Σελίδες

1 Ιουν 2010

Το φόβητρο της χρεοκοπίας και η διέξοδος της λαϊκής αντεπίθεσης

Η συμφωνία σχετικά με την προσφυγή στο Μηχανισμό Στήριξης της ελληνικής οικονομίας απ' τα κράτη - μέλη της Ευρωζώνης και το ΔΝΤ, προβλήθηκε απ' τα αστικά μέσα μαζικής ενημέρωσης σαν η αναγκαία επιλογή για τη σωτηρία της χώρας απ' τη χρεοκοπία και τους «κερδοσκόπους των αγορών». Η προπαγανδιστική εκστρατεία των μηχανισμών της άρχουσας τάξης για τη στήριξη της κυβέρνησης, που επιχειρεί να εμφανίσει σαν πατριωτική πράξη τη μεγαλύτερη αντιλαϊκή επίθεση στην περίοδο της μεταπολίτευσης, ήταν πράγματι εντυπωσιακή.

Ωστόσο, η συγκάλυψη της πραγματικότητας με επικοινωνιακά ψευτοδιλήμματα θα γίνεται όλο και πιο δύσκολη το επόμενο διάστημα. Η αλήθεια είναι ότι η συμφωνία αφορά σε ένα μηχανισμό δανεισμού της χώρας με υψηλό επιτόκιο και πραγματικούς στόχους:

  • Τη διασφάλιση των γαλλικών, γερμανικών, βρετανικών και εγχώριων ομίλων που έχουν δανείσει το ελληνικό δημόσιο και ελέγχουν πάνω από το 50% του ελληνικού δημόσιου χρέους.
  • Τη θωράκιση του ευρώ στον ανταγωνισμό των νομισμάτων.
  • Τη στήριξη των εγχώριων μονοπωλιακών ομίλων και των τραπεζών, για τις οποίες προβλέπεται πακέτο πρόσθετων εγγυήσεων 10 δισ. ευρώ. Οι μονοπωλιακοί όμιλοι είχαν πάνω από 50 δισ. ευρώ κέρδη την εξαετία πριν την κρίση, ενώ το 2009 που εκδηλώθηκε η κρίση τα κέρδη τους έφτασαν τα 6 δισ. ευρώ.
  • Την αξιοποίηση του δανεισμού ως μοχλού για την προώθηση συνεχών κυμάτων αντιλαϊκών μέτρωνμε στόχο την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης και την κατεδάφιση δικαιωμάτων της εργατικής τάξης.

Μέσα από τη φοροεπιδρομή, την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων, την κατεδάφιση ασφαλιστικών δικαιωμάτων, τη μείωση μισθών και συντάξεων, την αναδιάρθρωση της αγοράς εργασίας, πλατιά λαϊκά στρώματα έχουν ήδη μπει στην τροχιά της απόλυτης επιδείνωσης της θέσης τους.

Νέες θυσίες για ένα μαύρο μέλλον;

Ο συγκεκριμένος Μηχανισμός δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την αιτία εκδήλωσης της κρίσης υπερσυσσώρευσης, την αιτία διόγκωσης του δημόσιου χρέους και την ένταση της ανισομετρίας στο εσωτερικό της Ευρωζώνης.

Η αυξανόμενη δυσκολία της αστικής πολιτικής να διαχειριστεί την εξέλιξη της κρίσης δεν αφορά μόνο στην Ελλάδα. Στις ΗΠΑ, στην Ιαπωνία, στην Ευρωζώνη, αναδεικνύονται οι μεγάλες δυσκολίες και τα αδιέξοδα των διαφόρων εκδοχών της αστικής διαχείρισης. Η επεκτατική πολιτική διαχείρισης, η οποία ενισχύει τους μονοπωλιακούς ομίλους με μεγάλα πακέτα κρατικής στήριξης, οδηγεί σε μεγάλη υπερχρέωση των κρατών και εμποδίζει την απαξίωση κεφαλαίου, ενώ η περιοριστική πολιτική συμβάλλει σε παρατεταμένη βαθιά ύφεση.

Η αστική πολιτική ματαιοπονεί προσπαθώντας σήμερα να ελέγξει σε κάθε ιμπεριαλιστικό κέντρο την έκταση της απαξίωσης κεφαλαίου και την κατανομή της στους διάφορους τομείς της οικονομίας με στόχο να ξεπεράσει την αβεβαιότητα και την αστάθεια της σημερινής ανάκαμψης.

Αντίστοιχα, ο Μηχανισμός Στήριξης και τα κυβερνητικά μέτρα δεν αντιμετωπίζουν τις πραγματικές αιτίες διόγκωσης του δημόσιου χρέους. Πίσω από την αύξηση του δημόσιου χρέους βρίσκονται υπέρογκες φοροελαφρύνσεις και κρατική χρηματοδότηση του μεγάλου κεφαλαίου, μεγάλες δαπάνες εξοπλισμού για σχέδια του ΝΑΤΟ, αντιπαραγωγικές δαπάνες των Ολυμπιακών έργων, οι συνέπειες της έκθεσης της εγχώριας αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής στον ανταγωνισμό της «απελευθερωμένης» αγοράς της ΕΕ, απ' την οποία ωφελήθηκαν ελάχιστοι όμιλοι.

Οι δέσμες αντιλαϊκών μέτρων με στόχο τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλιακών ομίλων δεν έχουν ημερομηνία λήξης. Θα κλιμακωθούν την επόμενη περίοδο της βαθιάς κρίσης και θα συνεχιστούν σε περίοδο αναιμικής ανάπτυξης στη συνέχεια, στο όνομα της διατήρησης της δημοσιονομικής εξυγίανσης και της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας. Ο ΛΑ.Ο.Σ. και η ΝΔ στηρίζουν τις στρατηγικές επιλογές της κυβέρνησης. Η ΝΔ εκφράζει επιφυλάξεις για την αποτελεσματικότητα του προτεινόμενου «μείγματος» οικονομικής πολιτικής. Εκφράζει τμήμα του κεφαλαίου που ανησυχεί για την επίδραση των μέτρων στην καθήλωση της οικονομίας σε ένα φαύλο κύκλο ύφεσης και επίμονων ελλειμμάτων. Προβάλλει ως προτεραιότητα την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων και την πώληση της ακίνητης περιουσίας του δημοσίου για τη διασφάλιση της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Η εφαρμογή των νέων αντιλαϊκών μέτρων θα επιδράσει παράλληλα στο βάθεμα της κρίσης την επόμενη διετία. Το ίδιο το μνημόνιο οικονομικής πολιτικής που συνοδεύει τη συμφωνία ενεργοποίησης του Μηχανισμού Στήριξης για την Ελλάδα προβλέπει, με δεδομένη την πιστή εφαρμογή των προβλεπόμενων αντιλαϊκών μέτρων και αναδιαρθρώσεων, μείωση του ρυθμού ανάπτυξης (-4%) το 2010 και (-2,5%) το 2011 και συνεχή αύξηση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ μέχρι το 2013.

Παρατηρώντας τα στοιχεία του 2009 βλέπουμε ότι η συρρίκνωση του ΑΕΠ αφορά σε όλους τους κλάδους της βιομηχανίας (ενέργεια, μεταφορές, κατασκευές, τηλεπικοινωνίες) και όχι μόνο τη Μεταποίηση. Συρρίκνωση καταγράφεται επίσης και σε άλλους τομείς (τουρισμός, εμπόριο). Η συρρίκνωση της μεταποιητικής παραγωγής φτάνει το 11,2% το 2009 έναντι 4,7% το 2008. Ο δείκτης παραγωγής κεφαλαιακών αγαθών παρουσιάζει μείωση 23% το 2009, έναντι μείωσης 7,4% το 2008 (μόλις και φθάνει στο 71% του αντίστοιχου επιπέδου του 2005).

Η προηγηθείσα αρνητική πορεία πραγματοποιήθηκε με αυξημένη δημόσια κατανάλωση (+9,6%) το 2009 και μικρή μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης (1,8%). Τα μεγέθη αυτά θα μεταβληθούν αρνητικά τη διετία 2010-2011. Αρκεί να συνυπολογίσουμε τη μείωση των δημόσιων δαπανών, την επίδραση της αύξησης της ανεργίας και της εφαρμογής των αντιλαϊκών μέτρων στην ιδιωτική κατανάλωση. Σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή (πρώην ΕΣΥΕ), το επίσημο ποσοστό ανεργίας το Φλεβάρη του 2010 ανήλθε σε 12,1% έναντι 9,1% το Φλεβάρη του 2009 και 11,3% το Γενάρη του 2010.

Η Ευρωζώνη τρίζει

Οι εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (5/5/10) προβλέπουν αναιμική ανάκαμψη 1% για την ΕΕ των «27» και για την Ευρωζώνη 0,9% το 2010. Ωστόσο, και η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί επισφαλή και αβέβαιη την πρόβλεψη ακόμα και αυτής της αναιμικής ανάκαμψης, επισημαίνοντας την αύξηση της ανεργίας, την καθήλωση των ιδιωτικών επενδύσεων και της ιδιωτικής κατανάλωσης, προβλέπει αυξημένη διαχειριστική δυσκολία λόγω της αυξητικής πορείας του δημόσιου ελλείμματος και του δημόσιου χρέους καθώς και της ανισομετρίας στο ρυθμό ανάπτυξης των κρατών - μελών.

Κάτω απ' την πίεση των εξελίξεων διαμορφώθηκε μεταξύ των ηγετικών δυνάμεων της ΕΕ ένας νέος προσωρινός συμβιβασμός για τη διαχείριση της κρίσης στην Ευρωζώνη. Το πλαίσιο του προσωρινού συμβιβασμού προβλέπει αυστηρότερους κανόνες, διαδικασίες και κυρώσεις σχετικά με την τήρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και πλαίσιο διαχείρισης των κρίσεων και θωράκισης του ευρώ που συγκεκριμενοποιήθηκε με τον ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης.

Ο συγκεκριμένος Μηχανισμός θα διαθέσει ως και 750 δισ. ευρώ στις χώρες της Ευρωζώνης με κατανομή 60 δισ. μέσω δανείων απ' την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 440 δισ. απ' τα κράτη - μέλη του ευρώ και 250 δισ. ευρώ απ' το ΔΝΤ.

Ωστόσο, όπως ήδη εξηγήσαμε, ο συγκεκριμένος Μηχανισμός δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ούτε την αιτία εκδήλωσης της κρίσης υπερσυσσώρευσης, ούτε την ένταση της ανισομετρίας στο εσωτερικό της Ευρωζώνης και τις συνέπειες που έχει στην όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων.

Το ΚΚΕ είχε έγκαιρα επισημάνει ότι το ευρώ αποτέλεσε νομισματική συγκόλληση οικονομιών κρατών - μελών με βαθιές ανισομετρίες στην ανάπτυξη και διάρθρωση των βιομηχανικών κλάδων, επομένως της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητάς τους καθώς και της στρατιωτικής και πολιτικής ισχύος τους. Σε συνθήκες κρίσης ήταν αναμενόμενο να δοκιμαστεί η συνοχή της Ευρωζώνης.

Η Γερμανία υπήρξε η μεγάλη ωφελημένη της προηγούμενης περιόδου από τη συγκρότηση της Ευρωζώνης. Από τη μια διατήρησε ισχυρό το ευρώ και από την άλλη έδωσε διέξοδο στις εξαγωγές της στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, διατηρώντας εμπορικά πλεονεκτήματα, τη στιγμή που αντίστοιχα διευρύνονταν τα ελλείμματα σε Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία και όχι μόνο στην Ελλάδα. Είναι ένα από τα κεντρικά ζητήματα στα οποία εκφράζεται η αλλαγή του συσχετισμού δύναμης μεταξύ Γερμανίας - Γαλλίας και η όξυνση της αντίθεσής τους, με τη δεύτερη να προσανατολίζεται σε πιο σταθερές συμμαχικές σχέσεις με τα κράτη - μέλη του Μεσογειακού Νότου.

Η τελευταία Σύνοδος του Γιουρογκρούπ επιβεβαιώνει την όξυνση των αντιθέσεων στο εσωτερικό της Ευρωζώνης. Η διαπάλη εστιάζεται στην κατανομή των βαρών απ' την προβλεπόμενη απαξίωση κεφαλαίων μεταξύ των κρατών - μελών αλλά και μεταξύ των μονοπωλιακών ομίλων. Γι' αυτό και επεκτείνεται σε διάφορες πλευρές της οικονομικής πολιτικής, απ' τους όρους εφαρμογής του Συμφώνου Σταθερότητας και το πλαίσιο δημοσιονομικής πολιτικής μέχρι τις νέες ρυθμίσεις λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού τομέα και τις πωλήσεις ασφαλίστρων κινδύνου.

Η πιθανή ύφεση στην Ευρωζώνη θα επιδράσει στις εξαγωγές των ΗΠΑ και της Κίνας στη συγκεκριμένη αγορά, θα έχει αντίκτυπο στην παγκόσμια οικονομία. Μια υπέρμετρη υποτίμηση του ευρώ σε σχέση με το δολάριο θα πλήξει γενικότερα την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών των ΗΠΑ. Απ' την άλλη, καθιστά το δολάριο πιο ελκυστικό σαν διεθνές νόμισμα.

Καθώς αυξάνουν οι δυσκολίες διαχείρισης της κρίσης σε όλα τα ιμπεριαλιστικά κέντρα και οξύνονται οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, μεγαλώνει και ο κίνδυνος νέου κύκλου τοπικών πολεμικών συγκρούσεων, π.χ., Αφγανιστάν-Πακιστάν, Κορέα, Δυτικά Βαλκάνια.

Κάτω από ξένη σημαία;

Καθώς γίνεται όλο και πιο ορατή η διαχειριστική δυσκολία της αστικής πολιτικής, η άρχουσα τάξη παίρνει τα μέτρα της. Αναπτύσσει μια πολύμορφη προσπάθεια αναμόρφωσης του πολιτικού συστήματος και αξιοποίησης του οπορτουνιστικού ρεύματος μέσα στο εργατικό κίνημα ώστε να εκτονώσει και να εγκλωβίσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια.

Σε αυτή την κατεύθυνση απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στη γραμμή που προβάλλει σαν διέξοδο την αναδιαπραγμάτευση του χρέους (ΣΥΝ, Αριστερή Πρωτοβουλία ΠΑΣΟΚ) με πιθανή διαπραγμάτευση και της εξόδου απ' την Ευρωζώνη (συνιστώσες ΣΥΡΙΖΑ, στελέχη του ΝΑΡ).

Η συγκεκριμένη πρόταση αφήνει στο απυρόβλητο την καπιταλιστική ιδιοκτησία των μονοπωλιακών ομίλων και τη συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ. Παρά τις αντικαπιταλιστικές κορόνες με τις οποίες επενδύεται από ορισμένους αρθρογράφους, στην πράξη οδηγεί στη διαπραγμάτευση του χρόνου και του τρόπου που θα πληρώσει ξανά η εργατική τάξη για να τονωθεί ο ρυθμός της καπιταλιστικής ανάπτυξης, με επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και μοχλό τις κρατικές επενδύσεις, για να συνεχιστούν οι θυσίες των εργαζομένων στο βωμό της ανταγωνιστικότητας. Προτείνει διαφορετική ιεράρχηση στις συμμαχίες της άρχουσας τάξης με τα ιμπεριαλιστικά κέντρα και καλεί το λαϊκό κίνημα να στηρίξει αυτή την επιλογή.

Εμφανίζει σαν κεντρικό ζήτημα το ύψος του δημόσιου χρέους, απομονωμένο απ' τον ταξικό χαρακτήρα της ανάπτυξης, τους παράγοντες που διαμορφώνουν την ανισόμετρη θέση μιας οικονομίας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα και την αιτία της καπιταλιστικής κρίσης.

Η λαθεμένη αντίληψη που αναδείκνυε το δημόσιο χρέος σαν βασική αιτία της εξαθλίωσης του λαού δεν είναι βέβαια καινούρια. Αρκεί να θυμηθούμε την κριτική του Μαρξ στον Κόμπετ και στον Νταμπλντέι και τις επισημάνσεις του για το ρόλο του δημόσιου χρέους στην πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου, στην κεφαλαιοποίηση του πλούτου.

Για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών το δίλημμα «επεκτατική αναπτυξιακή ή περιοριστική αστική πολιτική» είναι ψευδεπίγραφο, αφού πρόκειται για τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος, του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης.

Οσοι προβάλλουν σαν ριζοσπαστική διέξοδο την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους και ασκούν κριτική στο ΚΚΕ για «γενικολογία και αδυναμία θεωρητικής επεξεργασίας», στην καλύτερη περίπτωση αναδεικνύουν την άγνοιά τους για τη σχέση οικονομίας - πολιτικής. Οταν όμως φτάνουν να παραλληλίσουν την πρότασή τους με την άρνηση των μπολσεβίκων να πληρώσουν τα τσαρικά δάνεια, αποκαλύπτονται. Ξεχνούν μια μικρή λεπτομέρεια: Ποια τάξη έχει κάθε φορά την εξουσία και διαπραγματεύεται το ύψος του χρέους. Δεν ξεχνούν τυχαία αλλά συνειδητά, γιατί σε τελευταία ανάλυση θέλουν να στοιχηθεί το λαϊκό κίνημα «κάτω από ξένη σημαία». Το ΚΚΕ δε θα τους κάνει τη χάρη. Αναδεικνύει σταθερά και ανυποχώρητα τον πραγματικό αντίπαλο με τον οποίο πρέπει να αναμετρηθεί το λαϊκό κίνημα: Την εξουσία των μονοπωλίων.

Οργάνωση της λαϊκής αντεπίθεσης

Κάθε μέρα που περνάει γίνονται όλο και πιο ορατές οι συνέπειες του βαθέματος της κρίσης και της κυβερνητικής πολιτικής στην κατάσταση της εργατικής τάξης και του λαού. Ταυτόχρονα, μεγαλώνουν οι δυνατότητες να αποδείξουμε πού οδήγησε τελικά ο περιβόητος μονόδρομος της ΕΕ και γενικότερα της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Οι απανωτές θυσίες των δικαιωμάτων των εργαζομένων για τη θωράκιση της κερδοφορίας των μονοπωλιακών ομίλων δεν οδήγησαν στην κοινωνική ευημερία αλλά στην κρίση και στην αύξηση της σχετικής και απόλυτης εξαθλίωσης των λαϊκών στρωμάτων.

Οι εργαζόμενοι βιώνουν την ανασφάλεια και την επιδείνωση της θέσης τους, ενώ έχουν ωριμάσει οι υλικές προϋποθέσεις και έχει συσσωρευτεί τεράστιος πλούτος για να ικανοποιηθούν τα βασικά τους δικαιώματα, όπως η πλήρης, σταθερή εργασία, η δημόσια και δωρεάν Υγεία. Ταυτόχρονα, η ΕΕ έχει χάσει τη λάμψη της ενώ οξύνονται οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις στο εσωτερικό της. Υπάρχει λοιπόν πρόσφορο έδαφος για να προβάλουμε αποφασιστικά το δρόμο της αποδέσμευσης απ' την ΕΕ με λαϊκή εξουσία.

Οι δυνατότητες της λαϊκής εξουσίας, της κοινωνικής κρατικής ιδιοκτησίας στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, με κεντρικό επιστημονικό σχεδιασμό και εργατικό έλεγχο για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, μπορούν να αναδειχθούν πιο πειστικά στη σημερινή συγκυρία. Την ώρα, για παράδειγμα, που ο εργαζόμενος βιώνει τις συνέπειες της «απελευθερωμένης» αγοράς ενέργειας (με τις απανωτές αυξήσεις των τιμών της οικιακής κατανάλωσης, την επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων, την καταστροφή του περιβάλλοντος) πιο εύκολα μπορεί να αντιληφθεί την υπεροχή της στρατηγικής μας πρότασης. Να κατανοήσει τις δυνατότητες της λαϊκής οικονομίας στην αξιοποίηση του συνόλου των ενεργειακών πηγών της χώρας (λιγνίτης, ανεξερεύνητα κοιτάσματα πετρελαίου, αιολική και ηλιακή ενέργεια, γεωθερμία) για τη συνδυασμένη ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών.

Η μαχητική προβολή του ριζοσπαστικού πλαισίου πάλης που προτείνουμε (π.χ., πλήρης σταθερή εργασία με 35ωρο - 5ήμερο - 7ωρο, φορολογία του μεγάλου κεφαλαίου με 45%, κατάργηση στρατιωτικών εξοπλισμών για ανάγκες του ΝΑΤΟ, κλπ.) αποτελεί όρο για να μη νομιμοποιηθεί στη λαϊκή συνείδηση σαν αναγκαία η κυβερνητική πολιτική. Γενικότερα μπορούμε πλέον από καλύτερες θέσεις να ακυρώσουμε την προσπάθεια της άρχουσας τάξης να εκτονώσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια που θα αυξηθεί το επόμενο διάστημα.

Διεξάγουμε ένα σκληρό μακρόχρονο αγώνα που θα κρίνεται νικηφόρα στις καθημερινές μάχες σε κάθε κλάδο και τόπο δουλειάς, στο βαθμό που κερδίζει έδαφος η γραμμή οργάνωσης του κινήματος για σύγκρουση στο επίπεδο της εξουσίας.


Του
Μάκη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ*
*Ο Μάκης Παπαδόπουλος είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνος του Τμήματος Οικονομίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου