Οι διαφορετικές αστικές πολιτικές διαχείρισης του χρέους και της οικονομικής κρίσης για τη διέξοδο σε όφελος του κεφαλαίου, βρίσκονται συνεχώς στο προσκήνιο.
Η συζήτηση αυτή στους κύκλους της αστικής τάξης, που είναι πολύ παλιά, π.χ. η ίδια αστική αντιπαράθεση υπήρχε και στη δεκαετία του '50, έχει ξεκινήσει από την αρχή της εκδήλωσης της οικονομικής κρίσης το 2008 και ασφαλώς αντανακλά τις αντιθέσεις που έχουν εκδηλωθεί μεταξύ των διάφορων τμημάτων του κεφαλαίου, ως προς τους τρόπους αντιμετώπισης της κρίσης, αλλά και τα διαχειριστικά αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν για το ξεπέρασμά της.
Κοινό ενοποιητικό στοιχείο, τόσο εκείνων που τάσσονται υπέρ των αναπτυξιακών πολιτικών, όσο και αυτών που υποστηρίζουν την ανάγκη εφαρμογής σκληρών σταθεροποιητικών προγραμμάτων (βλέπε μνημόνιο), είναι η πλήρης συμφωνία τους, στη στρατηγική επιλογή του κεφαλαίου να συρρικνώσει βίαια το βιοτικό επίπεδο του εργαζόμενου λαού, με στόχο το αντιλαϊκό ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης, σε συνδυασμό με τη δημιουργία ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων απέναντι στα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα του πλανήτη, που συγκρούονται με το ευρωπαϊκό κεφάλαιο για τον έλεγχο της παγκόσμιας αγοράς. Στο θέμα αυτό, δεν έχουν την παραμικρή διαφωνία και την παραμικρή διαφορά. Οι διαφορετικές τους προσεγγίσεις, όπως είπαμε, αντανακλούν τις αστικές αντιθέσεις, οι οποίες στην περίοδο της κρίσης οξύνονται.
Ετσι βλέπουμε τη ΝΔ, με τις θέσεις που παρουσίασε στο Ζάππειο ΙΙ, να συμφωνεί σε όλα με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ (ιδιωτικοποιήσεις, νέες ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις, δραστικές περικοπές δαπανών) σε ό,τι αφορά το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα της περιόδου 2012 - 2015, αλλά να εκφράζει τη διαφωνία της στη φορολογική πολιτική και να ζητά νέα μείωση της φορολογίας του κεφαλαίου στο 15% και ενίσχυση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, ώστε... να γίνουν επενδύσεις και να πάρει μπρος η μηχανή της οικονομίας. Αυτό είναι το «άλλο μείγμα οικονομικής πολιτικής» που προτείνει η ΝΔ και χρησιμοποιεί ως βασικό της επιχείρημα για να αντιπαρατεθεί με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, η οποία, όπως ισχυρίζεται, «ακολουθεί μία λάθος πολιτική που μας έχει φέρει στα σημερινά αδιέξοδα».
Με τέτοιες περισπούδαστες αναλύσεις, το μόνο που επιδιώκουν, είναι να συγκαλύψουν, ότι τα δύο κόμματα της ολιγαρχίας, έχουν ήδη συναινέσει και συμφωνήσει στην εφαρμογή πολιτικών που εξαθλιώνουν τα λαϊκά στρώματα, με αυτούς τους άθλιους μισθούς που οδηγούν την ελληνική οικονομία «σε σύγκλιση» με τους μισθούς της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας και της Κίνας.
Ως τώρα ο εργαζόμενος λαός εξαθλιώνεται,αλλά η κρίση δεν ξεπερνιέται. Ο καπιταλισμός είναι βαριά άρρωστος για να ιαθεί με μέτρα που προτείνει η ΝΔ, ή αυτά που πρότεινε ο Γιούγκερ για χρηματοδότηση του συνόλου των έργων από τα κοινοτικά χρηματοδοτικά ταμεία, χωρίς συμμετοχή της Ελλάδας.
Τα επιτελεία της αστικής τάξης, με τις διαφορετικές πολιτικές διαχείρισης εξαπατούν συνειδητά τους εργαζόμενους, όταν υποστηρίζουν ότι με τις δικές τους μαγικές συνταγές θα βγει η οικονομία από την κρίση. Τόσο οι μεν, όσο και οι δε κάνουν εμπόριο ελπίδας, υποσχόμενοι ανύπαρκτους μελλοντικούς παράδεισους, οι οποίοι θα έλθουν, υπό την προϋπόθεση, ότι η εργατική τάξη θα σταματήσει να αγωνίζεται, αφοπλιστεί οικειοθελώς και μετατραπεί σε παθητικό θεατή του κανιβαλισμού και του εξανδραποδισμού στον οποίο επιδίδονται οι βρικόλακες της αστικής τάξης και του πολιτικού της συστήματος, σε βάρος των εργατικών οικογενειών. Και τα δύο αυτά κόμματα ζητούν από το αγωνιζόμενο εργατικό κίνημα να πετάξει λευκή πετσέτα και να πάψει να αντιστέκεται. Αυτή είναι η ουσία της «διαφοροποίησης» μεταξύ του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ.
Η κρίση υπερσυσσώρευσης και οι συνέπειές της
Το ΚΚΕ έγκαιρα προσδιόρισε τη διεθνή καπιταλιστική κρίση, ως κρίση υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου, που εκδηλώθηκε την περίοδο της ανάπτυξης. Πρόκειται για θέση, που συνδέει την οικονομική κρίση με την ταξική της διάσταση ( κρίση του καπιταλιστικού συστήματος) και ως συνεπές κόμμα της εργατικής τάξης, δεν διολίσθησε σε αντιεπιστημονικές, επιφανειακές και επιδερμικές αναλύσεις περί χρηματοπιστωτικής κρίσης, κρίσης χρέους, ευθύνες των golden boys, οι οποίες το μόνο που κάνουν, είναι να συγκαλύπτουν και να απενοχοποιούν το σύστημα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης από τις τεράστιες ευθύνες του και να εγκλωβίζουν στα αστικά όρια διαχείρισης τις λαϊκές συνειδήσεις.
Είναι επίσης το μοναδικό κόμμα που από την αρχή υποστήριξε, ότι η οικονομική κρίση, δεν πρόκειται να ξεπεραστεί χωρίς την καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, χωρίς δηλαδή να καταστραφούν εργατικές δυνάμεις - κάτι που βλέπουμε να συντελείται μπροστά στα μάτια μας με την κατακόρυφη άνοδο της ανεργίας - αλλά και υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο, το οποίο εμποδίζει να ξεκινήσει και πάλι η διαδικασία της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης.
Πρόκειται για θέσεις οι οποίες στηρίζονται στη μελέτη από τη μαρξιστική προσέγγιση, των οικονομικών κρίσεων του καπιταλιστικού συστήματος που είχαν εκδηλωθεί στο παρελθόν, αλλά και την επιστημονική ανάλυση των σύγχρονων οικονομικών και κοινωνικών δεδομένων.
Αλλά ας δούμε καλύτερα το θέμα της καταστροφής υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου και πώς αυτή αντανακλάται στην ελληνική πραγματικότητα.
Θα εξετάσουμε πρώτα τους τομείς της υλικής παραγωγής, τη μεταποίηση και τις κατασκευές και στη συνέχεια θα επιχειρήσουμε να καταγράψουμε τις εξελίξεις στο πιστωτικό σύστημα - το οποίο εμφανίζεται σαν ο μεγάλος ασθενής - και στο κρατικό χρέος.
Υπερσυσσώρευση κεφαλαίου στη μεταποίηση
Στο χώρο της μεταποίησης, με βάση το 100 το 2005, ο δείκτης παραγωγής από 99,2 μονάδες το 2007, υποχώρησε στις 91 το 2008, στις 84,8 το 2009 και στις 80,4 μονάδες το 2010, ενώ η υποχώρηση συνεχίστηκε και τους πρώτους μήνες του 2011. Μεταξύ του 2007 και του 2010 έχουμε μια υποχώρηση της βιομηχανικής παραγωγής κατά 19 μονάδες.
Ο δείκτης του βαθμού χρησιμοποίησης εργοστασιακού δυναμικού υποχώρησε από τις 77 μονάδες το 2007 στις 68,5 το 2010 ή κατά 11,1%. Σε απόλυτα μεγέθη η απασχόληση στη μεταποίηση υποχώρησε από 538.800 εργαζόμενους το β' τρίμηνο του 2008 σε 448.800 εργαζόμενους το δ' τρίμηνο του 2010. Μέσα σε 2,5 χρόνια χάθηκαν 90.000 θέσεις εργασίας, ή το 16,7% του εργοστασιακού δυναμικού.
Ενδιαφέρον έχει επίσης να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη των τιμών στη μεταποίηση (τιμών παραγωγού). Στο χρονικό διάστημα 2008 - 2009 - 2010, οι τιμές στα ενδιάμεσα εμπορεύματα αυξήθηκαν κατά 2,4% και 4,6%. Στα κεφαλαιουχικά εμπορεύματα έχουμε υποχώρηση των τιμών κατά -0,3% την πρώτη περίοδο και αύξηση 0,5% τη δεύτερη. Στα διαρκή καταναλωτικά εμπορεύματα παρατηρούνται αυξήσεις 1,3% και 0,5% αντίστοιχα, στα αναλώσιμα εμπορεύματα αύξηση 0,5% και μείωση -0,2% και τέλος στα ενεργειακά εμπορεύματα έχουμε μεγάλες αυξήσεις 13,3% και 19%.
Παρατηρούμε δηλαδή ότι στην πλειοψηφία των τομέων της μεταποίησης, οι τιμές την περίοδο της οικονομικής κρίσης, παρέμειναν στάσιμες, ενώ στα ενδιάμεσα και πολύ περισσότερο στα ενεργειακά εμπορεύματα, έχουμε αυξήσεις. Σε καμία όμως περίπτωση δεν παρατηρείται μείωση των τιμών, κάτι που εξηγείται από τον υψηλό βαθμό μονοπώλησης που παρατηρείται στο σύνολο των κλάδων της μεταποίησης.
Είναι εμφανής επίσης η καταστροφή κεφαλαίου, είτε αυτή αφορά μηχανολογικό εξοπλισμό, είτε την απασχόληση. Τι προβλήματα δημιουργούνται τώρα στη διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου στους βιομηχανικούς κλάδους;
Κατ' αρχάς η μείωση της απασχόλησης οδηγεί στη μείωση της παραγόμενης μάζας της υπεραξίας όταν οι γενικότερες συνθήκες παραμένουν σταθερές. Διαφορετική είναι η μάζα της υπεραξίας που δημιουργούν 540.000 εργαζόμενοι και σαφώς μικρότερη αυτή που δημιουργούν 450.000 εργαζόμενοι. Ακόμα και αν λάβουμε υπόψη ότι η επέκταση των ελαστικών μορφών απασχόλησης, έχει οδηγήσει σε αύξηση το βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, οι απώλειες δεν αντισταθμίζονται. Ας μην ξεχνάμε ότι τα όρια εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, δεν είναι απεριόριστα, καθώς προσκρούουν σε φυσικά εμπόδια (εξάντληση αντοχών του φορέα της εργατικής δύναμης όταν συνεχίσει να εργάζεται πέραν ενός ορισμένου χρονικού ορίου, χωρίς κίνδυνο ανεπανόρθωτης φθοράς της υγείας του και της ικανότητας για εργασία).
Η μείωση όμως της μάζας της υπεραξίας οδηγεί σε πτώση του ποσοστού του κέρδους, και αυτή με τη σειρά της μπορεί να οδηγήσει σε απόσυρση κεφαλαίων που έχουν επενδυθεί σε κλάδους της μεταποίησης, τα οποία πλέον αναζητούν περισσότερο κερδοφόρες τοποθετήσεις. Οταν το ποσοστό κέρδους πέσει κάτω από ένα ορισμένο όριο, οι επενδύσεις θεωρούνται ασύμφορες για τους κεφαλαιοκράτες, οπότε μπορεί να αποσύρουν τα κεφάλαιά τους και να αναζητούν άλλους τομείς να επενδύσουν.
Βεβαίως σε συνθήκες κρίσης πρέπει να υπάρξει περαιτέρω καταστροφή κεφαλαίου, η οποία είτε θα λάβει τη μορφή της χρεοκοπίας επιχειρήσεων, είτε θα εκδηλωθεί με την μεγάλη πτώση των βιομηχανικών - και στη συνέχεια και των εμπορικών - τιμών, δεδομένου ότι το «στομάχι» της αγοράς, δεν είναι σε θέση να απορροφήσει τη μάζα των βιομηχανικών εμπορευμάτων στις σημερινές αγοραίες τιμές. Είδαμε όμως ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, επειδή οι μεγάλοι μονοπωλιακοί όμιλοι που ελέγχουν τους βιομηχανικούς κλάδους, κρατούν σταθερές τις τιμές ή και τις αυξάνουν, οδηγώντας με τον τρόπο αυτό τους πιο αδύνατους ανταγωνιστές στη χρεοκοπία και το λουκέτο.
Στο χώρο των κατασκευών
Αντίστοιχη εικόνα προκύπτει και στο χώρο των κατασκευών.
Οι απασχολούμενοι του κλάδου μειώθηκαν από 395.000 το α' τρίμηνο του 2008 σε 330.000 το β' τρίμηνο του 2010. Εχουμε δηλαδή μια μείωση της απασχόλησης κατά 65.000 εργαζόμενους ή κατά 17,5%. Παράλληλα, σύμφωνα με τα στοιχεία των ίδιων των κατασκευαστών, 200.000 νεόδμητα διαμερίσματα παραμένουν απούλητα.
Το τελευταίο στοιχείο θα πρέπει να το εξετάσουμε σε συνάρτηση με την πορεία της εξέλιξης των τιμών των κατοικιών στις αστικές περιοχές της Ελλάδας (στοιχεία στατιστικό δελτίο οικονομικής συγκυρίας Τράπεζα Ελλάδας). Με βάση το 100 (έτος 1997), ο δείκτης τιμών στα νεόδμητα αστικά ακίνητα, αναρριχήθηκε στο 261,1 το 2008. Στα 11 αυτά χρόνια, οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν μεσοσταθμικά κατά 160%. Το 2009 ο δείκτης υποχωρεί στο 249,8 και το 2010 στο 240,1. Παρατηρούμε ότι στα δύο χρόνια της κρίσης, οι τιμές στις κατοικίες των αστικών περιοχών υποχώρησαν κατά 8,1%. Ωστόσο, και μετά την υποχώρηση αυτή, η αγορά κατοικίας παραμένει παγωμένη. Στα σημερινά επίπεδα τιμών, το κεφάλαιο που έχει τοποθετηθεί στις κατασκευές δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Οι τιμές θα πρέπει να αποκλιμακωθούν κι άλλο, ώστε να υπάρξει αντιστοιχία με τα επίπεδα της όποιας ζήτησης υπάρχει. Η μείωση των τιμών μπορεί να φτάσει σε τέτοια επίπεδα, ώστε να εξαφανιστεί ακόμα και το κέρδος και οι κατασκευαστές να πουλήσουν ακόμα και με ζημιά. Θα υπάρξει δηλαδή καταστροφή κεφαλαίου. Μετά την «εξυγιαντική» αυτή διαδικασία, η αγορά κατοικίας θα ξεκινήσει να αναπτύσσεται και πάλι, από χαμηλότερο όμως σημείο εκκίνησης.
Πιστωτικό κεφάλαιο
Η πιο ενδεικτική περίπτωση υπερσυσσώρρευσης κεφαλαίου συντελείται στο χώρο της πίστης και αφορά φυσικά το ελληνικό κρατικό χρέος, το οποίο, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία ανέρχεται στα 350 δισ. ευρώ. Το χρέος αυτό, υπό μορφή έκδοσης κρατικών ομολόγων έχει εξαγοραστεί και βρίσκεται στα χέρια των ελληνικών και ξένων - γερμανικών και γαλλικών κατά βάση - τραπεζών. Οι τελευταίες με τη σειρά τους, αγοράζουν ελληνικό χρέος, είτε για λογαριασμό των λεγόμενων θεσμικών ταμείων (πρόκειται για ασφαλιστικά ταμεία σε Ελλάδα και εξωτερικό), είτε για δικό τους λογαριασμό, με κεφάλαια που προέρχονται από καταθέσεις μικροαποταμιευτών, ή από κεφαλαιοποιημένη υπεραξία που έχει τοποθετήσει το βιομηχανικό, εμπορικό και εφοπλιστικό κεφάλαιο στις τράπεζες.
Και το έχουν τοποθετήσει στις τράπεζες είτε για να κερδίσουν από τους τόκους, ή γιατί μέρος του κεφαλαίου αυτού, δεν μπορεί να επενδυθεί παραγωγικά στους τομείς της υλικής παραγωγής, είτε στο χώρο των υπηρεσιών.Από το κεφάλαιο που υπάρχει στις Τράπεζες, δίνονται δάνεια για επενδύσεις ή τοποθετείται σε μορφές πλασματικού κεφαλαίου (μετοχές, ομόλογα, παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα).
Στην περίοδο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, η εξυπηρέτηση του κρατικού χρέους, γίνεται χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες. Στην περίοδο όμως της οικονομικής κρίσης, όταν ανακόπτεται βίαια η διευρυμένη αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου και κατά συνέπεια μειώνεται απότομα η μάζα της παραγόμενης υπεραξίας, ανατρέπονται όλες οι ισορροπίες και τα ισοζύγια, οι αρμοί του συστήματος αρχίζουν να τρίζουν. Συνέπεια της οικονομικής κρίσης, είναι και η κατάρρευση του κρατικού προϋπολογισμού και άρα η ικανότητα του καπιταλιστικού κράτους να εξυπηρετεί το χρέος και τους πιστωτές. Αυτό αντανακλάται στις τιμές των ομολόγων, οι οποίες έχουν κυριολεκτικά καταρρεύσει. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, με τιμή βάσης το 100, τον προηγούμενο Μάη τα 3ετή ομόλογα διαπραγματεύονταν στη λεγόμενη δευτερογενή αγορά σε τιμή 60,79 μονάδων βάσης (μ.β.), των 10ετών στις 54,59 μ.β., των 30ετών στις 44,23 μ.β., των 5ετών στις 61,68 μ.β. και των 7ετών στις 58 μ.β.
Η καταστροφή κεφαλαίου στο χώρο της πίστης με όρους καπιταλιστικής αγοράς, στην πραγματικότητα ήδη συντελείται. Από εκεί και πέρα, με κρατικομονοπωλιακές παρεμβάσεις, επιχειρούν να διατηρήσουν το μισοπεθαμένο στη ζωή (χορήγηση χαμηλότοκων δανείων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προς τις τράπεζες, παροχή ρευστότητας από το κράτος, υπογραφή α' μνημονίου και διαπραγμάτευση χορήγησης δεύτερου υπέρογκου δανείου, μακροχρόνια επιμήκυνση του χρέους που λήγει τα επόμενα χρόνια κλπ.).
Ο ελληνικός και ο διεθνής καπιταλισμός βρίσκονται αντιμέτωποι με τις αντιφάσεις του συστήματος και με τα όλο και περισσότερο στενά όρια διαχείρισης της κρίσης. Αν δεν στηρίξουν το ελληνικό πιστωτικό σύστημα (αυτή είναι η πέτρα του σκανδάλου και όχι η πληρωμή των μισθών και των συντάξεων που τις έχουν λεηλατήσει) κινδυνεύουν με κατάρρευση οι ελληνικές τράπεζες, αλλά θα πληγούν και οι γερμανικές και γαλλικές τράπεζες που διακρατούν μεγάλο μέρος του ελληνικού χρέους. Μια τέτοια όμως εξέλιξη θα συμπαρασύρει και τις τράπεζες άλλων χωρών, οι οποίες έχουν ανοικτές θέσεις (έχουν τοποθετήσει κεφάλαια) στις γαλλικές και τις γερμανικές τράπεζες και δεν αποκλείεται να σημειωθεί ντόμινο καταρρεύσεων στο σύνολο των χωρών της ευρωζώνης, και η εκδήλωση στη συνέχεια μίας δεύτερης οικονομικής κρίσης, βαθύτερης ακόμα και από την πρώτη. Κρίση, η οποία θα εξαπλωθεί και σε άλλα σημεία του πλανήτη.
Από την άλλη, το «άρρωστο» και «μολυσμένο» τραπεζικό σύστημα της Ελλάδας, δεν μπορεί να ξεπεράσει την κρίση του, χωρίς να καταστραφεί το υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο που βρίσκεται στα σπλάχνα του, και το διακρατούν οι τράπεζες στα λογιστικά τους βιβλία.
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Οι ίδιες οι εξελίξεις δείχνουν ότι το γερασμένο και εξαντλημένο καπιταλιστικό σύστημα, είναι βαριά άρρωστο. Και όσο πιο εξασθενημένο και ανήμπορο αισθάνεται, τόσο περισσότερο ανθρώπινο αίμα χρειάζεται να μεταγγιστεί στα αγγεία του, για να ανακτά προσωρινά τις αισθήσεις από το βαρύ λήθαργο και τον επιθανάτιο ρόγχο στον οποίο έχει περιέλθει.
Καιρός να του βγάλουμε τον αναπνευστήρα που τον κρατά τεχνητά στη ζωή. Μέσα από το θάνατο του παλιού και ιστορικά ξεπερασμένου κοινωνικού συστήματος, θα ανθίσει η νέα ζωή. Οι κοινωνίες των ανθρώπων θα πετάξουν όλη τη σκουριά και τα βαρίδια του παρελθόντος και θα κάνουν ένα τεράστιο βήμα προς τα εμπρός.
- Τα οικονομικά στοιχεία είναι της ΕΛΣΤΑΤ.
- Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου