Σελίδες

20 Οκτ 2013

Πραγματικοί και κάλπικοι αντίπαλοι του φασισμού


Τον Απρίλη του 1932 η αστική κυβέρνηση της Γερμανίας έθεσε εκτός νόμου τα ναζιστικά τάγματα εφόδου. Ελάχιστους μήνες αργότερα, τον Ιούνη της ίδιας χρονιάς, το αστικό κράτος τα νομιμοποίησε ξανά.
Το Γενάρη του 1933 βασικοί εκπρόσωποι των γερμανικών μονοπωλίων συναντήθηκαν στην Κολωνία με τον καγκελάριο φον Πάπεν και τον Χίτλερ. Ακολούθησε ο προβοκατόρικος εμπρησμός του Ράιχσταγκ το Φλεβάρη του '33, η εκλογική νίκη των εθνικοσοσιαλιστών και η απόφαση του γερμανικού Κοινοβουλίου να αυτοδιαλυθεί το Μάρτη του '33.
Το συγκεκριμένο ιστορικό παράδειγμα είναι χαρακτηριστικό της στάσης της αστικής δημοκρατίας απέναντι στο φασιστικό ρεύμα. Στάση που απορρέει απ' τον ταξικό χαρακτήρα της, ως μορφή της δικτατορίας των μονοπωλίων, του κεφαλαίου. Υπογραμμίζει επίσης τη δυνατότητα πολλαπλής αξιοποίησης του φασιστικού ρεύματος στο πλαίσιο των σχεδίων της αστικής τάξης. Το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ τόνισε έγκαιρα σε σχετική ανακοίνωσή του αυτό το ζήτημα που έχει ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση των πρόσφατων εξελίξεων.

Η αξιοποίηση των ναζιστικών οργανώσεων στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της αστικής τάξης δεν περιορίζεται μόνο στο γνωστό ρόλο της καταστολής και του φόβητρου του λαϊκού κινήματος, ούτε εξαντλείται στην προσπάθεια ενσωμάτωσης της αγανάκτησης μέρους των μικροαστικών στρωμάτων, των κρατικών υπαλλήλων, των ανέργων σε συνθήκες κρίσης, σε αντιδραστική κατεύθυνση.
Η ίδια η αντιμετώπιση αυτών των οργανώσεων από τις αστικές κυβερνήσεις (και οι εναλλαγές της) αποτελεί ένα πολύτιμο εργαλείο για την υλοποίηση βασικών στόχων της άρχουσας τάξης, όπως οι αναδιαρθρώσεις στην οικονομία και στον κρατικό μηχανισμό, η αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος, οι προσαρμογές της αστικής διαχείρισης για τη διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας των μονοπωλίων.
Γιατί τώρα;
Κάτω απ' αυτό το πρίσμα οφείλουμε να εξετάσουμε τόσο τις αιτίες όσο και τη χρονική στιγμή που η κυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ αποφάσισε να εμφανιστεί ως «αποφασιστική» στην αντιμετώπιση της εγκληματικής δράσης, που απορρέει απ' τον ίδιο το ναζιστικό χαρακτήρα της Χρυσής Αυγής.
Διάφορες αναλύσεις των αστικών Μέσων ενημέρωσης, αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ, δίνουν τη απλοϊκή εξήγηση της «υπέρβασης των ορίων» από τη Χρυσή Αυγή μετά τη δολοφονία του Π. Φύσσα και τη διόγκωση της λαϊκής αγανάκτησης που υποχρέωσε την κυβέρνηση να λάβει έστω και καθυστερημένα κάποια μέτρα.
Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση αξιοποίησε έγκαιρα αυτές τις πλευρές για να προωθήσει προαποφασισμένους στρατηγικούς στόχους της αστικής τάξης το επόμενο διάστημα.
Η απόφαση για ενιαία αντιμετώπιση των δεκάδων εγκληματικών υποθέσεων της Χρυσής Αυγής που χρόνιζαν στα ράφια των αρμόδιων υπηρεσιών, οι κρατικές ενέργειες και η κλιμάκωση πρωθυπουργικών δηλώσεων που ακολούθησαν, αποδεικνύουν την προετοιμασία και το σχεδιασμό που προηγήθηκε.
Για να εξετάσουμε πώς η συγκεκριμένη αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής υπηρετεί τα αστικά σχέδια, πρέπει πρώτα να σταθούμε στις δυσκολίες και τα προβλήματα που θέλει να αντιμετωπίσει η αστική διαχείριση το επόμενο διάστημα.
Ο στόχος της για θωράκιση της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλίων, προσέλκυση επενδύσεων, επιστροφή σε ρυθμό αναιμικής ανάκαμψης περνά μέσα από την επιτάχυνση των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων, τη σφαγή διαρκείας των λαϊκών δικαιωμάτων, όπως εξειδικεύεται στο νέο προϋπολογισμό του 2014 και στην προετοιμασία του νέου μεσοπρόθεσμου προγράμματος.
Η διατήρηση κλίματος ταξικής συνεργασίας, μοιρολατρίας, υποταγής του λαού δεν είναι δεδομένη ως προς τη διάρκειά της, παρά τα υπαρκτά στοιχεία υποχώρησης του κινήματος και αντιδραστικής στροφής ενός μέρους των λαϊκών στρωμάτων.
Ο στόχος για γεωπολιτική αναβάθμιση του ρόλου της ελληνικής αστικής τάξης περνά μέσα από συμφωνίες συνεργασίας και συμμετοχής της χώρας σε ιμπεριαλιστικά σχέδια που αυξάνουν τον κίνδυνο για νέες εστίες πολέμου, γενικευμένο ιμπεριαλιστικό πόλεμο στην περιοχή της Ανατ. Μεσογείου και για αντιδραστική επίλυση του Κυπριακού. Η σφυρηλάτηση του άξονα ενεργειακής και στρατιωτικής συνεργασίας με το Ισραήλ με τις ευλογίες των ΗΠΑ και οι αντιφατικές σχέσεις ανταγωνισμού και συνεργασίας με την Τουρκία αποτελούν τις δυο πιο χαρακτηριστικές πλευρές της επικίνδυνης για το λαό αστικής πολιτικής.
Ο διπλός στόχος υλοποίησης των ιδιωτικοποιήσεων και της αναδιάρθρωσης του κρατικού μηχανισμού απαιτεί αστική πολιτική παρέμβαση και προπαγάνδα ώστε να υιοθετηθεί από το λαό ως κοινός, υπερταξικός, «εθνικός» στόχος η βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της αξιοπιστίας του αστικού κράτους.
Με βάση τους προαναφερόμενους στόχους της άρχουσας τάξης και τις δυσκολίες της αστικής διαχείρισης, η κυβέρνηση αποφάσισε τη στροφή στην αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο της ανοχής και της εκτροφής της. Ο σχεδιασμός της κυβέρνησης προτάσσει την ενίσχυση κλίματος «κοινωνικής ομαλότητας», το οποίο απαιτεί οριοθέτηση και ανάσχεση της κλιμακούμενης εγκληματικής δράσης της φασιστικής οργάνωσης. Αξιοποιεί τη σημερινή τάση υποχώρησης του λαϊκού κινήματος και δρα προληπτικά ώστε να αποτρέψει γεγονότα και συνθήκες που μπορούν να συμβάλουν στην αντιστροφή της. Παράλληλα, η στάση της κυβέρνηση υπηρετεί τις ανάγκες γεωπολιτικής αναβάθμισης της άρχουσας τάξης με την προβολή της χώρας ως «πόλου σταθερότητας» στην ευρύτερη περιοχή. Οι πρόσφατες κυβερνητικές επιλογές εγκωμιάστηκαν ιδιαίτερα από τους εκπροσώπους των ΗΠΑ, της ΕΕ και της Αμερικανοεβραϊκής Επιτροπής.
Απατηλές διαχωριστικές γραμμές
Η αποτελεσματική προώθηση της στρατηγικής της άρχουσας τάξης απαιτεί προσαρμογή του αστικού πολιτικού συστήματος με τις κατάλληλες κάλπικες διαχωριστικές γραμμές με γνώμονα το λαϊκό συμφέρον. Κάλπικα διλήμματα που αφενός βοηθούν στον εγκλωβισμό του λαού στο σκηνικό του νέου διπολισμού και αφετέρου εδραιώνουν το κλίμα συντηρητικοποίησης και υποταγής των λαϊκών στρωμάτων.
Η κλιμάκωση των κυβερνητικών δηλώσεων και ενεργειών, οι συνεχείς κυβερνητικές αναφορές στα δύο άκρα, με στοχοποίηση σ' αυτούς που ζητούν αποδέσμευση από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, συμβάλλουν στη συγκάλυψη της πραγματικής ταξικής διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στους πολιτικούς υπηρέτες των μονοπωλίων και πολιτικούς υπερασπιστές του λαϊκού συμφέροντος. Εδραιώνουν το σκηνικό του νέου διπολισμού όπου κυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ θα διαγκωνίζονται για το ποιος θα εγγυηθεί καλύτερα τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης, της ταξικής συνεργασίας και της επιστροφής σε ρυθμούς αναιμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Το κυβερνητικό προσκλητήριο στοίχισης πίσω από τη σημαία «του νόμου και της τάξης» και το αντίστοιχο προσκλητήριο του ΣΥΡΙΖΑ για συγκρότηση «αντιμνημονιακού» μετώπου, συσκοτίζουν τον πραγματικό αντίπαλο, την εξουσία των μονοπωλίων και τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες του ΝΑΤΟ και της ΕΕ που τη στηρίζουν. Τον πραγματικό αντίπαλο υπηρετούν και οι δύο πόλοι του αστικού πολιτικού συστήματος, γι' αυτό από κοινού ψηφίζουν κυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ με βάση το αντιδραστικό πλαίσιο του τρομονόμου, παρά τις επιφανειακές διαφοροποιήσεις τους, με πρόσχημα την αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής.
Η γενικόλογη αστική απαίτηση για «καταδίκη της βίας απ' όπου κι αν προέρχεται» και για διαχωρισμό του φρονήματος από την πρακτική πολιτική δράση, στοχεύει στην υπόκλιση του λαϊκού κινήματος στη βία του αστικού κράτους και της εργοδοσίας. Ενοχοποιεί ακόμα και την αντίσταση του λαϊκού κινήματος στις επιστρατεύσεις απεργών, στις επιθέσεις των ΜΑΤ και των μπράβων της εργοδοσίας, στη βίαιη πορεία εξαθλίωσης της ζωής των εργαζομένων και των ανέργων με πλήθος νομοθετικών ρυθμίσεων. Σ' αυτό το πλαίσιο κλιμακώνεται η επίθεση της κυβέρνησης με τις δίκες για καταλήψεις σχολείων, τις συλλήψεις συνδικαλιστών, τις μηνυτήριες αναφορές για το γράψιμο συνθημάτων της ΚΝΕ, την ενεργοποίηση αντιδραστικών κωδίκων δεοντολογίας για τη λειτουργία των δήμων.
Ταυτόχρονα η αστική προπαγάνδα συγκαλύπτει ότι η εγκληματική βία των φασιστικών οργανώσεων κατά του λαού απορρέει από τον ίδιο τον ταξικό πολιτικό χαρακτήρα τους και είναι βασικός τρόπος για την ανάπτυξή τους. Επιχειρεί να εξισώσει τους φασίστες με το μοναδικό ιστορικά συνεπή αντίπαλό τους, τους κομμουνιστές, το εργατικό λαϊκό κίνημα που μπορούν να παλέψουν για να ξεριζώσουν την καπιταλιστική μήτρα που γεννά το φασιστικό ρεύμα.
Παράλληλα ο τρόπος αντιμετώπισης της Χρυσής Αυγής αξιοποιείται στο πλαίσιο των ανακατατάξεων και της αναμόρφωσης των αστικών πολιτικών δυνάμεων. Αποτελεί πεδίο αντιπαράθεσης τόσο μεταξύ της εθνικιστικής και της φιλελεύθερης πτέρυγας στο εσωτερικό της ΝΔ όσο και μεταξύ των διάφορων πρωτοβουλιών του ΠΑΣΟΚ, της ΔΗΜΑΡ και του ΣΥΡΙΖΑ για την ηγεμονία στην πορεία αναμόρφωσης του σοσιαλδημοκρατικού πόλου, της λεγόμενης κεντροαριστεράς στην Ελλάδα. Μέσα απ' αυτές τις εξελίξεις διαμορφώνεται το έδαφος για μια μελλοντική κυβέρνηση συνεργασίας του σοσιαλδημοκρατικού χώρου, με τη συμμετοχή δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ. Ταυτόχρονα, διαμορφώνονται προϋποθέσεις για τη δημιουργία ενός νέου «ακροδεξιού» σχήματος, πιο «σοβαρού και φερέγγυου» σε σχέση με τη Χρυσή Αυγή. Ολα αυτά ενταγμένα στην προσπάθεια διαμόρφωσης μεγάλων, σχετικά σταθερών αστικών κυβερνήσεων συνεργασίας. Η αστική διαπάλη συνοδεύεται και με αλλαγές στελεχών σε κρίσιμους τομείς του κρατικού μηχανισμού (π.χ. στην Αστυνομία).
Κάτω από τη σημαία των λαϊκών αναγκών
Η πραγματική πάλη ενάντια στο φασισμό δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από τον αγώνα ενάντια στη μήτρα που τον γεννά, την πάλη ενάντια στα μονοπώλια, το κεφάλαιο και την εξουσία του.
Γι' αυτό και η επίμονη σταθερή προσπάθεια για την ανασύνταξη του κινήματος και την οικοδόμηση της λαϊκής συμμαχίας αποτελεί το μόνο δρόμο που μπορεί να εγγυηθεί συνέχεια, διάρκεια και νικηφόρα προοπτική της πάλης για τη συντριβή του εγκληματικού φασιστικού ρεύματος.
Οι κομμουνιστές μπαίνουν μπροστά σ' αυτή τη δύσκολη προσπάθεια, χωρίς να εθελοτυφλούν και να υποτιμούν τους φόβους, τις αυταπάτες, την αντιδραστικοποίηση, τις προλήψεις σημαντικού μέρους των λαϊκών στρωμάτων. Λαμβάνουν υπόψη τις σημερινές διαθέσεις, όχι για να υποκλιθούν σ' αυτές, αλλά για να δράσουν πιο αποτελεσματικά και εύστοχα στον απεγκλωβισμό της λαϊκής συνείδησης από τις παγίδες της υποταγής και της ενσωμάτωσης στις διάφορες παραλλαγές διαχείρισης του σάπιου συστήματος της εκμετάλλευσης.
Προχωρούν αποφασιστικά σε κάθε χώρο δουλειάς, κάθε κλάδο, κάθε γειτονιά, με εμπιστοσύνη στην εργατική τάξη, στο ταξικό κριτήριο και στο ένστικτό της, για να μαζικοποιηθεί η πάλη κατά των συνεπειών της κρίσης, για να πληρώσουν τα μονοπώλια και να αποτραπεί η χρεοκοπία του λαού. Σε αντιπαράθεση με το οπορτουνιστικό ρεύμα, αποκαλύπτουν ότι δεν υπάρχουν «εύκολες» λύσεις χωρίς ταξική σύγκρουση που μπορούν δήθεν να διασφαλίσουν ταυτόχρονα και τα συμφέροντα του λαού και το κέρδος των μονοπωλίων.
Αντιπαλεύουν τις πολιτικές και συνδικαλιστικές δυνάμεις που επιφυλάσσουν στο λαϊκό κίνημα το ρόλο του κομπάρσου στο θέατρο της εναλλαγής αστικών κυβερνήσεων, οι οποίες θα διαπραγματεύονται τους όρους και το βαθμό σφαγιασμού των λαϊκών δικαιωμάτων.
Με υπομονή και επιμονή φωτίζουν το μόνο δρόμο που μπορεί να αναχαιτίσει την αντιλαϊκή αστική επίθεση, να απομονώσει και να τσακίσει τις φασιστικές οργανώσεις, να βελτιώσει τη ζωή του λαού, το δρόμο της ασυμφιλίωτης αντιπαράθεσης με τα μονοπώλια, την ΕΕ και την εξουσία τους, τη διέξοδο της εργατικής εξουσίας για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών.
Κάτω από τη σημαία των δικών του αναγκών ο λαός θα βάλει τελικά τη σφραγίδα του στις εξελίξεις.
Του Μάκη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ* 
*Ο Μάκης Παπαδόπουλος είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνος της Ιδεολογικής Επιτροπής
Αναδημοσίευση από τον Ριζοσπάστη της Κυριακής 20 Οχτώβρη 2013 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου