Σελίδες

20 Φεβ 2011

Η απεργία να δώσει απάντηση στον πόλεμο κυβέρνησης - τρόικας - πλουτοκρατίας...



Kαθώς πλησιάζει η μέρα της απεργίας, εντείνεται η επιθετικότητα των αστικών μέσων ενημέρωσης, που σπέρνουν διαρκώς ιδεολογήματα, προκειμένου να αποπροσανατολίσουν τους εργαζόμενους. Ο βασικός στόχος τους είναι να σπείρουν συγχύσεις και αυταπάτες στους εργαζόμενους, να δημιουργήσουν πλαστές εντυπώσεις, να παραμορφώσουν την πραγματικότητα που βιώνουν καθημερινά οι εργάτες από την ανελέητη επίθεση της κυβέρνησης, της εργοδοσίας και της τρόικας, μαζί με τους συμμάχους τους. Από αυτόν το «χορό» της παραπλάνησης, δε θα μπορούσε να λείπει και ο εργοδοτικός και κυβερνητικός συνδικαλισμός, ενώ, την ίδια στιγμή, με διάφορες αφορμές (π.χ. την «αξιοποίηση» της δημόσιας περιουσίας), συνεχίζεται ο καυγάς ΠΑΣΟΚ - ΝΔ.
Παρακάτω παραθέτουμε ορισμένα από τα βασικά επιχειρήματα που παρουσιάζονται τις τελευταίες μέρες:
1. Κυβέρνηση και τρόικα έχουν στα σκαριά νέες παρεμβάσεις στις εργασιακές σχέσεις και ειδικά για το νόμο που αφορά στη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, δηλαδή την παραπέρα υπονόμευση του σταθερού ημερήσιου χρόνου (8ωρου, 7ωρου). 
Γιατί η άρχουσα τάξη επιμένει σε αυτό; Τι συνέπειες θα έχει στη ζωή των εργατών;
Η διευθέτηση του χρόνου εργασίας, η υπονόμευση της σταθερής εργάσιμης ημέρας (8ωρου, 7ωρου) είναι άλλη μια μέθοδος μείωσης της τιμής της εργατικής δύναμης και κατά συνέπεια του εργατικού εισοδήματος. Για το σκοπό αυτό ΠΑΣΟΚ και ΝΔ την τελευταία δεκαετία έκαναν αλλεπάλληλες νομοθετικές παρεμβάσεις. Με τον τελευταίο νόμο που είναι σε ισχύ, οι εργοδότες μπορούν να απασχολούν τον εργαζόμενο δύο επιπλέον ώρες κάθε μέρα (10ωρο) και στην περίπτωση του 5ήμερου από 40 ώρες να αυξάνουν την εργάσιμη εβδομάδα στις 50 ώρες. Γι' αυτές όμως τις επιπλέον 10 ώρες, ο εργοδότης δεν πληρώνει υπερωριακή αμοιβή, αλλά σε κάποια άλλη χρονική περίοδο παρέχει στον εργαζόμενο άδεια ή ρεπό. Συνολικά, κατά τη διάρκεια του έτους, ο πρόσθετος χρόνος εργασίας, πέραν του συμβατικού ωραρίου, μπορεί να φτάνει στις 256 ώρες. Εδώ έχουμε αυξημένο κέρδος για τον εργοδότη, αφού η μη καταβολή υπερωριακής απασχόλησης διαφορετικά, σημαίνει μείωση του μισθού.

MotionTeam
Η «επιστροφή» του χρόνου αυτού σε ρεπό ή άδεια - όπως λέει ο νόμος - σε καμία περίπτωση δεν αναπληρώνει το μισθό του εργάτη, αφού στην πρώτη περίπτωση ο εργοδότης γλιτώνει το πρόσθετο κόστος της υπερωριακής απασχόλησης, ενώ κατά την «επιστροφή» του χρόνου αυτού σε άδεια, αυτός αποτιμάται με το συνηθισμένο μεροκάματο (χωρίς προσαύξηση). Ταυτόχρονα, αυξάνοντας τον ημερήσιο χρόνο εργασίας (πέρα από το συμβατικό) επιτυγχάνει την αύξηση του απλήρωτου χρόνου εργασίας, δηλαδή της υπεραξίας που αποσπά ο καπιταλιστής. Πρόκειται για τον πιο κλασικό τρόπο απόσπασης μεγαλύτερης υπεραξίας (απόλυτη υπεραξία) μέσα από την επιμήκυνση του ημερήσιου χρόνου εργασίας.
Ομως, οι συνέπειες για τους εργαζόμενους από την αύξηση του ημερήσιου χρόνου εργασίας, η κατάργηση του 8ωρου και η επιβολή του 10ωρου δεν έχουν μόνο οικονομικές συνέπειες για τους εργάτες. Εχουν, ταυτόχρονα, τεράστιες συνέπειες στην υγεία των εργαζομένων. Κατ' αρχήν, οι επιπλέον δύο ώρες εργασίας και, μάλιστα, μετά από 8 ώρες σκληρής δουλειάς στο εργοστάσιο, στην επιχείρηση, στο γραφείο, επιφέρουν μια τεράστια καταπόνηση στις μυικές, πνευματικές και ψυχικές αντοχές του εργάτη. Καταπόνηση, που αναπόφευκτα οδηγεί σε πρόωρο μαρασμό την εργατική τάξη, στη φυσική και πνευματική εξόντωσή της. Επιπλέον η αύξηση αυτή μικραίνει το χρόνο ξεκούρασης και, άρα, το χρόνο μέσα στον οποίο ο εργάτης μπορεί να αναπληρώσει την εργατική του δύναμη. Η πρόωρη «γήρανση» του εργατικού δυναμικού, η καταπόνησή του και η πρόκληση ασθενειών, η υπονόμευση της υγείας του είναι ένα αναπόφευκτο αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας. Η παρακμή της εργατικής τάξης, αυτή είναι η ιστορική νομοτέλεια μιας τέτοιας εξέλιξης, σε περίπτωση που κυβέρνηση και τρόικα καταφέρουν να εφαρμόσουν μαζικά τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας.
Και όχι μόνον αυτό. Η προσαρμογή - αύξηση των ωρών εργασίας και η κατάργηση του σταθερού ημερήσιου χρόνου εμποδίζει κάθε οικογενειακό προγραμματισμό, στενεύει τα χρονικά όρια και στερεί τον εργάτη από κάθε κοινωνική ζωή και δραστηριότητα, του στερεί τον ελεύθερο χρόνο για ψυχαγωγία, αθλητισμό, κοινωνική συναναστροφή. Τον οδηγεί σε βαθμιαία αποξένωση από κάθε κοινωνική, ακόμα και συνδικαλιστική και πολιτική δραστηριότητα. Τον μετατρέπει σε ένα εξάρτημα της παραγωγής και των αναγκών της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Σε ένα ον που δε δουλεύει για να έχει «τα προς το ζην», αλλά σε ένα ον που ζει για να δουλεύει.
Το γεγονός, μάλιστα, ότι η αύξηση των ωρών εργασίας και η διευθέτηση του χρόνου εργασίας δεν επιδιώκεται μόνο στην Ελλάδα, αλλά αποτελεί σήμερα μια συνολική στρατηγική σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης, με την επιβολή του 65ωρου, μέσα από την υιοθέτηση της σχετικής οδηγίας, δείχνει ότι δεν πρόκειται για «ελληνική ιδιαιτερότητα», δεν εξυπηρετεί την «έκτακτη ανάγκη», όπως θέλει να πείσει τους εργαζόμενους η κυβέρνηση. Είναι στρατηγική επιλογή για λογαριασμό των ευρωπαϊκών μονοπωλίων, είναι η απάντησή τους στον παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, στον οποίο πρέπει να θυσιαστεί το σύγχρονο προλεταριάτο της Ευρώπης και ως εκ τούτου η απάντηση των εργαζομένων της ΕΕ πρέπει να είναι ταξική και ενιαία.
2. Για να δικαιολογήσει την επιβολή των ειδικών επιχειρησιακών συμβάσεων, η κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι με αυτόν τον τρόπο θα διασωθούν επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας, ότι η παρέμβαση αυτή είναι προς όφελος των εργαζομένων. Ποια είναι η αλήθεια;
Η κυβέρνηση ψεύδεται ασύστολα, όχι μόνο στα μεγάλα, αλλά και στα μικρά. Ο ισχυρισμός ότι τώρα έχουμε άλλον έναν τύπο σύμβασης είναι πέρα για πέρα ένα ακόμα ψέμα. Διότι και με το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο μπορούσαν να υπογραφούν επιχειρησιακές συμβάσεις. Με μια λεπτομέρεια: Οι συμβάσεις αυτές δεν μπορούσαν να είναι χειρότερες από τις κλαδικές ή τις ομοιοεπαγγελματικές. Το αντίθετο, όπου υπογράφονταν, θα έπρεπε να βελτιώνουν τους όρους και τις συνθήκες αμοιβής και εργασίας στη συγκεκριμένη επιχείρηση, να προσθέτουν πάνω στην κλαδική και όχι να αφαιρούν. Ομως, με τις νέες «ειδικές επιχειρησιακές συμβάσεις», η κυβέρνηση καταργεί τις κλαδικές, μειώνει τους μισθούς και τα μεροκάματα κάτω από τα επίπεδα που έχουν κατοχυρωθεί στον κλάδο. Εξίσου μεγάλο ψέμα είναι ότι έτσι θα διασωθούν οι θέσεις εργασίας μιας επιχείρησης. Γιατί ο νόμος που ψηφίστηκε όχι μόνο δεν απαγορεύει γενικά τις απολύσεις, αλλά δίνει τη δυνατότητα μέσα από την επιχειρησιακή σύμβαση να κατοχυρώνει για λογαριασμό του εργοδότη τις απολύσεις που θα κάνει. Ετσι προστατεύεται η αυθαιρεσία του εργοδότη και όχι το δικαίωμα στην εργασία. Αλλωστε, αν αυτός ήταν ο σκοπός της κυβέρνησης, δε θα ψήφιζε μέσα στο καλοκαίρι διάταξη στο νόμο με το Ασφαλιστικό, που αυξάνει τα όρια των απολύσεων. Απελευθέρωση και των απολύσεων, αυτό σηματοδοτούν οι ειδικές επιχειρησιακές συμβάσεις. Σηματοδοτούν, επίσης, επέκταση της μερικής απασχόλησης, της διαθεσιμότητας, της εκ περιτροπής εργασίας και όλων των μορφών ευελιξίας. Στοχοποιούνται όλα τα εργατικά δικαιώματα, ισοπεδώνονται όποιες κατακτήσεις είχαν απομείνει στην εργατική τάξη. Αν αυτό εννοεί η κυβέρνηση με τον ισχυρισμό ότι «μπαίνει τάξη στην αγορά», πράγματι τάξη μπαίνει, είναι η «τάξη» των καπιταλιστών, είναι η «τάξη» της σιδερένιας φτέρνας, της εξουσίας των μονοπωλίων. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι με τις συμβάσεις αυτές η εργοδοσία αποκτά - ελέω κυβέρνησης - τη δυνατότητα να ανατρέπει όχι μόνο τους «μισθολογικούς όρους», αλλά και τους «όρους που αφορούν εργασιακά θέματα», δηλαδή ωράρια εργασίας, καθήκοντα εργασίας, μεταθέσεις στα πλαίσια μιας επιχείρησης, όρους υγιεινής και ασφάλειας, διαλείμματα, ακόμα και ζητήματα ασφάλισης. Ετσι η κυβέρνηση επεκτείνει την παρέμβασή της σε ό,τι αφορά τους όρους εργασίας, που σημαίνει στο σύνολο των συνθηκών μέσα στους χώρους δουλειάς. Πρόκειται για μια καραμπινάτη αντεργατική παρέμβαση, προς όφελος της εργοδοσίας, που έρχεται να υπηρετήσει το στρατηγικό στόχο του ΣΕΒ για αύξηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και σε βάρος των εργατικών δικαιωμάτων. Είναι μια πρόσθετη απόδειξη του απύθμενου ψεύδους, περί της «ουδετερότητας» του αστικού κράτους και των κυβερνήσεών του, και του μύθου για την «ελεύθερη αγορά» και τις «ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις» στην αγορά εργασίας.
Η κυβέρνηση εμποδίζει την υπογραφή κάθε νέας κλαδικής σύμβασης. Πιέζει, δηλαδή, με όλα τα μέσα που διαθέτει για να υποχρεώσει τους εργαζόμενους μέσα στα εργοστάσια να αποδεχτούν ό,τι τους υπαγορεύει ο καπιταλιστής. Με τον τρόπο αυτό, οδηγεί «ντε φάκτο» τα πράγματα στις ατομικές συμβάσεις εργασίας, που καταργούν κάθε κατάκτηση, κάθε εργασιακό δικαίωμα. Αρα, η μάχη για την υπεράσπιση των κλαδικών συμβάσεων, από τη μεριά των εργαζομένων, όχι μόνο πρέπει να είναι σκληρή και επίπονη, αλλά και να υπηρετεί έναν ευρύτερο σχεδιασμό των ταξικών συνδικάτων για την υπεράσπιση όλων των εργατικών δικαιωμάτων και για όλα τα τμήματα της εργατικής τάξης. Σχεδιασμός που πρέπει να αγκαλιάζει πρωτίστως τις νέες βάρδιες της εργατικής τάξης, που είναι και οι πιο ευάλωτες.
3. Οι δυνάμεις του εργοδοτικού - κυβερνητικού συνδικαλισμού, απέναντι στην ανάγκη οργάνωσης της πάλης ενάντια στο σύνολο της αντεργατικής πολιτικής, με διεκδικήσεις ικανοποίησης όλων των αναγκών, προβάλλουν την άποψη «να υπερασπίσουμε τα κεκτημένα, αυτά που έχουμε»... Πού οδηγεί αυτή η αντίληψη και πρακτική;
Η «γραμμή» αυτή είναι καταστροφική για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Γιατί, πάντα, απέναντι στις επιβουλές του κεφαλαίου και των κυβερνήσεών του, οι φορείς αυτής της στρατηγικής καταλήγουν, στην πράξη, να διαπραγματεύονται τι θα χάσουν οι εργαζόμενοι και όχι τι θα κατακτήσουν. Αυτή η στάση εκφράστηκε όχι μόνο απέναντι σε μεμονωμένους καπιταλιστές σε ορισμένους κλάδους, αλλά και σε κεντρικά ζητήματα που αφορούσαν στο σύνολο των εργαζομένων, όπως τα αλλεπάλληλα νομοσχέδια για τη δημόσια Κοινωνική Ασφάλιση, τους μισθούς, τις συλλογικές συμβάσεις. Κάθε φορά, λοιπόν, που ερχόταν ένα νέο αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο, η πλειοψηφία σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, αλλά και οι ηγεσίες στις μεγάλες συνδικαλιστικές οργανώσεις, μετρούσαν, τι θα εκχωρήσουν, τι θα παζαρέψουν, τι θα «περισώσουν». Ποτέ δεν έβαλαν στην ημερήσια διάταξη των αγώνων ποιες είναι οι ανάγκες των εργαζομένων και, με βάση αυτές τις ανάγκες, τι θα έπρεπε να διεκδικούν τα συνδικάτα. Ποτέ δε στοχοποιήθηκε η κερδοφορία των επιχειρήσεων, ποτέ το καπιταλιστικό κέρδος και η επιδίωξη γι' αυτό δε φωτίστηκε, από την πλευρά του εργάτη και των αναπόφευκτων απωλειών που θα έχει. Ετσι, στο πριόνισμα των συντάξεων, στην αύξηση των ορίων ηλικίας, το «μέτωπο» από τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ ήταν η «βιωσιμότητα» των Ταμείων, η εξεύρεση πόρων κ.λπ. Ποτέ και πουθενά δεν τέθηκε ζήτημα αύξησης των συντάξεων στο ύψος των αναγκών των συνταξιούχων, ποτέ δεν υπήρξε η παραμικρή νύξη για μείωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, έχοντας σαν βάση την τεράστια αύξηση της παραγωγικότητας και του πλούτου που παράγουν οι εργαζόμενοι.
Το ίδιο και με τις συλλογικές συμβάσεις και τους μισθούς. Από τα λίγα λεπτά του ευρώ κάθε χρόνο «αύξηση» στα κατώτερα μεροκάματα, δηλαδή από τη λογική να διατηρήσουμε αυτά που έχουμε, φτάσαμε όχι μόνο σε ραγδαία πτώση του εργατικού εισοδήματος, αλλά με την τελευταία ΕΓΣΣΕ να υπογράφουν, για το 2010, 0% «αύξηση» και η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ να νιώθει ικανοποίηση, γιατί, όπως δήλωνε, «διέσωσε το θεσμό» της Εθνικής Σύμβασης. Βέβαια, αυτή η «διάσωση» στοίχισε στους εργάτες - σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας - τουλάχιστον 9% απώλειες στους μέσους μισθούς για το 2010, γιατί στην πραγματικότητα οι απώλειες είναι πολύ μεγαλύτερες. Η λογική να περισώσουμε τα «κεκτημένα» οδήγησε στη βήμα βήμα εγκατάλειψη όλων των θέσεων. Η δήθεν συνετή και «μετρημένη» γραμμή άμυνας αποδείχτηκε «γραμμή Μαζινό», που σαρώθηκε με το πρώτο ταρακούνημα και τα «κεκτημένα» παραδόθηκαν ως λάφυρα στο κεφάλαιο και τις κυβερνήσεις του.
Η αντίληψη να «σώσουμε τα κεκτημένα» ήταν και είναι αποτέλεσμα της στρατηγικής, την οποία εκφράζουν οι συνδικαλιστικές πλειοψηφίες σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, που έχει αναδείξει το κεφάλαιο σε «κοινωνικό εταίρο» και συνομιλητή, και όχι σε ταξικό αντίπαλο. Και που ακόμα και τώρα, σε συνθήκες κρίσης, μιλά για την «ανόρθωση και σωτηρία της οικονομίας», δηλαδή των επιχειρηματιών! Ετσι υποστέλλουν τη σημαία της ταξικής πάλης, ενάντια στην καθολική επίθεση στην εργατική τάξη. Και αυτή η καθολική επίθεση όχι μόνο δεν προστατεύει τα κεκτημένα, αλλά σαρώνει τα πάντα, όπως, π.χ., η επιβολή των επιχειρησιακών συμβάσεων παντού, για ισοπέδωση προς τα κάτω μισθών, συντάξεων και άλλων κατακτήσεων.
Η «γραμμή» αυτή έχει σαν συνέπεια τη διάσπαση της ταξικής ενότητας δράσης των εργατών, ενώ συγκαλύπτει τις βαθύτερες αιτίες της αντεργατικής επίθεσης και της καθολικότητάς της, ότι δεν πρόκειται για κάποια προσωρινά αλλά μόνιμα μέτρα για όλους, και να εξωθούνται εργαζόμενοι σε στάση αναμονής. Να μην «πολιτικοποιούν» την πάλη ενάντια στο κεφάλαιο και έτσι, ακόμα και όταν σε συνδικαλιστικό επίπεδο συμμετέχουν - απεργούν, την ίδια στιγμή σε πολιτικό επίπεδο να μην απεγκλωβίζονται από ΠΑΣΟΚ - ΝΔ, και μέσα στα συνδικάτα να στηρίζουν ή να ανέχονται ηγεσίες που υπηρετούν την πολιτική αυτών των κομμάτων και αντικειμενικά στρέφονται κατά των συμφερόντων τους.
Αυτή η αντίληψη, καταστροφική για τους εργαζόμενους, επιβεβαιώνει την ανάγκη όχι μόνο να οξύνουν την πάλη τους απέναντι στο σύνολο της αντεργατικής πολιτικής, με αιτήματα και διεκδικήσεις που θα αποτυπώνουν τις πραγματικές τους ανάγκες, αλλά και με «γραμμή» που θα πολιτικοποιεί βαθιά τους αγώνες τους και θα θέτει στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα αλλαγής πολιτικής και τάξης στην εξουσία.
4. Με αφορμή τις ανακοινώσεις της τρόικας για την πώληση δημόσιας περιουσίας, κυβέρνηση και ΝΔ ξανάστησαν καυγά για την «αξιοποίηση» ή την εκποίηση, για την ενοικίαση ή την πώληση, για το αν αυτό είναι απόφαση της κυβέρνησης ή επιβάλλεται από την τρόικα. Τι κρύβει αυτός ο καυγάς;
Πρόκειται για άλλη μια κακόγουστη παράσταση, για να αποπροσανατολιστεί ο λαός, να αναπαραχθεί ο ίδιος πάντα εκβιασμός ότι, αν δεν καλυφθεί το χρέος, η χώρα θα χρεοκοπήσει. Παλιότερα, η ίδια ιστορία είχε στηθεί γύρω από το ζήτημα των ιδιωτικοποιήσεων και την ανάγκη να καλυφθούν τα ελλείμματα. Και τότε τα παραμύθια της ιδιωτικοποίησης ή της μετοχοποίησης, το αν ήταν υψηλό ή χαμηλό το τίμημα, έδιναν και έπαιρναν. Στην πραγματικότητα, και τότε και τώρα, τα δύο κόμματα και όσοι συμπαρατάσσονται πίσω τους, «έπαιζαν τον παπά» στις πλάτες του λαού. Γιατί και οι δύο εξέφραζαν παραλλαγές της ίδιας πολιτικής. Της πολιτικής που εξυπηρετούσε τα μονοπώλια, την ενίσχυση του κεφαλαίου με επενδύσεις στους τομείς και τους κλάδους που ιδιωτικοποιούνταν, και ας μην υπήρχε κρίση, και ας μην είχαμε το μνημόνιο.
Στην ίδια προσπάθεια παραπλάνησης εντάσσεται και ο χαρτοπόλεμος, γύρω από το - ανύπαρκτο - ζήτημα, αν η πώληση δημόσιας περιουσίας ήταν απόφαση της κυβέρνησης ή της τρόικας. Λες και άλλη πολιτική έχει η κυβέρνηση και άλλη η τρόικα, λες οι μεν και οι δε να εκφράζουν διαφορετικά συμφέροντα. Επιστρατεύονται, μάλιστα, δημοσιολόγοι, που, πνιγμένοι από το δίκιο τους, ανακράζουν: Μα, είναι δυνατόν να είναι ανεκμετάλλευτη η δημόσια περιουσία, την ώρα που το χρέος καλπάζει; Μόνο που η «δημόσια περιουσία», και χτες και σήμερα, ήταν και είναι ανεκμετάλλευτη για το λαό. Αραγε, ποιο είναι το όφελος των εργαζομένων από την τεράστια ακίνητη περιουσία του Δημοσίου; Κανένα. Ακόμα και η περιουσία των ασφαλιστικών ταμείων έχει γίνει βορά σε κάθε είδους επιτήδειους που τη λυμαίνονται για δεκαετίες. Αλλωστε, ακόμα και όταν οι κυβερνήσεις του κεφαλαίου - σε άλλες εποχές - όχι μόνο δεν ξεπουλούσαν, αλλά έκαναν αφειδώς κρατικοποιήσεις, πάλι προς όφελος των κεφαλαιοκρατών το έκαναν. Καθόλου δεν είχαν στο μυαλό τους ούτε το συμφέρον των εργαζομένων, ούτε οικοδομούσαν το σοσιαλισμό. Γιατί σε συνθήκες κυριαρχίας των μονοπωλίων και ανάλογα με τη φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού, το κράτος τους επεκτεινόταν και συρρικνωνόταν, ανάλογα με τις δικές τους ανάγκες, ανάλογα με τους δικούς τους «επενδυτικούς» προσανατολισμούς και κανένα φιλολαϊκό σκοπό δεν εξυπηρετούσε. Η άγρια εκμετάλλευση, η καταστροφή της εργατικής οικογένειας, του φτωχού αγρότη, του μικρομεσαίου επαγγελματία, ήταν πάντα το αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών.
Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι είναι αδιάφοροι απέναντι σε φαινόμενα και πολιτικές που ευνοούν σε πωλήσεις δημόσιας περιουσίας αφού είναι σε όφελος του κεφαλαίου, αλλά σίγουρα δε θα μπούνε ανάμεσα στους καυγάδες που στήνουν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, για τον τρόπο που ο καθένας προτείνει τις ιδιωτικοποιήσεις. Η θέση των εργαζομένων είναι σαφής: Κανένα απολύτως περιουσιακό στοιχείο που ανήκει στο Δημόσιο, και, άρα, αποτελεί περιουσία των εργαζομένων αφού από το δικό τους κόπο δημιουργήθηκε, δεν μπορεί να χρησιμοποιείται για τη στήριξη του κεφαλαίου και των εκπροσώπων του.
Πολύ περισσότερο, δε θα υποκύψουν στους εκβιασμούς ότι αν δεν πουλήσουμε η χώρα θα χρεοκοπήσει. Το χρέος δημιουργήθηκε για να στηριχτεί το κεφάλαιο, για να αυξηθεί η κερδοφορία του. Και, θα το επαναλάβουμε, το χρέος είναι πρόσχημα για τις ιδιωτικοποιήσεις, η ουσία αυτής της πολιτικής είναι η ενίσχυση των μονοπωλιακών ομίλων. Γι' αυτό οι εργαζόμενοι να τραβήξουν το δικό τους δρόμο, κόντρα σ' αυτήν την πολιτική, να εγκαταλείψουν ΠΑΣΟΚ - ΝΔ, να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για ριζικές ανατροπές στο επίπεδο της εξουσίας, να παλέψουν για τη δική τους λαϊκή εξουσία, που θα κοινωνικοποιήσει και τη δημόσια περιουσία, αλλά και τα τεράστια μέσα παραγωγής που έχουν στην ιδιοκτησία τους οι καπιταλιστές, για να τα βάλει στην υπηρεσία των λαϊκών συμφερόντων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου