Σελίδες

13 Ιουν 2011

«ΣΥΝΟΙΚΙΑ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ», Λογοκριμένη ως κομμουνιστική προπαγάνδα.



Επετειακή επανέκδοση 50 χρόνια μετά.
Μια ταινία που έχει αφήσει ιστορία στον Ελληνικό Κινηματογράφο, μια ταινία πολιτικά και κοινωνικά φορτισμένη, μια άψογη ηθογραφία των φτωχότερων περιοχών της Αθήνας, η θρυλική «Συνοικία το όνειρο»του Αλέκου Αλεξανδράκη σε σενάριο του Τάσου Λειβαδίτη, με την έξοχη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, σε επετειακή επανέκδοση 50 χρόνων από την επεισοδιακή πρώτη προβολή της, προβάλλεται αποκλειστικά στον κινηματογράφο «ΖΕΦΥΡΟΣ», τιμώντας την περιοχή των Ανω Πετραλώνων, όπου και έγιναν τα γυρίσματα.
Ο Αλέκος Αλεξανδράκης, στο ρόλο του σκηνοθέτη, αναλαμβάνει να δείξει μια Αθήνα πολύ μακριά από την «επίσημη», ωραιοποιημένη και «τουριστική» εικόνα της. Δημιούργησε μια ταινία, που φαινόταν, το λιγότερο, αριστερή, και εξαγρίωσε τους λογοκριτές που την είδαν ως κομμουνιστική προπαγάνδα, ενώ θεωρούσαν και απαράδεκτο να αφήνεται να βγαίνει προς τα έξω μια αληθινή, ωμή, ρεαλιστική και πικρή εικόνα της Ελλάδας, αλλά πέρα για πέρα υπαρκτή...

Οι χαρακτήρες στην ταινία είναι αντι-ήρωες, υποφέρουν, δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, είναι πάμπτωχοι, απόκληροι της κοινωνίας, μικροκακοποιοί - όμως υπάρχουν. Είναι εκεί, όσο κι αν ήθελε να τους αγνοήσει η κοινωνία και η αυτάρεσκη αστική τάξη. Σε μια πάρα πολύ δύσκολη εποχή πολιτικής και οικονομικής κρίσης, με πρωτοφανή φαινόμενα έξαρσης της φτώχειας και της ανεργίας, οι χαρακτήρες αυτοί δίνουν το δικό τους «παρών», διεκδικούν κι αυτοί μια θέση στο όνειρο, ένα όνειρο που φαίνεται να έχει φτιαχτεί μόνο για άλλους...
Μια φτωχογειτονιά της Αθήνας, ο Ασύρματος, είναι το κέντρο του κόσμου για τους ανθρώπους που ζουν εκεί, και προσπαθούν με κάθε τρόπο να ξεφύγουν απ' τη φτώχεια και την ανέχεια. Ο Ρίκος, που μόλις αποφυλακίστηκε, προσπαθεί να βγάλει χρήματα, την ίδια στιγμή που η αγαπημένη του βλέπει άλλους άνδρες, και ο αδερφός της προσπαθεί να συνεισφέρει στα οικονομικά της οικογένειας. Ο Ρίκος θα σκαρφιστεί μια δουλειά, αλλά θα ξοδέψει τα συγκεντρωμένα χρήματα. Ενας από τους «συνεταίρους» του θα αυτοκτονήσει. Ο Ρίκος, η αγαπημένη του και ο αδερφός της, ηττημένοι και απογοητευμένοι εξαιτίας των προσδοκιών που δεν ευοδώθηκαν ποτέ, θα αναγκαστούν να συμβιβαστούν με την ωμή πραγματικότητα.
Ο Αλεξανδράκης σκηνοθετεί με μέτρο. Δεν είναι ούτε μελοδραματικός, ούτε απόλυτα συναισθηματικός. Διαχειρίζεται την εικόνα με ανθρωπιά, αγάπη, αξιοπρέπεια και έτσι αφήνει να διαφανεί η απίστευτη τραγικότητα της ζωής τους, η ματαιότητα των ονείρων τους, η σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν, οι άθλιες συνθήκες, η μιζέρια, οι κοινωνικές ανισότητες που υφίστανται, οι διαφορετικές ευκαιρίες, η κοινωνική αδικία, η απελπισία τους και το αδιέξοδό τους.
Αυτό, φυσικά, ενόχλησε πολύ εκείνη την εποχή και η ταινία συνάντησε σθεναρή αντίδραση κατά την κυκλοφορία της. Η αρχική εμφάνιση της ταινίας στις αίθουσες προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων, καθώς, σύμφωνα με τον υφυπουργό Τύπου της ΕΡΕ Τριανταφυλλάκο, δυσφημούσε την εικόνα της ευημερούσας Ελλάδας.
Η ταινία γυρίστηκε σε μια περίοδο που ο Αλεξανδράκης και η Αλίκη Γεωργούλη άνοιγαν ένα νέο δρόμο στη θεατρική και κινηματογραφική τους καριέρα, ανεβάζοντας στο θέατρο έργα όπως «Μια ιστορία του Ιρκούτσκ» του Αρμπούζοφ, ενώ στον κινηματογράφο στρέφεται σε κοινωνικά θέματα, σκηνοθετώντας ο ίδιος, αρχίζοντας το 1960 με το κοινωνικό αισθηματικό δράμα «Ο θρίαμβος» και συνεχίζοντας την επόμενη χρονιά με τη «Συνοικία το όνειρο». Κι αυτά σε μια δύσκολη εποχή, εποχή του παρακράτους της ακροδεξιάς και μιας αυστηρής λογοκρισίας που στόχο είχε την καταστολή της ελεύθερης έκφρασης. Σε συνέντευξή του στα «Νέα» ο Αλέκος Αλεξανδράκης είχε πει: «H "Συνοικία το όνειρο" λογοκρίθηκε και ένας αστυνομικός διευθυντής, που σταμάτησε την προβολή της, μας είχε πει: "Τι πράγματα είναι αυτά που δείχνετε; Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πεινασμένοι, ούτε τρελοί που να κυκλοφορούν ελεύθεροι. Κάνετε κομμουνιστική προπαγάνδα".
Η πρώτη προβολή της ταινίας έγινε με επεισόδια, καθώς η αστυνομία αποπειράθηκε να εμποδίσει την είσοδο του κοινού στον κινηματογράφο και η παρακολούθησή της, ουσιαστικά, κατέληξε να είναι πράξη αντίστασης. Η ταινία δεν προβλήθηκε στις επαρχιακές πόλεις - ειδικά στις "εθνικά ευαίσθητες περιοχές" εκδόθηκε αυστηρή διαταγή απαγόρευσης - παρά μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά τελικά τιμήθηκε με 2 βραβεία στο κινηματογραφικό φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Η ταινία προβλήθηκε επίσης στην ΕΣΣΔ, στη Βουλγαρία και στην Ουγγαρία το 1962 και σημείωσε μεγάλη επιτυχία.
Η ταινία παίρνει έναν πολύ ιδιαίτερο χαρακτήρα, καθώς μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της ελληνικής μουσικής συνεργάζονται στο σάουντράκ της: Ο Μίκης Θεοδωράκης φτιάχνει εδώ εξαιρετικές μελωδίες, που έχουν μείνει ανεξίτηλες στη μνήμη μας, ενώ την ερμηνεία τους ανέλαβε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, με την αυθεντική λαϊκή φωνή του και τη δραματικότητά του, περιγράφει το σπαραγμό αυτών των ανθρώπων. Το τραγούδι «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», σε στίχους του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη, έγινε «ύμνος» της φτωχολογιάς και αποτελεί μια από τις σημαντικότερες λαϊκές στιγμές στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού.
Οι συντελεστές της ταινίας, λοιπόν, δίνουν στην ταινία μια ανώτερη καλλιτεχνική ποιότητα, είτε πρόκειται για τον τομέα της μουσικής, είτε για το σενάριο το οποίο συνυπογράφουν δύο σπουδαίοι λογοτέχνες της εποχής, ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης και ο συγγραφέας Κώστας Κοτζιάς, είτε πρόκειται για το εξαιρετικό καστ, που ανάμεσά τους λάμπει η εκπληκτική ερμηνεία του αείμνηστου Μάνου Κατράκη, αυτού του γίγαντα του ελληνικού θεάτρου, ενός από τους καλύτερους Ελληνες ηθοποιούς που υπήρξαν ποτέ. Εξαιρετικοί όλοι στις ερμηνείες τους και οι άλλοι ηθοποιοί: Αλέκος Αλεξανδράκης, Αλίκη Γεωργούλη, Αλέκα Παΐζη, Αθανασία Μουστάκα, Σαπφώ Νοταρά, Γιάννα Ολυμπίου, Βασίλης Ανδρονίδης, Θανάσης Μυλωνάς, κ.ά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου