Η ποίηση του Βάρναλη γράφει ο Μενέλαος Λουντέμης «δε μύριζε ποτέ γάλα. Μύριζε από την αρχή μπαρούτι. Κατέβηκε δηλαδή στο στίβο χωρίς πάρα πολλά "γυμνάσματα" και δοκιμές και περιπλανήσεις στους "λειμώνες των ασφοδελών". Μ' άλλα λόγια, χωρίς αυτές τις πεισιθάνατες κραυγές που έβγαζαν όλοι οι λυρικοί του καιρού του. Οχι. Η ποίηση του Βάρναλη ήταν από την αρχή αρσενική, λάσια, μια βολίδα πού 'πεσε μες στα στεκούμενα νερά του μελίπηχτου λυρισμού».
Ενας πολύ καλός φιλόλογος κι εκπαιδευτικός στη νεότητά του υπήρξε ο Κώστας Βάρναλης, «αλλά χωρίς κριτικό νου» - όπως σημειώνει στα μελετήματά του για τον Βάρναλη ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου - «βουτηγμένος στον πιο αντιδραστικό λογοτεχνικό σκοταδισμό, χώριζε την τέχνη από τη ζωή της κοινωνίας, όπως οι περισσότεροι του σιναφιού του. Στον κλειστό κύκλο των ποετάστρων τίποτα δεν περνούσε από τον έξω κόσμο, από το χώρο των ανθρώπων της δουλειάς, της παραγωγής υλικών και πνευματικών αγαθών. Αυτά τα δυο αγαθά ήταν διαιρεμένα, απόλυτα ασύνδετα μεταξύ τους.
Και τούτος ο απόλυτος χωρισμός προκαλούσε τη διάσπαση της προσωπικότητας του ανθρώπου της τέχνης, του ποιητή. Τέτοιος φιλόλογος και τέτοιος λογοτέχνης ήταν ο Βάρναλης ως πριν από το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Αριστος τεχνίτης του στίχου, μα για να ντύνει τον αισθησιασμό του και τις απόλυτες ιδέες καλλιτεχνικά».
Αρχαιογνωσία και μελαγχολία
Και πράγματι, στα πρώτα του ποιήματα ο Βάρναλης επιδιδόταν στην τέλεια επεξεργασία του στίχου κι αναζητούσε τα θέματά του στην αρχαιότητα. Η βαθιά αρχαιογνωσία του και η αρχαιολατρία του μαζί, του ενέπνευσαν μερικά από τα πιο όμορφα ποιήματά του. Ορισμένα απ' αυτά δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Ηγησώ», που ο ίδιος ίδρυσε και αποπνέουν την ευγένεια και τη μελαγχολία του ομώνυμου αρχαίου μνημείου της θλιμμένης κόρης του Προξένου (που έμεινε στην ιστορία γνωστή από την ανάγλυφη παράστασή της σε επιτύμβια στήλη ιδιαιτέρου κάλλους και αισθητικής που βρέθηκε στον Κεραμεικό).
Ο Βάρναλης έκανε την πρώτη του εμφάνιση στα Ελληνικά Γράμματα με ποιήματα που δημοσίευσε στο περιοδικό «ΝΟΥΜΑΣ» του Δ. Ταγκόπουλου. Τα ίδια αυτά ποιήματα συμπληρωμένα τα περιέλαβε στην πρώτη του ποιητική συλλογή υπό τον γενικό τίτλο «ΚΗΡΗΘΡΕΣ» που κυκλοφόρησε το 1905, έργο το οποίο θα αποκηρύξει αργότερα σαν ιδεαλιστικό παραλήρημα. Ωστόσο, η κριτική θα αναγνωρίσει τη ρωμαλέα ποιητική του ιδιοσυγκρασία. Ο Ν. Καρβούνης θα πει για τις «Κηρήθρες»: «Φέρνει την υπόσχεση της φόρμιγγας του μεγάλου Πανός».
Βέβαια, πρώτη του ποιητική δουλειά ήταν οι «ΠΥΘΜΕΝΕΣ», μια ποιητική συλλογή που εκδόθηκε μετά το θάνατό του, αφού προηγουμένως εντοπίστηκε στο Αρχείο του Κωστή Παλαμά. Ο Βάρναλης είχε στείλει τους «ΠΥΘΜΕΝΕΣ» στον Παλαμά, ζητώντας απ' αυτόν την κριτική και τις συμβουλές του, επιθυμία στην οποία ο Παλαμάς ανταποκρίθηκε. Σ' ένα κείμενό του, γραμμένο στα χρόνια της κατοχής απ' αφορμή το θάνατο του Παλαμά, ο Βάρναλης περιγράφει ως εξής εκείνη την επαφή μαζί του: «Του 'στειλα με το Ταχυδρομείο σ' ένα φάκελο χειρόγραφα ποιήματά μου και τον παρακαλούσα να μου πει τη γνώμη του. Καθαρογραμμένα, καλλιγραφημένα. Αυτό είτανε το μοναδικό τους προσόν. Υστερα από μέρες πήρα μια "βραχεία". Μου έγραφε: "Φίλε... συνάδελφε!". Πωπώ! Πήγα να τρελαθώ απ' τη χαρά μου».
Η μεταστροφή
«Σαν ιδεαλιστής» - σημειώνει ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου - «πίστευε πως δεν είναι ο κοινωνικός παράγοντας που παράγει και διαμορφώνει τις ιδέες, μα πως ο αντικειμενικός υλικός κόσμος είναι το αντικαθρέφτισμα των ιδεών. Ο πόλεμος με τις εκατόμβες των θυμάτων, με τις καταστροφές του τον έθιξαν στο συναίσθημα το Βάρναλη. Από κει άρχισε και η ιδεολογική του αλλαγή. Δεν ήταν ο μόνος που συγκλονίστηκε. Ηταν όμως από κείνους που δεν έμεινε μόνο στο ανθρωπιστικό συναίσθημα. Ζήτησε εξηγήσεις σχετικά με τις αιτίες των πολέμων. Για να κατανοήσει τα εξωτερικά, τα κοινωνικά φαινόμενα έπρεπε να επιστρατευτεί το μυαλό, γιατί αυτό θα επεξεργαζόταν τις απαντήσεις. Ετσι ο πριν άκριτος, διακρίθηκε από τότε για την οξύτητα της κρίσης του. Μένει για πάντα σαν ένα από τα σημαντικότερα κριτικά μυαλά στην ιστορία της Ελλάδας αλλά και του κόσμου. Για να φτάσει στην ανυπέρβλητη διαύγεια η σκέψη του, τού χρειάστηκε και η συμβολή του χαρακτήρα του».
Το λέει άλλωστε και ο ίδιος: «... εξόν από τη συναισθηματική ευαισθησία, εξόν από την ικανότητα του να καταλαβαίνει κανείς την πραγματικότητα, χρειάζεται και χαρακτήρας. Δυστυχώς, τα ταξικά καθεστώτα φροντίζουνε όχι μόνο να χαλάνε το μυαλό, μα και τους χαρακτήρες των θυμάτων τους».
Το 1919 όμως ένα πολύστιχο (480 στίχοι) ποίημα «Ο προσκυνητής», σύνθεση αριστουργηματική που μέσα της «αστράφτει η γλώσσα του λαού», θα σηματοδοτήσει τη στροφή του, τη νέα πορεία του ποιητή.
Ο «Προσκυνητής» είναι το ορόσημο, το μεταβατικό σημείο για τον Βάρναλη. Το παλιό συνυπάρχει με το καινούριο. Ο παλιός και έμπειρος τεχνίτης του στίχου παρατάει το μικρό ποίημα και καταπιάνεται με το έπος, το μεγάλο ποίημα το χωρισμένο σε άσματα. Το παράδειγμα του Παλαμά, μαζί ίσως και του Βαλαωρίτη, ακόμα και του Σολωμού του θρέφει τις φιλοδοξίες. Δεν είναι τυχαίο ότι στον «Προσκυνητή» προσπαθεί να συγκεράσει την αρχαία, βυζαντινή και σύγχρονη λαϊκή παράδοση, που είχε πρωτεργάτη τον Παλαμά, μαζί με το παγανιστικό, χριστιανικό και λαϊκό θρησκευτικό πνεύμα που ήδη είχε αρχίσει να διαπλάθει στο έργο του ο Σικελιανός.
Ο Γιάννης Κορδάτος σημειώνει: «Πολλοί χαρακτηρίζουν τον "Προσκυνητή" μεγαλόπνοο εθνικιστικότατο ποίημα. Σωστό είναι πως ο "Προσκυνητής"... έχει έντονη εθνικιστική νότα και ρητορικότητα, όχι όμως και σωβινισμό. Στο ποίημα υμνείται η Ελλάδα σε ολόκληρη την ιστορική της διαδρομή και σε όλες τις εκδηλώσεις της (ηρωισμός, διονυσιασμός, φύση, τέχνη, γυναίκες). Ο "Προσκυνητής" αποτελεί ορόσημο. Απαρχή της νέας ποιητικής δημιουργίας του Βάρναλη».
Ο επαναστάτης ποιητής
Η μεταβολή του Βάρναλη ήταν απότομη, αληθινή μεταστροφή. Στη συνείδηση του ποιητή άλλαξε ολότελα η αντίληψη του κόσμου. Ο Μάρκος Αυγέρης έγραψε: «Από την αισθητική αρχαϊκή και διακοσμητική λογοτεχνία προσγειώνεται ξαφνικά στη σημερινή δραματική πραγματικότητα, αφήνει τους πολυσύχναστους παλιούς δρόμους, αλλάζει πορεία κι ακολουθεί αποφασιστικά τη νέα ανθρωπότητα, που έρχεται ν' αναγεννήσει τον τόπο. Τη συνείδηση του Ποιητή από δω και πέρα θα τη γεμίσει το τρικυμισμένο πνεύμα του εικοστού αιώνα. Η μεταβολή έγινε όταν ο Ποιητής ήταν στο Παρίσι για μετεκπαίδευση. Εκεί όπως σ' όλη την Ευρώπη είχαν ξεσπάσει τα φιλειρηνικά και κοινωνικά νέα ρεύματα, τα συγχυσμένα αισθήματα της απογοήτευσης, της διαμαρτυρίας, το πνεύμα της επανάστασης».
Για το ίδιο θέμα ο Δημήτρης Γληνός έχει γράψει: «Η κρίσιμη στιγμή φυσικά από καιρό ετοιμαζότανε μέσα του. Από τον καιρό που έζησε τον βαλκανικό πόλεμο και τον εθνικό θρίαμβο. Μιαν ανταρσία, μιαν αντίθεση με τα καθιερωμένα είχε πάντα μέσα του. Τώρα, όμως, στο Παρίσι ήρθε σε αμεσότατη επαφή με τις μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις. Ο Ρομαίν Ρολλάν, ο Μπαρμπύς τον επηρεάζουνε. Ακούει την κριτική των αριστερών για το μεγάλο πόλεμο. Και πέρα στο βάθος του ορίζοντα ξεχωρίζει τις τεράστιες φλόγες της ρουσικής επανάστασης».
Σε τέτοιες συνθήκες εξωτερικών ερεθισμάτων και εσωτερικής πνευματικής επανάστασης γράφτηκε το «Φως που καίει», που κυκλοφορεί στην Αθήνα τον Οκτώβρη - Νοέμβρη 1922. Ο πρώτος που το υποδέχεται είναι ο Κώστας Παρορίτης από τις στήλες του «Νουμά»: «Στη θέση που 'πεσε η πόρνη (η παλιά κοινωνία) έρχεται ύστερα ο Λαός για να βροντοφωνήσει ότι η ζωή δεν είναι προνόμιο των λίγων αλλά δικαίωμα των πολλών:
Ενα μεγάλο σπίτι είναι όλη Σφαίρα
κι είναι όλοι αδέρφια, θεοί και κυβερνήτες
και κει το πνεύμα των ανθρώπων,
η Αλήθεια, η αρετή, το ωραίο,
είναι ολωνών χαρά κι έργο ολωνώνε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου