Σελίδες

20 Φεβ 2012

ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΗΣ ΒΑΡΚΙΖΑΣ: Η ταξική πάλη και οι επιζήμιοι συμβιβασμοί


Η επίθεση κατά του ΚΚΕ, μέσω της διαστρέβλωσης της Ιστορίας του, είναι φυσικό να περιλαμβάνει και σοβαρές αποσιωπήσεις σημαντικών γεγονότων, καθώς και αλλοιώσεις άλλων ή και εξωραϊσμό προσώπων ή κομμάτων που συνεργάστηκαν με το ΚΚΕ στα χρόνια της ΕΑΜικής Αντίστασης και μετά. Ετσι για παράδειγμα, κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, με αφορμή την επέτειο από την υπογραφή της απαράδεκτης για τα συμφέροντα του κινήματος «Συμφωνίας της Βάρκιζας», μια σειρά δήθεν ιστορικοί και δημοσιολόγοι επικεντρώνουν σ' αυτήν ή την άλλη επιμέρους περιγραφή και στο σχολιασμό του γεγονότος, «αναζητούν» αν εδώ ή παρακεί έγινε και ποιο λάθος... Η Ιστορία όμως δεν είναι ένα άθροισμα στιγμιοτύπων, αλλά η πραγματικότητα της ταξικής αναμέτρησης όπως αποτυπώνεται στο σύνολό της την κάθε περίοδο. Στην περίπτωση της «Βάρκιζας», όπως και σε άλλες στιγμές, με τον περιορισμό της αναζήτησης αυτού ή του άλλου λάθους, και στη συνέχεια το σουμάρισμα των λαθών, επιδιώκεται να εδραιωθεί η εκτίμηση ότι ιστορικά το ΚΚΕ δεν είναι τίποτα άλλο από ένα κόμμα λαθών. Το τελευταίο χρονικό διάστημα αυτό γίνεται κατά κόρον τόσο από την αστική προπαγάνδα, όσο και από τον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ. Οχι τόσο γι' αυτή καθεαυτή την
τότε υπογραφή του ΚΚΕ στη Συμφωνία της Βάρκιζας, όσο για να περάσουν στην εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα που συμπορεύονται ή επιλέγουν να συμπορευτούν με το ΚΚΕ την αντίληψη ότι η στρατηγική του ΚΚΕ είναι πάντα λαθεμένη και επιζήμια για το λαό, όπως τότε, επομένως να ανακόψουν την τάση απεγκλωβισμού δυνάμεων από τα αστικά κόμματα, την ανοδική τάση συσπείρωσης στη στρατηγική του ΚΚΕ που ασκεί επίδραση στο εργατικό, λαϊκό κίνημα και πασχίζουν να την ανακόψουν. Βεβαίως, ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ το προβάλλει παρόλο που συμφωνεί ότι καλώς έγινε η Συμφωνία της Βάρκιζας, ακριβώς γιατί το ΚΚΕ αποκαλύπτει στο λαό πόσο επιζήμια είναι η πολιτική της αντιμνημονιακής, αριστερής κλπ. ενότητας για κυβέρνηση διεξόδου από την κρίση. Αλλωστε, η πολιτική που διαχειρίζεται την οικονομική καπιταλιστική κρίση σε όφελος του κεφαλαίου και χρεοκοπεί ανεξέλεγκτα την εργατική τάξη, τα φτωχά λαϊκά στρώματα, σε συνδυασμό με τη στρατηγική του ΚΚΕ, είναι που φοβίζει και τους αστούς και τους οπορτουνιστές, γι' αυτό και πασχίζουν να χειραγωγήσουν τις λαϊκές δυνάμεις χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα και τη Βάρκιζα.
Με όλα τα παραπάνω, πέρα από τον υποβιβασμό της ίδιας της Ιστορίας του εργατικού κινήματος, αυτό που κύρια θέλουν να χτυπήσουν είναι το σήμερα και το αύριο της πάλης του εργατικού κινήματος και του ρόλου που έχει σ' αυτό το ΚΚΕ.
Κατά καιρούς διάφοροι, στην προσπάθειά τους να δικαιολογήσουν εκ των υστέρων κι αυτήν ακόμα τη δική τους υποταγή στον ταξικό αντίπαλο, οδηγήθηκαν σε κραυγαλέες αντιφάσεις, υμνώντας δήθεν - για παράδειγμα - στη μια γραμμή τον Αρη, τον οποίο στην αμέσως επόμενη ...έθαβαν. Τέτοια είναι και η περίπτωση του Γρ. Φαράκου, που έφτασε να στήσει ένα ολόκληρο βιβλίο για τον Αρη για να πει πως «είχε ασφαλώς δίκιο στην κριτική που ασκούσε κατά της συμφωνίας της Βάρκιζας ως προς ορισμένους όρους που σ' αυτή συμπεριλήφθηκαν. Ωστόσο, μετά τη Δεκεμβριανή ήττα, ήταν αναπόφευκτο να επιδιωχθεί ένας ανεκτός συμβιβασμός (...) αλλά και στις συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά την αποδοχή από την Εαμική ηγεσία της συμφωνίας εκείνης, μόνο σαν απονενοημένη ενέργεια μπορούσε να θεωρηθεί η προσπάθεια για ανατροπή της με ένοπλη πάλη».
Ο Αρης, βέβαια, ευτυχώς, είχε φροντίσει έγκαιρα να καταθέσει με δικά του γραπτά τη θέση του για την προοπτική που έπρεπε να έχει ο αγώνας ενάντια στην κατοχή, με διαφαινόμενες από την ΕΑΜική ακόμα περίοδο τις επιδιώξεις των Αγγλων, έτσι που να μη χρειάζεται τη «συνηγορία» κανενός απ' όσους τη δική τους υποχώρηση θέλανε να καλύψουν εκ των υστέρων.
Οι εξελίξεις στην Κατοχή
Η εξέταση της «Βάρκιζας» δεν μπορεί να γίνει χωρίς εξέταση όλης της περιόδου.
Η συγκεκριμένη περίοδος είχε, από την άποψη των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων, ως ένα βασικό χαρακτηριστικό της την απελευθερωτική πάλη του λαού μας από το γερμανικό ιμπεριαλισμό και τη διά των όπλων κατοχή και υποδούλωσή του. Αλλά μόνο μ' αυτό το χαρακτηριστικό δεν αποτυπώνεται ολόκληρη η ιστορική αλήθεια της εξελισσόμενης στη συγκεκριμένη περίοδο πραγματικότητας. Γιατί, η ταξική πάλη ανάμεσα στην άρχουσα τάξη της Ελλάδας, από τη μια πλευρά, και την εργατική τάξη και τ' άλλα λαϊκά στρώματα, από την άλλη, διεξαγόταν ασίγαστα ακόμη και σ' αυτή την περίοδο.
Αλλωστε, ο λαός μας την απελευθέρωσή του από τους Γερμανούς κατακτητές δεν πρόλαβε να τη χαρεί και να τη διατηρήσει για πολύ. Οι αστικές πολιτικές δυνάμεις της ελληνικής κυβέρνησης - που συγκροτήθηκε λίγο πριν από την απελευθέρωση, στηριζόμενη στον κρατικό μηχανισμό (αστυνομία, τάγματα ασφαλείας κλπ.), ο οποίος στήριξε τη γερμανική κατοχή, και στις δικές της ένοπλες οργανώσεις, η πλειοψηφία των οποίων σε όλη τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα συμπαρατάχτηκαν με τους κατακτητές, όπως π.χ. η «Χ», αλλά και τους Αγγλους ιμπεριαλιστές συμμάχους - επιδίωξαν, στην Αθήνα, να τσακίσουν με τα όπλα το οργανωμένο λαϊκο-απελευθερωτικό κίνημα και την εμπροσθοφυλακή του, τον καθοδηγητή του, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ, αλλά και το λαϊκό στρατό του που απελευθέρωσε την Ελλάδα, τον ΕΛΑΣ.
Οι πολιτικοί σκοποί βεβαίως συγκεκριμένοι. Η αποτροπή μιας λαϊκής εξουσίας και η εγκαθίδρυση αστικού κράτους. Γιατί ακριβώς το ζήτημα της εξουσίας δεν ήταν λυμένο. Ο συσχετισμός ήταν σε βάρος της άρχουσας τάξης, για συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους, που διαμορφώθηκαν στη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα. Και δεν μπορούσε να λυθεί διαφορετικά, αφού η συντριπτική πλειοψηφία του λαού ήθελε δική του εξουσία (ανεξάρτητα από το αν, στρατηγικά, το κίνημα δεν το είχε λυμένο), αλλά και η άρχουσα τάξη τη δική της. Με τα συμφέροντά της ταυτίζονταν και τα συμφέροντα του αγγλικού κεφαλαίου. Ετσι, κάλεσε τον αγγλικό ιμπεριαλισμό, και με το δικό του στρατό, για να καταλάβει η ίδια αυτήν την εξουσία.
Τι, όμως, είχε προηγηθεί στη διάρκεια της Κατοχής και του απελευθερωτικού αγώνα;
Σ' αυτόν τον αγώνα ηγήθηκε η εργατική τάξη με τους συμμάχους της. Ουσιαστικά, σ' όλη την πορεία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δε βρισκόταν σε πρωτεύουσα θέση των εξελίξεων, αντικειμενικά κρινόταν το «ΠΟΙΟΣ - ΠΟΙΟΝ», στο ζήτημα της εξουσίας. Και απασχολούσε το ίδιο την άρχουσα τάξη και τα πολιτικά της κόμματα, αλλά και την εργατική τάξη και τους συμμάχους της και τα συνασπισμένα στο ΕΑΜ κόμματά τους, όπως και τον ίδιο το συνασπισμό του ΕΑΜ. Αλλωστε, η ταξική πάλη στις ταξικές κοινωνίες ποτέ δε σταματά. Και στη συγκεκριμένη περίοδο, ένοπλες οργανώσεις όπως ο ΕΔΕΣ, η ΕΚΚΑ και ιδιαίτερα η «Χ» του Γρίβα, ο «Ιερός Λόχος», η ΠΑΟ στη Μακεδονία - Θράκη και άλλες είχαν βασικό τους εχθρό το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ.
Η άρχουσα τάξη της Ελλάδας, ακόμη πριν τον πόλεμο και στη διάρκεια της προετοιμασίας του, προετοιμαζόταν η ίδια να αντιμετωπίσει ανάλογες καταστάσεις, φροντίζοντας η πάλη της ενάντια στο εργατικό και γενικότερα το λαϊκό κίνημα να γίνεται ολοένα και πιο αποτελεσματική, με αποκορύφωμα τότε την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου από τον Μεταξά. Το καθεστώς της οποίας αρνήθηκε να απελευθερώσει τους κρατούμενους στις φυλακές και τις εξορίες κομμουνιστές και άλλους αγωνιστές, προκειμένου, όπως ζητούσαν, να σταλούν εθελοντικά στο πολεμικό μέτωπο. Ακόμη και σ' αυτήν την ιστορική στιγμή, το ταξικό ζήτημα για την άρχουσα τάξη ήταν το πρωτεύον. Και δεν έφτασε μόνο αυτό. Οσοι δεσμώτες κομμουνιστές δεν κατάφεραν να αποδράσουν παραδόθηκαν στους Γερμανούς κατακτητές, πολλοί από τους οποίους, βεβαίως, πέρασαν τη φρικιαστική εμπειρία των στρατοπέδων του Νταχάου, του Αουσβιτς, του Μαουτχάουζεν και άλλων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο τότε ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Νίκος Ζαχαριάδης.
Βεβαίως, και οι επιλογές της άρχουσας τάξης της Ελλάδας, μετά την εισβολή των Γερμανών, δεν ήταν ενιαίες, πράγμα εντελώς φυσιολογικό, αφού τα ιδιαίτερα συμφέροντα τμημάτων της διαφέρουν. Και αυτό αντανακλάται και στις έξωθεν της χώρας συμμαχίες. Ενα χαρακτηριστικό της εποχής εκείνης, μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα, ήταν το εξής: Το τμήμα της που είχε οικονομικοπολιτικές σχέσεις με τους Αγγλο-Γάλλους φρόντισε να φύγει από την Ελλάδα για τη Μέση Ανατολή, το δε τμήμα της που είχε ανάλογες σχέσεις με τους Γερμανούς να μείνει στην Ελλάδα και να εγκαθιδρύσει το κατοχικό καθεστώς, με διάφορα πολιτικά σχήματα και πρόσωπα, και έναν κρατικό μηχανισμό, που αποτέλεσε, όπως αποδείχτηκε, μετά την απελευθέρωση έναν από τους πιο καλούς μηχανισμούς εξασφάλισης της εξουσίας του κεφαλαίου στο σύνολό του.
Επίσης, ακόμη πριν την απελευθέρωση και έχοντας επίγνωση των συνθηκών που δημιουργούνται παγκόσμια, ιδιαίτερα μετά τη νίκη των Σοβιετικών στο Στάλινγκραντ, που ήταν η αρχή του τέλους του πολέμου, αυτό που απασχολούσε την άρχουσα τάξη της Ελλάδας ήταν το μεταπελευθερωτικό καθεστώς. Γιατί την απασχολούσε; Μα γιατί στην Ελλάδα άρχισε να οργανώνεται μια νέα λαϊκή εξουσία. Το έπος του ΕΑΜ δεν ήταν μόνο η εθνική απελευθέρωση, αλλά και η δημιουργία των φύτρων της λαϊκής εξουσίας στη χώρα με τα όργανα Λαϊκής Αυτοδιοίκησης, τα Λαϊκά Δικαστήρια, τη Λαϊκή Πολιτοφυλακή, αλλά και την Κυβέρνηση του Βουνού, όπως τη βάφτισε ο λαός, την ΠΕΕΑ. Είχε, ακόμη, το δικό της λαϊκό στρατό, τον ΕΛΑΣ, και την πλειοψηφία του ελληνικού λαού συσπειρωμένη στο ΕΑΜ.
Αστικός κόσμος και Αγγλοι
Η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της δεν κατέκτησαν την εξουσία. Αυτό είναι καίριο στρατηγικό ζήτημα, το οποίο η εργατική τάξη και η πολιτική της πρωτοπορία, το κόμμα της το ΚΚΕ, μπορούν να εξασφαλίσουν, αν σωστά κατανοούν και υπολογίζουν τις αντικειμενικές συνθήκες, το συσχετισμό των δυνάμεων, προβλέπουν και προνοούν τις εξελίξεις, εφαρμόζοντας σωστά τις νομοτέλειες της ταξικής πάλης για το καθοριστικό ζήτημα, και ως προς τους ελιγμούς και συμβιβασμούς, αλλά και ως προς το στρατηγικό σκοπό. Ο οποίος, φυσικά, πρέπει να είναι σωστά καθορισμένος. Και εδώ, βεβαίως, στη σύνδεση του ζητήματος της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης με το ζήτημα της εξουσίας υπήρχε λαθεμένη στρατηγική. Η συμμετοχή των Αγγλων και με στρατό για τη διευθέτηση του προβλήματος της εξουσίας στην Ελλάδα, διαμόρφωσε μετά την απελευθέρωση άλλο συσχετισμό δύναμης στο εσωτερικό της χώρας. Και αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός της συμμετοχής της Αγγλίας στον αντιχιτλερικό συνασπισμό, επέδρασε στα στρατηγικά λάθη, πριν ακόμη την απελευθέρωση, όπως οι Συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας για το μεταπελευθερωτικό καθεστώς της Ελλάδας και το ζήτημα της εθνικής ενότητας. Γιατί, ουσιαστικά, οι έχοντες την εξουσία στην Ελλάδα (ΕΑΜ - ΠΕΕΑ) κατέληξαν να συμφωνήσουν να τη μοιραστούν μετά την απελευθέρωση. Μόνο που στο συγκεκριμένο ζήτημα δε χωράει μοιρασιά...
Η στρατηγική του ΚΚΕ στην Κατοχή
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος όξυνε την ταξική πάλη σε μια σειρά χώρες. Η στρατηγική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος απέναντι στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα τελικά δεν προσανατόλισε στη διαμόρφωση στρατηγικής των ΚΚ ενάντια στην αστική τάξη της χώρας τους, είτε η τελευταία ήταν επιτιθέμενη είτε αμυνόμενη.
Στις αναλύσεις του ΚΚΕ και στον προσδιορισμό του χαρακτήρα της επανάστασης κυριαρχούσε η προ του 1917 λενινιστική προσέγγιση για «επαναστατική δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς», με μορφή τα Σοβιέτ και αποκλείοντας την αστική τάξη (και του χωριού - κουλάκους) από τη συμμαχία, ως ένα στάδιο εξουσίας πριν τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Στα χρόνια της Κατοχής, γινόταν λόγος για λαϊκή δημοκρατία - λαοκρατία και λαϊκή δημοκρατική επανάσταση, επί της ουσίας ένα στάδιο πριν την επαναστατική εργατική εξουσία, που είχε τα χαρακτηριστικά ενός εκδημοκρατισμένου αστικού καθεστώτος.
Η Β' Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ (τελευταία εβδομάδα του Δεκεμβρίου 1942) υπογράμμισε ως εξής το στόχο του:
«Η συγκρότηση προσωρινής κυβέρνησης από τα κόμματα και οργανώσεις που αγωνίζονται σύμφωνα με τους σκοπούς του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου αμέσως μετά το διώξιμο του ξένου καταχτητή, η οποία θα αποκαταστήσει τις λαϊκές ελευθερίες, θα ενεργήσει ελεύθερο δημοψήφισμα για τη λύση του πολιτειακού ζητήματος και εκλογές συντακτικής εθνοσυνέλευσης με το αναλογικό εκλογικό σύστημα, αποτελεί τον πιο σωστό τρόπο λύσης του εσωτερικού ζητήματος και εξυπηρετεί τα συμφέροντα της χώρας και του ελληνικού λαού. (...) Η πραγματοποίηση του άμεσου πολιτικού σκοπού του κόμματός μας - εθνική απελευθέρωση και λαοκρατική λύση του εσωτερικού καθεστώτος - αποτελεί στη συγκεκριμένη στιγμή τη μοναδική επαναστατική θέση»1.
Εκφραση της παραπάνω γραμμής ήταν και η τοποθέτηση του Γ. Σιάντου στην 44η Συνεδρίαση της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), στις 27 Ιουλίου 1944, σε συζήτηση σχετική με τις διαπραγματεύσεις στο Λίβανο και το ενδεχόμενο συμμετοχής της ΠΕΕΑ στην κυβέρνηση Παπανδρέου:
«...Στην Ελλάδα δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε σοσιαλισμό κι αν ακόμα όλος ο κόσμος μας πει πάρτε την και κάνετε σοσιαλισμό [...]. Η ωρίμανση των συνθηκών οδηγεί σε αστικοδημοκρατικές λύσεις, αλλαγές της κατάστασης [...]. Αφού λυθούν όλα αυτά τα αστικοδημοκρατικά προβλήματα, τότε δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για να πάμε προς το σοσιαλισμό, ομαλά, μέσα στη δημοκρατική εξέλιξη»2.
Την παραπάνω τοποθέτηση του Γ. Σιάντου, η οποία εξέφραζε τη στρατηγική του Κόμματος στη διάρκεια της Κατοχής, επανέλαβε και το 7οΣυνέδριο του ΚΚΕ (1945). Η εισήγηση της ΚΕ προς το 7οΣυνέδριο ανέφερε χαρακτηριστικά:
«...η συμφωνία του Λιβάνου δεν ήταν λάθος, γιατί ήταν μέσα στην πολιτική μας της εθνικής ενότητας και της ομαλής δημοκρατικής λύσης των εσωτερικών ζητημάτων. Το ίδιο επιδιώξαμε και με τη συμφωνία της Καζέρτας»3.
Η πολιτική γραμμή, στην οποία αναφερόταν η εισήγηση, περιέχεται στην Προγραμματική Διακήρυξη του ΚΚΕ«Λαοκρατία και Σοσιαλισμός» (Ιανουάριος - Απρίλιος 1943), όπου αναφέρεται:
«...το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας αγωνίζεται για την εθνική απελευθέρωση του τόπου και του λαού από τον τριπλό ξενικό ζυγό των Γερμανών, Ιταλών και Βουλγάρων φασιστών (...) Για την ελεύθερη και κυρίαρχη έκφραση κι επιβολή της λαϊκής θέλησης στα ζητήματα του εσωτερικού πολιτεύματος. (...) Στον αγώνα τούτον για την εθνική μας απελευθέρωση το ΚΚΕ συμμαχεί με κάθε εθνική δύναμη, που είναι σύμφωνη στους πιο πάνω σκοπούς»4.
Ωστόσο, μεταγενέστερη ιστορική αναφορά είναι χαρακτηριστική για τη σχέση της οικονομικής ολιγαρχίας στην Ελλάδα με τις δυνάμεις Κατοχής:
«Στις 4 Φεβρουαρίου 1943 οι γερμανικές οικονομικές αρχές έριξαν στο Χρηματιστήριο της Αθήνας 48.000 χρυσές λίρες και 1.250.000 χρυσά γαλλικά φράγκα. Επρόκειτο για ματωμένο χρυσάφι αρπαγμένο από τις χώρες που κατακτήθηκαν, από τις λεηλασίες και από τις περιουσίες των Εβραίων που είχαν σταλεί στα κρεματόρια. Οι ενδιαφερόμενοι δεν ασχολούνταν με το αίμα που έσταζε από αυτόν τον χρυσό. Τα λαμπερά νομίσματα έγιναν ανάρπαστα από όλους εκείνους οι οποίοι έβλεπαν να αυγατίζουν τα εισοδήματά τους σε δραχμές και επιθυμούσαν διακαώς να μετατρέψουν τα κέρδη τους σε κάτι πιο σταθερό: σε χρυσάφι. Στις 28 Φεβρουαρίου, αυτή η διά του χρυσίου αναγνώριση των υπηρεσιών που ο ελληνικός καπιταλισμός πρόσφερε στη Νέα Τάξη του ναζισμού, επαναλήφθηκε: 63.000 χρυσές λίρες έπεσαν στην αγορά. Στις 2 Μαρτίου ρίχτηκαν στην αγορά 33.000 ακόμα χρυσές λίρες, την επομένη, στις 3 Μαρτίου, δύο ημέρες πριν το αιματοκύλισμα της Αθήνας, οι συνεργάτες των Γερμανών αμείφθηκαν διά του τρόπου αυτού με ακόμα 1.700.000 χρυσά γαλλικά φράγκα. Την ώρα που στους δρόμους της πρωτεύουσας οι διαδηλώσεις του ΕΑΜ πνίγονταν στο αίμα από τους κατακτητές και την Αστυνομία, αποτρέποντας την επικράτηση της δουλικής εργασίας, μερικοί είχαν άλλου τύπου ασχολίες: Μετρούσαν το χρυσάφι που οι υπηρεσίες τους στον κατακτητή και η συμμετοχή τους στην καταλήστευση της ίδιας τους της χώρας και του λαού της τους εξασφάλισαν.
Αυτά τα "όργανα της τάξεως", που ανελέητα χτυπούσαν τις διαδηλώσεις του ΕΑΜ, είχαν πράγματι αφεντικά. Γνώριζαν τι είδους κόσμο προάσπιζαν: Εκείνο των κατακτητών, των καπιταλιστών, των κερδοσκόπων, των "οικονομικών δωσιλόγων". Και η αγριότητά τους ήταν ευθέως ανάλογη με την αγριότητα της λεηλασίας και της εκμετάλλευσης, μέσα στον αστερισμό των οποίων ζούσε τότε η Ελλάδα»5(Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ Β' τόμος 1949-1968, σελ. 618-620).
Τι είχε προηγηθεί;
Στις 5 Ιούλη 1943 αποφασίζεται από το ΕΑΜ η υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο εγγλέζικο στρατηγείο της Μ. Ανατολής. Στις 10 Μάρτη του 1944 ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του ΕΑΜ η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ). Με την ανάπτυξη της ένοπλης πάλης του ΕΛΑΣ δημιουργήθηκαν γρήγορα ελεύθερες περιοχές στην Ελλάδα, οι οποίες εκ των πραγμάτων έπρεπε να διοικηθούν, για να μπορέσουν οι κάτοικοί τους να ζήσουν οργανωμένα, προσφέροντας στον εαυτό τους και στον αγώνα για την εθνική απελευθέρωση. Ετσι, άρχισαν να δημιουργούνται τα πρώτα όργανα Λαϊκής Αυτοδιοίκησης και Δικαιοσύνης.
Στο διάστημα 17 έως 20 Μάη 1944, συνήλθε στη Βηρυτό σύσκεψη των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων και εθνικοαπελευθερωτικών οργανώσεων, που έμεινε στην ιστορία ως «Συνέδριο του Λιβάνου». Στο Συνέδριο συμμετείχαν το ΕΑΜ και η ΠΕΕΑ, η Κυβέρνηση δηλαδή του Βουνού, που είχε στα χέρια της πραγματική εξουσία και, από την άλλη, ήταν η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου που δεν είχε κανένα στήριγμα στην Ελλάδα και το λαό της. Ηταν κυβέρνηση που είχε συγκροτηθεί στη Μέση Ανατολή, από τα τμήματα της άρχουσας τάξης που είχαν μεταβεί στην περιοχή μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα εγκαταλείποντας το λαό. Βεβαίως, συμμετείχαν και ο ΕΔΕΣ και η ΕΚΚΑ, άλλα επίσης χωρίς σημαντικό λαϊκό έρεισμα στην Ελλάδα.
Με τη διοργάνωση του Συνεδρίου, η άρχουσα τάξη της Ελλάδας και οι Αγγλοι επιχειρούσαν να προλάβουν τις εξελίξεις στη χώρα, να φρενάρουν, δηλαδή, τη διαγραφόμενη πορεία προς μια μεταπολεμική Ελληνική Λαϊκή Δημοκρατία.
Από την άλλη, το ΕΑΜικό κίνημα πήρε μέρος στο Συνέδριο, ευελπιστώντας στην επίτευξη μιας ευρύτατης εθνικής ενότητας, την οποία θεωρούσε αναγκαία, για την πιο πλατιά συγκέντρωση δυνάμεων για το οριστικό διώξιμο του κατακτητή από την ελληνική γη.
Η Συμφωνία του Λιβάνου
Η Σύσκεψη του Λιβάνου πραγματοποιήθηκε από τις 17 έως τις 20.5.1944 στο «Grand Hotel du Rois de Boulogue» του χωριού Ντουρ Ες Σουέιρ, έξω από τη Βηρυτό.
Είχε προηγηθεί η συγκρότηση της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), η οποία στο ιδρυτικό της εξάγγειλε την ανάγκη να συμμετάσχουν στο έργο της απελευθέρωσης «όλες οι εθνικές δυνάμεις» και ότι «θεωρεί σαν πρωταρχικό της καθήκον να εξακολουθήσει δραστήρια τις ενέργειες για το σχηματισμό κυβέρνησης εθνικού συνασπισμού»6.
Στη Διάσκεψη του Λιβάνου συμμετείχαν οι εξής αντιπροσωπείες: Από την ΠΕΕΑ ο πρόεδρός της Αλέξανδρος Σβώλος και οι γραμματείς Νικόλαος Ασκούτσης και Αγγελος Αγγελόπουλος. Από το ΕΑΜ οι Μιλτιάδης Πορφυρογένης και Δημήτρης Στρατής. Από το ΚΚΕ ο Πέτρος Ρούσσος, μέλος του ΠΓ της ΚΕ. Τον ΕΛΑΣ εκπροσώπησε ο Στέφανος Σαράφης, τον ΕΔΕΣ οι Κομνηνός Πυρομάγλου, Αριστείδης Μεταξάς και Σταύρος Μεταξάς και τις Εθνικές Δυναμικές Οργανώσεις ο Κωνσταντίνος Βεντήρης και ο Α. Σταθάτος. Την ΕΚΚΑ εκπροσώπησε ο Γεώργιος Καρτάλης, το Κόμμα των Φιλελευθέρων οι Γ. Βασιλειάδης, Γεώργιος Εξηντάρης και Κωνσταντίνος Ρέντης, το Λαϊκό Κόμμα ο Δημήτριος Λόντος, το Εθνικό Λαϊκό Κόμμα ο Σπύρος Θεοτόκης, το Αγροτικό Κόμμα ο Αλέξανδρος Μυλωνάς, το Προοδευτικό Κόμμα (του Γεωργίου Καφαντάρη) ο Γ. Σακκαλής και ως ανεξάρτητος συμμετείχε ο Φίλιππος Δραγούμης.
Την κυβέρνηση του Καΐρου εκπροσώπησαν οι Γεώργιος Παπανδρέου (πρωθυπουργός) και οι Σοφοκλής Βενιζέλος και Παναγιώτης Κανελλόπουλος.
Η Διάσκεψη καταδίκασε το κίνημα στη Μέση Ανατολή της Αντιφασιστικής Στρατιωτικής Οργάνωσης (ΑΣΟ) που υποστήριζε την ΠΕΕΑ:
«Ολοι εμείναμε σύμφωνοι ότι η στάσις της Μέσης Ανατολής απετέλεσεν έγκλημα εναντίον της πατρίδος»7.
Η Διάσκεψη του Λιβάνου κατέληξε σε συμφωνία, που χαρακτηρίστηκε και «Εθνικό Συμβούλιο». Ανάμεσα σε άλλα ανέφερε:
«Η ενοποίησης και πειθάρχησις υπό τας διαταγάς της Εθνικής Κυβερνήσεως όλων των ανταρτικών Σωμάτων της Ελευθέρας Ελλάδος, καθώς και η κινητοποίησις όλων των μαχητικών δυνάμεων του Εθνους εναντίον των κατακτητών. (...) Πρέπει να βαδίσωμεν το ταχύτερον προς τη δημιουργίαν του Εθνικού μας Στρατού, ο οποίος θα είναι απηλλαγμένος πάσης επιρροής κομμάτων και οργανώσεων, θα ανήκη μόνον εις την πατρίδα και θα υπακούη εις τας διαταγάς της κυβερνήσεως»8.
Το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ χαρακτήρισε απαράδεκτες τις υποχωρήσεις της αντιπροσωπείας στις διαπραγματεύσεις, γιατί είχε παραβιάσει τις γραπτές οδηγίες που της είχαν δοθεί. Αποφάσισε να ανακαλέσει την αντιπροσωπεία από το Λίβανο, για να ενημερωθεί έγκυρα και να καταλήξει σε οριστική απόφαση. Επίσης κατά της συμφωνίας τάχθηκε αρχικά και το Εθνικό Συμβούλιο στις Κορυσχάδες. Μετά από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα διαβουλεύσεων και αντιπαραθέσεων η Συμφωνία εγκρίθηκε τελικά από την ΚΕ του ΚΚΕ, που συνήλθε στις 2-3.8.1944. Στην ίδια απόφαση κατέληξε και η ΚΕ του ΕΑΜ που συνεδρίασε στις 15.8.1944.
Στη βάση αυτής της συμφωνίας το ΕΑΜ προσχώρησε στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Γ. Παπανδρέου στις 2.9.1944, έχοντας τους εξής υπουργούς και υφυπουργούς: Αλέξανδρο Σβώλο (υπουργό Οικονομικών), Αγγελο Αγγελόπουλο (υφυπουργό Οικονομικών), Γιάννη Ζεύγο (υπουργό Γεωργίας), Μιλτιάδη Πορφυρογένη (υπουργό Εργασίας), Ηλία Τσιριμώκο (υπουργό Εθνικής Οικονομίας), Νικόλαο Ασκούτση (υπουργό Δημοσίων Εργων)(Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ Β' τόμος 1949-1968, σελ. 621-622).
Η Συμφωνία της Καζέρτα
Στις 24 έως 26.9.1944 πραγματοποιήθηκε στην Καζέρτα της Ιταλίας σύσκεψη του Στρατηγείου των Συμμαχικών Δυνάμεων της Μεσογείου, της κυβέρνησης της Μ. Βρετανίας, της ελληνικής κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας», του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ.
Στη σύσκεψη, πήραν μέρος ο Βρετανός αρχιστράτηγος Ουίλσον από τις Συμμαχικές Δυνάμεις της Μεσογείου, από τη βρετανική κυβέρνηση ο υπουργός Μέσης Ανατολής Μακμίλαν, ο πρεσβευτής της Μ. Βρετανίας στην ελληνική κυβέρνηση Λίπερ, ο στρατηγός Σκόμπι και οι ταξίαρχοι Σπρίνχολ και Μπένφιλ. Την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας εκπροσώπησαν οι Γεώργιος Παπανδρέου, Αλέξανδρος Σβώλος, Γιάννης Ζεύγος, Θεμιστοκλής Τσάτσος και Χρήστος Σγουρίτσας, τον ΕΛΑΣ ο στρατηγός Στέφανος Σαράφης και τον ΕΔΕΣ ο Ναπολέων Ζέρβας.
Τα βασικά σημεία της Συμφωνίας της Καζέρτα είναι τα εξής:
«1. Ολαι αι ανταρτικαί ομάδες αι δρώσαι εν Ελλάδι τίθενται υπό τας διαταγάς της ελληνικής κυβερνήσεως εθνικής ενότητος.
2. Η Ελληνική Κυβέρνησις θέτει τας δυνάμεις ταύτας υπό τας διαταγάς του Στρατηγού Σκόμπυ, όστις ωνομάσθη υπό του ανωτάτου συμμαχικού αρχιστράτηγου ως στρατηγός διοικών τας Δυνάμεις εν Ελλάδι.
3. Συμφώνως προς την προκήρυξιν εκδοθείσαν παρά της ελληνικής κυβερνήσεως, ότι οι αρχηγοί των ελληνικών ανταρτών θ' απαγορεύσουν πάσαν απόπειραν υπ' αυτούς μονάδων ν' αναλάβουν την αρχήν ανά χείρας. Τοιαύτη πράξις θα θεωρηθή ως έγκλημα και θα τιμωρηθή αναλόγως.
4. Οσον αφορά τας Αθήνας, ουδεμία ενέργεια θ' αναληφθή εκτός υπό τας αμέσους διαταγάς του στρατηγού Σκόμπυ, στρατηγού διοικούντος τας εν Ελλάδι δυνάμεις.
5. Τα τάγματα ασφαλείας θεωρούνται ως όργανα του εχθρού. Θα χαρακτηρισθούν ως εχθρικοί σχηματισμοί, εκτός αν παραδοθούν συμφώνως προς διαταγάς εκδοθησομένας παρά του στρατηγού διοικούντος τας εν Ελλάδι δυνάμεις9». (Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ β' τόμος 1949-1968, σελ. 622-623).
Ο ρόλος του Γεωργίου Παπανδρέου
Στο συνέδριο του Λιβάνου έγιναν φανερές οι επιδιώξεις της άρχουσας τάξης. Ο Γ. Παπανδρέου ανέφερε τα εξής:«Κόλασις είναι σήμερον η κατάστασις της Πατρίδος μας... Σφάζουν οι Γερμανοί. Σφάζουν τα Τάγματα Ασφαλείας. Σφάζουν και οι Αντάρται. Σφάζουν και καίουν... Η ευθύνη του ΕΑΜ είναι ότι δεν απέβλεψε μόνον εις τον απελευθερωτικόν αγώνα, αλλά ηθέλησε να προετοιμάση την μεταπολεμικήν δυναμικήν του επικράτησιν... Με την τρομοκρατικήν αυτήν δράσιν του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, είπε χαρακτηριστικά, εδημιουργήθη δυστυχώς, το ψυχολογικόν κλίμα, το οποίον επέτρεψεν εις τους Γερμανούς να επιτύχουν εις το τρίτον έτος της δουλείας ό,τι δεν είχαν κατορθώσει κατά τα δύο πρώτα έτη - την κατασκευήν των Ταγμάτων Ασφαλείας...». Ετσι εξίσωνε το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ με τους κατακτητές και τους ταγματασφαλίτες.
Η λύση που πρότεινε ο Παπανδρέου για να εκλείψουν όσα περιέγραφε και για να επιτευχθεί η περιβόητη εθνική ενότητα ήταν να διαλυθεί ο ΕΛΑΣ.
Ο ίδιος αργότερα περιέγραψε γλαφυρά αυτήν την επιδίωξη:
«Την 26η Απριλίου 1944, όταν ανέλαβα την Κυβέρνησιν εις το Κάιρο, διεκήρυξα το σύνθημα: Μία Πατρίς, μία Κυβέρνησις, εις Στρατός.
Εις το Συνέδριον του Λιβάνου την 17ην Μαΐου 1944, ομιλών ενώπιον και των εκπροσωπών του ΚΚΕ. είπα: "Το κύριον επίμαχον θέμα είναι το στρατιωτικόν, το θέμα της υλικής δυνάμεως. Η ώρα είναι ιστορική και οφείλομεν να ομιλήσωμεν ευκρινώς και απεριφράστως. Εάν το ΕAM έχει την πρόθεσιν να χρησιμοποιήσει την υλικήν του δύναμιν ως όργανον εμφυλίου πολέμου και εξοντώσεως των αντιπάλων του, και αύριον, μετά το πέρας του πολέμου, υπό το ψευδώνυμον της Λαϊκής Δημοκρατίας, ως όργανον δυναμικής επικρατήσεως επί της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, τότε βεβαίως δεν υπάρχει στάδιον συνεννοήσεως. Το καθήκον μας τότε είναι να συνεγείρωμεν το έθνος και να επικαλεσθώμεν την επικουρίαν όλων των Μ. Συμμάχων μας εις τον διπλούν αγώνα και κατά του εξωτερικού εισβολέως και κατά του εσωτερικού εχθρού. Διότι ο Ελληνικός λαός δεν κάμνει επιλογήν τυράννων. Αρνείται την τυραννίαν...".
Εάν όμως το ΕAM έχει λάβει απόφασιν να εγκαταλείψη τους σκοπούς της δυναμικής επικρατήσεως και να αρκεσθή εις τα πολιτικά μέσα της πειθούς και αν, κατά συνέπειαν, δέχεται την κατάργησιν του ΕΛΑΣ καθώς και των άλλων ανταρτικών σωμάτων και την δημιουργίαν Εθνικού Στρατού, ο οποίος θα ανήκει μόνον εις την Πατρίδα και θα υπακούη εις τας διαταγάς της Κυβερνήσεως, τότε η συμμετοχή και του ΕΑΜ εις την Εθνικήν μας Ενωσιν θα ημπορή να θεωρήται γεγονός.
Την 6η Ιουλίου 1944 απήντησα από το ραδιόφωνον του Καΐρου προς την Επιτροπήν των Βουνών, η οποία είχε ζητήσει επιπροσθέτως τα υπουργεία των Στρατιωτικών και των Εσωτερικών. Και είπα: "Αποδοχή των νέων όρων σημαίνει κατ' ουσία: Στρατός ΕΑΜ. Ελεγχoν της Αστυνομίας, της Χωροφυλακής, της Διοικήσεως και της Δικαιοσύνης από το ΕAM. Και έμπνευσιν της Παιδείας μας από το ΕΑΜ. Τώρα, πλέον, ημπορεί να γίνει πλήρης εξήγησις. Γνωρίζομεν τι μας ζητούν. Και απέναντι των αιτημάτων των λαμβάνωμεν επίσημον, υπεύθυνον θέσιν: Αρνούμεθα. Μας ζητούν να παραδώσουμε την Ελλάδα. Αρνούμεθα!».(Γιώργος Παπανδρέου επιστολή στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» στις 2 Μάρτη 1948).
Τα περί «εθνικής ενότητας» και η ζημιά
Εναν περίπου μήνα πριν από την απελευθέρωση της Αθήνας, το ΕΑΜ προσχώρησε στην κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» του Γ. Παπανδρέου. Πολιτικό πρόγραμμα της κυβέρνησης αποτελεί το «Εθνικόν Συμβόλαιον του Λιβάνου», το οποίο άνοιγε το δρόμο για την εγκατάσταση της εξουσίας της αστικής τάξης στην Ελλάδα. Χωρίς αμφιβολία, η όλη εξέλιξη συνιστούσε μια πολύ σοβαρή υποχώρηση του ΕΑΜ έναντι του αστικού κόσμου, που δεν είχε κάνει το παραμικρό για την απελευθέρωση της χώρας, αλλά και έναντι της Αγγλίας που κατάφερνε, για άλλη μια φορά, να προωθήσει τα ιμπεριαλιστικά της σχέδια στην Ελλάδα και τη Μεσόγειο.
Το ΚΚΕ, ουσιαστικά, αποδέχτηκε τη Συμφωνία του Λιβάνου, περιορίζοντας το όλο πρόβλημα στο ζήτημα της αντικατάστασης του Γ. Παπανδρέου, στη συνεδρίαση της ΚΕ του που έγινε στις 2-3 Αυγούστου του 1944. Ο Γραμματέας της ΚΕ του Κόμματος Γ. Σιάντος όμως είχε εγκρίνει τη Συμφωνία του Λιβάνου για λογαριασμό του Κόμματος, με την ομιλία που έκανε στην ΠΕΕΑ, λίγες μέρες πριν τη συνεδρίαση της ΚΕ του ΚΚΕ, στις 27 Ιούλη του 1944, λέγοντας μεταξύ άλλων: «Επειδή πιστεύουμε τόσο ειλικρινά στην ανάγκη της ενότητας, γι' αυτό δηλώνω ότι η συμφωνία του Λιβάνου και η δράση της αντιπροσωπείας μας τόσο στο Λίβανο, όσο και στο Κάιρο, είναι μέσα στην πολιτική μας γραμμή»... Στην ίδια συνεδρίαση της ΠΕΕΑ, ο Σιάντος αποδέχτηκε και την πρόταση του Αλ. Σβώλου που περιόριζε το όλο πρόβλημα με τη συμφωνία του Λιβάνου στο αίτημα της αντικατάστασης του Γ. Παπανδρέου. Το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ επικύρωσε και δικαιολόγησε αυτήν την τακτική.
Ετσι, οι ηγεσίες του ΚΚΕ και του ΕΑΜ είχαν μπει στη δίνη μιας σειράς απαράδεκτων υποχωρήσεων, απέναντι στην ντόπια ολιγαρχία και τους Αγγλους, που συνεχίστηκε με την υπογραφή της Συμφωνίας της Καζέρτας στις 26 Σεπτέμβρη 1944.
Στις 12 Οκτώβρη 1944 απελευθερώθηκε η Αθήνα. Είναι γνωστό ότι είχε προηγηθεί συμφωνία Εγγλέζων - Γερμανών με την ήττα και την υποχώρηση των Γερμανών, να μείνουν ανέπαφες οι δυνάμεις τους. Τις χρειαζόταν για την παγκόσμια μεταπολεμική εξέλιξη, θεωρώντας ότι είναι ακόμη χρήσιμες στο ανατολικό μέτωπο, δηλαδή στη δημιουργία περαιτέρω δυσκολιών στο σοβιετικό Κόκκινο Στρατό, στην αντεπίθεσή του για την απελευθέρωση της Ευρώπης και κυρίως, για να προλάβουν, ώστε να μην εισέλθει πρώτος στο γερμανικό έδαφος.
Στις 30 Οκτώβρη στις 2 μ.μ. τα τμήματα της ΧΙης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ απελευθέρωσαν τη μακεδονική πρωτεύουσα.
Στις 3 Νοέμβρη 1944, τα τελευταία χιτλερικά τμήματα εγκατέλειψαν την αιματοποτισμένη ελληνική γη.
Ο ελληνικός λαός, λευτερώνοντας την πατρίδα του, έπειτα από σκληρούς και ηρωικούς αγώνες, που είχε διεξάγει με την καθοδήγηση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, χαιρόταν την ατίμητη λευτεριά, που είχε κερδίσει με θυσίες, αίμα και δάκρυα. Μα ταυτόχρονα ήταν εξαιρετικά ανήσυχος. Η θανάσιμη, για τη δική του προοπτική, απειλή διαγραφόταν κιόλας στον ορίζοντα.
Αρχές Οκτώβρη, άρχισαν να αποβιβάζονται τα πρώτα βρετανικά στρατεύματα, με βάση το σχέδιο «Μάνα» στις ακτές της Δυτικής Πελοποννήσου, όταν και τα τελευταία τμήματα των χιτλερικών εγκατέλειπαν την περιοχή Αθήνας - Πειραιά. Η απόβαση δεν εξυπηρετούσε κανέναν απολύτως στρατηγικό ή τακτικό σκοπό στη διεξαγωγή του πολέμου κατά της Γερμανίας.
Στις 18 Οκτώβρη έφτασε στην Αθήνα η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας (συμμετείχαν ως υπουργοί και στελέχη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ), συνοδευόμενη από τον Βρετανό στρατηγό Σκόμπι. Ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, στο λόγο που εκφώνησε κατά την άφιξή του μίλησε για «λαοκρατία», ενώ ο ίδιος είχε ζητήσει επίμονα από τον Τσόρτσιλ να«αποστείλει επιβλητικές δυνάμεις» στην Ελλάδα «διότι τα πολιτικά μέσα διά την αντιμετώπισιν της κρισίμου καταστάσεως δεν ήσαν πλέον επαρκή».
Ο ηρωικός Δεκέμβρης του '44
Ο Γ. Παπανδρέου και οι Αγγλοι ζητούσαν επίμονα τη διάλυση του ΕΛΑΣ και της Εθνικής Πολιτοφυλακής και επέμειναν στη διατήρηση της Ορεινής Ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου, δηλαδή των ενόπλων σωμάτων της άρχουσας τάξης.
Την 1η του Δεκέμβρη, ο Σκόμπι κοινοποίησε στον ΕΛΑΣ προκήρυξη, που καθόριζε ημερομηνία έναρξης της αποστράτευσης των ανταρτικών δυνάμεων την 10ην Δεκέμβρη. Ταυτόχρονα, ο Γ. Παπανδρέου συγκαλούσε την κυβέρνηση, εν αγνοία των υπουργών του ΕΑΜ, κι αποφάσιζε την άμεση διάλυση της Εθνικής Πολιτοφυλακής σε πολλές περιφέρειες της χώρας. Την ίδια μέρα, παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση οι υπουργοί του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ.
Στις 3 Δεκέμβρη, ο αθηναϊκός λαός βρισκόταν σε συναγερμό. Ατέλειωτοι χείμαρροι κόσμου κατέκλυσαν τους δρόμους, που οδηγούσαν στην πλατεία Συντάγματος, σε μεγάλη ειρηνική πορεία, προκειμένου να παρεμποδίσουν τα σχέδια της ελληνικής ολιγαρχίας που στηριζόταν στους Αγγλους ιμπεριαλιστές.
Η ειρηνική διαδήλωση χτυπήθηκε με τα όπλα. 30 νεκροί και πάνω από 100 τραυματίες ήταν ο αιματηρός απολογισμός της εγκληματικής αυτής ενέργειας της αντίδρασης.
Στις 4 Δεκέμβρη, η αδούλωτη Αθήνα και ο αδάμαστος Πειραιάς σηκώθηκαν στο πόδι, για να συνοδέψουν στην τελευταία τους κατοικία τα θύματα της μονόπλευρης από τη μεριά της άρχουσας τάξης ένοπλης βίας και να απαιτήσουν την άμεση παραίτηση της ματοβαμμένης κυβέρνησης. Σε συγκλονιστική ατμόσφαιρα πένθους δεκάδες χιλιάδες λαού συνόδευαν τους νεκρούς. Οταν η πένθιμη πομπή έφτασε στην πλατεία Συντάγματος, οι διαδηλωτές γονάτισαν. Ορκίστηκαν στη μνήμη των νεκρών. Εψαλαν το «Πένθιμο Εμβατήριο». Πάνω από το ανταριασμένο πλήθος υψωνόταν ένα πανό που έγραφε: «Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας, διαλέγει τις αλυσίδες ή τα όπλα». Και αυτή η πορεία χτυπήθηκε με όπλα.
Τη νύχτα της 3ης προς την 4η Δεκέμβρη βρετανικά τεθωρακισμένα κύκλωσαν και αφόπλισαν το 2ο Σύνταγμα της ΙΙης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ.
Στην πορεία, η σύγκρουση επεκτάθηκε και γενικεύτηκε. Κλιμακωτά στις επιχειρήσεις του Δεκέμβρη πήραν μέρος η 3η Ορεινή Ταξιαρχία (2.500), ο Ιερός Λόχος (500), η Χωροφυλακή (3.000) και άλλοι ένοπλοι σχηματισμοί δοσίλογων και 60 χιλιάδες αγγλικού στρατού με 80 αεροπλάνα, 200 τανκς και πολλά πυροβόλα, ενώ μονάδες του αγγλικού στόλου με τα πυροβόλα τους κανονιοβολούσαν την πρωτεύουσα και ταυτόχρονα εξασφάλιζαν τον εφοδιασμό των στρατευμάτων. Τις εχθρικές αυτές δυνάμεις τις αντιμετώπισαν τις πρώτες κρίσιμες μέρες το Α΄ Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ, 6.400 περίπου άνδρες με ελαφρά όπλα και 3.500 άνδρες της ΙΙης Μεραρχίας.
Ηδη άναβε το φιτίλι του Εμφυλίου. Που μπορεί να μην άρχισε ολοκληρωτικά αμέσως, αφού ακολούθησε μια προσωρινή ανάπαυλα με την υπογραφή της απαράδεκτης Συμφωνίας της Βάρκιζας το Φλεβάρη του 1945 που αφόπλισε το λαϊκό κίνημα.
Η Συμφωνία της Βάρκιζας
Μετά από την ήττα του το Δεκέμβρη του 1944, ο ΕΛΑΣ υπέγραψε ανακωχή με τους Αγγλους (11.1.1945), που καθόριζε ως ημερομηνία κατάπαυσης του πυρός την 14.1.1945. Η Συμφωνία προέβλεπε την αποχώρηση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ από μια σειρά περιοχές της Ελλάδας. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, στις 2.2.1945 ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις στη Βάρκιζα της Αττικής ανάμεσα στην κυβέρνηση Πλαστήρα και την αντιπροσωπεία του ΕΑΜ.
Στις διαπραγματεύσεις που κράτησαν 10 ημέρες (2-12.2.1945) την κυβέρνηση Πλαστήρα εκπροσώπησαν οι Ιωάννης Σοφιανόπουλος, υπουργός Εξωτερικών, Περικλής Θ. Ράλλης, υπουργός Εσωτερικών και ο Ιωάννης Μακρόπουλος υπουργός Γεωργίας. Το ΕΑΜ εκπροσώπησαν ο Γιώργης Σιάντος, Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ, ο Μήτσος Παρτσαλίδης, Γενικός Γραμματέας της ΚΕ του ΕΑΜ, και ο Ηλίας Τσιριμώκος, Γενικός Γραμματέας της Ενωσης Λαϊκής Δημοκρατίας.
Η Συμφωνία της Βάρκιζας υπογράφηκε στις 7.30 μ.μ. της 12.2.1945 στη μεγάλη αίθουσα του υπουργείου Εξωτερικών, παρουσία Ελλήνων και ξένων δημοσιογράφων. Στην υπογραφή της παραβρέθηκαν επίσης ο Μακμίλαν (υπουργός Μέσης Ανατολής της βρετανικής κυβέρνησης) και ο Λίπερ (πρεσβευτής της Μ. Βρετανίας στην Ελλάδα).
Τα βασικότερα σημεία της Συμφωνίας αφορούσαν τα ζητήματα της αμνηστίας και της αποστράτευσης (άρθρα 3 και 6 αντίστοιχα), όπου αναφέρονταν τα εξής:
«Αρθρον 3ον: Αμνηστία.
Αμνηστεύονται τα πολιτικά αδικήματα τα τελεσθέντα από της 3ης Δεκεμβρίου 1944 μέχρι της υπογραφής του παρόντος. Εξαιρούνται της αμνηστίας τα συναφή κοινά αδικήματα κατά της ζωής και της περιουσίας του οποίου δεν ήσαν απαραιτήτως αναγκαία διά την επιτυχίαν του πολιτικού αδικήματος. Ο σχετικός Νόμος θα δημοσιευθή άμα τη υπογραφή της παρούσης συμφωνίας. Εξαιρούνται της αμνηστίας όσοι, υπόχρεοι εις παράδοσιν όπλων άτε ανήκοντες εις τα οργανώσεις του ΕΛΑΣ, της Εθνικής Πολιτοφυλακής και του ΕΛΑΝ, δεν παραδώσουν ταύτα μέχρι τις 15 Μαρτίου 1945. (...)
Αρθρον 6ον: Αποστράτευσις.
Αμα τη δημοσιεύσει του παρόντος, αποστρατεύονται αι ένοπλοι δυνάμεις Αντιστάσεως και συγκεκριμένως ο ΕΛΑΣ, τακτικός και εφεδρικός, το ΕΛΑΝ και η Εθνική Πολιτοφυλακή. Η αποστράτευσις και η παράδοσις των όπλων θέλουσι συντελεσθή κατά το ειδικώτερον διαλαμβανόμενα εις το πρωτόκολλον το συνταχθέν υπό της τεχνικής Επιτροπής».1
Αλλα σημαντικά άρθρα ήταν τα 7 και 8 που αφορούσαν τις εκκαθαρίσεις κρατικών υπαλλήλων και υπαλλήλων των Σωμάτων Ασφαλείας. Στο άρθρο 7 σχετικά με τους κρατικούς υπαλλήλους που πήραν μέρος στις μάχες του Δεκέμβρη προβλέπονταν τα εξής:
«Τα αυτά ως άνω Συμβούλια θα κρίνωσι τους υπαλλήλους οι οποίοι συμμετέσχον ή συνείργησαν εις την εκδήλωσιν των γεγονότων από της 1 Δεκεμβρίου 1944 μέχρι της υπογραφής του παρόντος. Τους εκ των τελευταίων τούτων ενεχομένους δύναται να θέσουν εις διαθεσιμότητα επί της βάσει των Νόμων, της οριστικής αυτών θέσεως καθορισθησομένης υπό της κυβερνήσεως, ήτις θα προέλθη από τας εκλογάς της Συντακτικής Συνελεύσεως».
Στο άρθρο 7 σχετικά με τα μέλη και στελέχη των Σωμάτων Ασφαλείας προβλεπόταν:
«Απαντες οι αξιωματικοί και οπλίται των εν λόγω Σωμάτων, οι εγκαταλείψαντες τας θέσεις των από της 3 Δεκεμβρίου 1944 μέχρι της υπογραφής του παρόντος, τίθενται εις διαθεσιμότητα, της οριστικής αυτών θέσεως καθορισθησομένης παρά Συμβουλίων περί ων θα αποφασίση η μέλλουσα να προέλθη εκ των εκλογών κυβέρνησις».(Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ β' τόμος 1949-1968, σελ. 623-624).
Στις 16.2.1945 ο Στέφανος Σαράφης και ο Αρης Βελουχιώτης υπέγραψαν την Ημερησία Διαταγή του Γενικού Στρατηγείου για την αποστράτευση του ΕΛΑΣ.
Φυσικά, η Συμφωνία της Βάρκιζας δεν ήταν νομικό, αλλά τεράστιο πολιτικό θέμα. Και οι ευθύνες για την υπογραφή της πρέπει να αποδοθούν πρωταρχικά και κύρια στην τότε ηγεσία του ΚΚΕ. Μόνο το άρθρο 3 της Συμφωνίας να δει κανείς καταλαβαίνει το απαράδεκτο της υπογραφής της. Γιατί το άρθρο 3 λέει μέσα σε άλλα: «Αμνηστεύονται τα πολιτικά αδικήματα τα τελεσθέντα από της 3ης Δεκεμβρίου 1944 μέχρι της υπογραφής του παρόντος. Εξαιρούνται της αμνηστίας τα συναφή κοινά αδικήματα κατά της ζωής και της περιουσίας, τα οποία δεν ήσαν απαραιτήτως αναγκαία διά την επιτυχίαν του πολιτικού αδικήματος».
Αυτό το άρθρο έδινε και τυπικά τη δυνατότητα στην αντίδραση να θέσει υπό ανελέητο διωγμό εκατοντάδες χιλιάδες αγωνιστές του ΕΑΜ. Σκηνοθετήθηκαν σε βάρος τους εγκλήματα του Κοινού Ποινικού Δικαίου, στήθηκαν δίκες και καταδίκες. Το ΕΑΜ παραδόθηκε βορά στις συμμορίες και στα επίσημα όργανα του αστικού κράτους. Στην Ελλάδα οργανώθηκε κατά του λαού ένα πογκρόμ δολοφονιών, εμπρησμών, βιασμών γυναικών, εκτελέσεων, συλλήψεων, φυλακίσεων, εκτοπίσεων.
Βεβαίως, το πρόβλημα για το λαό δεν ήταν μόνο το παραπάνω άρθρο της Συμφωνίας, που κατέληξε να γίνει το επίμαχο. Το πρόβλημα ήταν ολόκληρη η Συμφωνία, με βάση την οποία ο ΕΛΑΣ παρέδωσε τα όπλα και ταυτόχρονα από την πλευρά του ΕΑΜ αναγνωριζόταν ότι τα σύνορα του αστικού κράτους πήγαιναν μέχρι το βορρά, «βγαίνοντας» από την Αττικοβοιωτία και Φθιώτιδα, όπου έφταναν μετά τη μάχη του Δεκέμβρη 1944.
Το παρασκήνιο για την υπογραφή της Συμφωνίας
Στις συζητήσεις της Βάρκιζας πήρε μέρος, ως παρατηρητής από την κυβερνητική πλευρά, και ο καθηγητής Ι. Γεωργάκης, εκπρόσωπος του αντιβασιλιά - αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού. Ο Ι. Γεωργάκης, λοιπόν, όταν του τέθηκε το ερώτημα «πώς ξεπεράστηκε τελικά η κρίσιμη φάση των διαπραγματεύσεων στο θέμα της αμνηστίας;» απάντησε:
«ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ: Τελικά υποχώρησαν οι κομμουνιστές. Και υποχώρησαν όταν ο Ηλίας Τσιριμώκος πείστηκε από μένα την κρίσιμη εκείνη νύχτα να έρθει "από δω". Δηλαδή, να υποστηρίξει τη θέση της κυβέρνησης στο θέμα της αμνηστίας. Και τον πήρα και κατεβήκαμε στην Αθήνα στις 2 το πρωί. Και τον πήγα στην αγγλική πρεσβεία, όπου ο Μακμίλαν του έδωσε το λόγο του ότι "αυτά που σας λέει ο κ. Γεωργάκης και αυτά που λέει η κυβέρνηση (Πλαστήρα) εμείς σας τα εγγυώμεθα". Και επιστρέψαμε πίσω με τον Τσιριμώκο, ο οποίος έδωσε μια εξήγηση περί της απουσίας του, ότι ήταν άρρωστη δήθεν η μητέρα του. Τότε πλέον ο μονολιθισμός της κομμουνιστικής παράταξης έσπασε. Και ειδοποίησα τους Αγγλους επισήμους και επισπεύσαμε τη μονογραφή της συμφωνίας, η οποία έγινε στις 5 η ώρα τα χαράματα» (Π. Βενάρδου, «Η Συμφωνία της Βάρκιζας», σελ. 103).
Περιττό, βέβαια, να πούμε, ότι ο Τσιριμώκος είπε, «για επίσκεψη στην άρρωστη μητέρα του», στους αντιπροσώπους ΚΚΕ - ΕΑΜ Γ. Σιάντο και Δ. Παρτσαλίδη! Οι Εγγλέζοι και η κυβερνητική αντιπροσωπεία σκηνοθέτησαν μαζί με τον Τσιριμώκο τη δικαιολογία, για να πάει ο Τσιριμώκος στον Μακμίλαν!
Υπάρχουν, όμως, και άλλα γραπτά. Ο Φ. Οικονομίδης, όπως διαβάζουμε στο ίδιο βιβλίο του Π. Βενάρδου, υποστηρίζει, επικαλούμενος τον Μακμίλαν ότι «ο Τσιριμώκος από την αρχή είχε περάσει "από δω", έχοντας ιδιαίτερες επαφές με τον εκπρόσωπο της βρετανικής πρεσβείας Ντ. Μπάλφουρ και το στενό συνεργάτη του Δαμασκηνού, δικηγόρο Ι. Γεωργάκη» (σ.σ. ο Μπάλφουρ ήταν επικεφαλής του κλιμακίου της Ιντέλιντζενς Σέρβις στην Αθήνα και είχε ιδιαίτερες σχέσεις με την καλή κοινωνία των Αθηνών, ως... εφημέριος στο παρεκκλήσι του «Ευαγγελισμού» - ο περίφημος πατήρ Δημήτριος! - σελ. 59). Να υπογραμμιστεί, επίσης, όπως υποστηρίζεται στο ίδιο βιβλίο, ότι ο Τσιριμώκος περιλήφθηκε στην αντιπροσωπεία του ΕΑΜ μετά από μια επαφή και «μια ικανοποιητική συνομιλία» με τον Δαμασκηνό, όπου του είπε ότι ο Σιάντος και ο Παρτσαλίδης «θα δημιουργήσουν προβλήματα» αν δε γίνει δεκτός ως μέλος της αριστερής αντιπροσωπείας και του έδωσε «οριστική υπόσχεση ότι θα αντιταχθεί στα κομμουνιστικά αιτήματα» (σελ. 60).
Χρήσιμα συμπεράσματα για το σήμερα και το αύριο
«Η συνύπαρξη του κοινωνικοταξικού περιεχομένου της λαϊκής πάλης με το εθνικοαπελευθερωτικό, πέραν των άλλων πολιτικών και πολεμικών συγκρούσεων με τις στρατιωτικές οργανώσεις του "δοσιλογισμού", που έτσι κι αλλιώς περιείχαν και το ταξικό στοιχείο, επιβεβαιώνεται και από τις ένοπλες συγκρούσεις του ΕΛΑΣ με τις αντιχιτλερικές και τις αγγλόφιλες οργανώσεις, όπως ο ΕΔΕΣ. Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγούν και οι συνεχείς προστριβές του ΕΛΑΣ με τους Εγγλέζους, η αμείωτη ιδεολογική και πολιτική πάλη των αστικών ελληνικών κυβερνήσεων της Μέσης Ανατολής κατά της ΠΕΕΑ και του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, καθώς και η αιματηρή καταστολή, από τους Εγγλέζους και την ελληνική κυβέρνηση στο Κάιρο, της ηρωικής "Αντιφασιστικής Στρατιωτικής Οργάνωσης" (ΑΣΟ) τον Απρίλη του 1944.
Οι δυνάμεις που συμμετείχαν στο ΕΑΜ εξέφραζαν διαφορετικά συμφέροντα. Εκτός από το ΚΚΕ, συμμετείχαν και δυνάμεις σοσιαλδημοκρατικές, φιλελεύθερες, γενικά αστικής πολιτικής κατεύθυνσης. Επρεπε να θεωρηθεί βέβαιο ότι δεν ήταν δυνατό η εργατική τάξη να βαδίσει μαζί τους σε όλες τις φάσεις της πάλης, πολύ περισσότερο όσο πλησίαζε το τέλος της Κατοχής.
Ηταν, επίσης, αναγκαίο να μελετηθεί η τακτική του αντίπαλου (Εγγλέζων και των εγχώριων αστικών δυνάμεων) και να προσαρμοστεί ανάλογα η στρατηγική του ΚΚΕ. Εφόσον ο ταξικός αντίπαλος προετοιμαζόταν για την "επόμενη μέρα του πολέμου", για τις μεταπολεμικές πολιτικές εξελίξεις, έπρεπε να κάνει το ίδιο από τη δική του σκοπιά και ο λαϊκός παράγοντας.
Το ΚΚΕ έδωσε στον αγώνα χιλιάδες από τα καλύτερα παιδιά του. Δημιούργησε πρότυπα στάσης ζωής μέσα από ένα μαζικό ηρωισμό, που κλόνισε το αστικό πολιτικό σύστημα και οδήγησε τα αστικά κόμματα σε απομαζικοποίηση και ανυποληψία.
Δεν μπόρεσε, ωστόσο, να διαμορφώσει τη στρατηγική που θα οδηγούσε προς την επαναστατική επίλυση του προβλήματος της πολιτικής εξουσίας. Υπέταξε την πάλη γι' αυτήν στις εθνικοαπελευθερωτικές επιδιώξεις και τότε ακόμη που οι συνθήκες επέβαλλαν, ιδίως μετά το 1943, να θέσει το ζήτημα της κατάκτησης της εξουσίας ως αποτελέσματος της αντιστασιακής πάλης και επάθλου του λαϊκού αγώνα. Ετσι, οδηγήθηκε στην υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο εγγλέζικο στρατηγείο της Μ. Ανατολής (5 Ιούλη 1943) και αργότερα στις συμφωνίες του Λιβάνου (20 Μάη 1944) και της Καζέρτας (26 Σεπτέμβρη 1944), για να διατηρήσει και να διευρύνει την «εθνική ενότητα». Και δε διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις μιας πορείας που θα είχε μεγάλες πιθανότητες να οδηγήσει στη νίκη». (Από τις «Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ Για τα 60 χρόνια από την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών»).
Για τα χρόνια της ΕΑΜικής Αντίστασης, το ΚΚΕ έχει υπογραμμίσει και στο παρελθόν τα παρακάτω, ανάμεσα σε άλλα:
Τις μέρες της απελευθέρωσης από τους Γερμανούς (12 Οκτώβρη 1944) στην Ελλάδα είχε διαμορφωθεί επαναστατική κατάσταση. Ταυτόχρονα, το ΕΑΜ κυριαρχούσε, ενώ ο αστικός κρατικός μηχανισμός ήταν σμπαραλιασμένος. Η αστική κυβέρνηση που είχε δημιουργηθεί βρισκόταν στην Αίγυπτο και οι Εγγλέζοι δεν είχαν καταφθάσει ακόμα στην Ελλάδα.
Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι το Κόμμα μας, παρά την τεράστια συνεισφορά και τον πρωταγωνιστικό ρόλο του, δεν μπόρεσε να διαμορφώσει τη στρατηγική που θα οδηγούσε προς την επαναστατική επίλυση του προβλήματος της πολιτικής εξουσίας και τότε ακόμη, ιδίως μετά το 1943, που οι συνθήκες επέβαλλαν να θέσει το ζήτημα της επαναστατικής κατάκτησης της εξουσίας. Δε διαμόρφωσε τις υποκειμενικές προϋποθέσεις μιας πορείας, που, ανάλογα και με άλλους παράγοντες, μπορούσε να οδηγήσει στη νίκη.
Πρώτα απ' όλα, δεν εκτίμησε σωστά τη σύμπλεξη του κοινωνικοταξικού περιεχομένου της λαϊκής πάλης με το εθνικοαπελευθερωτικό. Αυτή η σύμπλεξη, πέρα από τις πολιτικές και πολεμικές συγκρούσεις με τις στρατιωτικές οργανώσεις του «δοσιλογισμού», επιβεβαιώνεται και από τις ένοπλες συγκρούσεις του ΕΛΑΣ με τις αντιχιτλερικές και τις αγγλόφιλες οργανώσεις, όπως ο ΕΔΕΣ (...) Οι δυνάμεις που συμμετείχαν στο ΕΑΜ εξέφραζαν διαφορετικά συμφέροντα. Εκτός από το ΚΚΕ, συμμετείχαν και δυνάμεις σοσιαλδημοκρατικές, φιλελεύθερες, γενικά αστικής πολιτικής κατεύθυνσης. Επρεπε να θεωρηθεί βέβαιο ότι, εξαιτίας των ταλαντεύσεων που προσιδιάζουν στη φύση τέτοιων κομμάτων και ατόμων και που δεν είναι διατεθειμένα να φτάσουν μέχρι το τέλος του δρόμου, δεν ήταν δυνατό η εργατική τάξη να βαδίσει μαζί τους σε όλες τις φάσεις της πάλης, πολύ περισσότερο όσο πλησίαζε το τέλος της Κατοχής και το ζήτημα της εξουσίας (ποιος - ποιον) ετίθετο επί τάπητος. Το ΚΚΕ δεν πήρε υπόψη του ότι η ιδεολογικοπολιτική διαπάλη διεξάγεται και στο πλαίσιο της συμμαχίας και ότι για την επιτυχή έκβαση της ταξικής πάλης δεν επιτρέπονται επιζήμιοι συμβιβασμοί. Πολύ περισσότερο, όταν οι συμβιβασμοί δεν αντιστοιχούν στο συσχετισμό των δυνάμεων που υπάρχει ανάμεσα στους συμμάχους.
Ηταν, επίσης, αναγκαίο να μελετηθεί η στρατηγική των Εγγλέζων και των εγχώριων αστικών δυνάμεων, οι ελιγμοί τους, και ανάλογα να προσαρμοστεί η στρατηγική του ΚΚΕ.
Η κριτική αποτίμηση, μακριά από τη λαθολογία και το μηδενισμό, εστιάζεται στην ικανότητα του ΚΚΕ να επιβεβαιώνει σε κάθε φάση του αγώνα τον αυτοτελή ιδεολογικοπολιτικό και οργανωτικό ρόλο του. Αυτός ο ρόλος εκφράζεται με την επιστημονική θεμελίωση της στρατηγικής του, στη βάση της εφαρμογής στις συγκεκριμένες συνθήκες, αλλά και της ανάπτυξης της θεωρίας του επιστημονικού κομμουνισμού. Εκφράζεται, κατά συνέπεια, με την αντικειμενική ανάλυση των κοινωνικοοικονομικών αντιθέσεων, της διάταξης των ταξικών δυνάμεων, του πολιτικού συσχετισμού, της τακτικής του ταξικού αντιπάλου.
Η αυτοτελής δράση του ΚΚ διασφαλίζει πολιτική συμμαχιών που δεν υποθηκεύει τα στρατηγικά συμφέροντα της εργατικής τάξης, στο όνομα κάποιων πρόσκαιρων επιτυχιών. Οι συμμαχίες, αναπόσπαστο στοιχείο της στρατηγικής, προϋποθέτουν συμβιβασμούς, που όμως δε θα θίγουν την προώθηση της στρατηγικής του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Η ιστορική εξέλιξη, επίσης, έχει αποδείξει με οδυνηρό πολλές φορές τρόπο ότι αν το αστικό κράτος δεν τσακιστεί από τις επαναστατικές δυνάμεις, η δυνατότητα εγκαθίδρυσης και στερέωσης της διάδοχης εξουσίας τίθεται υπό αίρεση. Στο ζήτημα αυτό η αστική τάξη διαθέτει μεγάλη εμπειρία και αμείλικτη αποφασιστικότητα» (από τη «ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΓΙΑ ΤΑ 90ΧΡΟΝΑ ΤΟΥ ΚΚΕ»).
Μετά τη Συμφωνία
Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, αρχίζει ένας αγώνας εξόντωσης του λαϊκοεπαναστατικού κινήματος, με αιχμή το ΚΚΕ και το ΕΑΜ. Επιδίωξη του καθεστώτος, προκειμένου να θεμελιωθεί, ήταν το τσάκισμά τους και η αποκοπή κάθε σχέσης της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών δυνάμεων με το ΚΚΕ και το ΕΑΜ. Ο συσχετισμός δυνάμεων είχε αλλάξει, αλλά δεν είχε ανατραπεί ολοκληρωτικά σε βάρος των λαϊκών δυνάμεων. Και εδώ μπήκαν τα μεγάλα μέσα, κρατικά και παρακρατικά, με τους μηχανισμούς καταστολής και τα όπλα κυρίως των παρακρατικών.
Χιλιάδες κομμουνιστές και άλλοι ΕΑΜίτες κλείστηκαν στις φυλακές, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στους τόπους εξορίας. Χιλιάδες άλλοι έπεσαν θύματα των συμμοριών και των κατασταλτικών κρατικών μηχανισμών.
Η αστική προπαγάνδα στην ολομέτωπη επίθεσή της στο ΚΚΕ χρησιμοποιεί τη θέση του ΕΑΜ και του ΚΚΕ για αποχή από τις εκλογές το Μάρτη του 1946, ως στοιχείο που τεκμηριώνει ότι το ΚΚΕ επέλεξε το δρόμο της ένοπλης πάλης σε αντιπαράθεση με τις εκλογές. Τα ίδια λένε και οι οπορτουνιστές, προβάλλοντας την άποψη ότι η συμμετοχή στις εκλογές, αφ' ενός, θα απέτρεπε τον ένοπλο αγώνα και, αφ' ετέρου, θα άνοιγε ο δρόμος για την «ομαλή δημοκρατική εξέλιξη», αφού θα εξέλεγε 100-120 βουλευτές.
Σε ποιες συνθήκες, όμως, έγιναν οι εκλογές; Εγιναν 14 περίπου μήνες μετά τη Βάρκιζα, μέσα σε πρωτοφανείς συνθήκες δολοφονικού οργίου και ωμής βίας σε βάρος των ΕΑΜιτών, ενώ 15 μήνες από την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας ο αιματηρός απολογισμός ήταν: «Φόνοι: 1.289. Τραυματίες: 667. Βασανισμοί: 31.632. Φυλακισμένοι: 8.624, ενώ καθ' όλον το έτος ξεπερνούσαν τις 30.000. Απόπειρες φόνων: 509. Συλληφθέντες: 84.931. Βιασμένες γυναίκες: 165. Λεηλασίες - καταστροφές: 18.767. Καταστροφές γραφείων: 667» («Στη δίνη του εμφυλίου», σελ. 440, εκδόσεις «Προσκήνιο»).
Ενώ ο Β. Μπαρτζιώτας προσθέτει στα παραπάνω: «Καταδιωκόμενοι: 100.000. Στη χώρα δρούσαν συμμορίες: 166. Παράνομα οπλοφορούντες συμμορίτες: 20.000» (Β. Μπαρτζιώτα: «Ο αγώνας του ΔΣΕ», σελ. 20).
Οι εκλογικοί κατάλογοι δεν είχαν ξεκαθαριστεί, διατηρούνταν ακόμη οι προπολεμικοί και με βάση αυτούς έγιναν οι εκλογές. Χώρια οι διπλοψηφίες και οι τριπλοψηφίες. Και τελικά, παρ' όλα αυτά, «στις εκλογές ψήφισαν μόνο 1.106.510 ψηφοφόροι, δηλαδή το 50% από τους 2.211.791 γραμμένους στους εκλογικούς καταλόγους. Κι όμως, η Επιτροπή του ΟΗΕ, ο οποίος είχε στείλει 1.200 παρατηρητές, ανακοίνωσε ότι το ποσοστό αποχής της Αριστεράς ήταν 9,3%!» («ΔΟΚΙΜΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΚΚΕ», τ. Α', σελ. 551).
Οσοι υποστηρίζουν, επομένως, ότι η συμμετοχή του ΕΑΜ στις εκλογές θα του έδινε τη δυνατότητα να εκλέξει 100-120 βουλευτές (σε σύνολο 354 τότε), είναι φανερό ότι βρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου. «Αν θα ήθελε κάποιος να βγάλει ένα γενικό συμπέρασμα για τις επιλογές του ΕΑΜ και του ΚΚΕ εκείνη την περίοδο, θα έπρεπε να σημειώσει την αντιφατικότητα της πολιτικής τους. Ιδιαίτερα για το ΚΚΕ πρέπει να τονιστεί ότι εμμένοντας στις ειρηνικές μορφές πάλης και, ταυτόχρονα, προωθώντας διστακτικά τον ένοπλο αγώνα, είχε καταστεί δέσμιο των αντιφάσεων της πολιτικής του, με αποτέλεσμα πολλές φορές να μην προλαβαίνει τις εξελίξεις, να μην είναι προετοιμασμένο αρκετά, για να τις αντιμετωπίσει, ούτε ικανό να υπολογίζει με ακρίβεια το συσχετισμό δυνάμεων και τις διαθέσεις του αντιπάλου, για να επιλέγει κάθε φορά την ορθή τακτική, και τελικά να μην μπορεί να προσδιορίζει σωστά τα καθήκοντα της κάθε ιστορικής στιγμής και να αντιλαμβάνεται τον επείγοντα χαρακτήρα των εν λόγω καθηκόντων του με πληρότητα» («Η τρίχρονη εποποιία του ΔΣΕ», σελ. 181-182).
Παρά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, αυτόν τον απαράδεκτο συμβιβασμό σε βάρος του ΕΑΜικού κινήματος, η αστική τάξη δεν είχε μπορέσει να κερδίσει την πλειοψηφία του λαού, έστω και τυπικά, κοινοβουλευτικά. Η ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση είχε αφήσει μεγάλη αγωνιστική παρακαταθήκη στη συνείδηση του λαού, στις μορφές οργάνωσης και στις μορφές πάλης. Μετά την απελευθέρωση, το ΚΚΕ και άλλες ΕΑΜικές δυνάμεις πρωτοστάτησαν στην πάλη κατά της αντίδρασης και των συμμάχων της. Η αστική τάξη ήθελε κυριολεκτικά να τσακίσει κάθε πνεύμα αντίστασης, κάθε προσπάθεια δικαίωσης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Οι αστικές δυνάμεις για να αντιστρέψουν πλήρως και προς όφελός τους το συσχετισμό των δυνάμεων και για να σταθεροποιήσουν την εξουσία τους, κατέφυγαν στη δολοφονική βία και στην πιο ωμή τρομοκρατία, επέλεξαν το αιματοκύλισμα, στηριγμένες στην αμερικανική οικονομική, στρατιωτική και πολιτική ενίσχυση, μετά την εκφρασμένη φανερή αδυναμία της Μεγάλης Βρετανίας να συνεχίσει αυτό το ρόλο.
Οσοι, συνειδητά ή όχι, παραγνωρίζουν τη σκληρότητα της ταξικής πάλης, τις συνθήκες της εποχής, τα σχέδια των αστών, που είχαν ξεκινήσει από τα χρόνια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ με την υποστήριξη των Αγγλων ιμπεριαλιστών, συγκαλύπτουν την πραγματικότητα και τους πραγματικούς υπεύθυνους...
Το λαϊκό κίνημα εκείνων των χρόνων βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα: Υποταγή ή οργάνωση της πάλης και αντεπίθεση; Αν και με καθυστέρηση, επέλεξε το δεύτερο δρόμο, όπως κάθε λαός που αρνείται να δεχτεί την ταπείνωση και τον εξανδραποδισμό (...) Το δρόμο της αντίστασης, σε άλλες συνθήκες, επέλεξε το ΚΚΕ και στα χρόνια που ακολούθησαν την ήττα του ΔΣΕ. Στις φυλακές και στις εξορίες, στα εκτελεστικά αποσπάσματα και στην παρανομία, στη νομιμότητα αργότερα και μέχρι σήμερα. Μπόρεσε να σταθεί όρθιο στις αρνητικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν διεθνώς και στο ίδιο το ΚΚΕ το 1989-1991.
Ολα τα τελευταία χρόνια οργιάζει η αστική προπαγάνδα, που βάλλει κατά της ταξικής πάλης, ανεξάρτητα από τις μορφές που μπορεί αυτή να πάρει, και που τη στιγματίζει ως ξεπερασμένη και επιζήμια για τα λαϊκά συμφέροντα. Μαζί της συκοφαντούνται και οι πιο υψηλές αξίες που γνώρισε η ανθρωπότητα, οι κομμουνιστικές αρχές και επιδιώξεις.
Είναι πλημμύρα τα ιδεολογήματα στήριξης της «κοινωνικής συναίνεσης», του «διαλόγου» ανάμεσα στους λεγόμενους κοινωνικούς εταίρους. Η ταξική συνεργασία διαφημίζεται ως το μέσον που οδηγεί στην αντιμετώπιση των «σύγχρονων προκλήσεων», στην κοινωνική προκοπή και στη διασφάλιση των νέων γενεών.
Συγκαλύπτεται η βία του αστικού κράτους, που εκφράζεται με τη νομοθεσία, τους θεσμούς και τους μηχανισμούς του. Το ίδιο και η πολύμορφη βία που ασκούν οι κεφαλαιοκράτες κατά των εργατών και των εργατριών στους τόπους εργασίας.
Εργατικά - λαϊκά και εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα διασύρονται, ενώ επιστρατεύεται ένας φαρισαϊκού τύπου «ανθρωπισμός», για να εμφανίσουν τους ένοπλους μαχητές ως και στυγνούς δολοφόνους. Την ίδια ώρα, η τρομοκρατία των καπιταλιστικών κρατών μέσα στις χώρες τους και εναντίον άλλων λαών και χωρών, με πολεμικά και διπλωματικά μέσα, συνεχίζεται και εντείνεται. Η βία των καπιταλιστικών κρατών έχει πάρει νέες διαστάσεις και ταξικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα.
Κάθε εργάτης και εργάτρια που είναι θύμα της ανελέητης εκμετάλλευσης, κάθε νέα και νέος που αρχίζει τη ζωή μέσα στη ζούγκλα όπου κυριαρχεί το άδικο του ισχυρού, είναι σε θέση να αντιληφθεί την αιτία και το στόχο αυτής της ιδεολογικής επίθεσης. Οι εκμεταλλευτές, οι παρατρεχάμενοι και οι καλοπληρωμένες πένες τους, οι πολεμοκάπηλοι και οι ενώσεις τους κτυπούν γενικά την ιδεολογία της ταξικής πάλης, επειδή ακριβώς ανησυχούν για το μέλλον της ταξικής κυριαρχίας τους. Φοβούνται την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Παίρνουν προληπτικά μέτρα, ώστε να μην μπορέσει η εργατική τάξη να συνειδητοποιήσει την κοινωνική θέση και την ιστορική αποστολή της. Ο φόβος τους για το μέλλον είναι που στρέφει την ιδεολογική τους επίθεση κυρίως κατά της νεολαίας. Θέλουν να εντάξουν στους σχεδιασμούς τους τη ζωντάνια και τη δημιουργικότητα, τις αγωνιστικές διαθέσεις της. Δε θα το πετύχουν!... (Από τη Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 60χρονα του ΔΣΕ).
Η 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ για τη δεκαετία 1940 - 1949
Το ΚΚΕ μελετά και εκτιμά τη θετική και αρνητική εμπειρία από την 10ετία 1940 - 1949. Η κριτική αποτίμηση του κινήματός μας βρίσκεται σε απόλυτη αντίθεση με τη λαθολογία και το μηδενισμό. Στοχεύει στην ισχυροποίηση του εργατικού και γενικότερα του λαϊκού κινήματος σήμερα. Αντίθετα, ο εξωραϊσμός, αντικειμενικά, οδηγεί στην αποδυνάμωση και στον ιδεολογικό παροπλισμό.
Ετσι στο Β' τόμο Δοκιμίου της Ιστορίας 1949-1968, σχετικά με τη «Συμφωνία της Βάρκιζας» που συζητήθηκε στην Τρίτη Συνδιάσκεψή του το 1950, (Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ β' τόμος 1949-1968, σελ. 214-219), αναφέρει τα εξής:
Η Τρίτη Συνδιάσκεψη ασχολήθηκε με τα εξής θέματα:
1. «Δέκα χρόνια πάλης. Συμπεράσματα - διδάγματα - καθήκοντα», εισηγητής Ν. Ζαχαριάδης.
2. «Η κατάσταση και τα προβλήματα των πολιτικών προσφύγων στις Λαϊκές Δημοκρατίες», εισηγητής Βασίλης Μπαρτζιώτας.
3. «Οργανωτικά ζητήματα», εισηγητής Γιάννης Ιωαννίδης.
Οπως προκύπτει από τον προσδιορισμό του πρώτου θέματος, η Συνδιάσκεψη επιχείρησε να εκτιμήσει τη δράση του Κόμματος στη δεκαετία 1940.
Από το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ εγκρίθηκε το άρθρο του Ν. Ζαχαριάδη «Δέκα χρόνια πάλης. Συμπεράσματα - Διδάγματα - Καθήκοντα» ως υλικό για τις πολιτικές συνδιασκέψεις, καθώς και για την 3η Συνδιάσκεψη.10
Η βασική εκτίμηση της πάλης του ΚΚΕ στη δεκαετία 1940 συνοψιζόταν ως εξής:
«Στην πρώτη Κατοχή είχαμε λαθεμένη πολιτική γραμμή και όχι σωστή οργανωτική δουλειά. Γι' αυτό πέσαμε έξω, χάσαμε την επανάσταση. Στη δεύτερη Κατοχή η γραμμή μας ήτανε βασικά σωστή».11
Για τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα 1940-1944 εκτίμησε:
«Τον κοινό συμμαχικό αγώνα ενάντια στο χιτλερικό φασισμό η καθοδήγηση του ΚΚΕ ουσιαστικά τον κατάλαβε σαν ανεπιφύλαχτη υποστήριξη όχι της κοινής συμμαχικής υπόθεσης, μα της αγγλικής πολιτικής και των αγγλικών ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων στη Μεσόγειο και στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. (...) Το λάθος αυτό στέρησε το ΚΚΕ και το λαϊκοαπελευθερωτικό κίνημά μας απ' την καθαρή επαναστατική προοπτική (...) και οδήγησε κατοπινά στην ήττα».12
Για τις 33 ημέρες του Δεκέμβρη 1944 (3.12.1944-4.1.1945):
«Γεγονός που πρέπει να το μάθει σήμερα το Κόμμα είναι ότι το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ δεν προείδε, δεν προετοίμασε, δεν οργάνωσε και δε διηύθυνε τη μάχη του Δεκέμβρη. Το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ ανέχτηκε κατά τρόπο απαράδεχτο και ακατανόητο τη μονοπωλιακή διαχείριση του Δεκέμβρη απ' τον Γ. Σιάντο. Ο Γ. Σιάντος κατάργησε αυθαίρετα, χωρίς να ρωτήσει κανέναν, το Γενικό Αρχηγείο του ΕΛΑΣ και ίδρυσε την ΚΕ του ΕΛΑΣ, όπου έκανε αυτό που ήθελε (...)».13
Για τη Συμφωνία της Βάρκιζας (12.2.1945):
«...Τι συμφωνία μπορούσαμε να υπογράψουμε; Μπορούσαμε να επιβάλουμε τους παρακάτω όρους: α) Να κρατήσουν οι αντάρτες ατομικά τα όπλα τους της αντίστασης, β) Να δοθεί γενική δίχως κανέναν περιορισμό αμνηστία για το Δεκέμβρη. γ) Ν' αναγνωριστεί χωρίς επιφύλαξη όλη η ΕΑΜική εθνική αντίσταση. δ) Ν' αποχωρήσουν αμέσως οι αγγλικές δυνάμεις, μια και Γερμανός δεν υπήρχε πια στην Ελλάδα. Ετσι θα διορθωνόταν και το αίσχος της Καζέρτα. ε) Επρεπε να ορισθεί συγκεκριμένη ημερομηνία για σύντομες εκλογές, που θα τις έκανε κυβέρνηση όπου θα συμμετείχε και το ΕΑΜ. (...) Αντί όμως για συμφωνία εμείς κάναμε συνθηκολόγηση (...) Χαρακτηριστικό είναι ότι οι αντιπρόσωποι του ΠΓ της ΚΕ, Σιάντος και Παρτσαλίδης, που υπόγραψαν τη Συμφωνία της Βάρκιζας, παραβίασαν τον όρο για τη γενική αμνηστία που είχε βάλει το ΠΓ. Ομως το ΠΓ της ΚΕ όπως και τη φορά αυτή, καταδίκασε ανοιχτά την παραβίαση αυτή και επικύρωσε τη Συμφωνία της Βάρκιζας».14
Ωστόσο, με βάση τον υπάρχοντα συσχετισμό δυνάμεων, ήταν ουτοπικοί οι όροι που ο Ν. Ζαχαριάδης θεωρούσε ότι έπρεπε να τεθούν για να υπογραφεί η συμφωνία. Θα μπορούσαν να αποτελέσουν ζητήματα ζύμωσης και συσπείρωσης, προκειμένου το λαϊκό κίνημα να προετοιμαστεί για την αντεπίθεσή του, όχι όμως και ως όροι που ο ταξικός εχθρός ήταν δυνατό να τους δεχτεί.
Για τον «καινούριο ένοπλο αγώνα 1946-1949» η Συνδιάσκεψη παρέπεμπε στη 2η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (12.2.1946), η οποία είχε αποφασίσει τη «συνέχιση της πολιτικής μας για τη λαϊκή ενότητα και συμφιλίωση (...) Μπροστά όμως στην τρομοκρατική αδιαλλαξία των Αγγλων και του μοναρχοφασισμού, κατάληξε και σε συγκεκριμένες αποφάσεις για την επίσπευση και ολοκλήρωση της οργανωτικοτεχνικής στρατιωτικής προετοιμασίας, για το προοδευτικό δυνάμωμα και ενίσχυση της ένοπλης αντίστασης του λαού».15
Στο κεφάλαιο «Συμπεράσματα και Διδάγματα» η Συνδιάσκεψη εκτιμούσε ότι:
«Στα 1941-1944 στην ουσία δεν παλεύαμε για την εξουσία. Περιμέναμε να νικήσουν οι σύμμαχοι και να μας δώσουν την εξουσία. Ηρθαν όμως οι Αγγλοι - ή καλύτερα τους φέραμε - και αντί να μας δώσουν, μας πήραν την εξουσία. Δεν ήμασταν έτοιμοι να τους αντιμετωπίσουμε.
Στα 1946-1949 παλέψαμε για την εξουσία. Παρά τα μερικά λάθη μας, σημαντικά όμως και σοβαρά, και παρά τις ελλείψεις και τις αδυναμίες, που παρουσιάσαμε στον πολιτικό και στρατιωτικό τομέα, η γραμμή μας ήταν βασικά σωστή».16
Η Απόφαση της 3ης Συνδιάσκεψης ήταν μονομερής στην κριτική της αφού εκτίμησε «σα βασικά σωστή την πολιτική και την οργανωτική πολιτική και δουλειά της ΚΕ και του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ απ' τη 12η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ και το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ ως την υποχώρησή μας απ' το Βίτσι-Γράμμο (Αύγουστος 1949)».17
Στην 3η Συνδιάσκεψη ο Ν. Ζαχαριάδης υποστήριξε ότι δεν έθεσε ανοιχτά σε κριτική την πολιτική της περιόδου 1941 και μέχρι τη Συμφωνία της Βάρκιζας, επειδή το Κόμμα δεν ήταν έτοιμο να καταδικάσει την πολιτική του κατά την Κατοχή, όπως επίσης και επειδή φοβόταν διάσπαση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Υποστήριξε ότι «ουσιαστικά ανατροπή της γραμμής της Βάρκιζας (...) θα μπορούσε να μας φέρει σε μια κρίση γιατί ο εχθρός μπορούσε να πιαστεί απ' αυτήν και ν' αλλάξει την πολιτική του και επωφελούμενος (...) θα χτυπούσε κατακέφαλα και θα μας έκανε ζημιά».18
Αν και οι παραπάνω σκέψεις του είχαν βάση, σε καμία περίπτωση δε δικαιολογούν την πολιτική επιλογή που έκανε. Είχε τη δυνατότητα και την ευθύνη να δράσει γρήγορα και αποφασιστικά, όπως απαιτούσαν οι συνθήκες, ασκώντας ανοιχτά την κριτική του για την περίοδο 1941 και μέχρι τη Βάρκιζα.
Η 3η Συνδιάσκεψη, ενώ εκτίμησε με ακρίβεια και σαφήνεια το ρόλο του εγγλέζικου ιμπεριαλισμού και τη στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ (1941-Φλεβάρης 1945) απέναντι στην εγγλέζικη πολιτική, δεν έκανε μια ολοκληρωμένη αντικειμενική εκτίμηση για τον Αρη Βελουχιώτη. Ενώ σωστά επέκρινε την απειθαρχία του Αρη, ως ενέργεια αντικομματική που αντικειμενικά τον έθετε εκτός Κόμματος, όφειλε να αναγνωρίσει ότι η άποψη του Αρη για συνέχιση του ένοπλου αγώνα ήταν σωστή, ότι είχε δίκιο που αντιτάχτηκε στη Συμφωνία της Βάρκιζας. Είχε δίκιο ως προς την ανάλυσή του για τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα των επιδιώξεων και ενεργειών της Μ. Βρετανίας, καθώς και ως προς την ανάγκη και τις δυνατότητες που υπήρχαν για την αναδιοργάνωση και τη συνέχιση του ένοπλου αγώνα. Η εκτίμηση του Αρη για τον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό συνέπιπτε με την εκτίμηση της 3ης Συνδιάσκεψης ως προς το ότι η Συμφωνία αποτελούσε συνθηκολόγηση. Επρεπε λοιπόν η 3η Συνδιάσκεψη να προχωρήσει στην πολιτική δικαίωση του Αρη και ταυτόχρονα στην άρση όλων των αρνητικών χαρακτηρισμών που κομματικές αποφάσεις τού είχαν προσάψει.19
Παρά το γεγονός, λοιπόν, ότι στην Απόφαση της 3ης Συνδιάσκεψης περιέχονταν σειρά σωστών εκτιμήσεων και συμπερασμάτων, η κριτική που ασκούσε στην πολιτική του ΚΚΕ για τα χρόνια 1941-1945 δεν προχωρούσε σε βάθος.
Οι αναφορές στο άρθρο του Ν. Ζαχαριάδη «Δέκα χρόνια πάλης. Συμπεράσματα - διδάγματα - καθήκοντα» και στα ντοκουμέντα της 3ης Συνδιάσκεψης για τις αιτίες που οδήγησαν στην ήττα της λαϊκής επανάστασης στην Ελλάδα το 1944, σωστά κρίνουν λαθεμένες επιλογές στις συμμαχίες και τους συμβιβασμούς, αλλά δεν κρίνουν την πηγή τους, το λαθεμένο προσδιορισμό της επιδιωκόμενης εξουσίας ως «λαοκρατικής» και όχι ως επαναστατικής εργατικής εξουσίας.
Η 3η Συνδιάσκεψη δεν κατάφερε να διερευνήσει σε βάθος τις αδυναμίες του υποκειμενικού παράγοντα:
Επρεπε να γενικευτεί η ένοπλη πάλη από το 1946, αφού η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη μετά από το Δεκέμβρη (1944) και τις ανηλεείς διώξεις κατά των ΕΑΜιτών που ακολούθησαν τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Τότε υπήρχαν ακόμα ισχυρές λαϊκές δυνάμεις στα μεγάλα αστικά κέντρα, ενώ το ίδιο χρονικό διάστημα δεν ήταν ακόμα τόσο ισχυρός ο αστικός στρατός, ούτε είχε εκκενωθεί βίαια η ύπαιθρος, γεγονός που λίγο αργότερα πραγματοποιήθηκε και στέρησε από το ΔΣΕ ανθρώπινες εφεδρείες και άλλον εφοδιασμό.
Η καθυστερημένη γενίκευση της ένοπλης πάλης είχε ως αποτέλεσμα να μη ριχτούν στη μάχη χιλιάδες εργάτες, αλλά και να μην αποδιοργανωθεί μεγάλο μέρος του αστικού στρατού ο οποίος είχε στις γραμμές του χιλιάδες ΕΠΟΝίτες. Η καθυστέρηση είχε ακόμα ως αποτέλεσμα και τη μη αξιοποίηση στρατιωτικών που κατέληξαν στην εξορία (Στέφανος Σαράφης στην Ικαρία, Στέφανος Παπαγιάννης, Βασίλης Βενετσανόπουλος, Δημήτρης Κούκουρας, Γιάννης Παλάσκας, Γιώργος Σαμαρίδης, Γιώργος Καλλανέσης, Γιάννης Κιλισμανής, Θεόδωρος Μακρίδης κ.ά., συνολικά 33, οι περισσότεροι αρχικά στη Φολέγανδρο και μετά όλοι στη Νάξο). Δε δικαιολογείται ο Ν. Ζαχαριάδης που υποστήριξε ότι μια βασική αιτία που τον καθυστέρησε να βγει στο βουνό ήταν ο Γ. Σιάντος, τον οποίο θεωρούσε πράκτορα.
Αυτές οι δυνατότητες σε μεγάλο βαθμό περιορίστηκαν, αφού μόνο από τη Συμφωνία της Βάρκιζας μέχρι το Μάρτη του 1946, δηλαδή σε 13 μήνες, είχαν διωχτεί περισσότεροι από 80.000 κομμουνιστές και άλλοι ΕΑΜίτες20, η πληθώρα των τρομοκρατικών οργανώσεων είχε ενισχυθεί πολύμορφα, η ανασυγκρότηση του αστικού κράτους προχωρούσε.
Ετσι, όταν ο ένοπλος αγώνας γενικεύτηκε, αντιμετώπιζε ήδη μια σοβαρή αρνητική εξέλιξη στο συσχετισμό δυνάμεων. Ωστόσο αυτός δεν είχε παγιωθεί και επομένως δεν είχε κριθεί η έκβαση του αγώνα του ΔΣΕ μέχρι το 1948.
Μάλιστα, αστικές πηγές21 μαρτυρούν για τον κίνδυνο που διέβλεπαν να ανατραπεί ο συσχετισμός δυνάμεων σε βάρος του κυβερνητικού στρατού.
Το ΚΚΕ σωστά εκτιμούσε τότε ως βέβαια την ένοπλη επίθεση του ιμπεριαλισμού. Ταυτόχρονα όμως έπρεπε να εκτιμηθεί και η αδυναμία που δήλωσε η βρετανική κυβέρνηση προς την κυβέρνηση των ΗΠΑ να διατηρήσει τα στρατεύματά της στην Ελλάδα, ζητώντας να αντικατασταθούν άμεσα από στρατό των ΗΠΑ. Ο εγγλέζικος ιμπεριαλισμός είχε ήδη αδυνατίσει, είχε χάσει την πρωτοκαθεδρία στο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Αυτή τη δυνατότητα ο Ζαχαριάδης την είχε επισημάνει:
«...Η νίκη η δική μας ήταν δυνατή και σε περίπτωση αντιπαράθεσης με τους Αγγλους».22
Παρά την ήττα στα χρόνια 1944 -1945, το λαϊκό κίνημα είχε νωπή την εμπειρία του ένοπλου αγώνα, των προωθημένων μορφών αμφισβήτησης και σύγκρουσης με τους θεσμούς του καπιταλιστικού συστήματος, την εμπειρία των φύτρων λαϊκής εξουσίας, ενώ ο γειτονικός βαλκανικός περίγυρος διαμορφωνόταν ως μη ευνοϊκός για την εδραίωση της καπιταλιστικής εξουσίας στην Ελλάδα.
Η 3η Συνδιάσκεψη δεν μπόρεσε να εξηγήσει γιατί ήταν λαθεμένη η τακτική του ΚΚΕ να αναπτύξει την ένοπλη πάλη απλώς ως μέσο πίεσης για τη διαμόρφωση συνθηκών ομαλής δημοκρατικής πορείας και ανάλογα με τις εξελίξεις, τακτική που είχε τη σύμφωνη γνώμη και ηγετών του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.
Από αυτήν την τακτική απέρρεε και η αντίφαση, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ να απέχουν από τις βουλευτικές εκλογές αλλά λίγους μήνες αργότερα να συμμετέχουν στο δημοψήφισμα για την επάνοδο ή όχι του βασιλέα. Εφόσον είχε ωριμάσει η ανάγκη της ένοπλης πάλης, η αποχή από τις εκλογές δεν ήταν λάθος. Ηταν λάθος οι ταλαντεύσεις που εκδηλώθηκαν στη γενίκευση της ένοπλης πάλης.
Σημειώσεις:
1. Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα, τόμ. 5ος, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981, σελ. 91-92.
2. Αρχείο της ΠΕΕΑ, Πρακτικά Συνεδριάσεων, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1990, σελ. 156-157.
3. Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα, τ. 6ος, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1987, σελ. 411-412.
4. Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα, τ. 5ος, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981, σελ. 134.
5. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 2 Μαρτίου 2008, Γιώργου Μαργαρίτη, «Οι δύο κόσμοι: Η Ελλάδα στις 5 Μαρτίου 1943».
6. Κείμενα της Εθνικής Αντίστασης, τόμ. 2, σελ. 16, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981.
7. Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα, τόμ. 5, σελ. 398, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981.
8. Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα, τόμ. 5, σελ. 398-399, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981.
9. Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα, τόμ. 5, σελ. 408-409, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981.
10. Το άρθρο δημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες στο Νέο Κόσμο, τεύχ. 8, Αύγουστος 1950, και τεύχ. 9, Σεπτέμβρης 1950. (Βλ. και Η 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ (10-14.10.1950), σελ. 575-719, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2010).
11. Ο.π., σελ. 33.
12. Ο.π., σελ. 583.
13. Ο.π., σελ. 584.
14. Η 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ (10-14.10.1950), σελ. 585, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2010.
15. Ο.π., σελ. 608.
16. Ο.π., σελ. 620.
17. Η 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ (10-14.10.1950), σελ. 526, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2010.
18. Ο.π., σελ. 35.
19. Η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ (16.7.2011) αποκατέστησε πολιτικά τον Αρη Βελουχιώτη (Θανάση Κλάρα). Βλ. ολόκληρη την Απόφαση της αποκατάστασης στο Παράρτημα του Δοκιμίου, σελ. 609-610 και στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση (ΚΟΜΕΠ), τεύχ. 5/2011, σελ. 48.
20. Συλλογικό, Η τρίχρονη εποποιία του ΔΣΕ (1946-1949), σελ. 137, εκδ. «Ριζοσπάστης» - «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1998.
21. Εγραψε ο στρατηγός Θρασύβουλος Τσακαλώτος: «Ο συμμοριτισμός, πληγείς καιρίως εις τον Γράμμον, κατόρθωσε να αναδιοργανωθεί εις το Βίτσι και να γίνει απειλητικός όχι μόνο εις την περιοχή τούτην, αλλά εις όλη την χώραν, όπου διετηρεί ακόμα μικράς εστίας εν δράσει, λόγω της αγκιστρώσεως των δυνάμεών μας εις το Βίτσι. Η πλάστιξ άρχισε να κλίνη εις βάρος των εθνικών δυνάμεων». (Θρ. Τσακαλώτος, Σαράντα χρόνια στρατιώτης της Ελλάδας, τόμ. Β', σελ. 222-223, εκδ. «Τυπογραφείον της Ακροπόλεως», 1950).
22. Η 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ (10-14.10.1950), σελ. 35, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2010.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου