Η κεντρική σκέψη της πολεμικής του Λένιν είναι σαφής με την ειλικρίνεια και την καυστικότητα που τον χαρακτήριζε: «Ο πολιτικός, που θέλει να είναι ωφέλιμος στο επαναστατικό προλεταριάτο, πρέπει να ξεχωρίζει τις συγκεκριμένες περιπτώσεις εκείνων ακριβώς των συμβιβασμών που είναι απαράδεκτοι, που εκφράζουν οπορτουνισμό και προδοσία, και να κατευθύνει όλη τη δύναμη της κριτικής του, όλη την αιχμή ενός αμείλικτου ξεσκεπάσματος κι ενός ανειρήνευτου πολέμου ενάντια σ’ αυτούς τους συγκεκριμένους συμβιβασμούς, χωρίς να επιτρέπει στους πολύπειρους ‘καταφερτζήδες’ σοσιαλιστές και στους κοινοβουλευτικούς ιησουίτες να ξεφεύγουν και να ξεγλιστρούν από τις ευθύνες με επιχειρήματα για ‘συμβιβασμούς γενικά’».
Ο «Αριστερισμός» κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1920 και μοιράστηκε στους αντιπροσώπους του 2ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς προκαλώντας θυελλώδεις συζητήσεις για σημαντικά ζητήματα επαναστατικής τακτικής, όπως για τη συμμετοχή στο κοινοβούλιο, στα συνδικάτα, για τη στάση απέναντι στα άλλα εργατικά κόμματα. Η προσπάθεια του Λένιν ήταν να μεταδοθεί η πείρα της νικηφόρας πολιτικής των μπολσεβίκων στα νεαρά επαναστατικά κόμματα της Ευρώπης και της Αμερικής, που έρχονταν σε ρήξη με τη σοσιαλδημοκρατία.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση υπήρξε η νικηφόρα επιβεβαίωση της αντίληψης ότι το επαναστατικό κόμμα δεν είναι εμπόδιο, αλλά βασική προϋπόθεση για τη νίκη ενάντια στην αστική τάξη, για «την επεξεργασία των απαραίτητων γνώσεων, της απαραίτητης πείρας, του απαραίτητου - εκτός από τις γνώσεις και την πείρα - πολιτικού αισθητήριου για τη γρήγορη και σωστή λύση των πολύπλοκων πολιτικών προβλημάτων». Γι’ αυτό το λόγο ασκεί σκληρή κριτική σε όσους στην προσπάθεια τους να αντιπαρατεθούν στις προδοσίες και την ανοιχτή συνεργασία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων με τις αστικές τους τάξεις μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έφταναν σε άρνηση της αναγκαιότητας και του επαναστατικού κόμματος και επιχειρηματολογεί γιατί «αυτό ισοδυναμεί με ολοκληρωτικό αφοπλισμό του προλεταριάτου προς όφελος της αστικής τάξης».
Την ίδια στιγμή, όμως, προειδοποιούσε ότι «με μόνη την πρωτοπορία δεν μπορούμε να νικήσουμε», ότι πρέπει οι πλατιές μάζες των εργαζόμενων και των καταπιεσμένων από το κεφάλαιο να πάρουν θέση ανοιχτής υποστήριξης της πρωτοπορίας ή έστω ευμενούς ουδετερότητας και για να φτάσουν «να πάρουν μια τέτοια θέση δεν αρκεί μόνο η προπαγάνδα, μόνο η ζύμωση. Για να γίνει αυτό χρειάζεται η πολιτική πείρα των ίδιων των μαζών. Τέτοιος είναι ο βασικός νόμος όλων των μεγάλων επαναστάσεων».
Ο Λένιν υπήρξε ένας διανοητής της πράξης και υπέρμαχος της άποψης των Μαρξ και Ένγκελς ότι «η θεωρία μας δεν είναι δόγμα, μα καθοδήγηση για δράση». Ήταν αυτός που επέμενε ότι «δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατική πράξη χωρίς επαναστατική θεωρία», αλλά τώρα υπογραμμίζει ότι «η σωστή επαναστατική θεωρία, με τη σειρά της δεν είναι δόγμα, αλλά διαμορφώνεται τελικά μόνο με τη στενή σύνδεση με την πρακτική δράση ενός πραγματικά μαζικού και πραγματικά επαναστατικού κινήματος».
Μ’ αυτή τη διαλεκτική αντίληψη αντιπαρατίθεται αιχμηρά στις απόψεις αποχής από τα συνδικάτα: «από τον αντιδραστικό και αντεπαναστατικό χαρακτήρα των ηγετικών κύκλων των συνδικάτων βγάζουν το συμπέρασμα ότι… οι κομμουνιστές πρέπει να βγουν από τα συνδικάτα!! Να αρνιούνται να δουλέψουν μέσα σ’ αυτά!! Να δημιουργήσουν νέες, επινοημένες μορφές εργατικής οργάνωσης!! Αυτό είναι ασυγχώρητη βλακεία, που ισοδυναμεί με την πιο μεγάλη υπηρεσία που μπορούν να προσφέρουν οι κομμουνιστές στην αστική τάξη… σημαίνει να εγκαταλείπεις τις λειψά αναπτυγμένες ή καθυστερημένες μάζες στην επιρροή των αντιδραστικών ηγετών…», ενώ «για να μπορέσεις να βοηθήσεις τις ‘μάζες’ και να κατακτήσεις… την υποστήριξή τους, δεν πρέπει να φοβάσαι τις δυσκολίες…, αλλά να δουλεύεις υποχρεωτικά εκεί που είναι οι μάζες». Επιχειρηματολογεί, επίσης, ενάντια στο πιο επικίνδυνο λάθος για τους επαναστάτες, όπως το χαρακτηρίζει, την ανυπομονησία τους, την αδυναμία τους να φερθούν σαν κόμμα των μαζών με το να απέχουν από την κοινοβουλευτική πάλη, το να παίρνουν δηλαδή «την επιθυμία και την ιδεολογικοπολιτική τους στάση για αντικειμενική πραγματικότητα. Το ζήτημα είναι ακριβώς να μην παίρνουμε το ξεπερασμένο για μας, σαν ξεπερασμένο από την τάξη, σαν ξεπερασμένο από τις μάζες».
Εξίσου διαλεκτική και αιχμηρή ήταν και η αντίληψή του για τη γενική επαναστατική πολιτική: είναι «ανοησία να φτιάξεις μια συνταγή ή έναν γενικό κανόνα («κανένας συμβιβασμός») που να χρησιμεύει για κάθε περίπτωση. Πρέπει να έχεις τα μάτια σου τέσσερα για να μπορείς να προσανατολίζεσαι σε κάθε χωριστή περίπτωση»… «Να κάνεις πόλεμο για την ανατροπή της διεθνούς αστικής τάξης, τον πιο δύσκολο απ’ όλους…και να παραιτείσαι προκαταβολικά από τους ελιγμούς, από την εκμετάλλευση της αντίθεσης συμφερόντων (έστω και προσωρινής) μεταξύ των εχθρών, από τις συμφωνίες και τους συμβιβασμούς με τους ενδεχόμενους (έστω και προσωρινούς, ασταθείς, ταλαντευόμενους) συμμάχους, δεν είναι πράγμα σε αφάνταστο βαθμό γελοίο;».
Η συνολική του αντίληψη συνοψίζεται στο ότι «είμαστε υποχρεωμένοι να αρχίσουμε ‘να επεξεργαζόμαστε’ με τις νέες μας κομμουνιστικές αρχές όλα τα πεδία δράσης, ακόμη και τα πιο πλατιά, μουχλιασμένα και φαινομενικά άγονα, γιατί διαφορετικά… δε θα είμαστε ολόπλευρα προετοιμασμένοι, δεν θα κατέχουμε όλα τα είδη των όπλων, δεν θα προετοιμαστούμε ούτε για τη νίκη ενάντια στην αστική τάξη (που έχει οργανώσει - και τώρα αποδιοργάνωσε - όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής κατά τον αστικό τρόπο), ούτε για τη μελλούμενη κομμουνιστική αναδιοργάνωση όλης της ζωής ύστερα απ’ αυτή τη νίκη». Κι αυτό, υπογραμμίζει, ότι είναι πιο επιτακτικό για τις χώρες της Δύσης, εκεί δηλαδή όπου οι μάζες «είναι διαποτισμένες από τις αστικοδημοκρατικές και κοινοβουλευτικές προλήψεις, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στη Ρωσία…»
Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε, προτείνοντας σήμερα αυτό το βιβλίο του Λένιν για μελέτη, ότι τα επιχειρήματα και οι υποδείξεις του όχι μόνο έχουν επιβεβαιωθεί, πολλές φορές με αρνητικό τρόπο από τότε, αλλά αποτελούν αναγκαία αφετηρία και στη σημερινή συζήτηση στους κόλπους των δυνάμεων που μάχονται για αντικαπιταλιστική διέξοδο από την κρίση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου