Στην τελική ευθεία μπαίνουν οι προετοιμασίες της κυβέρνησης για την διεξαγωγή δημοψηφισμάτων, σαν εργαλείο νομιμοποίησης προαποφασισμένων αντιδραστικών αλλαγών στο αστικό πολιτικό σύστημα και ενσωμάτωσης της κλιμακούμενης λαϊκής δυσαρέσκειας για την κυρίαρχη πολιτική. Χθες, το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε το νομοσχέδιο του υπουργείου Εσωτερικών για την διαδικασία διεξαγωγής δημοψηφισμάτων και το όλο θέμα περνάει πλέον στη δικαιοδοσία της Βουλής. Χωρίς να διευκρινίζεται το περιεχόμενο, πρόθεση της κυβέρνησης είναι το πρώτο δημοψήφισμα να γίνει μέχρι το τέλος του χρόνου.
Βάσει του νομοσχεδίου, προβλέπονται δύο τύποι δημοψηφίσματος.
Ο πρώτος αφορά διεξαγωγή δημοψηφισμάτων για «κρίσιμα εθνικά θέματα εξωτερικής πολιτικής ή εθνικής άμυνας», αλλά και κάθε άλλο ζήτημα που απασχολεί την οικονομική, την κοινωνική και την πολιτική ζωή.
Για τη διεξαγωγή του απαιτείται πρόταση της κυβέρνησης και απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας των βουλευτών. Ο δεύτερος τύπος αφορά στη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για ψηφισμένο νομοσχέδιο που ρυθμίζει σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, με εξαίρεση τα δημοσιονομικά. Για την προκήρυξή του απαιτείται πρόταση των 2/5 και αποδοχή της από τα 3/5 του συνόλου του βουλευτών.
Το αποτέλεσμα και των δύο τύπων δημοψηφίσματος θα είναι δεσμευτικό για την κυβέρνηση, εφόσον η συμμετοχή των ψηφοφόρων ξεπερνάει ένα ποσοστό. Σε δημοψήφισμα για ψηφισμένο νομοσχέδιο, το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 50% όσων είναι γραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους. Στην περίπτωση δημοψηφίσματος για κρίσιμο εθνικό θέμα, το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε χθες ότι το ποσοστό θα καθοριστεί κατά την επεξεργασία του σχεδίου νόμου στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής.
Υπενθυμίζεται ότι στα «κρίσιμα εθνικά θέματα», ο αρμόδιος υπουργός είχε πρόσφατα συμπεριλάβει ακόμα και το Ασφαλιστικό, δείχνοντας τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση σκοπεύει να αξιοποιήσει τα δημοψηφίσματα. Δηλαδή, μέσα από την κατάλληλη προπαγάνδα, θα επιχειρήσει να νομιμοποιήσει στην κάλπη νέες αντιασφαλιστικές αλλαγές, παράλληλα με τις σχεδιαζόμενες θεσμικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα (μείωση του αριθμού των βουλευτών, όρια στις θητείες τους, νόμος περί ευθύνης υπουργών, οικονομικά των κομμάτων κ.ά.), που στόχο έχουν τη θωράκισή του.
Επικίνδυνο τσουβάλιασμα
Σοβαρά ερωτήματα προκύπτουν, εξάλλου, αναφορικά με τις προβλέψεις του νομοσχεδίου για τον προεκλογικό αγώνα, κατά την διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Με το αιτιολογικό ότι «στη διενέργειά του συμμετέχουν όχι μόνον τα πολιτικά κόμματα, αλλά και ενώσεις προσώπων, επιστημονικές, επαγγελματικές ή συνδικαλιστικές οργανώσεις και κάθε άλλη οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών», το νομοσχέδιο προβλέπει ότι θα συγκροτούνται δύο Επιτροπές προεκλογικού αγώνα.
Στη μία Επιτροπή θα συμμετέχουν όσοι τοποθετούνται θετικά στο ερώτημα του δημοψηφίσματος, δηλαδή ψηφίζουν «ΝΑΙ», και στην άλλη θα συμμετέχουν όσοι τοποθετούνται αρνητικά, δηλαδή ψηφίζουν «ΟΧΙ». Σε καθεμιά από τις Επιτροπές «θα διατίθεται δωρεάν ο ίδιος χρόνος στα μέσα μαζικής επικοινωνίας για να προβάλλουν τα μηνύματα και τις θέσεις τους. Ο χρόνος αυτός κατανέμεται μεταξύ των μελών κάθε Επιτροπής, με απόφασή τους».
Η εξασφάλιση της προβολής των θέσεων φορέα ή κόμματος που δεν θέλει να συμμετάσχει σε μια από τις δυο Επιτροπές, δεν αντιμετωπίζεται από το νομοσχέδιο. Με αυτόν τον τρόπο, η κυβέρνηση επιχειρεί να τσουβαλιάσει κάτω από μια μονολεκτική απάντηση σε ένα δημοψηφικό ερώτημα, διαφορετικές πολιτικές απόψεις και προσεγγίσεις, βάζοντας εμπόδια σε κόμματα όπως το ΚΚΕ να προπαγανδίσουν ολοκληρωμένα τη θέση τους όχι μόνο απέναντι στο περιεχόμενο του δημοψηφίσματος, αλλά και απέναντι σ' αυτά καθ' αυτά τα δημοψηφίσματα.
Το σκόπιμο αυτό τσουβάλιασμα, θα έχει σαν αποτέλεσμα να αθροίζονται στην ίδια Επιτροπή ετερόκλητες ομάδες και κόμματα, γεγονός που θα αποτελεί προπαγανδιστικό εργαλείο στα χέρια της κυβέρνησης για τη χειραγώγηση συνειδήσεων. Για παράδειγμα, αν σε ένα θέμα που θέτει το δημοψήφισμα αντιτίθεται για τους δικούς της λόγους μια ακροδεξιά οργάνωση με ένα εργατικό σωματείο, τότε αυτόματα η κυρίαρχη προπαγάνδα θα ταυτίζει τους δυο, καλλιεργώντας αρνητικά αντανακλαστικά στο εκλογικό σώμα.
Ταυτόχρονα, το νομοσχέδιο αφήνει ανεξέλεγκτη την συμμετοχή φορέων στις επιτροπές, με αποτέλεσμα η συμμετοχή σε αυτές - λόγω της πληθώρας των συμμετασχόντων - να λειτουργήσει περιοριστικά στην έκφραση ανεπιθύμητων για την κυρίαρχη πολιτική απόψεων, και μάλιστα στο όνομα της «δημοκρατίας».
Το νομοσχέδιο προβλέπει ότι δεν θα διατίθεται κρατική χρηματοδότηση στους φορείς που θα συμμετέχουν στη διενέργεια δημοψηφίσματος. Ακόμη, θεσπίζεται όριο τόσο για τις δαπάνες τους όσο και για τη χρηματοδότησή τους από φυσικά πρόσωπα, ενώ απαγορεύεται να χρηματοδοτηθούν, μεταξύ άλλων, από ιδιοκτήτες ή εκδότες ημερήσιων ή περιοδικών εντύπων πανελλήνιας ή τοπικής κυκλοφορίας ή που είναι ιδιοκτήτες ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών, εν γένει, σταθμών. Η οικονομική τους διαχείριση υπόκειται σε κανόνες δημοσιότητας και ελέγχεται από την ομώνυμη Επιτροπή της Βουλής. Τέλος, στο δημοψήφισμα ισχύουν οι απαγορεύσεις στη δημόσια προβολή μηνυμάτων που προβλέπονται στην εκλογική νομοθεσία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου