Σε νέα φάση ισχυρών αναταράξεων πέρασαν τις τελευταίες βδομάδες η ΕΕ και οι ΗΠΑ, επιβεβαιώνοντας τις εκτιμήσεις του ΚΚΕ ότι η κρίση είναι βαθιά και πως η ανάκαμψη θα είναι πρόσκαιρη και αναιμική, προάγγελος μιας επόμενης κρίσης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) προειδοποίησε τη Δευτέρα ότι οι κύριες παγκόσμιες οικονομίες δείχνουν και πάλι σημάδια επιβράδυνσης, ενώ επανέρχονται οι ανησυχίες για μια νέα ύφεση, έπειτα από εκείνη του 2008 - 2009.
Ο ΟΟΣΑ αναφέρει συγκεκριμένα ότι τον Ιούνη, σε σχέση με το Μάη,«έκαναν την εμφάνισή τους στις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και τη Ρωσία ισχυρότερα σημάδια αντιστροφής των κύκλων ανάπτυξης».
Τον ίδιο μήνα, η ζώνη του ευρώ και η Κίνα βρίσκονταν σε φάση«επιβράδυνσης», ενώ οι ΗΠΑ εμφάνιζαν μια «πιθανή κορύφωση» της τάσης αυτής.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στις ΗΠΑ, το έλλειμμα σκαρφάλωσε τον Ιούνη πάνω και από το επίπεδο του 1 τρισ. δολαρίων, σύμφωνα με στοιχεία του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών και αναμένεται να φτάσει στα 1,65 τρισ. δολάρια για το δημοσιονομικό έτος του 2011.
Αυξημένο εμφανίζεται τον Ιούνη και το εμπορικό έλλειμμα, φθάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο από τον Οκτώβρη του 2008, λόγω της συνολικής μείωσης των εξαγωγών, που επηρεάζονται από τη μειωμένη ζήτηση, εξαιτίας της παγκόσμιας κρίσης. Το εμπορικό έλλειμμα έφθασε τα 53,1 δισεκατομμύρια δολάρια και οι αμερικανικές εξαγωγές κατέγραψαν πτώση μεγαλύτερη του 2%.
Ομοίως, η Γαλλία, δεύτερη μεγαλύτερη καπιταλιστική οικονομία της Ευρωζώνης, κατέγραψε μηδενική ανάπτυξη το δεύτερο τρίμηνο του 2011 και η βιομηχανική παραγωγή υποχώρησε περισσότερο από ό,τι ανέμεναν οι οικονομολόγοι τον Ιούνη. Πιο συγκεκριμένα, η παραγωγή υποχώρησε κατά 1,6% σε σχέση με το Μάη, έναντι πρόβλεψης για πτώση 0,7%. Στη Μ. Βρετανία, η Τράπεζα της Αγγλίας ανησυχεί για την«απώλεια της δυναμικότητας της ανάκαμψης στη βρετανική οικονομία» και υποβάθμισε τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη της βρετανικής οικονομίας στο 2% για φέτος, έναντι αρχικών εκτιμήσεων για 2,5%.
Αυτή η βαθιά αντιλαϊκή «ανάπτυξη» εξέθρεψε τα χρέη και ταυτόχρονα δημιούργησε τις προϋποθέσεις της υπερπαραγωγής και της υπερσυσσώρευσης για να εκδηλωθεί η κρίση, την οποία αξιοποιεί σήμερα το κεφάλαιο για να ξεμπερδεύει με κάθε εργατική κατάκτηση, παρουσιάζοντάς την αντιεπιστημονικά σαν «κρίση χρέους».
Μπαράζ αντιλαϊκών μέτρων
Ενδεικτική των παραπάνω, είναι η πυγμή με την οποία οι κυβερνήσεις χωρών όπως οι ΗΠΑ, η Γαλλία, η Ιταλία και άλλες, ανακοίνωσαν μέσα στη βδομάδα την πρόθεσή τους να επιταχύνουν και να διευρύνουν την εφαρμογή των προαποφασισμένων αντιλαϊκών μέτρων. Με διάγγελμα του προέδρου Ομπάμα, οι ΗΠΑ διαβεβαίωσαν για την πρόθεσή τους να προχωρήσουν ταχύτερα σε περικοπές των κοινωνικών δαπανών και σε αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις, που θα μειώσουν τα ελλείμματα στον προϋπολογισμό.
Αντίστοιχα, η Γαλλία ετοιμάζεται να ανακοινώσει την άλλη βδομάδα νέο πακέτο μέτρων λιτότητας, η Ιταλία, με υπουργικά διατάγματα θεσμοθέτησε ήδη γενικευμένες αντιλαϊκές ανατροπές, ενώ σε εξέλιξη βρίσκεται μπαράζ μέτρων που τσακίζουν το λαό σε Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία και Ισπανία, αλλά και στη Μ. Βρετανία, η οποία ετοιμάζεται το Σεπτέμβρη να επεκτείνει το νομικό της οπλοστάσιο υπέρ των μονοπωλίων.
Αυτό που αποδεικνύει η συντονισμένη επίθεση σε βάρος των λαών, είναι η ενιαία στρατηγική και η ανάγκη του κεφαλαίου να ρίξει ακόμα πιο κάτω την τιμή της εργατικής δύναμης. Ειδικά στην Ελλάδα, οι εξελίξεις καταρρίπτουν την προπαγάνδα με την οποία η κυβέρνηση προσπάθησε όλους τους προηγούμενους μήνες να νομιμοποιήσει τα φιλομονοπωλιακά της μέτρα, παρουσιάζοντας τη χώρα σαν «ιδιαίτερη περίπτωση» στην ΕΕ και παγκόσμια, με«παθογένειες» δήθεν στο κράτος, που έπρεπε να καταπολεμηθούν με το τσάκισμα των εργασιακών - λαϊκών δικαιωμάτων.
Το κεφάλαιο επιδιώκει ταυτόχρονα να διασφαλίσει αδρή χρηματοδότηση από τους προϋπολογισμούς των καπιταλιστικών κρατών και να κερδίσει νέα πεδία επιχειρηματικής δράσης, μέσα από τις ιδιωτικοποιήσεις και την παράδοση στρατηγικών τομέων της παραγωγής στα μονοπώλια. Ολα τα παραπάνω, είναι όροι αναγκαίοι για να βρουν τα συσσωρευμένα κεφάλαια κερδοφόρα διέξοδο στην παραγωγή, ώστε να ξεκινήσει ένας νέος κύκλος της διευρυμένης αναπαραγωγής, για όσα μονοπώλια επιβιώσουν και καταφέρουν να ισχυροποιήσουν τη θέση τους στη διάρκεια της κρίσης.
Εκεί ακριβώς εδράζεται και ο αδυσώπητος πόλεμος που μαίνεται στο προσκήνιο και το παρασκήνιο, για το ποια οικονομία και ποια μονοπώλια θα κερδίσουν ή θα χάσουν περισσότερα από την ελεγχόμενη - μέχρι στιγμής - καταστροφή κεφαλαίου, που μεθοδεύεται μέσα από τις αποφάσεις των Συνόδων Κορυφής της ΕΕ για τους μηχανισμούς δανειοδότησης υπερχρεωμένων κρατών. Ετσι, ενώ οι καπιταλιστικές κυβερνήσεις ομονοούν στη στρατηγική με την οποία επιτίθενται στο λαό, συγκρούονται με σφοδρότητα για να υπερασπιστούν η καθεμία τα δικά της μονοπωλιακά συμφέροντα, οξύνοντας μ' αυτόν τον τρόπο τις αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς στο εσωτερικό των λυκοσυμμαχιών που συνάπτουν μεταξύ τους.
Ισχυρές αντιθέσεις και ανταγωνισμοί
Χαρακτηριστικό ως προς αυτό είναι το παράδειγμα των αποφάσεων που πάρθηκαν στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής και οι οποίες χαιρετίστηκαν από τα καπιταλιστικά κράτη ως «ανάσα» και «σωτηρία», όχι βέβαια για τους λαούς, που χρεοκοπούν ταχύτατα, αλλά για τα μονοπώλια. Σήμερα, εκείνη η συμφωνία των κρατών της Ευρωζώνης και τα μέτρα που προέβλεπε, έχουν ήδη ξεπεραστεί από τις εξελίξεις που νομοτελειακά προκαλεί η κρίση.
Για παράδειγμα, οι «17» συμφώνησαν στις 21 του Ιούλη για την δημιουργία ενός ταμείου, το οποίο θα εξασφαλίζει τον απρόσκοπτο δανεισμό των κρατών - μελών της Ευρωζώνης που αδυνατούν να αντλήσουν ρευστότητα από τις καπιταλιστικές αγορές, εξαιτίας της βαθιάς ύφεσης στην οποία βρίσκονται και η οποία αντανακλάται στη δυσκολία να ανταποκριθούν με συνέπεια στην αποπληρωμή του χρέους. Για παράδειγμα, η Ελλάδα είναι η χώρα με το μεγαλύτερο χρέος στην Ευρωζώνη και ταυτόχρονα με τη μεγαλύτερη ύφεση, η οποία, για το δεύτερο τρίμηνο του 2011, έφτασε το 6,9%.
Οι αποφάσεις της Συνόδου πάρθηκαν πριν ακόμα η Ιταλία και η Ισπανία βρεθούν αντιμέτωπες με δεδομένα που επαληθεύουν το βάθεμα της κρίσης στην οικονομία τους και επί της ουσίας την αδυναμία τους να πετύχουν άμεσα ανεβασμένους ρυθμούς ανάπτυξης.
Η αντανάκλαση που έχει αυτή η αντικειμενική κατάσταση στο κόστος του δανεισμού τους, επιβάλλει την υπέρογκη αύξηση των κεφαλαίων που θα πρέπει να διαθέτει ο μηχανισμός δανειοδότησης, σε μια πρώτη φάση από τα 750 δισ. στο 1 τρισ. ευρώ. Με δεδομένο όμως ότι τα κεφάλαια του ταμείου συγκεντρώνονται από τις επιμέρους εισφορές της κάθε χώρας - μέλους, καπιταλιστικά κράτη όπως η Γερμανία και η Ολλανδία αντιδρούν στο ενδεχόμενο να αυξηθεί το ποσό που θα διαθέτει το ταμείο, και κατά συνέπεια η δική τους συνεισφορά.
Πού οφείλεται η άρνησή τους; Στο γεγονός ότι κάθε ευρώ που φεύγει από τα κρατικά ταμεία για να συνδράμει τη δανειοδότηση υπερχρεωμένων χωρών, το στερείται η ντόπια αστική τάξη, είτε σαν άμεση, είτε σαν έμμεση επιδότηση. Και μπορεί οι όροι του δανεισμού από το «Ταμείο Σταθερότητας» να εγγυώνται μακροπρόθεσμα ένα αξιολογότατο κέρδος για τις χώρες που συμμετέχουν στο αλισβερίσι με τα δάνεια, ωστόσο, η εξέλιξη της κρίσης και η ανάγκη να καταστραφεί κεφάλαιο, καθιστά τα γερμανικά και άλλα μονοπώλια επιφυλακτικά για την αυξημένη συμμετοχή τους στο δανειακό πακέτο.
Δηλαδή, ένα από τα στοιχεία των αντιθέσεων που εκδηλώνονται στο εσωτερικό της Ευρωζώνης και της Γερμανίας, είναι ότι από τη μια έχει ανάγκη το ευρώ και μια ενιαία αγορά, για να διατηρεί σε ανταγωνιστικό επίπεδο τις εξαγωγές, που είναι και ο βασικός παράγοντας για την μεγέθυνση της οικονομίας της, την ίδια ώρα όμως αυξάνουν οι επισφάλειες για τα κονδύλια τα οποία επενδύει στη «διάσωση» δήθεν χωρών της Ευρωζώνης και εκτίθεται έτσι στον κίνδυνο για μεγαλύτερες απώλειες από τη δεδομένη καταστροφή κεφαλαίου. Και μπορεί στην παρούσα φάση η απαξίωση του πλεονάζοντος κεφαλαίου να μεθοδεύεται ελεγχόμενα, ενδέχεται όμως στο άμεσο μέλλον να προσλάβει άναρχα χαρακτηριστικά.
Αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους για τον οποίο η Γερμανία, άλλα κράτη της Ευρωζώνης και μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, ζητάνε «εμπράγματες εγγυήσεις» για να συμμετέχουν στο πρόγραμμα δανειοδότησης της Ελλάδας, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στις αποκρατικοποιήσεις που εξήγγειλε η κυβέρνηση. Αυτό που επιδιώκουν, είναι να εκμεταλλευτούν πεδία επενδύσεων και πηγές κέρδους, σε σύμπραξη με την ντόπια αστική αστική, που θα τους εξασφαλίσουν σίγουρες και πολλαπλάσιες αποδόσεις σαν αντιστάθμισμα στην επισφάλεια που κρύβεται πίσω από τη δανειοδότηση υπερχρεωμένων κρατών και στις δεδομένες απώλειες από την καταστροφή κεφαλαίου.
Για να γίνει αυτό, βέβαια, δεν αρκεί μόνο να βγει στο σφυρί ό,τι έχει απομείνει όρθιο από το δημόσιο πλούτο, αλλά να μειωθεί κι άλλο το λεγόμενο «εργατικό κόστος» στις επιχειρήσεις αυτές, προκειμένου να γίνουν φθηνότεροι οι εργάτες για τους ντόπιους και ξένους «επενδυτές».
Νέα εργαλεία ενάντια στο λαό
Βέβαια, οι αντεργατικές ανατροπές, οι ιδιωτικοποιήσεις και τα άλλα αντιλαϊκά μέτρα, δεν προέκυψαν σαν ζητούμενο για την ΕΕ με το ξέσπασμα της σημερινής κρίσης, αλλά αποτελούν στρατηγικό στόχο από τη συγκρότησή της. Οι ιδρυτικές συνθήκες της ΕΕ και όλες οι στρατηγικές συμφωνίες που ακολούθησαν, προέβλεπαν συγκεκριμένους και μετρήσιμους αντιλαϊκούς στόχους για να ισχυροποιηθεί το ευρωενωσιακό κεφάλαιο στον παγκόσμιο ανταγωνισμό.
Η ανάγκη να προχωρήσουν αυτές οι προαποφασισμένες ανατροπές συντονισμένα και ταχύτατα σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης, είναι πλέον ζήτημα ζωής και θανάτου για τα μονοπώλια της ΕΕ, που βρίσκονται αντιμέτωπα με την όξυνση του ανταγωνισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Το κινέζικο, το αμερικάνικο, το ρώσικο, ακόμα και το λατινοαμερικάνικο κεφάλαιο, προσπαθούν να κερδίσουν θέσεις στον ανταγωνισμό. Το ίδιο ισχύει για κάθε μια από τις επιμέρους οικονομίες, μέσα στους ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο σήμερα το κεφάλαιο και το πολιτικό του προσωπικό, δεν έχουν το παραμικρό περιθώριο να ελιχθούν απέναντι στην λαϊκή δυσαρέσκεια που προκαλείται από την προσπάθειά τους να διαχειριστούν την κρίση με κριτήριο το γενικό συμφέρον της αστικής τάξης. Κατά συνέπεια, όχι μόνο δεν είναι διατεθειμένοι να προχωρήσουν στις ελάχιστες παραχωρήσεις που θα μπορούσαν να διασκεδάσουν τη λαϊκή αγανάκτηση, αλλά επιπλέον, απεργάζονται εργαλεία που θα κάνουν ακόμα πιο επιθετική και αποτελεσματική την προώθηση της πολιτικής τους σε βάρος των λαών.
Ενα τέτοιο εργαλείο αποτελεί η λεγόμενη «οικονομική διακυβέρνηση» της ΕΕ, την οποία με παραλλαγές ασπάζονται όλα τα κράτη, επιβεβαιώνοντας την ενιαία αντιλαϊκή στρατηγική τους. Η Γερμανία, μάλιστα, κάνει ένα βήμα μπροστά και ζητάει τη δημιουργία ενός «συμβουλίου σταθερότητας», που θα έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει κυρώσεις σε χώρες «που δε διαχειρίζονται σωστά τα οικονομικά τους». Εξειδικεύοντας την πρόταση, Γερμανοί αξιωματούχοι κάνουν λόγο ακόμα και για «τεστ ανταγωνιστικότητας», στα οποία, όταν μία χώρα αποτυγχάνει, θα υπάρχουν κυρώσεις από «ένα νέο συμβούλιο ευρωπαϊκής σταθερότητας, χωρίς να αντιμετωπίζει την "απειλή" πολιτικών πιέσεων».
Με άλλα λόγια, αυτό που μεθοδεύεται είναι ένας ακόμα τεχνοκρατικός μηχανισμός ελέγχου για την αυστηρή και έγκαιρη εφαρμογή των φιλομονοπωλιακών μέτρων που αποφασίζονται σε επίπεδο ΕΕ, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις χώρες που δανείζονται από τα ταμεία της Ευρωένωσης. Τα «τεστ ανταγωνιστικότητας» και οι κυρώσεις που θα μπορεί να επιβάλλει, θα κρέμονται σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα κεφάλια των λαών και θα χρησιμεύουν για τον εκβιασμό τους από τις εθνικές κυβερνήσεις.
Οι τελευταίες, μάλιστα, θα μπορούν με αυτόν τον τρόπο να δηλώνουν «αθώες του αίματος» για τη σφαγή των εργασιακών - συνταξιοδοτικών και άλλων δικαιωμάτων, παραπέμποντας τις όποιες αποφάσεις τους στα κριτήρια που θέτει το «συμβούλιο σταθερότητας». Η οικονομική διακυβέρνηση θα βρεθεί στο επίκεντρο της συνάντησης που θα έχουν την Τρίτη στο Παρίσι ο Ν. Σαρκοζί και η Α. Μέρκελ, κατά την οποία, σύμφωνα με τον Γάλλο υπουργό Οικονομικών, «η Γαλλία και η Γερμανία θα καταθέσουν ισχυρές προτάσεις για την αναμόρφωση της οικονομικής διακυβέρνησης στη ζώνη του ευρώ», ώστε «να επιταχυνθεί η διαδικασία για την αναμόρφωση της οικονομικής διακυβέρνησης», καθώς «είναι αντιληπτό πλέον ότι το υφιστάμενο status quo δεν μπορεί να συνεχιστεί».
Για ριζικές αλλαγές υπέρ του λαού
Απέναντι σ' αυτή τη ζοφερή για το λαό κατάσταση, υπάρχουν δυο στρατηγικές γραμμές, με τις οποίες τα κόμματα αντιμετωπίζουν την κρίση: Εκείνη που προσπαθεί να διαχειριστεί την κρίση προς όφελος του κεφαλαίου, στηρίζει τα μέτρα που παίρνονται και πασχίζει να σταθεροποιήσει την αστική εξουσία από τις αναταράξεις που προκαλεί η κλιμακούμενη λαϊκή δυσαρέσκεια. Η άλλη στρατηγική είναι αυτή που υπηρετεί το ΚΚΕ και παλεύει για να ανοίξουν βαθιά ρήγματα στην αστική πολιτική, που θα φτάνουν μέχρι την αποσταθεροποίηση και την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου, την αντικατάστασή της από την εργατική - λαϊκή εξουσία, την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής.
Αυτή είναι η ριζική διαφορά του ΚΚΕ απ' όλα τα άλλα κόμματα στην Ελλάδα. Ολοι τους προσπαθούν να σώσουν τον καπιταλισμό, να τον εξωραΐσουν στα μάτια του λαού, ενώ το ΚΚΕ παλεύει για να τον ανατρέψει, διακηρύσσοντας ότι ένας τέτοιος επιθετικός αγώνας, είναι όρος αναγκαίος για να αποκρουστούν σήμερα τα βάρβαρα μέτρα και να ανοίξει ο δρόμος για ριζικές αλλαγές προς όφελος του λαού στο επίπεδο της εξουσίας και της οικονομίας.
Δίπλα στο ΠΑΣΟΚ, τη ΝΔ, τον ΛΑ.Ο.Σ., το κόμμα της Μπακογιάννη και τα άλλα αστικά κόμματα, στέκονται οι δυνάμεις του οπορτουνισμού, όπως ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που προπαγανδίζουν υπέρ μιας κυβερνητικής αλλαγής, χωρίς να αλλάξει τίποτε στο πεδίο της εξουσίας και της οικονομίας, η οποία θα συνεχίσει να είναι καπιταλιστική. Στο όνομα του «ρεαλισμού» του κεφαλαίου, οι προτάσεις τους είναι συμπληρωματικές σε αυτές των αστικών κομμάτων, όπως η έκδοση ευρωομόλογου, η ρύθμιση του χρέους, ο δανεισμός με χαμηλότερα επιτόκια, ο αναβαθμισμένος ρόλος της καπιταλιστικής ΕΚΤ στη διαχείριση της κρίσης.
Παρουσιάζουν αυτές τις προτάσεις σαν εργαλεία για την ανακούφιση δήθεν του λαού, κρύβοντας συνειδητά ότι σε συνθήκες γενικευμένης επίθεσης του κεφαλαίου, τίποτε δεν θα μείνει όρθιο αν οι εργαζόμενοι και τα αντιλαϊκά στρώματα δεν αντιτάξουν στην ενιαία στρατηγική και το δρόμο ανάπτυξης που υπερασπίζεται η πλουτοκρατία, τη δική τους συμμαχία και τη στρατηγική τους πρόταση για τον άλλο δρόμο ανάπτυξης. Επί της ουσίας, με τη στρατηγική τους οι οπορτουνιστές καλούν το λαό να χαράξει σαν γραμμή άμυνας το «λιγότερο κακό», το οποίο όμως, από τη μια στιγμή στην άλλη, ξεπερνιέται από τα σαρωτικά μέτρα που έχει ανάγκη το κεφάλαιο για να σταθεί στον ανταγωνισμό εν μέσω κρίσης.
Γραμμή άμυνας για το ΚΚΕ είναι οι σύγχρονες και πραγματικές ανάγκες του λαού και οι δυνατότητες που αντικειμενικά υπάρχουν σήμερα για την ικανοποίησή τους. Ταυτόχρονα, το Κόμμα παλεύει με συγκεκριμένα αιτήματα και στόχους πάλης για την ανακούφιση των λαϊκών στρωμάτων που πλήττονται από την κρίση, στηρίζοντας το πλαίσιο των ΠΑΜΕ, ΠΑΣΕΒΕ, ΠΑΣΥ, ΟΓΕ, ΜΑΣ για μέτρα ουσιαστικής προστασίας των ανέργων, για προστασία όσων δεν έχουν να πληρώσουν το ρεύμα ή τα τραπεζικά δάνεια και άλλα.
Πρόκειται για αιτήματα που προϋποθέτουν σύγκρουση με την κυρίαρχη πολιτική και την προπαγάνδα αστών και οπορτουνιστών, που με αποχρώσεις προσπαθούν να φορτώσουν το χρέος στις πλάτες του λαού και να πείσουν τα λαϊκά στρώματα ότι μπορεί να υπάρξει διέξοδος προς όφελός τους μέσα στο πλαίσιο αυτού του σάπιου καπιταλιστικού συστήματος, που έχει φάει προ πολλού τα ψωμιά του και πρέπει να ανατραπεί.
Η δεκαετία που διανύουμε και οι επόμενες δεκαετίες, θα είναι περίοδοι λαϊκής αφύπνισης και κοινωνικών επαναστάσεων. Η δράση του ΚΚΕ μέσα στη δίνη της καπιταλιστικής κρίσης, στοχεύει στην αναχαίτιση της επίθεσης και στην αντεπίθεση του λαού, μέσα από την οργάνωση και την προετοιμασία της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων για την εφ' όλης της ύλης αναμέτρηση με το κεφάλαιο και την πολιτική του. Η ισχυροποίηση του ΚΚΕ και το στέριωμα της λαϊκής συμμαχίας σε τόπους δουλειάς και εργατογειτονιές, σε σχολειά και σχολές, στα αστικά κέντρα και την ύπαιθρο, είναι οι παράγοντες που θα γείρουν τελικά την πλάστιγγα υπέρ του λαού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου