στην όξυνση της ταξικής πάλης . Όπως έχει αποδειχθεί ιστορικά η σοσιαλιστική επανάσταση επιδρά γενικότερα στην ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος σε διεθνές επίπεδο.

Το προλεταριάτο και η πρωτοπορία του στη χώρα που εκδηλώνεται η σοσιαλιστική επανάσταση πραγματοποιούν το «εθνικό» τους καθήκον «ξεμπερδεύοντας με την αστική τάξη της χώρας τους», συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στην υπόθεση της παγκόσμιας επανάστασης.

Ο Λένιν στο έργο του, «Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» αναφέρει:

«Η ανισόμετρη οικονομική και πολιτική ανάπτυξη είναι απόλυτος νόμος του καπιταλισμού. Από δω βγαίνει πως είναι δυνατή η νίκη του σοσιαλισμού στην αρχή σε λίγες ή ακόμη και σε μια μονάχα, χωριστά παρμένη καπιταλιστική χώρα. Το νικηφόρο προλεταριάτο αυτής της χώρας, απαλλοτριώνοντας τους καπιταλιστές και οργανώνοντας στη χώρα του τη σοσιαλιστική παραγωγή, θα ορθωνόταν ενάντια στον υπόλοιπο κόσμο, τον καπιταλιστικό κόσμο, παίρνοντας μαζί του τις καταπιεζόμενες τάξεις των άλλων χωρών, ξεσηκώνοντας στις χώρες αυτές εξεγέρσεις ενάντια στους καπιταλιστές, δρώντας σε περίπτωση ανάγκης ακόμη και με στρατιωτική δύναμη ενάντια στις εκμεταλλεύτριες τάξεις και τα κράτη τους»[25].

Για, παράδειγμα, όλο το πλέγμα των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων πήρε τεράστιες διαστάσεις κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Λένιν τον χαρακτήρισε σαν τον μεγάλο «σκηνοθέτη», που εξασθένησε το κεφαλαιοκρατικό σύστημα, έδωσε τη δυνατότητα να διασπαστεί στα 1917 το μέτωπο του ιμπεριαλισμού στην τσαρική Ρωσία.

Σε μια σειρά έργα του ο Λένιν εξήγησε γιατί στη Ρωσία ήταν πιο εύκολο να σπάσει ο αδύνατος κρίκος και να αρχίσει η επανάσταση απ' ότι στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού:

«Μας ήταν πιο εύκολο, πρώτο, γιατί η ασυνήθιστη για την Ευρώπη του 20ου αιώνα πολιτική καθυστέρηση της τσαρικής μοναρχίας έδινε εξαιρετική δύναμη στην επαναστατική πίστη των μαζών. Δεύτερο, γιατί η καθυστέρηση της Ρωσίας συνένωσε κατά πρωτότυπο τρόπο την προλεταριακή επανάσταση ενάντια στους τσιφλικάδες..... Τρίτο, γιατί η επανάσταση του 1905 έκανε εξαιρετικά πολλά για την πολιτική εκπαίδευση των μαζών των εργατών και αγροτών... Τέταρτο, γιατί οι γεωγραφικές συνθήκες της Ρωσίας της επέτρεπαν να κρατηθεί περισσότερο από άλλες χώρες ενάντια στην στρατιωτική υπεροχή των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών.... Πέμπτο, γιατί η ιδιόμορφη στάση του προλεταριάτου απέναντι στην αγροτιά διευκόλυνε το πέρασμα από την αστική στη σοσιαλιστική επανάσταση.... Έκτο, γιατί το πολύχρονο σχολείο της απεργιακής πάλης και η πείρα του ευρωπαϊκού μαζικού εργατικού κινήματος διευκόλυναν την εμφάνιση, σε μια περίοδο που είχαμε βαθιά και γρήγορα οξυμένη επαναστατική κατάσταση, μιας τέτοιας ιδιότυπης μορφής προλεταριακής επαναστατικής οργάνωσης, όπως τα Σοβιέτ»[26].

Στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού, π.χ. Αγγλία , Γερμανία σημειώνει ο Λένιν είναι πιο δύσκολο να αρχίσει η επανάσταση γιατί είναι ιδιαίτερα ισχυρό και «πολιτισμένο» το αστικό καθεστώς και η εργατική τάξη ζει σε συνθήκες «πολιτισμένης» σκλαβιάς, αλλά θα είναι ευκολότερο να επιτελεστεί το έργο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

2. ΟΙ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Η επαναστατική κατάσταση είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επανάσταση όμως καθεαυτή δεν οδηγεί στην εκδήλωσή της, πολύ περισσότερο στη νίκη της επανάστασης.

Στη Δυτική Ευρώπη το 1918-20 σε μια σειρά χώρες υπήρχαν οι απαραίτητες αντικειμενικές προϋποθέσεις για την επανάσταση, οι κομμουνιστές εκτιμούσαν την ύπαρξη επαναστατικής κρίσης στην Ευρώπη. Ομως η σοσιαλιστική επανάσταση δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί ή να νικήσει.

«....Κάθε επαναστατική κατάσταση δεν οδηγεί στην επανάσταση»[27], έγραφε ο Λένιν, «...Δεν γεννά κάθε επαναστατική κατάσταση επανάσταση, αλλά μόνο μια τέτοια κατάσταση, όπου οι αντικειμενικές αλλαγές... συνενώνονται με τις υποκειμενικές αλλαγές και συγκεκριμένα: με την ικανότητα της επαναστατικής τάξης να αναλάβει επαναστατική μαζική δράση, αρκετά ισχυρή, ώστε να τσακίσει (ή να εξασθενίσει σημαντικά) την παλιά κυβέρνηση που ποτέ, ακόμη και στην εποχή κρίσεων, δεν «πέφτει», αν δεν την «ρίξουν»»[28].

Τα πρώτα χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και μέσα στην κρίση που έφερε ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος, η εργατική τάξη στη Δυτική Ευρώπη δεν μπόρεσε να νικήσει την κυριαρχία του κεφαλαίου. Ο υποκειμενικός παράγοντας, πρώτα απ' όλα το Κόμμα της εργατικής τάξης, δεν ήταν ώριμο γιατί σε μια σειρά χωρών της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης, είχε διαβρωθεί από τον οπορτουνισμό, τη σοσιαλδημοκρατική προδοσία.

Η πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης είναι αδύνατη, αν δεν εξασφαλιστεί η ενότητα των αντικειμενικών και των υποκειμενικών προϋποθέσεων. Αυτό το σημαντικό λενινιστικό συμπέρασμα το επιβεβαίωσε πολλές φορές η ιστορία.

Μιλώντας για το περιεχόμενο της έννοιας «υποκειμενικός παράγοντας της επανάστασης», ο Λένιν επεσήμανε τρεις κύριες πλευρές.

Η πρώτη και καθοριστική πλευρά είναι η ανάγκη ύπαρξης ενός μαχητικού επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος:

Ενα κομμουνιστικό κόμμα που πρώτ' απ' όλα θα πρέπει να καθοδηγείται, να εφαρμόζει δημιουργικά και να αναπτύσσει την μαρξιστική-λενινιστική θεωρία να την εμπλουτίζει με τα διδάγματα της ταξικής πάλης. Γιατί χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατική πράξη. Το Κόμμα να αναπτύσσει σταθερό ιδεολογικό μέτωπο στην αστική ιδεολογία και τον οπορτουνισμό.

Χρειάζεται επίσης να διαμορφώνει πρόγραμμα, δηλαδή επαναστατική στρατηγική ερμηνεύοντας αντικειμενικά τις κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές εγχώριες και διεθνείς συνθήκες. Η ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος τα τελευταία 60-70 χρόνια αναδεικνύει ότι στο πρόγραμμα θα πρέπει να ξεκαθαρίζεται με σαφήνεια ο χαρακτήρας της επανάστασης ως σοσιαλιστικής, ο στρατηγικός στόχος του σοσιαλισμού ως πρώτης βαθμίδας του κομμουνισμού. Η διατύπωση των βασικών χαρακτηριστικών της σοσιαλιστικής κοινωνίας, ο χαρακτήρας της εξουσίας της ως δικτατορία του προλεταριάτου, το οικονομικό της περιεχόμενο ως κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Πολύ πριν τη διαμόρφωση επαναστατικής κατάστασης να επιλέγεται η σωστή πολιτική συμμαχιών, η σύνδεση της με το στρατηγικό στόχο, λαμβάνοντας υπ' όψιν το κάθε φορά επίπεδο του συσχετισμού πολιτικών δυνάμεων και της ταξικής συνείδησης. Να ξεκαθαρίζεται ότι το Κόμμα είναι σε ετοιμότητα να αξιοποιήσει όλες τις μορφές πάλης ανάλογα με τις συνθήκες ανάπτυξης της ταξικής πάλής.

Στην Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 90 χρόνια του ΚΚΕ, συμπυκνώνονται ανάλογα χρήσιμα συμπεράσματα από την ιστορία του ίδιου του ΚΚΕ του επαναστατικού κινήματος στην Ελλάδα:

«Τις ημέρες της απελευθέρωσης από τους Γερμανούς (12 Οκτώβρη 1944) στην Ελλάδα είχε διαμορφωθεί επαναστατική κατάσταση. Ταυτόχρονα το ΕΑΜ κυριαρχούσε, ενώ ο αστικός κρατικός μηχανισμός ήταν σμπαραλιασμένος. Η αστική κυβέρνηση που είχε δημιουργηθεί βρισκόταν στην Αίγυπτο και οι Εγγλέζοι δεν είχαν καταφθάσει ακόμα στην Ελλάδα.

Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι το Κόμμα μας, παρά την τεράστια συνεισφορά και τον πρωταγωνιστικό ρόλο του, δεν μπόρεσε να διαμορφώσει τη στρατηγική που θα οδηγούσε προς την επαναστατική επίλυση του προβλήματος της πολιτικής εξουσίας και τότε ακόμη, ιδίως μετά το 1943, που οι συνθήκες επέβαλαν να θέσει το ζήτημα της επαναστατικής κατάκτησης της εξουσίας. Ετσι, οδηγήθηκε στην υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο εγγλέζικο στρατηγείο της Μ. Ανατολής (5 Ιούλη 1943) και αργότερα στις συμφωνίες του Λιβάνου (20 Μάη 1944) και της Καζέρτας (26 Σεπτέμβρη 1944), για να διατηρήσει και να διευρύνει την «εθνική ενότητα». Δε διαμόρφωσε τις υποκειμενικές προϋποθέσεις μιας πορείας που, ανάλογα και με άλλους παράγοντες, μπορούσε να οδηγήσει στη νίκη»[29].

Το Κόμμα κρίνεται στην ικανότητα του να υπηρετεί τη στρατηγική του μέσα από την καθημερινή του δράση, μέσα από την προσπάθεια επίτευξης επιμέρους στόχων. Να κατακτά την ικανότητα σύνδεσης με τις μάζες, να δρα πρωτοπόρα στους αγώνες της εργατικής τάξης, να δημιουργεί γερούς αγωνιστικούς δεσμούς με αυτή χωρίς όμως να υποτάσσεται στη συνείδηση των μαζών.

Να έχει οργάνωση και λειτουργία που διασφαλίζει την ιδεολογικοπολιτική του ενότητα, την ενιαία θέληση και δράση του κόμματος να μην συμβιβάζεται με τον οπορτουνισμό στις γραμμές του, γενικά να τον πολεμά, να αντιμετωπίζει κάθε προσπάθεια ενσωμάτωσης και προσαρμογής του στο καπιταλιστικό σύστημα.

Για τον καθοριστικό ρόλο του κόμματος στη νικηφόρα πορεία της Οκτωβριανής Επανάστασης, και τα διδάγματα από τον ηγετικό του ρόλο στην εργατική τάξη, ο Λένιν έγραφε: «Χωρίς μια εξαιρετικά σοβαρή και ολόπλευρη προετοιμασία του επαναστατικού τμήματος του προλεταριάτου για την εξοστράκιση και τη συντριβή του οπορτουνισμού είναι ανόητο και να σκέπτεται... Οι μπολσεβίκοι είχαν με το μέρος τους, όχι μόνο την πλειοψηφία του προλεταριάτου, όχι μόνο την ατσαλωμένη μέσα στη μακρόχρονη και πεισματική πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό επαναστατική πρωτοπορία του προλεταριάτου. Είχαν αν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσουμε τη στρατιωτική ορολογία, μια ισχυρή «δύναμη κρούσης» στις πρωτεύουσες.

Να έχεις στην αποφασιστική στιγμή, στο αποφασιστικό σημείο συντριπτική υπεροχή δυνάμεων -αυτός ο «νόμος» των πολεμικών επιτυχιών. Είναι επίσης νόμος και της πολιτικής επιτυχίας, ιδίως σε ένα τέτοιο σκληρό, έντονο πόλεμο των τάξεων, που λέγεται επανάσταση»[30].

Η δεύτερη είναι ότι για τη νίκη της επανάστασης πρέπει «η πλειοψηφία των εργατών (ή πάντως η πλειοψηφία των συνειδητών, των σκεπτόμενων και των πολιτικά δραστήριων εργατών) να καταλάβει πέρα για πέρα την ανάγκη της επανάστασης και να είναι έτοιμη να βαδίσει στο θάνατο γι' αυτή...»[31]. Δηλαδή, η ετοιμότητα και η θέληση της εργατικής τάξης είναι ο πρώτος όρος.

Η εργατική τάξη ανάμεσα στα διάφορα τμήματα του φτωχού λαού ξεχωρίζει ως η ηγετική, η κινητήρια δύναμη της σοσιαλιστικής επανάστασης.

«Η δύναμη το προλεταριάτου σε οποιαδήποτε καπιταλιστική χώρα είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη απ' ότι το ποσοστό του προλεταριάτου στο σύνολο του πληθυσμού. Αυτό συμβαίνει, γιατί το προλεταριάτο κυριαρχεί οικονομικά στα κέντρα και στα νευραλγικά σημεία ολόκληρου του οικονομικού συστήματος του καπιταλισμού και γιατί το προλεταριάτο, οικονομικά και πολιτικά εκφράζει τα πραγματικά συμφέροντα της τεράστιας πλειονότητας των εργαζομένων στον καπιταλισμό...»[32].

Η τρίτη πλευρά, που επισήμανε ο Λένιν, έγκειται στο ότι για την επιτυχία της επανάστασης δεν αρκούν μόνο η επαναστατική δράση της εργατικής τάξης και πολύ περισσότερο μονάχα της πρωτοπορίας της.

«Θα ήταν όχι απλώς ανοησία, αλλά και έγκλημα, να ρίξουμε την πρωτοπορία στην αποφασιστική μάχη, προτού όλη η τάξη, προτού οι πλατιές μάζες να έχουν πάρει θέση ανοιχτής υποστήριξης της πρωτοπορίας, ή τουλάχιστον ευμενούς ουδετερότητας απέναντι της και να έχουν δείξει ότι είναι εντελώς ανίκανες να υποστηρίξουν τον αντίπαλό τους»[33].

Με άλλα λόγια για τη νίκη της επανάστασης χρειάζεται όχι μονάχα μεγάλη δραστηριότητα της πλειοψηφίας των συνειδητών εργατών, αλλά και η υποστήριξη τους από την εργατική τάξη και από μέρους, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.

Μόνο το προλεταριάτο, μπορεί να ηγηθεί της πάλης για το σοσιαλισμό. Αντίθετα προς την αταλάντευτη εργατική τάξη, οι σύμμαχοι της, φτωχοί αγρότες, αυτοαπασχολούμενοι, κατέχουν τέτοια θέση στο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής, που προκαθορίζει την ασυνέπεια και τις ταλαντεύσεις τους πάνω σε πολλά ζητήματα της ταξικής πάλης.

Η πολιτική καθοδήγηση του προλεταριάτου, που μόνο αυτό μπορεί να εκφράζει τα συνολικά συμφέροντα των εργαζομένων, μπορεί και πρέπει να συνενώσει στην πάλη κατά των μονοπωλίων σημαντικά τμήματα του πληθυσμού από τις σκόρπιες, ταλαντευόμενες μάζες των μη προλεταριακών στρωμάτων.

Αυτό όμως δε σημαίνει ότι μέσα στην επαναστατική κατάσταση το προλεταριάτο θα μπορέσει να κατακτήσει την πλειοψηφία του πληθυσμού, αλλά τα πιο μαχητικά πρωτοπόρα τμήματα του, και τουλάχιστον να ουδετεροποιήσει κάποια άλλα.

Απαντώντας ο Λένιν στον Κάουτσκυ και τους οπορτουνιστές της Β΄ Διεθνούς, οι οποίοι κατηγορούσαν τους μπολσεβίκους, για παραβίαση της ιστορίας, για «εξέγερση μιας μειοψηφίας», έγραφε:

«Αυτή ακριβώς τη διαλεκτική ποτέ δεν μπόρεσαν να την καταλάβουν οι προδότες, οι χοντροκέφαλοι και σχολαστικοί της Β΄ Διεθνούς: το προλεταριάτο δεν μπορεί να νικήσει, αν δεν κατακτήσει με το μέρος του την πλειοψηφία το πληθυσμού. Αλλά να περιορίζεις ή να εξαρτάς την κατάκτηση αυτή από την απόκτηση της πλειοψηφίας των ψήφων στις εκλογές μέσα σε συνθήκες της αστικής τάξης σημαίνει αθεράπευτη βλακεία η καθαρή εξαπάτηση των εργατών. Το προλεταριάτο, για να κατακτήσει την πλειοψηφία του πληθυσμού με το μέρος του, πρέπει, πρώτο, να ανατρέψει την αστική τάξη και να πάρει την κρατική εξουσία στα χέρια του. Πρέπει, δεύτερο, να εγκαθιδρύσει τη Σοβιετική εξουσία, κάνοντας θρύψαλα τον παλιό κρατικό μηχανισμό, υποσκάπτοντας έτσι, με μιας την κυριαρχία, το κύρος, την επιρροή της αστικής τάξης και των μικροαστών συμφιλιωτιστών μέσα στις μη προλεταριακές εργαζόμενες μάζες. Πρέπει, τρίτο, να εξαλείψει την επιρροή της αστικής τάξης και των μικροαστών συμφιλιωτιστών στην πλειοψηφία των μη προλεταριακών εργαζόμενων μαζών, ικανοποιώντας επαναστατικά τις οικονομικές τους ανάγκες σε βάρος των εκμεταλλευτών»[34].

Το προλεταριάτο μόνο όταν κατακτά την πολιτική εξουσία για να θεμελιώσει τον σοσιαλισμό, αποκτά τις πολιτικές και στην πορεία και τις οικονομικές προϋποθέσεις για να κερδίσει την πλειοψηφία του λαού.

Κείμενο της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ



[1]Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς: «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», σελ. 25-26, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».

[2]Κ. Μαρξ: «Πρόλογος» στην «Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας», σελ 7, εκδόσεις «Οικονομικής και Φιλοσοφικής Βιβλιοθήκης».

[3]Φρ. Ενγκελς: «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους», σελ. 212, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».

[4]Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς: «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», σελ. 39-50, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».

[5]Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 36, σελ. 7.

[6]Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 31, σελ. 133.

[7]Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς, Διαλεχτά Εργα, τόμος ΙΙ, σελ. 572-573.

[8]Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 36-37.

[9]Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 40.

[10]Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς, Διαλεχτά Εργα, τόμος 1, σελ. 425.

[11]Κ. Μαρξ «Η αθλιότητα της φιλοσοφίας» , εκδόσεις Αναγνωστίδη σελ 173

[12]Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 26, σελ. 142.

[13]Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος 3, σελ. 553, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».

[14]Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος 3, σελ. 551, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».

[15]Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος 1, σελ. 787, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» .

[16]Β. Ι. Λένιν. «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 27, σελ. 392.

[17]Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 27, σελ. 323.

[18]Δες άρθρο Μάκη Παπαδόπουλου: «Η κοινωνική ρίζα του οπορτουνισμού», ΚΟΜΕΠ 1/2008.

[19]Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 27, σελ. 432.

[20]Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 41, σελ. 425.

[21]Στις παραμονές του α΄ παγκοσμίου πολέμου υπήρχε για την εποχή σημαντική ανάπτυξη και συγκέντρωση της εργατικής τάξης στη Ρωσία: Υπολογιζόταν σε 15 εκατ. ο συνολικός αριθμός των εργατών, εκ των οποίων τα 4 εκατ. εργάτες βιομηχανίας και σιδηροδρομικοί. Επίσης υπολογιζόταν ότι από τους βιομηχανικούς εργάτες το 56,6% ήταν συγκεντρωμένο στις βιομηχανίες με 500 και πάνω εργαζόμενους.

Από την άποψη του μεριδίου στον παγκόσμιο όγκο βιομηχανικής παραγωγής κατείχε την 5η θέση και την 4η στο μερίδιο του ευρωπαϊκού. Βέβαια η περίοδος της βιομηχανικής ανόδου είχε αρχίσει στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20ουαιώνα. ΟΙ κλάδοι μέσων παραγωγής αύξησαν την παραγωγή τους κατά 83% την περίοδο 1909-1913 (μέση ετήσια αύξηση 13%).

Ωστόσο η μεγάλη καπιταλιστική βιομηχανία ήταν συγκεντρωμένη σε έξη περιοχές: Κεντρική, Β/Δ (Πετρούπολης), Βαλτική, Νότια, Πολωνία, Ουράλια, στις οποίες ήταν συγκεντρωμένο περίπου το 79% των βιομηχανικών εργατών και παράγονταν το 75% της συνολικής βιομηχανικής παραγωγής. Η Βαθύτατη ανισομετρία που χαρακτήριζε την οικονομία της Τσαρικής Ρωσικής Αυτοκρατορίας στις παραμονές του α΄ παγκοσμίου πολέμου αποτυπώνεται στα στατιστικά στοιχεία της εποχής, παρά την προβληματικότητά τους. Η εργατική τάξη μόλις προσέγγιζε το 20% του συνολικού πληθυσμού (από πηγή σε πηγή κυμαίνεται μεταξύ 17 - 19,5%). Οι μικροί εμπορευματοπαραγωγοί (αγρότες, χειροτέχνες, βιοτέχνες) αποτελούσαν το 66,7% και οι εκμεταλλεύτριες τάξεις το 16,3% (από αυτούς το 12,3% ήταν οι κουλάκοι).

Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, «Πολιτική Οικονομία», εκδόσεις Κυπραίου, 1960, σελ. 542.

Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 31, σελ. 183-185.

[22]Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 45, σελ. 380.

[23]Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 26, σελ. 220.

[24]Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 14, σελ. 197.

[25]Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 26, σελ. 362-363.

[26]Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 38, σελ. 306-307.

[27]Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 26, σελ. 220.

[28]Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 26, σελ. 221.

[29]ΚΟΜΕΠ, τ.1, 2008

[30]Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 40, σελ. 6.

[31]Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 41, σελ. 70.

[32]Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 40, σελ. 23.

[33]Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 41, σελ. 77-78.

[34]Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 40, σελ. 14.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου