Στα 60 χρόνια από την εκτέλεσή του, στις 30 Μάρτη 1952, μαζί με τους Δ. Μπάτση, Ν. Καλούμενο και Ηλία Αργυριάδη
«Εμείς πιστεύουμε στην πιο σωστή θεωρία που διανοήθηκαν τα πιο προοδευτικά μυαλά της ανθρωπότητας. Και η προσπάθειά μας, ο αγώνας μας, είναι να γίνει αυτή η θεωρία πραγματικότητα για την Ελλάδα και τον κόσμο ολόκληρο (...) Αγαπάμε την Ελλάδα και το λαό της περισσότερο από τους κατηγόρους μας (...) Ακριβώς αγωνιζόμαστε για να ξημερώσουν στη χώρα μας καλύτερες μέρες, χωρίς πείνα και πόλεμο (...) και, όταν χρειαστεί, θυσιάζουμε και τη ζωή μας».
Νίκος Μπελογιάννης, Απολογία στο στρατοδικείο.
***
Ξημερώματα Κυριακής 30 Μάρτη του 1952. Ο Νίκος Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του Δ. Μπάτσης, Ν. Καλούμενος και Ηλίας Αργυριάδης πέφτουν νεκροί στο Γουδή από τα δολοφονικά πυρά του εκτελεστικού αποσπάσματος, του οπλισμένου από το ταξικό μίσος του μετεμφυλιοπολεμικού αστικού καθεστώτος στην Ελλάδα.
Ο Ν. Μπελογιάννης, αναπληρωματικό μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, μπήκε παράνομα στην Ελλάδα δέκα περίπου μήνες μετά τη λήξη του Εμφυλίου, στις αρχές Ιούνη του 1950, με αποστολή την ανασυγκρότηση των παράνομων Κομματικών Οργανώσεων και την
ανάπτυξη της παράνομης δουλειάς του Κόμματος, ώστε να αποκτήσει το εργατικό και το λαϊκό κίνημα, στις τότε φοβερά αντίξοες και δυσμενείς συνθήκες μετά την ήττα, τη δύναμη της οργάνωσης, της αντίστασης και πάλης ενάντια στο καθεστώς της αντίδρασης. Αυτή η προοπτική θα όρθωνε μεγάλα εμπόδια στην απρόσκοπτη δράση της πλουτοκρατίας. Ο λαός μας ήξερε να παλεύει και στις πιο αντίξοες συνθήκες.
Στημένες σκευωρίες
Η σύλληψη του Ν. Μπελογιάννη έγινε στις 20 Δεκέμβρη του 1950, αλλά η Ασφάλεια την έδωσε στη δημοσιότητα στις 5 Γενάρη 1951. Η πρώτη δίκη, στην οποία δικαζόταν μαζί με άλλους κομμουνιστές, άρχισε, στο έκτακτο στρατοδικείο Αθηνών, στις 19 Οκτώβρη 1951 και ολοκληρώθηκε στις 16 Νοέμβρη 1951, με την κατηγορία ότι παραβίασαν τον ΑΝ 509, το νόμο, δηλαδή, με τον οποίο βγήκε, και τυπικά, παράνομο το ΚΚΕ το Δεκέμβρη του 1947. Η δίκη, λοιπόν, ήταν πολιτική και οι κατηγορούμενοι δικάζονταν για τις ιδέες τους.
Σ' αυτήν ο Ν. Μπελογιάννης και 11 ακόμη σύντροφοί του καταδικάστηκαν σε θάνατο. Αλλά δεν έφτανε στους ηγέτες του καθεστώτος η «κατηγορία» για να εκτελέσουν την απόφαση. Ηθελαν «κατηγορίες» που να στοιχειοθετούν το άλλοθί τους, ότι οι κομμουνιστές παλεύουν για «ξένα», «αντεθνικά» συμφέροντα. Αυτό τους διευκόλυνε όχι τόσο και μόνο για να δολοφονήσουν τον κομμουνιστή ηγέτη, αλλά για να «φυτέψουν» στη συνείδηση του λαού την πεποίθηση ότι η κομμουνιστική ιδεολογία και πολιτική δράση επιδιώκει την υπονόμευση των συμφερόντων της Ελλάδας, άρα και του λαού της. Πίστευαν πως μ' αυτήν την προπαγάνδα θα ξεριζώσουν το ΚΚΕ από το νου και την καρδιά του λαού.
Ετσι, χρησιμοποίησαν την «υπόθεση των ασυρμάτων», για να στήσουν τη δεύτερη δίκη του Ν. Μπελογιάννη και των συντρόφων του, αυτή τη φορά στο τακτικό στρατοδικείο, με την κατηγορία της διάπραξης του αδικήματος της κατασκοπείας σε βάρος της Ελλάδας. Η δεύτερη δίκη άρχισε στις 15 Φλεβάρη και τελείωσε την 1η Μάρτη του 1952. Ο Μπελογιάννης και άλλοι εφτά σύντροφοί του καταδικάστηκαν σε θάνατο.
Η ποινή εκτελέστηκε (στήθηκαν στο απόσπασμα οι Μπελογιάννης, Μπάτσης, Αργυριάδης, Καλούμενος), η δολοφονία διαπράχτηκε, παρά το ότι προσέφυγαν στο Συμβούλιο Χαρίτων. Η κυβέρνηση Πλαστήρα και το Παλάτι δεν έδωσαν χάρη, παρά και τη διεθνή κατακραυγή για το έγκλημα από τα εκατομμύρια των επωνύμων και ανωνύμων που αγωνίστηκαν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό να το ματαιώσουν. Το καθεστώς χρειαζόταν αίμα για να τρομοκρατήσει το λαϊκό κίνημα. Το φοβόταν ακόμη και ηττημένο, όπως και το ΚΚΕ, γιατί γνώριζε τη δύναμη του Κόμματος στη συνείδηση του λαού. Ετσι, ο Ν. Μπελογιάννης πέρασε στην Ιστορία.
Γιατί η κατηγορία της κατασκοπείας;
Η δίκη στο Α' Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών διεξήχθη με βάση τον Μεταξικό νόμο 375/1936, που ανασύρθηκε από τα συρτάρια και μπήκε σε εφαρμογή.
Με την κατηγορία της κατασκοπείας, το αστικό κράτος επιδίωξε το διασυρμό του ΚΚΕ ως κόμματος «ξενοκίνητου», που η δράση του δήθεν ερχόταν σε ευθεία σύγκρουση με τα συμφέροντα του λαού. Η κατηγορία εξυπηρετούσε το στόχο της απομόνωσης του ΚΚΕ από το λαό, τη συκοφάντηση και το μηδενισμό της ηρωικής δράσης του ενάντια στο γερμανοϊταλικό και βουλγαρικό και στη συνέχεια στον αγγλικό και αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Ο ταξικός αντίπαλος κατασκεύασε αυτήν την κατηγορία, διαστρέφοντας απόλυτα το περιεχόμενο του προλεταριακού διεθνισμού, τον πατριωτισμό της εργατικής τάξης.
Στην Ελλάδα, η «Φωνή της Αμερικής» μετέδωσε: «Η δίκη Μπελογιάννη αποδεικνύει στον Ελεύθερο Κόσμο πως τα Κομμουνιστικά Κόμματα, όπου κι αν βρίσκονται, δεν είναι πολιτικά κόμματα, όπως τα υπόλοιπα, αλλά κατασκοπευτικές οργανώσεις».
Το αστικό κράτος είχε και άλλους λόγους που χρειαζόταν την αναβίωση του συγκεκριμένου νόμου. Η επιλογή του συντασσόταν με τη διεθνή αντικομμουνιστική υστερία και την ψυχροπολεμική πολιτική του καπιταλισμού. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι την ίδια περίοδο στις ΗΠΑ (29 Μάρτη 1951) καταδικάστηκαν σε θάνατο ως κατάσκοποι της Σοβιετικής Ενωσης ο Τζούλιους και η Εθελ Ρόζενμπεργκ, που εκτελέστηκαν στην ηλεκτρική καρέκλα στις 19 Ιούνη 1953.
Η κατηγορία της κατασκοπείας ήταν πολύ δύσκολο έως αδύνατο να εμπέσει σε αμνηστία, σε αντίθεση με τις καταδίκες με τον νόμο 509, για τις οποίες διαφαινόταν ότι μπορούσε η ποινή του θανάτου να μετατραπεί σε ποινή ισόβιων δεσμών. Ο Μπελογιάννης είχε ήδη καταδικαστεί σε θάνατο με το νόμο 509/1947.
Τι έκανε η ΕΔΑ;
Ως προς τις αντιδράσεις της ΕΔΑ, μετά τις εκτελέσεις, διαβάζουμε:
«Οι επίσημες αντιδράσεις της ΕΔΑ για τις εκτελέσεις ήταν έντονες και σοβαρές, αλλά ήπιες στη φρασεολογία, προσαρμοσμένες στις τότε συνθήκες. Στις ανακοινώσεις της προβάλλεται περισσότερο η ανάγκη για γαλήνευση της χώρας, παρά εκείνο που είναι πια ένα τετελεσμένο συνταρακτικό γεγονός.
Το βράδυ της Δευτέρας 31ηςΜαρτίου 1952, την άλλη μέρα δηλαδή από τις εκτελέσεις, στη συνεδρίαση της Βουλής, ο πρόεδρος της ΕΔΑ ζητά να του δοθεί ο λόγος πριν από την ημερήσια διάταξη. Ο πρόεδρος της Βουλής αρνείται. Υστερα από αυτό, οι οχτώ βουλευτές της ΕΔΑ αποχωρούν από την συνεδρίαση, ακολουθούμενοι και από τον ανεξάρτητο Μιχάλη Κύρκο, σε ένδειξη διαμαρτυρίας, αφού καταθέτουν σχετικό έγγραφο στο προεδρείο. Η έγγραφη διαμαρτυρία τους για τις εκτελέσεις καταλήγει με έκκληση προς "τους αντιπροσώπους του έθνους, όσους πιστεύουν εις την εθνικήν ανάγκην της ειρηνεύσεως του τόπου, να αντικρύσουν το ελληνικό πρόβλημα ψύχραιμα χωρίς προκαταλήψεις και φανατισμούς, παραμερίζοντες τας ξενικάς επεμβάσεις"»! (Σπύρος Λιναρδάτος, «Από τον εμφύλιο στη χούντα», τ. Α΄, σελ. 436 - 437, εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ).
Οι βουλευτές της ΕΔΑ αποχώρησαν από τη Βουλή, επειδή δε δόθηκε ο λόγος στον Πασαλίδη. Εκείνο όμως που θα είχε αξία ήταν οι καταθέσεις τους στο δικαστήριο ως μαρτύρων υπεράσπισης του Μπελογιάννη, κάτι που δεν έκαναν. Αλλά και δεν προσπάθησαν να κινητοποιήσουν κόσμο που θα πολιορκούσε τη φυλακή, για να παρεμποδίσει τις εκτελέσεις.
Για το θέμα αυτό ο ραδιοφωνικός σταθμός «Ελεύθερη Ελλάδα» μετέδωσε στις 11 Μάρτη 1952: «Στις λαϊκές συνοικίες της Αθήνας, του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης, του Βόλου κ.α. συζητιέται πολύ το γεγονός ότι η ΕΔΑ και οι βουλευτές της κράτησαν και γύρω από τη δίκη, όπου ουσιαστικά δικαζόταν και η ΕΔΑ, και γύρω από τις κινητοποιήσεις για τη σωτηρία των δικασμένων σε θάνατο λαϊκών αγωνιστών, πολύ περίεργη ανεκτική και χλιαρή στάση. Συζητιέται και το γεγονός ότι στη δίκη δεν παρουσιάστηκαν (...) ούτε οι βουλευτές της ΕΔΑ, ούτε και ο Σαράφης...» (Αρχείο ΚΚΕ - Εγγραφο 313317).
Υπάρχουν και απόψεις ότι σωστά έπραξαν οι βουλευτές της ΕΔΑ, που δεν πήγαν μάρτυρες υπεράσπισης! Διαβάζουμε: «Ετσι, ορθά (συν)εκτιμήθηκε από τους δημοκρατικούς παράγοντες της ΕΔΑ, αλλά και από τον κομμουνιστικό πυρήνα της, ότι μια δημόσια εμφάνιση βουλευτών της, ως μάρτυρες υπεράσπισης του Νίκου Μπελογιάννη στη δεύτερη δίκη για "κατασκοπεία", θα μπλοκάριζε την κυβέρνηση Πλαστήρα, και θα επιτάχυνε τη διαδικασία του Αν. Ν. 509/1947 για να διαλύσει την ΕΔΑ και να τη θέσει εκτός νόμου (...) Αυτός ήταν ο πολύ σοβαρός λόγος της μη εμφάνισης της επίσημης κοινοβουλευτικής ΕΔΑ στη διάρκεια της δεύτερης δίκης του Νίκου Μπελογιάννη» (Ντούντα Α. Κουσίδου - Σταύρος Γ. Σταυρόπουλος, «Η υπόθεση Νίκου Πλουμπίδη», σελ. 637, εκδόσεις «ΔΙΟΓΕΝΗΣ»).
Υπήρχαν πράγματι λόγοι για μη διάλυση της ΕΔΑ. Η επιδίωξη της άρχουσας τάξης και του ιμπεριαλιστικού παράγοντα να διατηρούν στην Ελλάδα μια δημοκρατική βιτρίνα στις τότε συνθήκες ήταν μέσα στην τακτική τους και γιατί υπήρχε διεθνής κατακραυγή και κινητοποιήσεις, καθώς και καταγγελίες σε διεθνείς οργανισμούς για τα όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα. Αλλά και με βάση την ιστορική εμπειρία σήμερα, από τις αλλεπάλληλες προσπάθειες διάλυσης του ΚΚΕ ή ενσωμάτωσής του στο αστικό πολιτικό σύστημα, φαίνεται ότι η άρχουσα τάξη ήλπιζε να αξιοποιήσει την ΕΔΑ ως μοχλό κατά του ΚΚΕ, αξιοποιώντας ιδεολογικοπολιτικά δυνάμεις που συμμετείχαν στην ΕΔΑ.
Ο χαρακτήρας αυτών των δυνάμεων της παρείχε τέτοιες δυνατότητες. Δυνατότητες που αυξάνονταν, εξαιτίας της ήττας του επαναστατικού κινήματος, της διασποράς των κομματικών δυνάμεων (πολιτική προσφυγιά - Ελλάδα) και των εντεινόμενων διώξεων. Η άρχουσα τάξη, έχοντας υπέρ της έναν σαφέστατα υπέρτερο συσχετισμό δυνάμεων, μεθόδευε το δικό της στόχο.
Το θέμα της υπεράσπισης του Ν. Μπελογιάννη ήταν θέμα υπεράσπισης του ίδιου του ΚΚΕ. Φαίνεται πως εκτός από κάποιους συμμάχους του ΚΚΕ στην ΕΔΑ, δεν το υπερασπίζονταν και κάποια από τα τότε στελέχη του. Αλλωστε, η μετέπειτα πορεία και η διάσπαση του ΚΚΕ το 1968 αυτό δείχνουν, αφού αυτά τα στελέχη του ΚΚΕ που δρούσαν τότε μέσα από τις γραμμές της ΕΔΑ, στη συνέχεια πέρασαν με τους οπορτουνιστές ηγέτες της δεξιάς Αναθεωρητικής Ομάδας που ηγήθηκαν στις τότε συνθήκες της επιδίωξης διάλυσης του ΚΚΕ, με τη μετατροπή του σε κόμμα σοσιαλδημοκρατικό, ενώ σχημάτισαν ανάλογο τέτοιο κομματικό μηχανισμό, το λεγόμενο «ΚΚΕ Εσωτερικού».
Ο Μ. Γλέζος, π.χ., γράφει για εκείνη την περίοδο: «Ποια πολιτική γραμμή έπρεπε να ακολουθηθεί; Από την ίδρυσή της το 1951, ως τη διάλυσή της το 1967, η ΕΔΑ αμφιταλαντεύονταν ανάμεσα σε δύο πολιτικές γραμμές. Στην ανεδαφική γραμμή που απαιτούσε να επιβάλει το ΠΓ του ΚΚΕ και στην προσγειωμένη πολιτική γραμμή που διαμόρφωνε η Εκτελεστική Επιτροπή της ΕΔΑ (συνεργασία κομμουνιστών - σοσιαλιστών - αριστερών) άμεσα αντιμέτωπη με την ελληνική πραγματικότητα, όπως καθημερινά διαπλάσσονταν». (Ντ. Κουσίδου - Στ. Σταυρόπουλου, «Αριστερή Νεολαία Ελλάδας», σελ. 9).
Τελικά, ποιο ήταν εκείνο που τροφοδότησε με τόση δύναμη τον Μπελογιάννη, που τροφοδότησε με τόση δύναμη εκατομμύρια Μπελογιάννηδες στην Ελλάδα και όπου Γης, ώστε να αντιμετωπίσουν με τόση περιφρόνηση το θάνατο; Ηταν δίχως αμφιβολία το όραμα για μια κοινωνία απαλλαγμένη από την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, μια κοινωνία αληθινής ελευθερίας. Ηταν η πίστη ότι αυτά θα γίνουν πραγματικότητα. Οι νέες γενιές των κομμουνιστών ας κρατήσουν τα λόγια του Μπελογιάννη: «Αντλείς όμως απέραντες και ανεξάντλητες δυνάμεις από την πίστη σου στο Κόμμα και στη νίκη».
(Στον «Κυριακάτικο Ριζοσπάστη» ειδικό αφιέρωμα στο ένθετο «ΙΣΤΟΡΙΑ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου