Σελίδες

26 Μαρ 2011

Κάτι πρωτότυπα πράγματα...

 Αναδημοσίευση από Σφυροδρέπανο
Οι περισσότεροι φιλόλογοι λένε ότι το σωστό είναι να λέμε κοινότοπος κι όχι κοινότυπος. Κατά τη γνώμη μου και τα δύο είναι σωστά, αναλόγως τι θέλεις να πεις. Κοινοτυπία είναι το αντίθετο της πρωτοτυπίας, ενώ κοινοτοπία κάτι που είναι κοινός τόπος για όλους και δεν χρειάζεται να το επαναλάβουμε.

Στο δικό μου μυαλό οι δύο λέξεις είναι διαφορετικές αλλά διαλεκτικά δεμένες. Οι κοινοτοπίες γίνονται τέτοιες δια της κοινοτυπίας και της επανάληψης. Τα κλισέ καταλήγουν να τα έχουν όλοι στο στόμα τους, σαν να 'ταν κάποια δική τους πρωτότυπη σκέψη. Κι έτσι ολοκληρώνεται η διαλεκτική αντιστροφή, όπου ο ένας πόλος μετατρέπεται στο αντίθετό του, η κοινοτυπία σε πρωτοτυπία κι η κοινοτοπία σε σκέψη.

Είναι όπως όταν ακούς ένα σουξεδάκι από το πρωί ως το βράδυ και στο τέλος της ημέρας αρχίζεις να το τραγουδάς από μέσα σου. Αφού δε μπορείς να το αποφύγεις, τουλάχιστον χαλαρώνεις να το απολαύσεις. Κι έτσι η διαλεκτική καταλήγει άλλοθι για βιαστές κάθε φύσης, κυρίως της λογικής.


Κάποτε λέει στην ιταλία, είχε αθωωθεί ένας βιαστής με το σκεπτικό ότι η γυναίκα φορούσε στενό τζιν παντελόνι, που μόνο με τη συγκατάθεσή της θα μπορούσε να βγει. Το σκεπτικό της αθώωσης των βιαστών σκέψης σήμερα είναι ότι έχουμε δημοκρατία κι ο καθένας έχει δικαίωμα να επιλέξει ελεύθερα τον (εκ)βιαστή εργοδότη που θέλει, για να βγάλει τα προς το ζην και να μην πεθάνει της πείνας. Η αστική δημοκρατία είναι το δικαίωμα της ελεύθερης συναίνεσης στο βιασμό. Και τα όριά της είναι τόσο στενά όσο κι αυτά τα κολλητά τζιν, που παλιά τα έλεγαν σωλήνες. Σε εμάς βγήκε το όνομα (παιδιά του σωλήνα) κι άλλοι έχουν την χάρη.

Ο μαρξισμός συνδέει διαλεκτικά την ελευθερία με την αναγκαιότητα, διαμεσολαβημένη από την συνείδηση. Οι φιλελεύθεροι αστοί φρίττουν με αυτόν τον ορισμό και φροντίζουν να εξαλείψουν τη συνείδηση εν γένει κι ιδίως την ταξική, για να μας εγκλωβίσουν στο βασίλειο της αναγκαιότητας.
Μας ταΐζουν χαμηλής στάθμης θεάματα (χωρίς άρτο, ελέω κρίσης), ασορτί με τα χαμηλοκάβαλα τζιν, το επίπεδο ζωής και τη νοημοσύνη του μέσου τηλεθεατή που είναι με τα σωληνάκια στην εντατική γιατί διαρκώς την προσβάλλουν σαν καρδιακές προσβολές.

Η κοινοτυπία λοιπόν γίνεται πρωτοτυπία κι ο κοινός τόπος ουτοπία. Καλά τα λες, αλλά δε γίνονται.
Ο κόσμος μας θεωρεί εκτός τόπου και χρόνου. Δηλ ουτοπικούς και διαχρονικούς, που δε μπορούν όμως να πιάσουν τη συγκυρία.

Αφού το κοινό αδειάσει από κάθε συλλογικό αίσθημα κοινότητας, είναι έτοιμο να απαρνηθεί το είδους του. Να πάρει ό,τι σχήμα του δώσουν και να αποκτηνωθεί στο ατομικό του καλούπι. Απ το οποίο βγαίνει με πρόγραμμα, κάθε σάββατο βράδυ και συναγελάζεται σαν κοπάδι μέχρι πρωίας, οπότε δίνει τη σκυτάλη στο ποίμνιο. Και για να τα έχει καλά με όσα ψήγματα συνείδησης του απέμειναν, κρίνει εξ ιδίων τα αλλότρια και θεωρεί πρόβατα αυτούς που οργανώνονται σε κόμματα για να αλλάξουν τον κόσμο.
Καληνύχτα κεμάλ, η στάνη αυτή ποτέ δε θα αλλάξει.

Τα ζώα δε μπορούν να αναπτύξουν συνείδηση. Η γνώση, δηλαδή το ειδέναι, προκύπτει από την αλληλεπίδραση με το περιβάλλον. Αλλά το συνειδέναι μπορεί να προκύψει μόνο από την εργασία, που είναι σκόπιμη και συνειδητή. Γι’ αυτό ο μαρξ λέει στο κεφάλαιο ότι η βασική διαφορά μεταξύ του χειρότερου αρχιτέκτονα και της καλύτερης εργάτριας μέλισσας που φτιάχνει την κυψέλη της, είναι ότι ο άνθρωπος έχει συλλάβει από πριν το σχέδιο του κτιρίου και το εκτελεί συνειδητά.

Σήμερα ο κοινός, μέσος εργάτης πουλάει την εργατική του δύναμη για να επιβιώσει. Εκδίδει από ανάγκη, τη δημιουργικότητα και τη φαντασία του στους νταβατζήδες της ανθρωπότητας. Κι επειδή το κοινωνικό είναι καθορίζει σε τελευταία ανάλυση την κοινωνική συνείδηση, η κοινή γνώμη καταλήγει να είναι μια κοινή, μια πόρνη, όπως τραγουδάει ο πανούσης.

Όλα αυτά με αφορμή κάποιους συνειρμούς από ένα κείμενο στη λεύγα για την κουλτούρα της μεταπολίτευσης που έχει μπει στο στόχαστρο από τους ιδεολογικούς ταγούς του συστήματος και τα εκσυγχρονιστικά γκεσέμια. Κάποιοι προσπαθούν να σπιλώσουν αυτή την εποχή με όρους εποικοδομήματος, μιλάν για τις βάτες και τα στιλιστικά εγκλήματα. Αλλά η κουλτούρα της μεταπολίτευσης πότιζε κάθε πτυχή της ζωής, από τις ανθρώπινες σχέσεις, μέχρι τα περιοδικά έντυπα που κυκλοφορούσαν (αντί, πολίτης, μέχρι και περιοδικό σοσιαλιστικού ρεαλισμού που μας την έβγαινε από τα αριστερά υπήρχε). Κι αν κάποιοι τη θεωρούν περίοδο παρακμής, υπάρχει πάντα η πορτοκαλί μπάλα με τα σημάδια της ακμής της, να αποδεικνύει το αντίθετο.

Η μεταπολίτευση παρήγε αυθεντική ανεμελιά (που σε πολλούς την έσπαγε) μαζί με σοβαρούς προβληματισμούς για την προοπτική και το μέλλον. Ο ανδρουλάκης έγραφε για το σοσιαλισμό στο κατώφλι του εικοστού πρώτου αιώνα και το σήμα έναρξης των αυθαίρετων γέμιζε τις ψυχές των μικρών παιδιών με δέος για το επικείμενο 1992.

Σήμερα υπάρχει σκέτη χαζοχαρά, απολιτίκ κι επίπλαστη, που πασχίζει να διασκεδάσει τη μαυρίλα. Κι ένα σωρό μεταμοντέρνα θραύσματα στη θέση της σοβιετίας και των ενωμένων γιούγκων που αλληλοσπαράχτηκαν και μαζεύουν τα κομμάτια τους.

Στην πολιτική η νοσταλγία είναι κακός σύμβουλος γιατί η επιστροφή στο παρελθόν είναι αδύνατη. Σε καιρούς αντίδρασης όμως, προκύπτει σχεδόν αυθόρμητα, ως άρνηση (του παρόντος) που ψάχνει να αποκτήσει περιεχόμενο σε μια κατάφαση και μπορεί να γίνει πρόπλασμα για την προοδευτική συνείδηση που θα φέρει πιο κοντά την κοινωνία του μέλλοντος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου