Το ΚΚΕ με το σχέδιο προγράμματος έρχεται να επιβεβαιώσει την πορεία επαναστατικής ανασυγκρότησης που έχει χαράξει ύστερα από την αντεπανάσταση. Το σχέδιο προγράμματος, συνέχεια και καρπός προγενέστερων επεξεργασιών (18ο Συνέδριο, Δοκίμιο Ιστορίας) εξοπλίζει το κόμμα με ένα σύγχρονο πρόγραμμα κομμουνιστικής στρατηγικής που διαχωρίζεται από παλιότερες επεξεργασίες του κομμουνιστικού κινήματος αλλά και του ίδιου του ΚΚΕ, που προσδιοριζόταν από τη στρατηγική των σταδίων, την υιοθέτηση ενδιάμεσων στόχων σε επίπεδο εξουσίας ή την αποδοχή της δυνατότητας εμφάνισης «υβριδικών» κυβερνήσεων στα πλαίσια της αστικής εξουσίας ανοιχτών (όπως λέγονταν) είτε στην οπισθοδρόμηση είτε στο προχώρημα προς τα εμπρός.
Ο σωστός προσδιορισμός του πολιτικού στόχου της εργατικής εξουσίας (και καμιάς άλλης) είναι το θεμελιώδες πρόβλημα που το ΚΚΕ λύνει σωστά στο σχέδιο προγράμματος.
Καμιά κυβέρνηση («αντιιμπεριαλιστική», «αντιμονοπωλιακή», «δημοκρατική», «πατριωτική») στα πλαίσια της αστικής εξουσίας δεν μπορεί να εκφράσει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Καμιά τέτοια κυβέρνηση δεν μπορεί να συγκρουστεί με το κεφάλαιο και την εξουσία του. Η κυβέρνηση και το κοινοβούλιο είναι τμήματα του αστικού κρατικού μηχανισμού που πρέπει να τσακιστούν με την επανάσταση.
Αυτά είναι τα διδάγματα του «Κράτος και επανάσταση» του Λένιν που οι οπορτουνιστές (που καμώνονται ότι τον επικαλούνται) ξεχνάνε. Με τα σοβιέτ έλεγε ο Λένιν θα πάρουμε το ψωμί, με τα σοβιέτ θα βγούμε από τον πόλεμο και με τα σοβιέτ θα πάρουμε τη γη.
Δουλειά, λοιπόν, για την οργάνωση της εργατικής τάξης και των υπόλοιπων λαϊκών στρωμάτων σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.
Αν δεν είχαμε σαν κόμμα λύσει σωστά το ζήτημα «ποια τάξη στην εξουσία», κανέναν άμεσο αντικαπιταλιστικό αγώνα δεν θα μπορούσαμε να οργανώσουμε.
Η ιστορική πείρα δείχνει ότι το κομμουνιστικό κίνημα ενέδωσε σε πολλές περιπτώσεις στον κυβερνητισμό, στο όνομα ότι μπορεί μια «κυβέρνηση» να λειτουργήσει ως μεταβατική προς την εργατική εξουσία. Σε όλες τις περιπτώσεις, η συμμετοχή σε αστική διακυβέρνηση δε δικαιώθηκε, διαψεύσθηκε παταγωδώς, αποτέλεσε και συνθηκολόγηση με την αστική τάξη.
Ας σκεφτούμε το ρόλο που παίζουν οι λεγόμενες «αντιιμπεριαλιστικές, αντιμονοπωλιακές» κυβερνήσεις σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, την οπορτουνιστική διάβρωση που συνοδεύει τα ΚΚ που είτε συμμετέχουν σε αυτές από κοινού με τη σοσιαλδημοκρατία είτε συμμερίζονται αυταπάτες για το χαρακτήρα τους, στην πράξη συναινούν στον κοινωνικο-εταιρισμό που επικρατεί σε αυτές τις χώρες.
Ας σκεφτούμε, επίσης, σε διαφορετικές συνθήκες τον αρνητικό ρόλο που έπαιξε στην εξέλιξη της ταξικής πάλης ο εγκλωβισμός του ΚΚΕ και του ΕΑΜ στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου το 1944 με αρκετούς υπουργούς.
Ας σκεφτούμε ότι τόσο η θεωρία όσο και η ίδια η ζωή δεν επιβεβαίωσαν την απόφαση του 4ουΣυνεδρίου της ΚΔ (1922) στην οποία με εισήγηση του Ζινόβιεφ έγινε αποδεκτή η δυνατότητα εμφάνισης «εργατικών» κυβερνήσεων που διαφέρουν από τη δικτατορία του προλεταριάτου. Η ζωή έδειξε ότι η συμμετοχή του ΚΚ Γερμανίας στην κυβέρνηση σε Σαξονία - Θουριγγία το 1923 συντέλεσε στην ήττα της Γερμανικής επανάστασης και όχι στην επιτάχυνσή της.
Ας σκεφτούμε τον αρνητικό ρόλο που έπαιξε για την ταξική πάλη η συμμετοχή των ΚΚ σε Γαλλία και Ισπανία στις κυβερνήσεις των λαϊκών μετώπων της δεκαετίας του 1930, που συνδυαζόταν με την παραπομπή της πάλης για το σοσιαλισμό στις καλένδες στο όνομα της πάλης για τη δημοκρατία.
Ας σκεφτούμε τι πέτυχε το κόμμα μας, πέρα από το να καλλιεργήσει αυταπάτες στην εργατική τάξη ότι θα μπορούσε να γίνει «κάθαρση» στον καπιταλισμό, με τη συμμετοχή του στις κυβερνήσεις Τζαννετάκη και Ζολώτα.
Ας σκεφτούμε και την πείρα της Οκτωβριανής Επανάστασης που δείχνει ότι η λεγόμενη «προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση» που προέκυψε ύστερα από την ανατροπή του Τσάρου, συνέχισε τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ήταν αστική, αντιλαϊκή. Ο Λένιν χρειάστηκε να δώσει μάχη ενάντια στους λεγόμενους «παλιούς μπολσεβίκους» (Ζινόβιεφ, Κάμενεφ) που δεν καταλάβαιναν την ανάγκη διόρθωσης της στρατηγικής του κόμματος, προκειμένου να μην οδηγηθεί το κόμμα σε θέσεις ευμενούς υποστήριξης της κυβέρνησης και υπεράσπισης του πολέμου από θέσεις «επαναστατικού αμυνιτισμού», αλλά αντίθετα να θέσει στόχο την ανατροπή της αστικής εξουσίας και την εγκαθίδρυση της σοβιετικής εργατικής εξουσίας.
Η στρατηγική των σταδίων και της συνθηκολόγησης με την αστική τάξη επανέρχεται σήμερα με νέα μορφή που είναι αυτή του μεταβατικού προγράμματος. Οι κύριοι υποστηρικτές του μεταβατικού προγράμματος είναι η αριστερή πλατφόρμα του ΣΥΝ (οι υπόλοιποι είναι δορυφόροι της π.χ. «Μέτωπο αλληλεγγύης» - ΑΝΤΑΡΣΥΑ).
Αυτό το πρόγραμμα περιλαμβάνει ένα πλέγμα μέτρων που θα υλοποιήσει μια «αντιιμπεριαλιστικη» κυβέρνηση «εθνικής ανεξαρτησίας» (έξοδος από ΕΕ, κατάργηση μνημονίου, εθνικός έλεγχος νομισματικής ισοτιμίας, κρατικοποιήσεις επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, παραγωγική ανασυγκρότηση) και καλλιεργεί αυταπάτες ότι με ένα άλλο (νεοκεϋνσιανό) μείγμα διαχείρισης της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας - οικονομίας και με αναπροσανατολισμό των διεθνών συμμαχιών της αστικής τάξης μπορεί να υπάρξει όφελος για την εργατική τάξη.
Στρεψοδικούν όταν φτάνουν να επικαλούνται μέχρι και τον Λένιν, διαστρεβλώνοντάς τον βέβαια, γιατί ο διαχωρισμός σε «μίνιμουμ» και «μάξιμουμ» πρόγραμμα έχει θεωρητική και ιστορική ρίζα στη σοσιαλδημοκρατία και συγκεκριμένα στα προγράμματα της Γκότα (1875) και της Ερφούρτης (1891). Το «μίνιμουμ» πρόγραμμα περιοριζόταν σε μεταρρυθμίσεις μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού και το «μάξιμουμ» πρόγραμμα υποσχόταν την αντικατάσταση του καπιταλισμού από το σοσιαλισμό στο απροσδιόριστο μέλλον. Η υλοποίηση του μίνιμουμ προγράμματος ήταν απαραίτητη για να ανοίξει ο δρόμος για το μάξιμουμ πρόγραμμα. Στην πράξη, όλη η δραστηριότητα της σοσιαλδημοκρατίας περιοριζόταν στην πάλη για μεταρρυθμίσεις στο έδαφος του καπιταλισμού και το πολύ πολύ η λέξη σοσιαλισμός χρησιμοποιούνταν μονάχα για τις γιορτινές αγορεύσεις.
Ο διαχωρισμός αυτός και η πολιτική παράδοση της σοσιαλδημοκρατίας δέχτηκε κριτική από τον Λένιν στο ΙΙ Συνέδριο της ΚΔ και αυτή ήταν μια από τις μεγάλες του θεωρητικές συμβολές στη διαμόρφωση του κομμουνιστικού κινήματος. Στις «Θέσεις» που γράφτηκαν από τον ίδιο αναφέρει : «Χάρη ...στην αδιάκοπη επέκταση του επιπέδου της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, ο καπιταλισμός εδραιώθηκε πάρα πολύ ... Από αυτό προέρχονται η προσαρμογή της κοινοβουλευτικής τακτικής των σοσιαλιστικών κομμάτων προς τη νομοθετική δράση των αστικών κοινοβουλίων, η διαρκώς αυξανόμενη σημασία του αγώνα για την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων μέσα στο περιθώριο του καπιταλισμού, η επικράτηση του λεγόμενου «μίνιμουμ» προγράμματος των σοσιαλιστικών κομμάτων και η χρησιμοποίηση ενός «μάξιμουμ» προγράμματος που απέβλεπε σε έναν απομακρυσμένο «τελικό σκοπό». Πάνω σε αυτήν τη βάση αναπτύχθηκαν έπειτα τα συμπτώματα του κοινοβουλευτικού ανταγωνισμού, της διαφθοράς, της φανερής ή κρυφής προδοσίας των πιο στοιχειωδών συμφερόντων της εργατικής τάξης».1
Διαχωρισμός σε «μίνιμουμ» και «μάξιμουμ» πρόγραμμα και κοινοβουλευτικός κρετινισμός πάνε χέρι - χέρι.
Τέλος, είναι σημαντική η αναφορά στις συνθήκες επαναστατικής κατάστασης που η διαμόρφωσή τους συνδέεται με την οικονομική κρίση και την εμπλοκή σε πόλεμο. Πρόκειται για μια σημαντική παράλειψη προηγούμενων προγραμματικών επεξεργασιών που τώρα με το σχέδιο προγράμματος αντιμετωπίζεται.
Η αναφορά αυτή πέρα από το ότι συμβάλλει στην προετοιμασία του Κόμματος για ανάλογες συνθήκες, κάνει ακόμα πιο ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχει κοινοβουλευτικός ειρηνικός δρόμος για το σοσιαλισμό αλλά το πέρασμα θα γίνει με την επανάσταση και την εξέγερση.
1. Η Κομμουνιστική διεθνής, σελ. 110, ΣΕ
ΚΟΒ Κόκκινου Μύλου-Αγίας Αννας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου