Η μετεπαναστατική Αθήνα ήταν στείρα από κάθε είδος ψυχαγωγίας, κοσμικής ζωής και πρωτότυπης καλλιτεχνικής εκδήλωσης.
«Μόνον ο Καραγκιόζης είχε κατασκηνώσει εις ρυπαρόν τι καφενείον παρά τη Βρύσιν του Βορειά, από τουρκοκρατίας ακόμη σωζόμενον, και με βωμολοχίας επικαίρους, εσατύριζε τα εισδύοντα τότε φράγκικα ήθη.
Εκεί εψυχαγωγούντο οι Αθηναίοι, δεν απηξίουν δε να εισέρχωνται και οι παρά τη Ελληνική Αυλή πρεσβευταί και οι Ελληνες εκείνοι, οίτινες εκ μεγάλων ευρωπαϊκών κέντρων, μετά την λήξιν του αγώνος, προσήλθον εις την ελληνικήν επικράτειαν».
Θεατρικές εσπερίδες
Σε αρκετές από τις εσπερίδες που οργάνωναν οι πρεσβευτές στα σπίτια τους καλούσαν και τον «Καραγκιόζη». Ο δε Δ. Καλλέργης, ο ηγέτης της Επανάστασης του Συντάγματος, ήταν αυτός που ανέλαβε την πρωτοβουλία να δοθεί η πρώτη θεατρική παράσταση σε απογευματινή εσπερίδα σπίτι του. Αυτή η κίνηση μαζί με τη φήμη των θεατρικών παραστάσεων στην Ευρώπη ήταν λογικό να προκαλέσουν την επιθυμία δημόσιων θεαμάτων. Δεν υπήρχε όμως θέατρο.
Το διάταγμα για τις δημόσιες οικοδομές έλεγε ότι πρέπει πρώτα να προηγηθεί η κατασκευή των αναγκαιότερων, όπως ο στρατώνας και η διαμόρφωση δρόμων, και αν περίσσευαν τεχνίτες να αρχίσει και το θέατρο. Οι ανάγκες της πόλης πολλές. Οι τεχνίτες λίγοι.
Ουσιαστικά όμως το θέατρο της μετεπαναστατικής Αθήνας ήταν το Μπάκουρα.
Το θέατρο Μπάκουρα
Ο Ιωάννης Βούκουρης πούλησε το πλοίο του στην Ισπανία και με δύο ναύτες του μπήκε σε μία λέμβο και 32 μέρες μετά έφτασε στις Σπέτσες, προκαλώντας το θαυμασμό για το τόλμημά του. Ο παράτολμος καπετάνιος αποδείχτηκε και παράτολμος επιχειρηματίας. Αγόρασε το οικόπεδο (πίσω από το σημερινό δημαρχείο) και με τη βοήθεια του Ιταλού αρχιτέκτονα Σανσόνι κατάφερε να ανεγείρει το ομώνυμο θέατρο προπωλώντας τα θεωρεία. Για 50 χρόνια ήταν το μοναδικό θέατρο της Αθήνας. «Ητο μικρόν και ατελές εν πολλοίς και εις την εσχατιάν της πόλεως τότε κείμενον». Είχε στέγη τον αττικό ουρανό, «ο άνεμος είχε δωρεάν εισιτήριον και η βροχή δεν έχανεν ουδεμίαν παράστασιν. Αμυδρός τις πολυέλαιος, έλκων την καταγωγήν του από του Προμηθέως, διέχεε πανταχού λάμψιν λυκόφωτος, χρίων τους υπ' αυτόν βασιλείς, κατά το έθος των Ιουδαίων». Οδηγούσε σε αυτό ένας σκοτεινός δρόμος, οι φανοί δεν είχαν τοποθετηθεί ακόμη στην πόλη. Αρκετοί κουβαλούσαν μαζί τους τους προσωπικούς τους φαναροφόρους. Οι δύο άμαξες της πόλεις έκαναν χρυσές δουλειές με τα δρομολόγια προς το θέατρο. Οι άμαξες και τα γαϊδούρια δεν ήταν το μοναδικό μέσο μεταφοράς. Υπήρχαν και οι αχθοφόροι που με τις στιβαρές τους πλάτες μετέφεραν («ζαλίγκα» ή «γκαλιαγκούτσα») μέχρι την είσοδο του θεάτρου κυρίους και κυρίες που δεν ήθελαν να λασπώσουν τα υποδήματά τους.
Η Ρίτα Μπάσσο
Καθώς συνεχίζονταν οι παραστάσεις ο ενθουσιασμός του κοινού κορυφωνόταν, με τα αποτελέσματα να εκδηλώνονται ακόμη και στη Χρηματαγορά. Επί 2 ημέρες το εικοσάφραγκο έγινε ακριβότερο κατά μία δραχμή (η αναλογία ήταν 1 δραχμή προς 0,895 του φράγκου). Η πρωταγωνίστρια Ρίτα Μπάσσο ξετρέλανε τους Αθηναίους. Από το πρωί πολλοί γύριζαν στην αγορά και μάζευαν τον πλούτο για να τον καταθέσουν στο βωμό της μαγικής Σειρήνας.
Μεγάλη άμιλλα αναπτύχθηκε για το ποιος θα έδινε τα περισσότερα χρήματα.
Το περίεργο είναι ότι πολλοί νέοι πούλησαν τα ρούχα τους. Υπάλληλοι δανείστηκαν προς 30% επί του μισθού τους. Ακόμη και ομόλογα ρίχτηκαν στο δίσκο. Κάποιοι γύριζαν στα καφενεία και ξεσήκωναν τον κόσμο. Δεν υπήρχε άλλο θέμα συζήτησης, τα πάντα περιστρέφονταν γύρω από την Ρίτα Μπάσσο. Το ποσό που συγκεντρώθηκε ξεπέρασε τις εφτακόσιες χιλιάδες δραχμές. Μέγα σκάνδαλο που προκάλεσε φυσικά αντίδραση. Ο τότε γυμνασιάρχης Γεώργιος Γεννάδιος κατακεραυνοβόλησε όσους πήγαιναν στο θέατρο και απαγόρευσε την είσοδο στους μαθητές. Ο Μακρυγιάννης λέει στα «Απομνημονεύματά» του:
Και οι τεχνοκριτικοί της εποχής πρώτοι σήκωσαν τα λάβαρα της νέας επανάστασης: «Τοιούτους δούλους επιθυμεί η κυβέρνηση να ιδή τους Ελληνας, πλην ας βεβαιωθεί ότι τα έντιμα σχέδιά της δεν θέλουσιν αποβή κατά την επιθυμίαν της, καθ' όσον η χειρ του Ελληνος, η αποτινάξασα τον σιδηρούν ζυγόν τετρακοσίων ετών, θέλει τινάξει και τον ζυγόν του ιταλικού θεάτρου».
«Ας πάει και το παλιάμπελο»
Ούτε ο Γεννάδιος ούτε οι διαμαρτυρίες του Τύπου κατέστειλαν τον ενθουσιασμό του κοινού. Το μένος των αντιθεατρικών ξεπέρασε κάθε όριο όταν ένα βράδυ η μεσόφωνος Λούλη, φορώντας ανδρική μεσαιωνική ενδυμασία επέδειξε τα καλλίγραμμα πόδια της ενώπιον του κοινού. Μέγα σκάνδαλο, κοκκίνισαν ακόμη και τα φέσια των παρισταμένων. Πλην όμως, έλιωσαν από ηδονή...
Το παλιάμπελο ήταν το τελευταίο λείψανο μιας περιουσίας που φαγώθηκε χάριν της ωραίας Λούλης. Μας άφησε όμως κληρονομιά ο γερο-Δούκας την τάση να ξοδέψουμε κάτι παραπάνω προκειμένου να περάσουμε καλά. «Ας πάει και το παλιάμπελο».
Το τραγούδι
Στο θέατρο κυριαρχούν τα ιταλικά μελοδράματα όπως και στο τραγούδι οι ιταλικές μελωδίες. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή Ευρωπαίου περιηγητή σε επιστολή του το 1836: «Γυρίζοντας στο σπίτι, πέσαμε πάνω σε μία παρέα τεσσάρων Ελλήνων που τραγουδούσαν ιταλικά τραγούδια με εκπληκτικό τρόπο. Ο ένας είχε μια εξαίσια φωνή τενόρου. Οι άλλοι ήταν βαρύτονοι. Σταματούσαν κάτω από τα παράθυρα διαφόρων σπιτιών και έτερπαν τους κατοίκους. Αισθάνθηκα ευχαρίστηση που τους άκουγα, ώστε παρόλο που ήταν πολύ αργά, τους ακολούθησα μέσα στην πόλη για περίπου μια ώρα ακούγοντάς τους να τραγουδούν. Δεν ξέρω αν ήταν επαγγελματίες. Πάντως δεν τους είδα να δέχονται χρήματα. Τους συναντούσα συχνά στις βραδινές μου περιπλανήσεις».
Οι ιταλικές μελωδίες με τον καιρό, από στόμα σε στόμα, δέχτηκαν μια επεξεργασία και προσαρμόστηκαν στο γλωσσικό αίσθημα των Ελλήνων. Κάποια λαϊκά τραγούδια της εποχής προήλθαν από αυτές τις μουσικές επιμειξίες. Ο «Χαραλάμπης», η «Αντριάνα», «Στης ακρίβειας τον καιρό» κ.ά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου