μεταπολιτευτικά -και όχι μόνο- χρονικά, με τις περισσότερες ανατροπές συγκριτικά με τις προηγούμενες εκλογές του 09′, καθώς και αυτή με τη μεγαλύτερη διασπορά ψήφων και ποσοστών, θυμίζοντας έντονα τις εκλογές του 1950, την πρώτη αναμέτρηση δηλαδή μετά από το τέλος του εμφυλίου. Είναι χαρακτηριστικό πως κανένα κόμμα δεν υπερέβη το 20%, ενώ πρώτη δύναμη -πάνω απ’ τη ΝΔ που είχε το μεγαλύτερο ποσοστό- ήταν αθροιστικά τα κόμματα που έμεναν εκτός Βουλής, χωρίς να πιάσουν το όριο του 3% -δείγμα κι αυτό του ρευστού κλίματος και της διασποράς που σημειώσαμε παραπάνω.
Ενάμιση μήνα μετά, η βεντάλια θα έκλεινε ξανά και θα επιστρέφαμε σε μια νέα μορφή δικομματισμού-διπολισμού κι “αστικής κανονικότητας”, με αλλαγή φρουράς στο σοσιαλδημοκρατικό πόλο, και τον ΣΥΡΙΖΑ να παίρνει τη θέση του καταρρέοντος ΠΑΣΟΚ. Παραλίγο να γίνει μάλιστα κάτι παρόμοιο και στον άλλο πόλο, με τους ΑΝΕΛ στη θέση της ΝΔ, που επίσης συρρικνώθηκε εκλογικά. Τελικά το κόμμα του Καμμένου περιορίστηκε στον πιο ταπεινό ρόλο του μετέπειτα κυβερνητικού συν-εταίρου του ΣΥΡΙΖΑ.
Παράλληλα είχαμε την ανάδειξη μιας άλλης κυβερνητικής τσόντας, χωρίς αντιμνημονιακά ταμπού, όπως η ΔΗΜΑΡ -στη θέση του ακροδεξιού ΛΑΟΣ που έμεινε εκτός Βουλής- αλλά και την τρομακτική -όχι τόσο/μόνο ποσοτικά, αλλά ως προς το ποιοτικό της μέγεθος- άνοδο του νεοναζιστικού μορφώματος της χρυσής αυγής. Κάτι που επιβεβαίωνε πως ουσιαστικά βγήκαν ενισχυμένα τα κόμματα που αξιοποίησαν το κίνημα των Αγανακτισμένων κι αναδείχτηκαν στην πάνω και κάτω Πλατεία του Συντάγματος.
Πιο συγκεκριμένα, το ΠΑΣΟΚ υπέστη εκλογική συντριβή, χάνοντας σχεδόν τα 3/4 της δύναμής του συγκριτικά με το 09′. Μια καθίζηση μάλλον απρόβλεπτη ως προς τις διαστάσεις της, δεδομένου ότι ήταν συχνό κι επαναλαμβανόμενο το φαινόμενο των πράσινων “κοψοχέρηδων” που μετανοούσαν την τελευταία στιγμή, παρά τα όσα υπόσχονταν στον εαυτό τους, για να κοροϊδέψουν τους γύρω τους.
Αυτή τη φορά, όμως, είχε φτάσει το πλήρωμα του χρόνου. Όχι μόνο εξαιτίας της συσσωρευμένης λαϊκής οργής κατά των κομμάτων του μνημονίου, αλλά και λόγω των οργανωμένων μετακινήσεων μαζικών στελεχών που διαμόρφωναν την κοινή γνώμη και -εν μέρει- το αποτέλεσμα.
Είναι ζήτημα αν τελικά η κακήν-κακώς απομάκρυνση του ΓΑΠ, μετά τους χειρισμούς του τελευταίου και τις παλινωδίες στο ζήτημα του δημοψηφίσματος για το ευρώ, έπαιξε κάποιο ρόλο στο ποσοστό του ΠΑΣΟΚ, και αν ο αντικαταστάτης του Β. Βενιζέλος ήρθε πολύ αργά για να αντιστρέψει το κλίμα ή το έκανε ακόμα χειρότερο, καθώς ενσάρκωνε απολύτως την αλαζονεία της εξουσίας και το πλέον αντιπαθητικό της πρόσωπο.
Η Νέα Δημοκρατία του Σαμαρά απείχε σοφά μεν, τακτικά μιλώντας, από την υπερψήφιση του πρώτου μνημονίου, αναγκάστηκε όμως να δώσει χείρα βοηθείας στο ΠΑΣΟΚ για το μακροπρόθεσμο και να μπει στο κυβερνητικό σχήμα το 11′, σε ένα “Μεγάλο Συνασπισμό” από τα πάνω -που σύντομα θα έπαυε να είναι “μεγάλος”. Εισέπραξε έτσι ένα μεγάλο μέρος της γενικευμένης οργής -αντί για τα πολιτικά της οφέλη- και έπεσε κάτω από το 20%, σε συνδυασμό με τις διαρροές από τις διασπάσεις της. Ανάμεσά τους και η ΔΗΣΥ της Ντόρας Μπακογιάννη, που έμεινε οριακά εκτός βουλής, την ίδια μέρα που απεβίωνε η Μαρίκα Μητσοτάκη.
Ο άλλος ένοικος της δεξιάς πολυκατοικίας, το ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη, έμεινε επίσης εκτός βουλής, και μπήκε στο περιθώριο της κεντρικής πολιτικής σκηνής, έχοντας προλάβει στο ενδιάμεσο να αναδείξει πολλά ακροδεξιά στελέχη που θα έβρισκαν στέγη στη ΝΔ (Άδωνις, Βορίδης, Πλεύρης) και να παραδώσει την ακροδεξιά σκυτάλη στη χρυσή αυγή -που είχε ρίξει την πρώτη προειδοποιητική βολή για την άνοδό της, με την έδρα που έβγαλε ο Μιχαλολιάκος στο Δήμο Αθηναίων. Το ΛΑΟΣ εισέπραξε κι αυτό την οργή για τη συμμετοχή του στο ενιαίο κυβερνητικό σχήμα και επιχείρησε ανεπιτυχώς έναν ελιγμό με την καταψήφιση του μεσοπρόθεσμου, που έδωσε απλώς το πάτημα στα -σαν έτοιμα από καιρό- στελέχη του, για να μεταπηδήσουν στο μεγάλο μαγαζί της Νέας Δημοκρατίας.
Σε αυτές τις εκλογές, έκανε την εμφάνισή της και η “Δημιουργία Ξανά” του Τζήμερου, χωρίς να μπορέσει ποτέ να περάσει το φράγμα που χωρίζει τα social media από την πραγματική ζωή.
Στον αντίποδα, ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν το κόμμα-υποδοχέας για τους απογοητευμένους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, καταφέρνοντας να τετραπλασιάσει σχεδόν σε πρώτη φάση τα ποσοστά του, και να γίνει μες σε ένα μήνα κόμμα εξουσίας, ενώ μέχρι πρότινος πάλευε για την κοινοβολευτική του επιβίωση. Το φθινόπωρο του 10′, μεσούσης της κρίσης και των μαζικών κινητοποιήσεων, είχε μέτρια αποτελέσματα στις αυτοδιοικητικές εκλογές και τίποτα δεν προμήνυε πως μπορεί να παίξει αυτό το ρόλο. Αυτό που μεσολάβησε ήταν οι πλατείες των αγανακτισμένων, ενώ πολλοί αστέρες τους βρέθηκαν αργότερα στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ (Τσακαλώτος, Βαρουφάκης, Κατρούγκαλος, Λαπαβίτσας).
Μετά τη 12η Φλεβάρη, και για τρεις σχεδόν μήνες ως τις εκλογές, κινηματικά δεν κουνήθηκε φύλλο. Ο ΣΥΡΙΖΑ έριξε όλο το επικοινωνιακό του βάρος στις εκλογές, προβάλλοντας ως σύνθημα την “κυβέρνηση της Αριστεράς” -πιθανόν με την ιδεολογική σφραγίδα του Κοτζιά, που είχε κάνει αντίστοιχες επεξεργασίες στη δεκαετία του 80′ και τα χρόνια του ενιαίου Συνασπισμού. Σε μια συνέντευξη Τύπου με το Λαφαζάνη, δε δίστασαν να χρησιμοποιήσουν ακόμα κι ένα απόσπασμα από το τότε ισχύον Πρόγραμμα του ΚΚΕ -κόβοντας και ράβοντάς το στα μέτρα τους- για να αναδείξουν το στόχο που σκέπαζε τα πάντα: την κυβέρνηση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να βγει δεύτερος, περίπου τρεις μονάδες μπροστά από το ΠΑΣΟΚ. Η διαφορά δεν ήταν μεγάλη αλλά έκανε σαφές ότι υπήρχε διάδοχη κατάσταση κι η εναλλαγή επισπεύσθηκε, με τη δεύτερη κάλπη του Ιουνίου. Στο μεσοδιάστημα, η ενωτική πίεση” αυξήθηκε σε βαθμό ασφυξίας, επιχειρώντας να αλώσει οτιδήποτε υπήρχε στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ -και δεν είχε λιγοστά αποτελέσματα.
Το ΚΚΕ πέτυχε ένα αποτέλεσμα που ξεπερνούσε μεν κάθε άλλη πρόσφατη επίδοσή του στις εθνικές εκλογές, αλλά ήταν σαφώς κατώτερο των προσδοκιών που κυμαίνονταν συνήθως πάνω από το φράγμα του διψήφιου ποσοστού. Ενώ στις περισσότερες εκλογικές περιφέρειες της επαρχίας σημειώθηκε διακριτή άνοδος, καταγράφηκε η αντίθετη τάση στα μεγάλα αστικά κέντρα, που έδιναν παραδοσιακά μεγάλη δύναμη στο κόμμα. Παρά το ανοιχτό μέτωπο με τις δυνάμεις του οπορτουνισμού, τα αντανακλαστικά απέναντι στις διεργασίες και τις οργανωμένες μετακινήσεις που παρατηρήθηκαν στην κάλπη, δεν ήταν στο ύψος των περιστάσεων.
Μετεκλογικά, η τότε ΓΓ κάλεσε τους ψηφοφόρους να διορθώσουν την ψήφο τους, ιδίως ως προς την ενίσχυση των νεοναζί της χρυσής αυγής, αλλά τα λόγια της ερμηνεύτηκαν σκοπίμως ως αφ υψηλού κήρυγμα στους ψηφοφόρους κι είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα. Χαρακτηριστικό του εκρηκτικού κλίματος και μιας καλλιεργούμενης κακοπιστίας ήταν και μια τηλεοπτική παρουσία των πολιτικών αρχηγών της “Αριστεράς”, όπου το κοινό ξεσπούσε οργισμένο με όσα έλεγε η Αλέκα, για να το καταπραΰνει αργότερα ο Α. Τσίπρας και να το αποκοιμίσει ο μειλίχιος Κουβέλης στο τέλος.
Η εξωκοινοβουλευτική αριστερά, με το μετωπικό σχηματισμό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, πέτυχε ένα ιστορικό υψηλό με το 1,2% το οποίο όμως κυμάνθηκε πολύ μακριά από τις κοινοβουλευτικές προσδοκίες που καλλιεργούσαν κάποιοι -και τους γύρισαν μπούμερανγκ στη συνέχεια. Η αποτυχία εισόδου στη Βουλή δεν εμπόδισε ωστόσο τα στελέχη της να συναντηθούν στο πλαίσιο των διερευνητικών εντολών (!) με τον Τσίπρα, σε μια ιστορική συνάντηση που έμεινε να μαρτυρά το στίγμα των διαθέσεών της απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι το καλοκαίρι του 15′.
Τα παραπάνω ήταν απλώς κάτι σαν το πρώτο ημίχρονο, που δεν μπορεί να ιδωθεί αυτοτελώς, χωρίς τη συνέχεια των εκλογών του Ιουνίου του 12′. Αλλά για το δεύτερο ημίχρονο, θα περιμένουμε λίγες μέρες την αντίστοιχη επέτειο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου