Από εκεί και ο τίτλος λοιπόν.
Το σκεπάρνι, εργαλείο των μαστόρων, μαραγκών και οικοδόμων, είναι από παλιά μαζί μας: στον Όμηρο διαβάζουμε για «σκέπαρνον εΰξοον» (ε 237), σκεπάρνι ακονισμένο. Ο σκέπαρνος και το σκέπαρνον έδωσε στα ελληνιστικά χρόνια το σκεπάρνιον, και από εκεί στοσκεπάρνι. Το οποίο σκεπάρνι σήμερα, ως λέξη, το χρησιμοποιούν κι αυτοί που δεν μαστορεύουν, λόγω της πολύ διαδεδομένης φράσης, που την έβαλα και στον τίτλο, «καμαρώνει σαν το γύφτικο σκεπάρνι», που τη λέμε για κάποιον που κορδώνεται και καμαρώνει υπερβολικά, επιδεικτικά, συχνά χωρίς να υπάρχει σοβαρός λόγος.
Οι γύφτοι ήταν τεχνίτες στα χωριά, σιδεράδες και χαλκιάδες, κι η φράση βγήκε επειδή το γύφτικο σκεπάρνι έχει λαβή κυρτή, κι έτσι θυμίζει τον άνθρωπο που κορδώνεται με την κοιλιά προς τα έξω, ακριβώς τη στάση του σώματος που είχε ο Άδωνης Γεωργιάδης όταν πήγαινε να ορκιστεί υφυπουργός.
Το τσεκούρι, από την άλλη, είναι μεγαλύτερο από το σκεπάρνι, και το βρίσκουμε με τρία βασικά συνώνυμα στο ελληνικό λεξιλόγιο· τα άλλα δύο είναι ο πέλεκυς και ο μπαλτάς.
Οι γύφτοι ήταν τεχνίτες στα χωριά, σιδεράδες και χαλκιάδες, κι η φράση βγήκε επειδή το γύφτικο σκεπάρνι έχει λαβή κυρτή, κι έτσι θυμίζει τον άνθρωπο που κορδώνεται με την κοιλιά προς τα έξω, ακριβώς τη στάση του σώματος που είχε ο Άδωνης Γεωργιάδης όταν πήγαινε να ορκιστεί υφυπουργός.
Το τσεκούρι, από την άλλη, είναι μεγαλύτερο από το σκεπάρνι, και το βρίσκουμε με τρία βασικά συνώνυμα στο ελληνικό λεξιλόγιο· τα άλλα δύο είναι ο πέλεκυς και ο μπαλτάς.
Ο πέλεκυς είναι ιθαγενής, ήδη ομηρικός, όπως και το σκέπαρνον: στην Ιλιάδα (Γ60), ο Πάρης κατηγορεί τον Έκτορα ότι η καρδιά του είναι σκληρή σαν το τσεκούρι που σκίζει τον κορμό του δέντρου («κραδίη πέλεκυς… ατειρής»). Η λέξη έχει περάσει στη δημοτική (πελέκι), δώσει ρήματα (πελεκάω) και παράγωγα, έχουμε και την παροιμία για τον άνθρωπο αγράμματο που είναι ξύλο απελέκητο, ενώ ακούγεται πολύ το κλισέ για τον πέλεκυ της δικαιοσύνης που θα πέσει βαρύς και αμείλικτος πάνω σε όσους παρανομούν, μόνο που, αν κρίνουμε από τα αποτελέσματα, αυτός ο πέλεκυς φαίνεται να έχει στομώσει· μάλλον απαλό σαν χάδι είναι το άγγιγμά του για τους ημέτερους, πιο πολύ σαν φτερό που ξεσκονίζει.
Ο μπαλτάς, από την άλλη, μας ήρθε από ανατολικά, τούρκικο δάνειο (balta), από εκεί και ο μπαλτατζής, δηλαδή ο ξυλοκόπος, που είναι και επώνυμο. Το τσεκούρι, αντίθετα, που ήρθε από τα δυτικά, έχει πιο ενδιαφέρουσα ετυμολογική διαδρομή, από το μεσαιωνικό τσεκούριον και το ελληνιστικό σεκούριον φτάνουμε στο λατινικό securis, που σήμαινε τον πέλεκυ. Αυτό το securis, παρά την ηχητική ομοιότητα, δεν έχει καμιά σχέση με την οικογένεια λέξεων του security. Προέρχεται από το ρήμα secare, που σημαίνει «κόβω, τέμνω», απ’ όπου προέκυψαν τα διάφορα section (τομέας) των αγγλικών και γαλλικών.
Βαρύ και κοφτερό το τσεκούρι, όταν πέφτει δεν συγχωρεί: τσεκουράτος είναι αυτός που φέρεται με σκληρή αποφασιστικότητα· μιλάει τσεκουράτα όποιος λέει κάτι ωμά και χωρίς περιστροφές· η φρασεολογία μας διαθέτει κάμποσα συνώνυμα: τσεκουράτα, χύμα και τσουβαλάτα, ορθά κοφτά, νέτα σκέτα.
Φωτιά και τσεκούρι, είναι έκφραση που δηλώνει την ολοσχερή καταστροφή, ιδίως σε καιρό πολέμου· αυτή την τακτική εφάρμοσε ο Ιμπραήμ για να γονατίσει τον επαναστατημένο Μοριά, ως αντίποινα φωτιά και τσεκούρι υποσχέθηκε στους προσκυνημένους ο Κολοκοτρώνης, τον ίδιο τίτλο διάλεξε για το (όχι και πολύ αμερόληπτο) βιβλίο που αφιέρωσε στον Εμφύλιο ο Ευάγγελος Αβέρωφ.
Οι μαθητές κι οι φοιτητές λένε «έπεσε τσεκούρι» όταν στις εξετάσεις κοπούν πολλοί. Όμως εδώ και κάμποσο καιρό στον τόπο μας έχει αρχίσει να πέφτει ανελέητο και ασταμάτητο τσεκούρωμα στα πάντα: στους μισθούς και στις συντάξεις, στα δικαιώματα και στα κεκτημένα, στις ελπίδες των μεγαλύτερων και στα όνειρα των νέων. Δεν είναι τυχαίο που το πρόγραμμα αυτό ανέλαβε να το φέρει σε πέρας, καμαρώνοντας σαν γύφτικο σκεπάρνι, μια κυβέρνηση που έχει υπουργό της κάποιον που κράδαινε στα νιάτα του τσεκούρι. Μάθε τέχνη κι άστηνε, που λέμε.
Ο Νίκος Σαραντάκος είναι συγραφέας, μεταφραστής και κατοικοεδρεύει στα sarantakos.wordpress.com και www.sarantakos.com
Ο μπαλτάς, από την άλλη, μας ήρθε από ανατολικά, τούρκικο δάνειο (balta), από εκεί και ο μπαλτατζής, δηλαδή ο ξυλοκόπος, που είναι και επώνυμο. Το τσεκούρι, αντίθετα, που ήρθε από τα δυτικά, έχει πιο ενδιαφέρουσα ετυμολογική διαδρομή, από το μεσαιωνικό τσεκούριον και το ελληνιστικό σεκούριον φτάνουμε στο λατινικό securis, που σήμαινε τον πέλεκυ. Αυτό το securis, παρά την ηχητική ομοιότητα, δεν έχει καμιά σχέση με την οικογένεια λέξεων του security. Προέρχεται από το ρήμα secare, που σημαίνει «κόβω, τέμνω», απ’ όπου προέκυψαν τα διάφορα section (τομέας) των αγγλικών και γαλλικών.
Βαρύ και κοφτερό το τσεκούρι, όταν πέφτει δεν συγχωρεί: τσεκουράτος είναι αυτός που φέρεται με σκληρή αποφασιστικότητα· μιλάει τσεκουράτα όποιος λέει κάτι ωμά και χωρίς περιστροφές· η φρασεολογία μας διαθέτει κάμποσα συνώνυμα: τσεκουράτα, χύμα και τσουβαλάτα, ορθά κοφτά, νέτα σκέτα.
Φωτιά και τσεκούρι, είναι έκφραση που δηλώνει την ολοσχερή καταστροφή, ιδίως σε καιρό πολέμου· αυτή την τακτική εφάρμοσε ο Ιμπραήμ για να γονατίσει τον επαναστατημένο Μοριά, ως αντίποινα φωτιά και τσεκούρι υποσχέθηκε στους προσκυνημένους ο Κολοκοτρώνης, τον ίδιο τίτλο διάλεξε για το (όχι και πολύ αμερόληπτο) βιβλίο που αφιέρωσε στον Εμφύλιο ο Ευάγγελος Αβέρωφ.
Οι μαθητές κι οι φοιτητές λένε «έπεσε τσεκούρι» όταν στις εξετάσεις κοπούν πολλοί. Όμως εδώ και κάμποσο καιρό στον τόπο μας έχει αρχίσει να πέφτει ανελέητο και ασταμάτητο τσεκούρωμα στα πάντα: στους μισθούς και στις συντάξεις, στα δικαιώματα και στα κεκτημένα, στις ελπίδες των μεγαλύτερων και στα όνειρα των νέων. Δεν είναι τυχαίο που το πρόγραμμα αυτό ανέλαβε να το φέρει σε πέρας, καμαρώνοντας σαν γύφτικο σκεπάρνι, μια κυβέρνηση που έχει υπουργό της κάποιον που κράδαινε στα νιάτα του τσεκούρι. Μάθε τέχνη κι άστηνε, που λέμε.
Ο Νίκος Σαραντάκος είναι συγραφέας, μεταφραστής και κατοικοεδρεύει στα sarantakos.wordpress.com και www.sarantakos.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου