Τους τελευταίους μήνες, πληθαίνουν τα δημοσιεύματα με την εκτίμηση ότι υπάρχει ανερχόμενο ρεύμα «ευρωσκεπτικισμου» στους λαούς της Ευρώπης, ιδιαίτερα στις χώρες που έχουν ενταχθεί στο λεγόμενο μηχανισμό στήριξης, προσφάτως και στην ίδια τη Γερμανία. Στο πολιτικό επίπεδο εμφανίζονται νέα σχήματα ως πολιτικές ομάδες - κόμματα, «δεξαμενές σκέψεις», «δίκτυα διαλόγου» που καταγγέλλουν την ΕΕ γιατί τάχα ξέφυγε από τους σκοπούς της ίδρυσής της, «έπαψε» να είναι η Ευρώπη της αλληλεγγύης, της ισοτιμίας και έγινε η ΕΕ της φτώχειας, της ανεργίας, υπό την γερμανική ηγεμονία.
Τα συνθήματά τους είναι προσαρμοσμένα στο υπαρκτό ρεύμα λαϊκής αγανάκτησης και αμφισβήτησης των επιλογών της ΕΕ και των Μνημονίων.
Πίσω από μια φορτισμένη φραστικά κριτική ιδιαίτερα προς τη Γερμανία υποκρύπτονται, εκφράζονται ή συσπειρώνονται, συμφέροντα ομάδων επιχειρηματικών ομίλων, μονοπωλίων κατά κλάδο ή και ολόκληρης της αστικής τάξης σε εθνικό επίπεδο. Η προπαγάνδα τους είναι επιμελώς προσαρμοσμένη στο γεγονός ότι οι εργαζόμενοι μέσης ηλικίας και πολύ περισσότεροι οι νεότεροι λίγα ξέρουν ή κυρίως δε θυμούνται τους καυγάδες και τις αντιπαραθέσεις που υπήρξαν στην ΕΕ από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής της, για το ποια αστική τάξη θα κερδίσει περισσότερα σε σύγκριση με την αστική τάξη της άλλης χώρας. Είναι γνωστοί οι καυγάδες ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία που και χτες και σήμερα έληγαν και λήγουν με προσωρινούς συμβιβασμούς, ενώ ποτέ δεν υπήρξαν διαφωνίες στην ΕΟΚ και ΕΕ όταν πρόκειται για μέτρα έντασης της ταξικής εκμετάλλευσης και λαϊκής καταπίεσης. Πίσω από την δίψα για κέρδη, για αναδιανομή, εκφράζεται και η πολιτική σκοπιμότητα να «κουρευτεί» η ηγεμονία της Γερμανίας, να διαμορφωθεί μια νέα ομάδα κρατών που θα κυριαρχεί στην ΕΕ και θα αποκαταστήσει «δικαιότερη μοιρασιά» της πίττας, που τάχα θα καταργήσει την ανισόμετρη ανάπτυξη, τον αντιμονοπωλιακό, ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό, την κρίση.
Ορισμένες πολιτικές κινήσεις που επιδιώκουν να μετεξελιχτούν σε κόμματα συμμετοχής σε κυβερνήσεις συνεργασίας, ζητούν έξοδο από την Ευρωζώνη ώστε να μπορεί το κάθε κράτος να ξεφύγει από τους αυστηρούς δημοσιονομικούς δείκτες και τη γερμανική «κατοχή», να «κόψει χρήμα» και να το διαθέσει για ανάπτυξη - απασχόληση, όλα αυτά ενταγμένα στον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης δηλαδή στο φαύλο κύκλο της ανάκαμψης και της κρίσης. Ο Α. Αλαβάνος έφθασε να υποστηρίξει ότι θα αντιμετωπισθεί το θέμα της ανεργίας σε 100 μέρες! Ξέρει ο άνθρωπος από αστική κοινωνική ψυχολογία σε συνθήκες κρίσης.
Παρά τις όποιες διαφορές τους, επαγγέλλονται ότι υπάρχει τρόπος να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα, και οι λαοί να ζουν καλύτερα και το κεφάλαιο να συσσωρεύει κέρδη, να αναπαράγεται και να διευρύνεται - συσσωρεύεται.
Μήπως έχουμε την εμφάνιση ενός ρεύματος που μπορεί να μη θέλει ή να μην τολμά να ζητά ριζική λύση, ωστόσο προχωρά ένα βήμα που μπορεί να ανακουφίσει τους εργαζόμενους, να μειώσει την ανεργία, να ανοίξει την λεωφόρο μιας φιλολαϊκής αλλαγής ή έστω να πετύχει κάτι καλύτερο για τη λαϊκή οικογένεια χωρίς επαναστατική αλλαγή;
Δεν είναι τυχαίο ότι οι προσαρμογές αυτές γίνονται σε μια φάση όπου στην ΕΕ έχει ξεκινήσει ένας σοβαρός προβληματισμός ανάμεσα στα κράτη - μέλη και τις κυβερνήσεις τους, στα οικονομικά τους επιτελεία για το αν το ισχύον αστικό μείγμα διαχείρισης της κρίσης μπορεί να επαναφέρει την καπιταλιστική κερδοφορία και μάλιστα σε συνθήκες οξυμένου ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού ή χρειάζεται κάποια χαλάρωση που θα φέρει την καπιταλιστική ανάκαμψη.
Είναι συζήτηση εντός των τειχών που επηρεάζεται επίσης και από το γεγονός ότι στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες επιχειρείται η αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος, μια πιο εκσυγχρονισμένη πολιτική συμμαχιών, ώστε να μην υπάρχουν τριγμοί στη σταθερότητα της αστικής πολιτικής εξουσίας, προκειμένου να μη βρεθούν μπροστά στον κίνδυνο «οι κάτω» να διεκδικήσουν να πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους.
Η συζήτηση περί αλλαγής του μείγματος είναι πιο βροντερή σήμερα καθώς φαίνεται ότι κερδίζει έδαφος η σκέψη για κάποια χαλάρωση υπέρ της αστικής τάξης των χωρών που δοκιμάζονται από την κρίση ή κινδυνεύουν να μπουν όπως η Γαλλία και όταν μάλιστα η Γερμανία αρχίζει να ζει ένα είδος προανακρούσματος ύφεσης. Εξελίσσεται η αντιπαράθεση γύρω από την τραπεζική, δημοσιονομική και φορολογική ενοποίηση που περικλείει και διαφορετικές απόψεις σε εθνικό επίπεδο ανάλογα με τις ανάγκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης της κάθε χώρας στη συγκεκριμένη φάση, τη θέση της στο εσωτερικό της ΕΕ και παγκόσμια. Είναι μια διελκυστίνδα αντιθέσεων που στο πολιτικό επίπεδο αναδεικνύει διαφωνίες που δε θέτουν σε αμφισβήτηση την ίδια την ΕΕ ως διακρατική καπιταλιστική ενοποίηση, αλλά παραπέμπει σε αλλαγές συμφωνιών στη λεγόμενη επανεκκίνηση της ΕΕ ή σε αλλαγές στην Ευρωζώνη, στην εμβάθυνση της ενοποίησης ή όχι κ.λπ.
Καταρχήν, το γεγονός ότι και νέες λαϊκές μάζες δηλαδή οι «κάτω» και ταυτόχρονα και κάποιοι «από τα πάνω» εκφράζουν αντίθεση προς την ΕΕ (εννοείται από διαφορετικές αφετηρίες συμφερόντων) αποδεικνύει τη δύσκολη θέση που βρίσκεται το καπιταλιστικό σύστημα, καθώς όσο αναπτύσσεται τόσο σαπίζει, υπόκειται στις εσωτερικές αντιφάσεις του σε συνθήκες που οξύνεται η βασική του αντίθεση, παρά το γεγονός ότι η ταξική πάλη είναι πολύ πίσω από τις απαιτήσεις: Οι «επάνω» το λένε καθαρά ότι φοβούνται την άνοδο της ταξικής πάλης, θέλουν να προλάβουν μια εργατική - λαϊκή εξέγερση που αν συνδυασθεί με επαναστατική κατάσταση μπορεί να οδηγήσει στην απόσπαση χωρών από την ιμπεριαλιστική αλυσίδα με το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Δείχνει ακόμα ότι το εγχείρημα της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ενοποίησης, όπως εξελίχθηκε, θέτει ζήτημα αν μπορεί να προχωρήσει και να εμβαθύνει με τη μορφή της ομοσπονδίας ή με τη μορφή ενός ισχυρότερου κέντρου και διαφορετικών ζωνών, ή υπάρχει ζήτημα διάσπασης πριν απ' όλα της Ευρωζώνης, αν θα ενισχυθούν οι φυγόκεντρες δυνάμεις.
Είναι μια διελκυστίνδα χρήσιμη για το καπιταλιστικό σύστημα και, εκτός των άλλων, ελέγξιμη καθώς με το σημερινό συσχετισμό δυνάμεων έχει ελπίδες να κρατά για κρίσιμο διάστημα το λαό σε στάση αναμονής, να επιχειρηθούν νέες συμφωνίες ανάμεσα στα πιο ισχυρά καπιταλιστικά κράτη.
Αρα οι προβληματισμοί και αντιθέσεις δείχνουν μεν τη δυνατότητα του καπιταλιστικού συστήματος σε εθνικό επίπεδο και διακρατικό να δοκιμάσει και άλλες λύσεις προς όφελός του, ταυτόχρονα αποδείχνουν και την αδυναμία του, πράγμα που πρέπει να αξιοποιηθεί από τα εργατικά και λαϊκά κινήματα της Ευρώπης σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να δυναμώσει ο αντιμονοπωλιακός αντικαπιταλιστικός αγώνας. Αυτή είναι η σημαία των λαών και όχι η μια ή άλλη συνταγή υπέρ βορρά ή νότου, υπέρ εμβάθυνσης ή χαλάρωσης, υπέρ ενοποίησης ή διάσπασης.
Ενώ στους κόλπους της αστικής τάξης και πιο ειδικά των μονοπωλιακών ομίλων οι διαφωνίες είναι αντικειμενικά πιο κωδικοποιημένες και πιο ανοικτά ταξικές, στο πολιτικό επίπεδο η αντανάκλαση των διαφωνιών έχει ποικιλία ανάμεσα στα αστικά, ρεφορμιστικά, οπορτουνιστικά κόμματα είτε δεξιάς είτε «αριστερής» απόκλισης. Εξηγείται από το γεγονός ότι η αστική τάξη, ή το άλφα ή βήτα τμήμα της, δεν είναι δυνατόν να εκφράζεται με πλήρη πιστότητα και καθαρότητα, στο πολιτικό επίπεδο. Παίζει ρόλο ακόμα αν ένα τέτοιο κόμμα επιδιώκει να πλασαριστεί στις εκλογές ως εναλλακτική κυβερνητική λύση, επομένως υιοθετεί το άλφα ή το βήτα αντιπολιτευτικό σύνθημα, προκειμένου να αξιοποιήσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια και ταυτόχρονα να απολαύσει τη στήριξη θυλάκων της κυρίαρχης τάξης που ενδιαφέρονται για σταθερές κυβερνήσεις αστικής συνεργασίας ή για την αλλαγή του μίγματος. Αρα η φιλολαϊκή μάσκα που φοράνε οι σαφώς φιλομονοπωλιακές θέσεις τους, δεν αποτελεί σοβαρό κριτήριο για το ποιο ή ποια κόμματα θέλουν και μπορούν να δώσουν στο λαό κάποια θετική προοπτική.
Η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ, ανεξάρτητα τι ομαδοποιήσεις έχουν στο εσωτερικό τους, ζουν τον αντίκτυπο της αντιπαράθεσης των δύο συνταγών, αλλά ως κυβερνητική συνεργασία είναι υποχρεωμένοι, για την ώρα, να κινούνται με την κυριαρχούσα επιλογή που έτσι και αλλιώς εκφράζει προσωρινό συμβιβασμό ανάμεσα στις ηγετικές δυνάμεις της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ενοποίησης.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ τα πράγματα είναι αρκετά εύκολα. Οσο πιο επιθετικός γίνεται ο πολιτικός του λόγος, τόσο πιο συντηρητικό γίνεται το πρόγραμμά του. Καλλιεργεί την αντίληψη ότι είναι με το ανερχόμενο αντιπολιτευόμενο «ρεύμα» στην ΕΕ, άρα αυτός μπορεί να επιδράσει (και όχι οι ανάγκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης και οι ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις στην αλλαγή του μείγματος). Με τις προγραμματικές του θέσεις που θα συζητηθούν στο επικείμενο συνέδριο, καλλιεργεί την αντίληψη ότι το μείγμα αστικής διαχείρισης που υιοθετεί θα οδηγήσει σε λαϊκές κατακτήσεις, ακόμα και ως το σοσιαλισμό, θυμίζοντάς μας το αλήστου μνήμης σύνθημα του ΠΑΣΟΚ «στις 18 σοσιαλισμός». Ο οπορτουνισμός του κορυφώνεται όταν δηλώνει ότι αν θα λυθούν τα προβλήματα, αν θα πάμε προς το σοσιαλισμό εξαρτάται από τη λαϊκή συνέργεια, δηλαδή «ο ΣΥΡΙΖΑ θα μετέχει στη λαϊκή δράση, χωρίς να επιβάλλει και να υποκαθιστά»! Αυτό και αν είναι ψέμα με ουρά, μαζί και μέθοδος χειραγώγησης.
Αν δώσει κανείς μια ματιά στις θέσεις άλλων πολιτικών σχημάτων που διεκδικούν την έξοδο από την Ευρωζώνη ακόμα και αποδέσμευση, θα δει ότι περισσεύουν λόγια με λογοτεχνικού περιεχομένου πολιτικό περιεχόμενο, πάμπολλες αναφορές για το κίνημα, το λαό, τους λαούς, όταν όμως πρέπει να μιλήσουν τι αλλαγές ζητούν ή θα κάνουν στην ελληνική οικονομία αν μπουν σε κυβέρνηση (το πρόγραμμά τους είναι καθαρά κυβερνητικό) τότε οι θέσεις είναι σύντομες, γενικές, αφηρημένες. Υπολογίζουν ότι ένα μεγάλο μέρος του λαού έχει διαπαιδαγωγηθεί και διδαχθεί να βλέπει το αστικό πολιτικό σύστημα αποσπασμένο από την καπιταλιστική οικονομία, από την καπιταλιστική ιδιοκτησία. Ολοι τους κατακεραυνώνουν τον «νεοφιλελεύθερο» καπιταλισμό, υποδηλώνοντας ότι υπάρχει προοδευτικός, αριστερός, δημοκρατικός καπιταλισμός κ.λπ.
Υπάρχουν ακόμα και ερωτήσεις που απευθύνονται στο Κόμμα για το αν η Ελλάδα βγει από την Ευρωζώνη από μια κυβέρνηση που δρα στα πλαίσια του συστήματος, που το ΚΚΕ δεν στηρίζει με κανέναν τρόπο ή αν βγει από την ΕΕ τι θα κάνουμε εμείς, που διεκδικούμε την αποδέσμευση σε συνθήκες νίκης της εργατικής εξουσίας; Εμείς θα κάνουμε ό,τι κάναμε και σε άλλες στιγμές, δε θα μας βρει μια τέτοια εξέλιξη αιφνιδιασμένους. Θα κάνουμε ό,τι κάναμε π.χ. όταν έπεσε η χούντα και σε συνεννόηση παρέδωσε τα κλειδιά της στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, όταν ο Καραμανλής έβγαζε την Ελλάδα από το στρατιωτικό ΝΑΤΟ. Θα αποκαλύψουμε το χαρακτήρα αυτής της εξέλιξης, θα οργανώσουμε την πάλη, καθώς θα φορτώσουν στην εργατική τάξη, στα λαϊκά στρώματα το κόστος της εξόδου από το ευρώ και της αποδέσμευσης αν γίνει, θα δείξουμε την ανάγκη ο λαός με δική του και όχι ξένη σημαία να τραβήξει τα πράγματα προς τα εμπρός, ό,τι υποστηρίζουμε συνειδητά και όχι για λόγους προπαγάνδας στο 19ο Συνέδριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου