Σελίδες

20 Φεβ 2012

Ο Σαμαράς και η ... Δημοκρατία της Βαϊμάρης...

Η θεωρία «των άκρων». «Τα κόμματα των άκρων εκτινάζονται σε επίπεδα πρωτόγνωρα.(...) Αυτό μοιάζει πολύ -το λέω να το ακούνε οι φίλοι μας οι Ευρωπαίοι- με το τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Οδηγούνται τα πράγματα στα άκρα... Και δεν αφορά την Ελλάδα μόνο. Κινδυνεύει να γίνει πολύ κολλητικό και για τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες (...) Μόνον όσοι πυροδοτούν το χάος και κερδοσκοπούν πάνω στην επερχόμενη καταστροφή, έχουν λόγο να χτυπούν τη Νέα Δημοκρατία».1
Τόσο στριμωγμένη είναι λοιπόν η ΝΔ, που για να ξεχωρίσει επιτέλους από τις άλλες δυνάμεις του Μαύρου Μετώπου, ανατρέχει σε ιστορίες 80 και 90 χρόνων! (Κατά τα άλλα, στελέχη της δικής του παράταξης αναμασούν συνεχώς ότι το ΚΚΕ είναι προσκολλημένο στο παρελθόν!).
Για την άτιμη προπαγάνδα περί των «άκρων», για τη βρώμικη και εξίσου ανιστόρητη εξίσωση φασισμού - κομμουνισμού έχουν γραφτεί πολλά στο «Ριζοσπάστη» με
αφορμή και τα κατά καιρούς ψηφίσματα και αποφάσεις ιμπεριαλιστικών ενώσεων και κρατών (ΕΕ, Συμβούλιο της Ευρώπης, κυβερνήσεις της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, κ.ά.). Και θα εξακολουθούν να γράφονται, καθώς το ιδεολογικό δόγμα περί «ολοκληρωτισμού» αποτελεί πλέον βασικό στοιχείο όχι μόνο της αστικής ιδεολογίας αλλά και διάφορων ρευμάτων του οπορτουνισμού (Αλλωστε, μια μέρα μόλις μετά την ομιλία του Αντ. Σαμαρά, τα αήθη περί των «άκρων» ξεστόμισε και ο σοσιαλιστής υπουργός της καταστολής Χρ. Παπουτσής. Σε αντίστοιχο πνεύμα κινήθηκαν και οι δηλώσεις του δημάρχου της Αθήνας.)
Η αστική τάξη γνωρίζει καλά ότι η εξουσία της διασφαλίζεται μόνο όσο το προλεταριάτο δεν συναισθάνεται το ρόλο του ως «τάξη για τον εαυτό της» και μόνο όσο η μεγάλη πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων θα περιπλανιέται σε απατηλούς ιδεολογικούς λαβύρινθους που κατασκεύασαν οι καπιταλιστές, για να εμποδιστεί η προσέγγιση της αντικειμενικής αλήθειας, ο ταξικός χαρακτήρας της καπιταλιστικής κοινωνίας και κατ' επέκταση, ο ταξικός χαρακτήρας της αστικής εξουσίας, με όποια μορφή κι αν αυτή προβάλλει. Στη σημερινή κοινωνία, τα δύο «άκρα», δηλαδή οι δύο βασικοί της και αντίθετοι ο ένας προς τον άλλο πόλοι καθορίζονται «σε τελευταία ανάλυση» (όπως έλεγαν και οι θεμελιωτές της υλιστικής και διαλεκτικής κοσμοθεωρίας εδώ και πάνω από 160 χρόνια) από τις σχέσεις ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.
Κόντρα στην αντικειμενική πραγματικότητα, η αστική τάξη, από τότε που έγινε αντεπαναστατική, δηλαδή από τότε που το δικό της ταξικό κράτος αντικατέστησε το φεουδαρχικό, προβάλλεται ως ενοποιητικός φορέας της κοινωνίας, ως το «μέσον» που έχει ταχθεί στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του «συνόλου», του «έθνους», του «λαού». Ετσι π.χ. «για το καλό όλων των Ελλήνων» και όχι για την εξασφάλιση των καπιταλιστικών συμφερόντων αποφάσισαν την εφαρμογή «μνημονιακών» πολιτικών που καταβαραθρώνουν τις συνθήκες ζωής της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας! «Για το καλό των λαών» και όχι για τα μονοπωλιακά συμφέροντα διεξάγουν πολέμους και σφαγές λαών! «Για το καλό όλου του έθνους» ματοκύλισαν πάμπολλες φορές εργατικούς απεργιακούς αγώνες! Ταυτόχρονα, με την αυτοανακήρυξή τους σε «μέσον» και σε φορέα εκπροσώπησης του «συνόλου» και του έθνους οι καπιταλιστές και οι πολιτικοί εκπρόσωποί τους βάπτισαν και την υποταγή στα συμφέροντά τους σε «κοινωνική συνοχή». Κατ' αυτούς, όποιος αντιστρατεύεται τα συμφέροντά τους δεν είναι «απλά» ταξικός αντίπαλος, αλλά «εχθρός του λαού», φορέας της «καταστροφής» και του «εμφυλίου». Αυτά ισχυρίζονταν ενόψει των πρόσφατων μεγάλων κινητοποιήσεων του λαού, όχι μόνο η ΝΔ αλλά και η ΠΑΣΟΚική και Καρατζαφερική ιδεολογική τρομοκρατία, σε συγχορδία με τα περισσότερα αστικά μέσα μαζικής προπαγάνδας. Για την «κοινωνική συνοχή» πασχίζει όμως και ο οπορτουνισμός ως πολιτική ή συνδικαλιστική έκφραση.
Η κοινωνική πραγματικότητα όμως, εκτός των άλλων διαμορφώνεται από το συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στις δύο βασικές τάξεις αλλά και από τη διαπάλη μέσα σε κάθε τάξη (ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις στη μία, στην άλλη διαπάλη των ταξικά συνεπών δυνάμεων με την εργατική αριστοκρατία και τους φορείς της αστικής αντίληψης). Οσο αυτοί οι συσχετισμοί επιτρέπουν στους καπιταλιστές να υλοποιούν απρόσκοπτα τα συμφέροντά τους μέσω της δικτατορίας τους με τη μορφή της αστικής δημοκρατίας, τότε και οι ίδιοι και η προπαγάνδα τους είναι φανατικοί ταγοί της «δημοκρατίας». Οταν όμως οι συνθήκες αλλάζουν δεν εμφανίζουν «σύμπλεγμα συνέπειας» και καταφεύγουν στις πιο απροκάλυπτες και αιματηρές μορφές δικτατορίας.
Ετσι και στην Ελλάδα του μεσοπολέμου, δεν απουσίασαν οι «λάτρεις του κοινοβουλευτισμού» (Κονδύλης, Πλαστήρας, κ.ά.), που στο όνομα του Λαού και της Δημοκρατίας έγιναν αδίστακτοι πραξικοπηματίες. Αλλωστε, «υπερασπιστές του κοινοβουλευτισμού» ήταν και οι πολιτικοί πρόγονοι των σημερινών αστικών κομμάτων, που σε σύμπνοια με το βασιλιά χορήγησαν έκτακτες εξουσίες στον Ι. Μεταξά, ακριβώς για να καταργήσει αυτόν τον κοινοβουλευτισμό. Αλλά ακόμα και αυτός ο «εθνάρχης», «μέγας κοινοβουλευτικός άνδρας» και ιδρυτής του κόμματος του Αντ. Σαμαρά, Κ. Καραμανλής ευχόταν την επιτυχία της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 («επανάστασην» την αποκαλούσε)2. Ακόμα και ο ίδιος ο Α. Σαμαράς, μπορεί στα λόγια να ανησυχεί για «τα άκρα», στην πράξη όμως δεν φανερώνει κανένα πρόβλημα ακόμα και να συγκυβερνά με στοιχεία όπως τον Καρατζαφέρη, τον Γεωργιάδη ή το Βορρίδη!
Οσοι, όπως ο αρχηγός της ΝΔ, ξεσηκώνουν το κουρνιαχτό των «άκρων», το κάνουν μόνο και μόνο για να αποκρύψουν το ταξικό τους μίσος για το Κομμουνιστικό Κόμμα και την εργατική τάξη. Την ίδια θεωρία αξιοποίησαν και οι Γερμανοί ιμπεριαλιστές στις αρχές της δεκαετίας του 1950, για να απαγορεύσουν τη δράση του ΚΚ και των αντιιμπεριαλιστικών κινημάτων: στο όνομα της υπεράσπισης της «δημοκρατίας» από τα «άκρα». Μόνο που τότε κορυφώνονταν και η πολιτική, διοικητική και οικονομική αποκατάσταση των περισσότερων βασικών στελεχών του ναζισμού, που είχαν καταδικαστεί ακόμα και από διεθνή δικαστήρια! Με πρόσχημα την «καταπολέμηση των άκρων», στις μέρες μας, σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, οι πολέμιοι του φασισμού διώκονται και οι συνεργάτες του ανακηρύσσονται σε εθνικούς ήρωες!
Κλασικό παράδειγμα την εποχή του ιμπεριαλισμού, για τη σχέση των αστών (χρηματιστική ολιγαρχία) με τον κοινοβουλευτισμό είναι η άνοδος του φασισμού στην Ευρώπη του μεσοπολέμου, όσο κι αν η αστική ιστοριογραφία, αποσιωπώντας τα πραγματικά στοιχεία, θέλει να το αναγάγει αυτό το φαινόμενο σε «ατύχημα της ιστορίας», σε απόρροια «των άκρων», προσδίδοντάς του ακόμα και ψυχιατρικά αίτια (ο σχιζοφρενής Χίτλερ, κλπ.). Ξεχωριστό παράδειγμα είναι η Γερμανία, όπου το μονοπωλιακό κεφάλαιο χρειάστηκε τη «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» ακριβώς για να επιβάλει τη φασιστική δικτατορία. Οσο κι αν ο Α. Σαμαράς και πολλοί όμοιοί του συνειδητά το παραβλέπουν!
Η «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» (1919-1933)
Οσο κι αν η αστική ιστοριογραφία πασχίζει να πείσει ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία, που εγκαθιδρύθηκε στη Γερμανία με την κατάργηση της μοναρχίας και με την υιοθέτηση δημοκρατικού συντάγματος από την Γερμανική Εθνοσυνέλευση, στην πόλη Βαϊμάρη της Θουριγγίας (28/2/1919) αποτελεί κατάκτηση του λαού που επαναστάτησε το Νοέμβρη του 1918, η εγκαθίδρυσή της, «ο βίος και η πολιτεία της» δείχνουν ξεκάθαρα ότι αυτή δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένας πρόσκαιρος συμβιβασμός των μεγαλοκαπιταλιστών, που εξασφάλισε την εξουσία τους από τον «εχθρό λαό».
Η γερμανική προλεταριακή επανάσταση (3 Νοέμβρη 1918 - Γενάρη 1919, στη Βαυαρία έως τον Απρίλη του ίδιου έτους) έχοντας ως υπόβαθρο όπως και η Οκχωβριανή της Ρωσίας του 1917, τη μαζική εξαθλίωση που επέφερε για τις λαϊκές μάζες ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, παρουσίασε κοινά χαρακτηριστικά με εκείνη, όπως για παράδειγμα τα επαναστατικά συμβούλια εργατών και ναυτών. Η μεγάλη ποιοτική διαφορά ήταν το γεγονός ότι στη Γερμανία απουσίαζε το μαζικό και ταξικά συνεπές κόμμα του προλεταριάτου, το κομμουνιστικό (οι πρωτοπόροι επαναστάτες της ομάδας «Σπάρτακος» προχώρησαν στη δημιουργία τέτοιου κόμματος στο απόγειο της επανάστασης). Παρ' όλα αυτά, η δράση του προλεταριάτου, με αρχικούς στόχους που ξεπερνούσαν τα καπιταλιστικά πλαίσια κλόνισε σοβαρά την εξουσία της ηττημένης στον πόλεμο γερμανικής αστικής τάξης.
Αν και η δράση των επαναστατημένων μαζών προσέγγιζε την αντικειμενική ανάγκη της σύμπλεξης των εθνικών και αστικοδημοκρατικών διεκδικήσεων με τη διεκδίκηση της προλεταριακής εξουσίας, η ελλιπής αντίληψη που είχαν για το σοσιαλισμό και για το δρόμο που οδηγεί σε αυτόν (στρατηγική), καθώς και οι αυταπάτες που διατηρούσαν ως προς το χαρακτήρα του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (το κόμμα που με το ξέσπασμα του πολέμου ηγεμόνευσε στο χώρο του σοσιαλσοβινισμού) υποχρεωτικά οδηγούσε στο συμβιβασμό με τους αστούς, στην καλλιέργεια κοινοβουλευτικών αυταπατών και στον περιορισμό ακόμα και των αστικών μεταρρυθμίσεων. Ενώ, για παράδειγμα, οι μάζες αρχικά διεκδικούσαν μεταξύ άλλων την κατάργηση της στρατοκρατίας και του ιδιαίτερου ρόλου του στρατού στην πολιτική ζωή, οι σοσιαλδημοκράτες που ασκούσαν πλέον την κυβερνητική εξουσία, συνεπείς στις δεσμεύσεις τους, όχι απέναντι στις επαναστατημένες μάζες, αλλά απέναντι στους αστούς, αξιοποίησαν τον αυτοκρατορικό στρατό για να πνίξουν στο αίμα το εξεγερμένο προλεταριάτο του Βερολίνου και άλλων πόλεων και αργότερα της Βαυαρίας. Με αφορμή τη στυγνή δολοφονία των ηγετών της επανάστασης Κ. Λίμπκνεχτ και Ρ. Λούξεμπουργκ, ο Λένιν σε ομιλία του στις 19/1/1919 κατάγγειλε το νέο ρόλο που ανέλαβε η ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (SPD), τους Εμπερτ (Ebert) και Σάιντεμαν (Scheidemann) ως δημίους των προλεταριακών ηγετών, τονίζοντας ταυτόχρονα ότι «... η «Δημοκρατία» είναι τελικά ένα μασκάρεμα της αστικής ληστείας και της πιο κτηνώδους βίας».
Η συντακτική εθνοσυνέλευση που εκλέχτηκε το Γενάρη του 1919 και η υιοθέτηση του Συντάγματος της Βαϊμάρης (4-28 Φλεβάρη) αντικατόπτριζαν την εδραίωση ξανά της εξουσίας των αστών, που σε σχέση με την προπολεμική περίοδο, δε χρειάζονταν πλέον να τη μοιράζονται και με τον αυτοκράτορα (Κάιζερ). Η οικογένεια του τελευταίου και συνολικά οι διάφοροι ευγενείς έπρεπε να ικανοποιηθούν με το γεγονός ότι οι εξαγγελίες της επανάστασης περί απαλλοτρίωσης της περιουσίας τους έμεινε κενό γράμμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμα και ο όρος Reich (Ράιχ = αυτοκρατορία» - «βασίλειο») παρέμεινε στο νέο Σύνταγμα, παρά την πρόταση που τέθηκε για αλλαγή του σε «Δημοκρατία» (Republik).
Το Σύνταγμα της Βαϊμάρης, σε σύγκριση με το προηγούμενο του Βίσμαρκ (1871) εμπεριείχε πιο προωθημένες διατάξεις (όπως η γενίκευση του δικαιώματος ψήφου σε όλους τους «πολίτες» άνω των 20 ετών, η δυνατότητα διεξαγωγής δημοψηφισμάτων, κλπ.), που απλά απέβλεπαν στην πρόσδεση του λαού στα συμφέροντα των καπιταλιστών. Για την αποφυγή οποιασδήποτε «παρεξήγησης» επ' αυτού, το άρθρο 48 του Συντάγματος έδινε στον Πρόεδρο της χώρας (αναδεικνύονταν με άμεση ψηφοφορία από το λαό) να αναστέλλει όλες τις συνταγματικές ελευθερίες και να διατάσσει την επέμβαση των ενόπλων δυνάμεων, στην περίπτωση «που παρεμποδίζεται σημαντικά ή απειλείται η δημόσια ασφάλεια και τάξη» (Αντίστοιχες διατάξεις έχουν όλα τα αστικά συντάγματα.)
Το εν λόγω άρθρο αξιοποιήθηκε κατά κόρον την περίοδο 1919-1933 για την καταστολή εργατικών απεργιακών αγώνων, για τη διάλυση συνταγματικά εκλεγμένων κυβερνήσεων των κρατιδίων όταν αυτές δεν ταίριαζαν απόλυτα με τις επιδιώξεις της άρχουσας τάξης, για την «εν ψυχρώ» προώθηση των πιο αντιδραστικών απαιτήσεων των μεγαλοβιομηχάνων, για την αναστολή της κοινοβουλευτικής δράσης και στο τέλος, ως κατώφλι για το πέρασμα στην ανοιχτή φασιστική δικτατορία των εθνικοσοσιαλιστών.
Δεν μπορούμε να ξέρουμε με βεβαιότητα, αν τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι αυτά που συγκινούν τους υπερασπιστές της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ή οι οικονομικές και κοινωνικές της επιδόσεις.
Γεγονός είναι ότι στα πρώτα χρόνια, ως απόρροια και της ήττας στον πόλεμο, εμφανίζεται ένα πρωτόγνωρο πληθωριστικό «τσουνάμι»3, που ενέτεινε κατά πολύ την αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου σε βάρος της εργατιάς και των μικροαστικών στρωμάτων και προς όφελος των μονοπωλιακών ομίλων που γιγάντωναν μέρα με τη μέρα, μέσα και από τη ραγδαία διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης (Μόνο ο πολυεκατομμυριούχος Χούγκο Στίνες (HugoStinnes) την περίοδο του ραγδαίου πληθωρισμού εξαγόρασε 1.664 επιχειρήσεις με 300.000 εργαζόμενους!) Καθ' όλη τη δεκαετία του '20 η αναδιανομή λειτούργησε και προς όφελος των μονοπωλίων των νικητριών δυνάμεων του πολέμου, με βάση τις πολεμικές αποζημιώσεις, που προέβλεπε η συνθήκη των Βερσαλιών και οι κατοπινές ενδοϊμπεριαλιστικές ρυθμίσεις. Ιδιαίτερα ενισχυμένη παρουσία στη Γερμανία απέκτησαν οι αμερικάνικοι μονοπωλιακοί όμιλοι και ειδικά οι τραπεζικοί.
Αν τα πρώτα χρόνια της Βαϊμάρης, οι πραξικοπηματικές απόπειρες στρατιωτικών (το Μάρτιο 1920 οι μοναρχικοί στρατιωτικοί με επικεφαλής το γενικό επιτελάρχη Καπ (Kapp), το στρατηγό Λούντεντορφ (Lundendorff) κ.ά. και το Νοέμβριο του 1923 ο Χίτλερ ξανά με το Λούτεντορφ) αποτυγχάνουν να καταλύσουν την αστική δημοκρατία, αυτό οφείλονταν τόσο στο γεγονός ότι το συγκροτημένο πλέον ΚΚ Γερμανίας τέθηκε επικεφαλής αποφασιστικών εργατικών ένοπλων αγώνων, όσο και στο γεγονός ότι η σφοδρή ενδοκαπιταλιστική διαπάλη ανάμεσα σε διάφορους μονοπωλιακούς ομίλους για την πρωτοκαθεδρία, δεν επέτρεπε την σύνταξη κοινού σχεδίου αντιμετώπισης της συνταγματικής δημοκρατίας και την ύπαρξη κοινής εναλλακτικής πρότασης. Αυτό δε σημαίνει ότι οι αστοί αντιμετώπισαν με αδιαφορία το φασισμό. Απλά δεν είχαν καταλήξει ποια από τις πάμπολλες εκείνη την εποχή παραστρατιωτικά, εθνικιστικά και φασιστικά σχήματα ήταν η καταλληλότερη. Πάντως, αν στην αρχή το Εθνικοσοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Γερμανίας (NSDAP) του Χίτλερ είχε ως χρηματοδότες (η «διαπλοκή» και τότε ήταν σύμφυτη του καπιταλισμού) Βαβαρούς καπιταλιστές μεσαίου μεγέθους, ήδη τον Οκτώβρη του 1923 (μόλις ένα μήνα πριν το αποτυχημένο πραξικόπημα) ο Φριτς Τύσσεν (FritzThyssen - επικεφαλής του ομώνυμου ομίλου) το ενίσχυσε με 100.000 χρυσά μάρκα4. Αντίστοιχα έπραξε και ο έτερος μεγαλοβιομήχανος Ερνστ φον Μπόρζιχ (ErnstvonBorsig). Αλλά και το αστικό πολιτικό σύστημα συνολικά δεν φάνηκε εχθρικό σε τέτοια φαινόμενα. Ετσι ο Χίτλερ για την απόπειρά του καταδικάστηκε «επί εσχάτη προδοσία» σε 5 χρόνια φυλάκιση, αλλά ήδη το Δεκέμβρη 1924 ήταν και πάλι ελεύθερος και με πολιτικά δικαιώματα. Ο δε Λούντεντορφ δεν δικάστηκε καν! Και όλα αυτά χωρίς την παραμικρή ένσταση των σοσιαλδημοκρατών και αστών «λάτρεων» της αστικής δημοκρατίας.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί, ότι καθ' όλη την περίοδο 1919-1932, στην κυβερνητική εξουσία το σοσιαλδημοκρατικό και τα αστικά κόμματα (τα περισσότερα εμπεριείχαν στην ονομασία τους και τον προσδιορισμό «λαϊκό») είτε εναλλάσσονταν το ένα με το άλλο, είτε συγκυβερνούσαν, χωρίς όμως κανένα από αυτά να μπορεί να υλοποιήσει τις δημαγωγικές εξαγγελίες για «τη σωτηρία του Λαού», που όλο αυτό το διάστημα, με πρωτοπορία την εργατική τάξη συνέχιζε να διεκδικεί τα δικαιώματά του με διάφορες μορφές (ένοπλες εξεγέρσεις, απεργίες, κλπ.). Ούτε βέβαια δεν μπόρεσαν, παρά την «ικανότητά» τους να κρατήσουν τη Γερμανία έξω από τη δίνη της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης του 1929. Αυτό που κατάφεραν (γιατί αυτό άλλωστε επιδίωκαν) είναι με τις επιχορηγήσεις, με κρατικές παραγγελίες και με άλλα εξίσου «δημοκρατικά» μέτρα να ενισχύσουν ξανά και σε παγκόσμιο επίπεδο τη θέση της ντόπιας χρηματιστικής ολιγαρχίας. Το 1932, καθώς η επίδραση της οικονομικής κρίσης και η δράση των κομμουνιστών ανεβάζουν σημαντικά το οργανωμένο εργατικό κίνημα, επιλέγεται η απομάκρυνση της σοσιαλδημοκρατίας από την κεντρική κυβέρνηση (παρέμεινε κυβέρνηση όμως στο μεγαλύτερο κρατίδιο, την Πρωσία) ακριβώς για να μην απολέσει την «έξωθεν καλή μαρτυρία» και για να μπορέσει πιο πειστικά να κρατήσει τα εργατικά στρώματα και τα συνδικάτα τους, υπό τον έλεγχό της. Ταυτόχρονα, η αμιγώς αστική κυβέρνηση «εθνικής συγκέντρωσης» (30/5/1932) άνοιγε το δρόμο του συνταγματικά νόμιμου «πραξικοπήματος» της εφαρμογής του άρθρου 48 που αναφέρεται παραπάνω. Με βάση αυτό εκδιώχθηκε η σοσιαλδημοκρατία και από τους πρωσικούς κυβερνητικούς θώκους (Ιούλης 1932). Ακολούθησε μια σειρά εναλλαγών αστών εκπροσώπων στην κυβέρνηση, με μοναδικό φανερό κριτήριο τις προσωπικές επιλογές του Προέδρου του Ράιχ και πρώην δεξί χέρι του αυτοκρατορικής εξουσίας Χίντενμπουργκ5, με πραγματική όμως βάση τις υποδείξεις των μονοπωλίων. Και όταν αυτή η τακτική νομιμοποιήθηκε και στα ευρύτερα στρώματα και ενώ το χιτλερικό κόμμα παρουσίαζε σημαντικά εκλογικά σημάδια κάμψης6, στις 30 Ιανουαρίου 1933, κατόπιν «παραίνεσης» και πάλι των μονοπωλίων, με τον ίδιο συνταγματικά νόμιμο τρόπο διορίστηκε καγκελάριος ο Χίτλερ. Σ' αυτή τη «συνταγματικότητα» πιστή η σοσιαλδημοκρατία και στο όνομα της «νομιμότητας της κυβέρνησης», αρνήθηκε ακόμα και την πρόταση του ΚΚ Γερμανίας για την από κοινού οργάνωση γενικής πολιτικής απεργίας ενάντια στον Χίτλερ. Είχε έρθει πλέον ο καιρός για τους Γερμανούς ιμπεριαλιστές, να πάρουν πίσω και την παραμικρή παραχώρηση που είχαν κάνει προς το λαό για να ανακόψουν το επαναστατικό ρεύμα του 1918/20.
Στις μέρες μας οι δημαγωγικές ρητορείες αστών και ρεφορμιστών, ελάχιστα διαφοροποιούνται στην ουσία τους από αυτές των πολιτικών προγόνων τους. Σε όσους απ' αυτούς νομίζουν ότι έχουν την πατρότητα τέτοιων ευφυολογημάτων αφιερώνουμε την παρακάτω δήλωση του σοσιαλδημοκράτη υπουργού Εντουαρντ Ντάβιντ, την ημέρα της ψήφισης του Συντάγματος της Βαϊμάρης:
«Η θέληση του λαού είναι πλέον υπέρτατη δύναμη... (το εν λόγω σύνταγμα) είναι σύνταγμα κοινωνικής δημοκρατίας. (...) Σε αυτό δεν κατοχυρώνεται μόνο η πολιτική, αλλά και η οικονομική δημοκρατία» (Οι υπογραμμίσεις δικές μας). Με βάση αυτή τη δήλωση, και ο κ. Σαμαράς πρέπει να σκεφτεί αν το κόμμα του, εκτός από «αστικό - λαϊκό» είναι τελικά και «σοσιαλδημοκρατικό»!
1. Από την ομιλία του Α. Σαμαρά στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΝΔ στις 11 Φεβρουαρίου 2012.
2. Βλέπε Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, Β' Τόμος 1949-1968, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2011, σελ. 505/506.
3. Ενώ π.χ. το Γενάρη του 1923 η αξία ενός αμερικάνικου δολαρίου είχε φτάσει τα 17.792 γερμανικά μάρκα, τον Αύγουστο του ίδιου έτους ξεπερνούσε τα 4,5 εκατομμύρια! Την ίδια περίοδο, δηλαδή πέντε χρόνια μετά το τέλους του πολέμου, το πραγματικό εργατικό εισόδημα μόλις προσέγγιζε το μισό του προπολεμικού.
4. Το ίδιο έτος είχε προηγηθεί η σταθεροποίηση του γερμανικού νομίσματος.
5. Την εκλογή του στην Προεδρία στήριξε και η σοσιαλδημοκρατία, θεωρώντας τον ως «το μικρότερο κακό».
6. Στις εκλογές Νοεμβρίου 1932, έχασε περίπου 2 εκατομμύρια ψήφων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου