Σελίδες

29 Μαΐ 2011

Η πείρα της Κομμούνας του Παρισιού του 1871 - Η ανάλυση του Μαρξ.



I. Σε τι συνίσταται ο ηρωισμός της προσπάθειας των κομμουνάρων;
Είναι γνωστό ότι λίγους μήνες πριν από την Κομμούνα, το φθινόπωρο του 1870, ο Μαρξ προειδοποιούσε τους εργάτες του Παρισιού, αποδείχνοντάς τους ότι θα ήταν απεγνωσμένη, ανοη σία αν επιχειρήσουν να ανατρέψουν την κυβέρνηση1. 
Οταν όμως το Μάρτη του 1871 επέβαλαν στους εργάτες την αποφασιστική μάχη και εκείνοι τη δέχτηκαν, όταν η εξέγερση έγινε γεγονός, ο Μαρξ, παρόλα τα κακά προμηνύματα, χαιρέτισε με το μεγαλύτερο ενθουσιασμό την προλεταριακή επανάσταση. 

Ο Μαρξ δεν στάθηκε επίμονα στη σχολαστική καταδίκη του 
«πρόωρου» κινήματος, όπως έκανε ο θλιβερής φήμης Ρώσος αποστάτης του μαρξισμού Πλεχάνοφ, που το Νοέμβρη του 1905 έγραψε ενθαρρυντικά για τον αγώνα των εργατών και αγροτών και ύστερα από το Δεκέμβρη του 1905 φώναζε σαν φιλελεύθερος: «δεν έπρεπε να πάρουμε τα όπλα»2.
Ομως, ο Μαρξ δεν εκδήλωσε μόνο τον ενθουσιασμό του για τον ηρωισμό των κομμουνάρων που, σύμφωνα με την έκφρασή του, «έκαναν έφοδο ενάντια στον ουρανό»3. Στο μαζικό επαναστατικό κίνημα, παρ' όλο που δεν πέτυχε το σκοπό του, ο Μαρξ έβλεπε μια ιστορική πείρα τεράστιας σημασίας, ένα ορισμένο βήμα προς τα μπρος της παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης, ένα πρακτικό βήμα πολύ σπουδαιότερο από εκατοντάδες προγράμματα και γνώμες. Να αναλύσει αυτή την πείρα, να βγάλει απ' αυτή διδάγματα τακτικής, να επανεξετάσει πάνω στη βάση αυτής της πείρας τη θεωρία του - αυτό το καθήκον έθεσε στον εαυτό του ο Μαρξ.
Τη μόνη «διόρθωση» στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», που ο Μαρξ έκρινε απαραίτητο να κάνει, την έκανε με βάση την επαναστατική πείρα των κομμουνάρων του Παρισιού.

O τελευταίος πρόλογος στη νέα γερμανική έκδοση του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου», που υπογράφεται και από τους δύο συγγραφείς του, έχει ημερομηνία 24 του Ιούνη 1872. Στον πρόλογο αυτό, οι συγγραφείς του, ο Καρλ Μαρξ και ο Φρίντριχ Ενγκελς, τονίζουν ότι το πρόγραμμα του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου» «τώρα σε μερικά μέρη πάλιωσε».
«...Ιδίως - συνεχίζουν - η Κομμούνα απόδειξε ότι "η εργατική τάξη δεν μπορεί απλώς να κατακτήσει την έτοιμη κρατική μηχανή και να τη βάλει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς"...».4
Τα λόγια αυτά της περικοπής, που βρίσκονται μέσα στα δεύτερα εισαγωγικά, οι συγγραφείς τα δανείστηκαν από το έργο του Μαρξ: «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία»5.
Ετσι, λοιπόν, ένα βασικό και κύριο δίδαγμα της Κομμούνας του Παρισιού ο Μαρξ και ο Ενγκελς το θεωρούσαν ότι έχει τόσο τεράστια σημασία, που το καταχώρησαν σαν ουσιαστική διόρθωση στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο».
Είναι πάρα πολύ χαρακτηριστικό ότι αυτή ακριβώς η ουσιαστική διόρθωση διαστρεβλώθηκε από τους οπορτουνιστές και το νόημά της θα είναι ασφαλώς άγνωστο στα εννιά δέκατα, αν όχι στα ενενήντα εννιά εκατοστά των αναγνωστών του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου». Θα μιλήσουμε λεπτομερειακά για τη διαστρέβλωση αυτή πιο κάτω, στο κεφάλαιο που αφιερώνεται ειδικά στις διαστρεβλώσεις. Τώρα φτάνει να σημειωθεί ότι η συνηθισμένη, η χοντροκομμένη «αντίληψη» του περίφημου αποφθέγματος του Μαρξ, που αναφέραμε, βρί σκεται στο ότι τάχα ο Μαρξ υπογραμμίζει εδώ την ιδέα της αργής εξέλιξης, σε αντίθεση με την κατάληψη της εξουσίας και τα παρόμοια.
Στην πραγματικότητα, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η σκέψη του Μαρξ συνίσταται στο ότι η εργατική τάξη πρέπει να συντρίψει, να τσακίσει την «έτοιμη κρατική μηχανή» και να μην περιοριστεί στην απλή κατάληψή της.
Οδόφραγμα εργατών - εθνοφυλακής στη Μονμάρτη
Στις 12 του Απρίλη 1871, δηλαδή ακριβώς στην περίοδο της Κομμούνας, ο Μαρξ έγραφε στον Κούγκελμαν:
«...Αν ρίξεις μια ματιά στο τελευταίο κεφάλαιο του έργου μου "Η 18η Μπρυμαίρ" θα δεις ότι σαν κατοπινή προσπάθεια της γαλλικής επανάστασης δηλώνω: να μην περάσει τη γραφειοκρατική - στρατιωτική μηχανή από το ένα χέρι στο άλλο, όπως γινόταν ως τώρα, αλλά να την τσακίσει» (η υπογράμμιση είναι του Μαρξ, στο πρωτότυπο υπάρχει η λέξη zerbrechen), «και τέτιος ακριβώς είναι ο προκαταρκτικός όρος κάθε πραγματικής λαϊκής επανάστασης στην ήπειρο. Τέτια ακριβώς είναι και η προσπάθεια των ηρωικών μας συντρόφων του Παρισιού» (σελ. 709, «Neue Zeit», XX, 1, χρόνος 1901-1902)6. (Τα γράμματα του Μαρξ προς τον Κούγκελμαν βγήκαν στα ρωσικά σε όχι λιγότερες από δύο εκδόσεις, τη μια απ' αυτές την έχω επιμεληθεί εγώ και έχει δικό μου πρόλογο7.)
Στα λόγια αυτά: «Να τσακίσει τη γραφειοκρατική - στρατιωτική κρατική μηχανή» διατυπώνεται σε συντομία το βασικό δίδαγμα του μαρξισμού πάνω στο ζήτημα των καθηκόντων του προλεταριάτου στην επανάσταση σε σχέση με το κράτος. Κι αυτό ακριβώς το δίδαγμα όχι μόνο λησμονήθηκε τελείως, μα και διαστρεβλώθηκε απροκάλυπτα από την κυρίαρχη, την καουτσκιστική, «ερμηνεία» του μαρξισμού!
Οσο για την παραπομπή του Μαρξ στη «18η Μπρυμαίρ», παραθέσαμε πιο πάνω ολόκληρη τη σχετική περικοπή.
Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ιδιαίτερα δύο σημεία στον πιο πάνω συλλογισμό του Μαρξ. Πρώτο, ο Μαρξ περιορίζει το συμπέρασμά του στην ήπειρο. Αυτό ήταν εύλογο το 1871, όταν η Αγγλία ήταν ακόμη πρότυπο χώρας καθαρά καπιταλιστικής, αλλά χωρίς στρατοκρατία και σε σημαντικό βαθμό χωρίς γραφειοκρατία. Γι' αυτό ο Μαρξ εξαιρούσε την Αγγλία, όπου η επανάσταση, ακόμη και η λαϊκή επανάσταση, φαινόταν και ήταν τότε δυνατή χωρίς τον προκαταρκτικό όρο της καταστρο φής της «έτοιμης, κρατικής μηχανής».
28η Μάρτη 1871. Η ανακήρυξη της Κομμούνας στην πλατεία Δημαρχείου
Τώρα, το 1917, στην εποχή του πρώτου μεγάλου ιμπε ριαλιστικού πολέμου, ο περιορισμός αυτός του Μαρξ παύει να ισχύει. Και η Αγγλία και η Αμερική, οι μεγαλύτεροι και τελευταίοι - σε όλο τον κόσμο - εκπρόσωποι της αγγλοσαξωνικής «ελευθερίας», με την έννοια ότι δεν είχαν στρατοκρατία και γραφειοκρατία, κατρακύλησαν ολότελα στον πανευρωπαϊκό βρωμερό, αιματηρό βούρκο των γραφειοκρατικών - στρατιω τικών θεσμών, που υποτάσσουν στον εαυτό τους τα πάντα, που καταπνίγουν τα πάντα. Τώρα και στην Αγγλία και στην Αμερική «προκαταρκτικός όρος κάθε πραγματικής λαϊκής επανάστασης» είναι το τσάκισμα, ή καταστροφή της «έτοι μης» (που το 1914 - 1917 ετοιμάστηκε σ' αυτές τις χώρες σε «ευρωπαϊκή», πανιμπεριαλιστική τελειότητα) «κρατικής μηχανής».
Δεύτερο, ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη είναι η εξαιρετικά βαθυστόχαστη παρατήρηση του Μαρξ ότι η καταστροφή της γραφειοκρατικής - στρατιωτικής κρατικής μηχανής αποτελεί «προκαταρκτικό όρο κάθε πραγματικής λαϊκής επανάστασης». H έννοια αυτή της «λαϊκής» επανάστασης φαίνεται παράξενη στο στόμα του Μαρξ και οι Ρώσοι πλεχανοφικοί και μενσεβίκοι, οι οπαδοί αυτοί του Στρούβε, που θέλουν να λέγονται μαρξιστές, θα μπορούσαν ίσως να κηρύξουν αυτή την έκφραση του Μαρξ «παραδρομή». Αυτοί κατάντησαν το μαρξισμό μια τόσο άθλια φιλελεύθερη διαστρέβλωση, που δεν υπάρχει γι' αυτούς τίποτε άλλο, εκτός από την αντιπαράθεση: αστική ή προλεταριακή επανάσταση και μάλιστα την αντιπαράθεση αυτή την καταλα βαίνουν εντελώς αποστεωμένα.
Οι Μπολσεβίκοι πήραν την κληρονομιά τους από την Παρισινή Κομμούνα, όπως εμφανίζεται σε αυτήν την αφίσα με το τίτλο «οι μάρτυρες της Παρισινής Κομμούνας αναστήθηκαν κάτω από το κόκκινο έμβλημα των Σοβιετικών» (1921)
Αν πάρουμε για παράδειγμα τις επαναστάσεις του 20ού αιώνα, θα πρέπει βέβαια να αναγνωρίσουμε σαν αστικές και την πορτογαλική και την τουρκική. «Λαϊκή» όμως δεν είναι ούτε η μία, ούτε η άλλη, γιατί ούτε στη μία, ούτε στην άλλη επανάσταση η μάζα του λαού, η τεράστια πλειοψηφία του δεν προβάλλει αισθητά, ενεργά, ανεξάρτητα, με δικές της οικονομικές και πολιτικές διεκδικήσεις. Αντίθετα, η ρωσική αστική επανάσταση του 1905 - 1907, με όλο που δεν είχε τόσο «λαμπρές» επιτυχίες, σαν κι αυτές που σημείωσαν παροδικά η πορτογαλική και η τουρκική, ήταν αναμφισβήτητα «πραγ ματικά λαϊκή» επανάσταση, γιατί η μάζα του λαού, η πλειο ψηφία του, τα «κατώτατα» κοινωνικά στρώματα, τα τσακισμένα από την καταπίεση και την εκμετάλλευση, ξεσηκώθηκαν ανεξάρτητα, έβαλαν σε όλη την πορεία της επανάστασης τη σφραγίδα των δικών τουςδιεκδικήσεων, των δικών τους προ σπαθειών να οικοδομήσουν με δικό τους τρόπο μια νέα κοινωνία στη θέση της παλιάς που γκρεμιζόταν.
Σε καμιά χώρα της ηπειρωτικής Ευρώπης το 1871 το προλεταριάτο δεν αποτελούσε την πλειοψηφία του λαού. Μια «λαϊκή» επανάσταση που βάζει σε κίνηση πραγματικά την πλειοψηφία, μπορούσε να είναι τέτια, μόνο εφόσον θα αγκάλιαζε και το προλεταριάτο και την αγροτιά. Αυτές οι δυο τάξεις αποτελούσαν τότε το «λαό». Και τις δυο αυτές τάξεις τις ενώνει το γεγονός ότι «η γραφειοκρατική - στρατιωτική κρατική μη χανή» τις καταπιέζει, τις καταπνίγει, τις εκμεταλλεύεται. Να συντριβεί αυτή η μηχανή, να τσακιστεί - αυτό είναι το πραγμα τικό συμφέρον του «λαού», της πλειοψηφίας του, των εργατών και της πλειοψηφίας των αγροτών, αυτός είναι ο «προκαταρκτικός όρος» της ελεύθερης συμμαχίας των φτωχών αγροτών με τους προλετάριους, και χωρίς αυτή τη συμμαχία η δημοκρατία δεν είναι στέρεη και είναι αδύνατος ο σοσιαλιστικός μετα­σχηματισμός.
Οπως είναι γνωστό, για μια τέτια συμμαχία άνοιγε το δρόμο η Κομμούνα του Παρισιού, που δεν πέτυχε το σκοπό της για μια σειρά αιτίες, εσωτερικού και εξωτερικού χαρακτήρα.
Συνεπώς, μιλώντας για μια «πραγματικά λαϊκή επανάσταση», ο Μαρξ, χωρίς να ξεχνάει καθόλου τις ιδιομορφίες της μικροαστικής τάξης (γι' αυτές μιλούσε πολύ και συχνά), υπολόγιζε πολύ αυστηρά τον πραγματικό συσχετισμό των τάξεων στα περισσότερα κράτη της ηπειρωτικής Ευρώπης του 1871. Κι από το άλλο μέρος, διαπίστωνε πως τη «συντριβή» της κρατικής μηχανής την απαιτούν τα συμφέροντα και των εργατών και των αγροτών, πως αυτή τους ενώνει, βάζει μπροστά τους το κοινό καθήκον της εξάλειψης του «παράσιτου» και της αντικατάστασής του με κάτι το καινούργιο.
Μα με τι ακριβώς;
Με τι πρέπει να αντικατασταθεί η κρατική μηχανή που έχει συντριβεί;
Η απάντηση που έδινε ο Μαρξ στο ερώτημα αυτό το 1847 στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» ήταν ακόμη εντελώς αφηρημένη, πιο σωστά η απάντηση υπόδειχνε τα καθήκοντα, όχι όμως και τους τρόπους της πραγματοποίησής τους. Να αντικατασταθεί με την «οργάνωση του προλεταριάτου σε κυρίαρχη τάξη», με την «κατάκτηση της δημοκρατίας» - αυτή ήταν η απάντηση του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου»8.
Χωρίς να επιδίνεται σε ουτοπίες, ο Μαρξ περίμενε από την πείρα του μαζικού κινήματος την απάντηση στο ερώτημα, ποιες συγκεκριμένες μορφές θα πάρει αυτή η οργάνωση του προλεταριάτου σαν κυρίαρχης τάξης, με ποιον ακριβώς τρόπο η οργάνωση αυτή θα συνδυαστεί με την πληρέστερη και συνεπέ στερη «κατάκτηση της δημοκρατίας».
Την πείρα της Κομμούνας, όσο μικρή κι αν ήταν αυτή, ο Μαρξ στον «Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία» την υποβάλλει στην πιο προσεκτική ανάλυση. Θα παραθέσουμε τα σπουδαιότερα χωρία αυτού του έργου:
Στο 19ο αιώνα αναπτύχθηκε η καταγόμενη από το μεσαίωνα «συγκεντρωτική κρατική εξουσία με τα πανταχού παρόντα όργανά της: το μόνιμο στρατό, την αστυνομία, τη γραφειοκρατία, τον κλήρο, τη δικαστική κάστα». Με την ανάπτυξη του ταξικού ανταγωνισμού ανάμεσα στο κεφά λαιο και στην εργασία «η κρατική εξουσία έπαιρνε όλο και πιο πολύ το χαρακτήρα μιας δημόσιας εξουσίας για την καταπίεση της εργασίας, το χαρακτήρα μιας μηχανής ταξικής κυριαρχίας. Υστερα από κάθε επανάσταση, που σημειώνει μια πρόοδο της ταξικής πάλης, προβάλλει όλο και πιο ανοιχτά ο καθαρά καταπιεστικός χαρακτήρας της κρατικής εξουσίας». H κρατική εξουσία ύστερα από την επανάσταση του 1848 - 1849 γίνεται «το εθνικό όργανο πολέμου του κεφαλαίου ενάντια στην εργασία». Η δεύτερη αυτοκρατορία κατοχυρώνει αυτό το όργανο.
«Η άμεση αντίθεση της αυτοκρατορίας ήταν η Κομ μούνα». «Ηταν η καθορισμένη μορφή» «μιας τέτοιας δημοκρατίας, που όφειλε να εξαλείψει όχι μόνο τη μοναρ χική μορφή της ταξικής κυριαρχίας, μα και την ίδια την ταξική κυριαρχία...»
Σε τι ακριβώς συνίσταται αυτή η «καθορισμένη» μορφή της προλεταριακής, της σοσιαλιστικής δημοκρατίας; Ποιο ήταν το κράτος που άρχισε αυτή να δημιουργεί;
«...Το πρώτο διάταγμα της Κομμούνας ήταν το διάταγμα για την κατάργηση του μόνιμου στρατού και για την αντικατάστασή του με τον ένοπλο λαό...»
Η διεκδίκηση αυτή βρίσκεται σήμερα στα προγράμματα όλων των κομμάτων, που θέλουν να λέγονται σοσιαλιστικά. Το τι όμως αξίζουν τα προγράμματά τους, το δείχνει καλύτερα από κάθε άλλο η στάση των δικών μας εσέρων και μενσεβίκων, που ακριβώς μετά την επανάσταση της 27 του Φλεβάρη αρνήθηκαν να πραγματοποιήσουν αυτή τη διεκδίκηση!
«...Η Κομμούνα αποτελέστηκε από τους δημοτικούς συμβούλους που είχαν εκλεγεί με βάση το γενικό εκλογικό δικαίωμα στα διάφορα διαμερίσματα του Παρισιού. Οι σύμβουλοι αυτοί ήταν υπεύθυνοι και σε οποιαδήποτε στιγμή ανακλητοί. Η πλειοψηφία τους αποτελούνταν φυσικά από εργάτες ή από αναγνωρισμένους εκπροσώπους της εργατικής τάξης...
... H αστυνομία, που ως τότε ήταν το όργανο της κυβέρνησης του κράτους, απογυμνώθηκε αμέσως από όλες τις πολιτικές της λειτουργίες και μετατράπηκε σε υπεύθυνο και ανακλητό σε οποιαδήποτε στιγμή όργανο της Κομ­μούνας. Το ίδιο έγινε και με τους δημοσίους υπαλλήλους όλων των άλλων κλάδων της διοίκησης... Από τα μέλη της Κομμούνας, ως τους κατώτερους υπαλλήλους, η δημόσια υπηρεσία έπρεπε να αμείβεται με μισθό εργάτη. Ολα τα αποκτημένα δικαιώματα και οι επιχορηγήσεις για έξοδα παραστάσεως στους ανώτερους αξιωματούχους του κράτους καταργήθηκαν μαζί με τους ίδιους τους αξιωματούχους... Οταν παραμερίστηκαν πια ο μόνιμος στρατός και η αστυνομία, τα όργανα αυτά της υλικής βίας της παλιάς κυβέρνησης, η Κομμούνα καταπιάστηκε αμέσως να τσα κίσει το όργανο της πνευματικής καταπίεσης, την εξουσία των παπάδων... Οι δικαστικοί λειτουργοί χάσανε εκείνη τη φαινομενική ανεξαρτησία τους... έπρεπε στο εξής να εκλέγονται ανοιχτά, να είναι υπεύθυνοι και ανακλητοί...».9
Ετσι λοιπόν η Κομμούνα σαν να αντικατάστησε τη συν τριμμένη κρατική μηχανή «απλώς» με μια πιο ολοκληρωμένη δημοκρατία: κατάργηση του μόνιμου στρατού, πλήρης αιρετότητα και ανακλητότητα όλων των δημόσιων λειτουργών. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό το «απλώς» σημαίνει αντικατάσταση σε γιγάντια κλίμακα ενός είδους θεσμών με θεσμούς θεμελιακά διαφορετικού είδους. Εδώ βλέπουμε ακριβώς μια από τις περιπτώσεις «μετατροπής της ποσότητας σε ποιότητα»: η δημοκρατία, εφαρμοσμένη με τη μέγιστη γενικά νοητή πληρότητα και συνέπεια, μετατρέπεται από αστική δημοκρατία σε προλεταριακή, από κράτος (= ιδιαίτερη δύναμη για την καταπίεση μιας ορισμένης τάξης) σε κάτι που δεν είναι πια καθαυτό κράτος.
Πάντως, η κατάπνιξη της αστικής τάξης και της αντίστασής της είναι ακόμη απαραίτητη. Για την Κομμούνα αυτό ήταν ιδιαίτερα αναγκαίο και μια από τις αιτίες της ήττας της βρίσκεται στο ότι δεν το έκανε όσο έπρεπε αποφασιστικά. Εδώ όμως όργανο καταπίεσης είναι πια η πλειοψηφία του πληθυσμού και όχι η μειοψηφία, όπως γινόταν πάντα και στη δουλεία, και στη δουλοπαροικία, και στη μισθωτή δουλεία. Και αφού, η ίδια η πλειοψηφία του λαού καταστέλλει τους καταπιεστές της, δεν χρειάζεται πια «ιδιαίτερη δύναμη» καταστολής! Με αυτήν την έννοια το κράτος αρχίζει ν' απονεκρώνεται. Στη θέση των ειδικών θεσμών της προνομιούχας μειοψηφίας (προνομιούχα υπαλληλοκρατία και ηγεσία του μόνιμου στρατού), αυτό το καθή κον μπορεί να το εκπληρώσει άμεσα η ίδια η πλειοψηφία. Και ό σο πιο παλλαϊκή γίνεται η εκπλήρωση των λειτουργιών της κρα τικής εξουσίας, τόσο λιγότερο αναγκαία γίνεται η εξουσία αυτή.
Απ' αυτήν την άποψη είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο το μέτρο της Κομμούνας, που το υπογραμμίζει ο Μαρξ: η κατάργηση κάθε επιχορήγησης για έξοδα παραστάσεως, κάθε χρηματικού προνομίου στους δημοσίους υπαλλήλους, η ελάττωση της πληρωμής όλων των λειτουργών του κράτους ως το επίπεδο του «μισθού εργασίας εργάτη». Σ' αυτό ακριβώς εκφράζεται με τον πιο χτυπητό τρόπο η στροφή από την αστική δημοκρατία στην προλεταριακή δημοκρατία, από τη δημοκρατία των κατα πιεστών στη δημοκρατία των καταπιεζόμενων τάξεων, από το κράτος σαν «ιδιαίτερη δύναμη» καταπίεσης μιας ορισμένης τάξης, στην καταστολή των καταπιεστών με τηγενική δύναμη της πλειοψηφίας του λαού, των εργατών και αγροτών. Και σ' αυτό ακριβώς, το ιδιαίτερα σαφές και, ίσως, το σημαν τικότερο στο ζήτημα του κράτους σημείο ξεχάστηκαν τα διδάγματα του Μαρξ! Στα πολυάριθμα εκλαϊκευτικά σχόλια δεν γίνεται λόγος γι' αυτό το σημείο. «Συνηθίζουν» να το αποσιωπούν, λες και πρόκειται για μια «απλοϊκότητα» που ξεπεράστηκε - όπως οι χριστιανοί, από τότε που ο χριστιανισμός έγινε επίσημη θρησκεία του κράτους, «λησμόνησαν» τις «απλοϊκότητες» του πρωταρχικού χριστιανισμού με το δημο κρατικό - επαναστατικό πνεύμα του.
Η ελάττωση των μισθών των ανώτατων δημοσίων υπαλλήλων φαίνεται «απλώς» σαν αίτημα του απλοϊκού, πρωτόγονου δημοκρατισμού. Ενας από τους «ιδρυτές» του νέου οπορτουνισμού, ο πρώην σοσιαλδημοκράτης Ε. Μπέρνσταϊν, εξασκούνταν επανειλημμένα στο να επαναλαβαίνει τις πρόστυχες αστικές ειρωνείες σε βάρος του «πρωτόγονου» δημοκρατισμού. Οπως όλοι οι οπορτουνιστές, καθώς και οι τωρινοί καουτσκιστές, έτσι κι αυτός δεν κατάλαβε καθόλου, πρώτο, ότι το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό δεν μπορεί να γίνει χωρίς μια ορισμένη «επιστροφή» στον «πρωτόγονο» δημοκρατισμό (γιατί πώς αλλιώς θα περάσεις στην άσκηση των κρατικών λειτουργιών από την πλειοψηφία του πληθυσμού, ακόμη κι απ' όλο χωρίς εξαίρεση τον πληθυσμό;) και δεύτερο, ότι ο «πρωτόγονος δημοκρατισμός» πάνω στη βάση του καπιταλισμού και του καπιταλιστικού πολιτισμού δεν είναι το ίδιο με τον πρωτόγονο δημοκρατισμό στις πρωτόγονες ή προκαπιταλιστικές εποχές. Ο καπιταλιστικός πολιτισμός δημιούργησε τη μεγάλη παραγωγή, τα εργοστάσια, τους σιδηρο δρόμους, τα ταχυδρομεία, τα τηλέφωνα κτλ., και πάνω σ' αυτή τη βάση η τεράστια πλειονότητα των λειτουργιών της παλιάς «κρατικής εξουσίας» απλοποιήθηκε τόσο και μπορεί να αναχθεί σε τέτιες απλούστατες πράξεις καταχώρησης, καταγραφής και ελέγχου, που οι λειτουργίες αυτές θα γίνουν απολύτως προσιτές σε όλους τους εγγράμματους, που τις λειτουργίες αυτές θα μπορούν απολύτως να τις εκτελούν με το συνηθισμένο «μισθό εργάτη», και που θα μπορεί (και θα πρέπει) ν' αφαιρεθεί απ' αυτές τις λειτουργίες οποιοδήποτε προνόμιο και οποιοδή ποτε «δικαίωμα προϊσταμένης αρχής».
Η πλήρης αιρετότητα, η ανακλητότητα σε οποιαδήποτε στιγμή, όλων χωρίς εξαίρεση των δημόσιων λειτουργών, η ελάττωση του μισθού τους στο συνηθισμένο «μισθό εργασίας εργά τη», αυτά τα απλά και «αυτονόητα» δημοκρατικά μέτρα, συνδυαζόμενα απόλυτα με τα συμφέροντα των εργατών και της πλειοψηφίας των αγροτών, αποτελούν ταυτόχρονα ένα μικρό γεφύρι, που οδηγεί από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Τα μέτρα αυτά αφορούν τον κρατικό, καθαρά πολιτικό μετασχη ματισμό της κοινωνίας, όμως αποκτούν, φυσικά, όλο το νόημα και τη σημασία τους μόνο σε συνδυασμό με την πραγματοποι ούμενη ή προετοιμαζόμενη «απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών», δηλαδή με το πέρασμα της καπιταλιστικής ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής σε κοινωνική ιδιοκτησία.
«H Κομμούνα - έγραφε ο Μαρξ - έκανε πραγματικό τητα το σύνθημα όλων των αστικών επαναστάσεων, το σύνθημα της φτηνής διακυβέρνησης, καταργώντας τις δυο μεγαλύτερες πηγές εξόδων - το στρατό και τη δημοσιοϋπαλληλία»10.
Από την αγροτιά, όπως κι από τα άλλα στρώματα των μικροαστών, μόνο μια ασήμαντη μειοψηφία «ανεβαίνει ψηλά», «γίνονται άνθρωποι» με την αστική έννοια, δηλαδή μεταβάλ λονται είτε σε εύπορους ανθρώπους, σε αστούς, είτε σε ευκατάστατους και προνομιούχους δημοσίους υπαλλήλους. Η τεράστια πλειοψηφία της αγροτιάς σε κάθε καπιταλιστική χώρα, που υπάρχει αγροτιά (και τέτιες είναι οι περισσότερες καπιταλιστικές χώρες), καταπιέζεται από την κυβέρνηση και διψάει για την ανατροπή της, διψάει για «φτηνή» κυβέρνηση. Μόνο το προλεταριάτο μπορεί να το πραγματοποιήσει αυτό και, πραγματοποιώντας το, κάνει ταυτόχρονα ένα βήμα προς το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό του κράτους.
1. Πρόκειται για τη «Δεύτερη διακήρυξη του Γενικού Συμβουλίου της Διεθνούς Ενωσης Εργατών για το γαλλο-πρωσικό πόλεμο. Προς τα μέλη της Διεθνούς Ενωσης Εργατών στην Ευρώπη και στις Ενωμένες Πολιτείες», που γράφτηκε από τον Μαρξ ανάμεσα στις 6 και 9 του Σεπτέμβρη 1870 στο Λονδίνο (βλ. Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς. Απαντα, 2η ρώσ. έκδ., τόμ. 17ος, σελ. 274-282).
2. Πρόκειται για τις εκφράσεις του Γκ. Β. Πλεχάνοφ στα άρθρα «Η κατάσταση στη χώρα μας» και «Και πάλι για την κατάστασή μας (γράμμα προς τον σύντροφο Χ)», που δημοσιεύτηκαν το Νοέμβρη και Δεκέμβρη του 1905 στο «Ντνιεβνίκ Σοτσιάλ - Ντεμοκράτα», τεύχ. 3 και 4.
3. Βλ. γράμμα του Κ. Μαρξ προς τον Λ. Κούγκελμαν από τις 12 Απρίλη 1871 (Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς. Διαλεχτά γράμματα, 1953, σελ. 263).
4. Βλ. Κ. Μαρξ και Φρ. Ενγκελς. Απαντα, 2η ρώσ. έκδ., τόμ. 18ος, σελ. 90.
5. Βλ. Κ. Μαρξ και Φρ. Ενγκελς. Απαντα, 2η ρώσ. έκδ., τόμ. 17ος, σελ. 339.
6. Βλ. Κ. Μαρξ και Φρ. Ενγκελς. Διαλεχτά γράμματα, 1953, σελ. 263.
7. Βλ. Απαντα, 5η έκδ., τόμ. 14ος, σελ. 386 - 395.
8. Βλ. Κ. Μαρξ και Φρ. Ενγκελς. Απαντα, 2η ρώσ. έκδ., τόμ. 4ος, σελ. 446.
9. Βλ. Κ. Μαρξ και Φρ. Ενγκελς. Απαντα, 2η ρώσ. έκδ., τόμ. 17ος, σελ. 339, 340, 341, 342, 343.
10. Βλ. Κ. Μαρξ και Φρ. Ενγκελς. Απαντα, 2η ρώσ. εκδ., τόμ. 17ος, σελ. 345.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου