Η διαχειριστική «αλλαγή σκυτάλης»
Ας θυμηθούμε τα γεγονότα που εξελίχθηκαν σε πολιτική κρίση στην Αργεντινή, το λεγόμενο «Αργεντινάσο». Στη χώρα αυτή, μια ισχυρή καπιταλιστική χώρα 41 εκατομμυρίων κατοίκων, εκδηλώθηκε καπιταλιστική κρίση την τριετία 1998 - 2001 και επιχειρήθηκε να αντιμετωπισθεί με υποτίμηση του νομίσματος και με διαφορετική διαχείριση του κρατικού χρέους, μέσα στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος.
Τα αστικά επιτελεία εξέφραζαν δύο διαφορετικές πολιτικές διαχείρισης για την έξοδο από την κρίση. Το ένα «μείγμα διαχείρισης» ήταν αυτό της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, δηλαδή δραστική μείωση των κρατικών δαπανών και αύξηση της φορολογίας. Ο,τι γίνεται σήμερα και στην Ελλάδα. Το άλλο «μείγμα» που τελικά επιλέχτηκε μιλούσε για τόνωση της οικονομίας και χρηματοδότηση έργων, ώστε να υπάρχει ανάπτυξη. Ετσι οξύνθηκε η αντιπαράθεση που αφορούσε στην ασκούμενη νομισματική πολιτική. Το κυβερνών κόμμα«Ριζοσπαστική Ενότητα Πολιτών» και η λεγόμενη «Συμμαχία» επέμενε στη νομισματική πολιτική σύνδεσης με σταθερή ισοτιμία του νομίσματος με το δολάριο και στην ανάγκη εξασφάλισης εξωτερικού δανεισμού. Από την άλλη, το βασικό αντιπολιτευόμενο κόμμα, το Περονιστικό (από τον αμφιλεγόμενο αστό πολιτικό - στρατιωτικό Χουάν Περόν τρεις φορές πρόεδρο της χώρας) «Κόμμα της Δικαιοσύνης» υιοθέτησε την άποψη ότι η υποτίμηση του νομίσματος ήταν απαραίτητη και ότι απαιτούνταν στροφή στην εγχώρια παραγωγή. Η διάσταση απόψεων εξέφραζε τις αντιθέσεις ανάμεσα σε μερίδες του κεφαλαίου, αλλά και τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις στο έδαφος της καπιταλιστικής κρίσης.
Η εγκατάλειψη της σταθερής ισοτιμίας ευνοούσε τη μερίδα του βιομηχανικού κεφαλαίου με εξαγωγικό προσανατολισμό, ενώ προσέκρουε στο διεθνή δανεισμό της χώρας, που ήταν σε συνάλλαγμα, και η αποπληρωμή του θα αυξανόταν υπέρμετρα. Η σταθερή ισοτιμία από την άλλη, ευνοούσε το τραπεζικό κεφάλαιο, που συναλλασσόταν σε δολάρια. Η όξυνση αυτών των αντιθέσεων εκφράστηκε με όξυνση αντιθέσεων στο πολιτικό επίπεδο. Ο πρόεδρος Φερνάντο Ντε Λα Ρούα της «Συμμαχίας» κήρυξε στρατιωτικό νόμο, ακολούθησαν συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής, ενώ υπολογίζεται ότι το Δεκέμβρη του 2001 υπήρξαν 38 νεκροί.
Αιτίες της πολιτικής κρίσης ήταν η οικονομική κρίση, η τεράστια αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας, η κατακρήμνιση του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών στρωμάτων και η διαπάλη μεταξύ μερίδων της κυρίαρχης αστικής τάξης. Η πολιτική αντιπαράθεση οξύνθηκε από την απόφαση της κυβέρνησης να επιβάλει πάγωμα των τραπεζικών λογαριασμών, με στόχο να σταματήσει τη φυγή κεφαλαίων από τις τράπεζες.
Οι κινητοποιήσεις κατά της κυβερνητικής πολιτικής λιτότητας πολλαπλασιάστηκαν και στα μέσα Δεκέμβρη ξέσπασαν πλέον μαζικότατες λαϊκές διαδηλώσεις. Αναπτύχθηκε πάλη με ανεβασμένες μορφές, ενάντια στις τράπεζες, σε γραφεία πολυεθνικών και μεγάλων εμπορικών καταστημάτων, οργανώθηκαν επιτροπές σε λαϊκές γειτονιές για την επιβίωση και διανομή τροφίμων, παρά την επιβολή κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Ο Ντε Λα Ρούα παραιτήθηκε και ακολούθησαν άλλοι τέσσερις διορισμένοι πρόεδροι.
Το λαϊκό κίνημα, παρά τη σκληρή σύγκρουση, τις μάζες που βγήκαν στους δρόμους (υπολογίζεται 4 εκατομμύρια άνθρωποι σε ενεργό πληθυσμό 30 εκατομμυρίων), δεν εκμεταλλεύτηκε την αδυναμία του αστικού πολιτικού συστήματος. Κυριάρχησαν οι αστικές, μικροαστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις, η «λογική του μικρότερου κακού». Το συνδικαλιστικό κίνημα μπήκε και αυτό σε αυτή την λογική. Σε αυτό συνέβαλε και η αδυναμία χάραξης από το ΚΚ Αργεντινής, επαναστατικής στρατηγικής, αφού καλούσε σε αιτήματα όπως «όχι στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης, όχι στην πληρωμή του εξωτερικού χρέους, αντίσταση στο ΔΝΤ». Περιοριζόταν σε διεκδίκηση μέτρων κατά των πλουσίων, για αυξήσεις μισθών - συντάξεων - κοινωνικών δαπανών και εθνικοποίηση της εθνικής τράπεζας της χώρας, ζητήματα δηλαδή που δεν αμφισβητούσαν την καπιταλιστική οικονομία, δεν έρχονταν σε ρήξη με την εξουσία των αστών και τέτοια αιτήματα εύκολα μπόρεσαν να ενσωματωθούν από αυτούς. Αυτό οδήγησε και στη λογική να στηριχτεί ο «μοντέρνος» Περονιστής Νέστορ Κίρσνερ για να «φύγει η Δεξιά», με το κεντρικό σύνθημα «όχι στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και να ελεγχθεί η αγορά» στις εκλογές το 2003 μετά από ένα διάστημα λαϊκής κινητοποίησης και κυβερνητικής αστάθειας. Επιλέχτηκε από το λαό το ...μικρότερο κακό. Τον Κίρσνερ στήριξαν μικροαστικές δυνάμεις, τα συνδικάτα, ανέχτηκε αρχικά και στήριξε στη συνέχεια το ΚΚ Αργεντινής και βέβαια μια μερίδα αστικής τάξης.
Η «νέα» οικονομική πολιτική που χαράχτηκε περιλάμβανε: Στάση πληρωμών του κρατικού χρέους, που σημαίνει ότι η κυβέρνηση της Αργεντινής σταμάτησε να αποπληρώνει τις δανειακές της υποχρεώσεις, που ακολουθήθηκε τελικά από τη διαγραφή τμήματος του χρέους αυτού. Αποσύνδεση του νομίσματος από τη σταθερή ισοτιμία και υποτίμησή του. Ισοσκελισμένος δημόσιος προϋπολογισμός και μια σειρά ρυθμίσεων για τις καταθέσεις και τα δάνεια.
Ανάπτυξη για το κεφάλαιο με το λαό στο περιθώριο
Η καπιταλιστική οικονομία της Αργεντινής πέρασε από τη φάση της κρίσης στην αναζωογόνηση στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 2000. Με την κεϊνσιανού τύπου διαχείριση, δυνάμωσαν η εσωτερική ζήτηση και οι εξαγωγές. Το εμπορικό ισοζύγιο έγινε πλεονασματικό και την πενταετία από το 2003 μέχρι το 2008 ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ της χώρας ξεπέρασε το 8% ετησίως. Αυτή η ανάπτυξη ευνόησε το κεφάλαιο και βασίστηκε στο τσάκισμα της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων της Αργεντινής. Οι συνθήκες διαβίωσης του λαού επιδεινώθηκαν σχετικά και απόλυτα μέσα σε μια δεκαπενταετία (1992 - 2006) οικονομικής ανάπτυξης που οδήγησε στον υπερδιπλασιασμό του ΑΕΠ της χώρας.
Στο διάστημα αυτό, η απόλυτη φτώχεια αυξήθηκε από το 3,2% στο 8,5% του πληθυσμού. Η σχετική φτώχεια αυξήθηκε από 19,7% του πληθυσμού το 1992 στο 25,6% το 2006. Το 2006 το 43% των εργαζομένων στην Αργεντινή εργάζονταν χωρίς ασφαλιστικά και εργασιακά δικαιώματα, από 31% το 1992. Ο πληθωρισμός ξεπερνά το 20% και η ανεργία άγγιξε, συνυπολογίζοντας και την υποαπασχόληση, το 25%. Η οικονομική ανάπτυξη έγινε στην πλάτη των εργαζομένων και οι εξελίξεις στην Αργεντινή επιβεβαίωσαν ότι με απείραχτη την εξουσία των μονοπωλίων, τα λαϊκά στρώματα «πληρώνουν το μάρμαρο» και στην περίοδο της κρίσης και σε αυτή της ανάκαμψης και ανάπτυξης.
Μπορεί η αστική τάξη της Αργεντινής να επαναδιαπραγματεύθηκε το χρέος με το ΔΝΤ, μπορεί να σημειώθηκε καπιταλιστική ανάπτυξη (αν και τώρα τα στοιχεία λένε ότι αρχίζει και πάλι η υποχώρηση των δεικτών) ωστόσο για τα λαϊκά στρώματα δεν άλλαξε ουσιαστικά τίποτε. Με την σοσιαλδημοκρατικού τύπου διαχείριση των Κίρσνερ (η Κριστίνα Φερνάντες ανέλαβε το 2007 και τώρα είναι στην δεύτερη θητεία της) ωφελημένο βγήκε το κεφάλαιο και παράμειναν τα τεράστια προβλήματα για τους εργάτες, τους φτωχούς αγρότες και εμπόρους.
Κρίσιμος παράγοντας ο προσανατολισμός του κινήματος
Η πείρα της Αργεντινής δείχνει, επομένως, ότι η καπιταλιστική κρίση μπορεί να φέρει αναταράξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα αλλά αυτό έχει τη δυνατότητα να κάνει ελιγμούς για λογαριασμό του κεφαλαίου, με άλλο «μείγμα διαχείρισης». Είτε αυτό εμφανίζεται ως «αριστερή» ή «σοσιαλδημοκρατική», «προοδευτική, φιλολαϊκή» πολιτική στην πραγματικότητα αυτό, που εμφανίζεται ως «μικρότερο κακό» είναι πολιτική εξίσου αντεργατική και αντιλαϊκή. Η νέα καπιταλιστική ανάπτυξη, όταν το κεφάλαιο ανακτά τα επίπεδα της κερδοφορίας που επιθυμεί, βρίσκει τους εργάτες, τα λαϊκά στρώματα με λαβωμένα δικαιώματα, με χαμηλότερη τιμή της εργατικής δύναμης. Δηλαδή και στη φάση της ανάπτυξης δεν ανακτούν ό,τι έχασαν στην κρίση. Αποδεικνύεται ότι όταν τα λαϊκά στρώματα μπαίνουν κάτω από τις σημαίες συμβιβασμού στο σύστημα, όπως έγινε στην Αργεντινή, ή όπως θέλει να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ στη χώρα μας, που πλασάρεται με όλους τους τρόπους ως «καλύτερος διαχειριστής», μόνο χαμένα θα βγαίνουν. Η πείρα της Αργεντινής δείχνει επομένως και κάτι άλλο ότι η εργατική τάξη και τα σύμμαχα εκμεταλλευόμενα στρώματα μπορούν να κερδίσουν μόνο αν έχουν προσανατολισμό ρήξης και ανατροπής της εξουσίας του κεφαλαίου. Χωρίς να απαλλαγούν από τους εκμεταλλευτές τους δεν μπορεί να προσμένουν «άσπρη μέρα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου