Σελίδες

31 Οκτ 2010

Η κρίση του συστήματος


Jo Cottenier και Henri Houben

Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), το τρέχον κραχ είναι συγκρίσιμο μοναχά με αυτό του 1929. Ταυτόχρονα, το κραχ ακολουθήσαν μια σειρά από έτη μεγάλης ύφεσης: πολλές επιχειρήσεις έκλεισαν, η ανεργία ήταν σε απίστευτα υψηλά επίπεδα, έγιναν περικοπές μισθών και αυξήθηκε η φτώχια. Αυτή ήταν η προειδοποίηση για το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Θα έχει άραγε αυτή η κρίση τις ίδιες δραματικές συνέπειες; Ή θα περιοριστεί; Ξαφνικά, επανήλθαν τα κράτη. Θα είναι αυτό αρκετό, για να απορροφήσει τους κραδασμούς; Σήμερα ακόμη και οι πιο πεισμένοι φιλελεύθεροι απαιτούν περισσότερες ρυθμίσεις για τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Μπορεί, όμως, αυτή η κρίση να αποφευχθεί μόνο με την καλύτερη επίβλεψη των σούρτα φέρτα της τραπεζικής βιομηχανίας; Ή υπάρχουν περισσότερα;
Για να βρεθούν απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα πρέπει να κατανοήσουμε την πηγή της σημερινής κρίσης. Γι’ αυτό θα πρέπει να πάμε πίσω στον χρόνο.

Η παγκόσμια οικονομία, σε απελπιστική κατάσταση από το 1973

Οι Ηνωμένες Πολιτείες βγήκαν από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως ασυναγώνιστη παγκόσμια υπερδύναμη. Το κατόρθωσαν καθιστώντας το δολάριο ως το μόνο παγκόσμιο νόμισμα. Μόνο τα δολάρια μπορούσαν να ανταλλάσονται με χρυσό και τα άλλα νομίσματα είχαν σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία με το δολάριο. Η συμφωνία Bretton Woods το 1944 καθιέρωσε αυτές τις ρυθμίσεις. 

Οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν το πάνω χέρι για να αντιμετωπίσουν τον κομμουνισμό. Η σπατάλη τους δεν είχε όρια και το τυπογραφικό πιεστήριο δολαρίων δούλευε στο φουλ. Στη Δυτική Ευρώπη στόχος του ακριβού σχεδίου Μάρσαλ ήταν να οικοδομηθεί ένα στέρεο φράγμα ενάντια στη Σοβιετική Ένωση και να φιμωθεί η τοπική αντίσταση. Οι ΗΠΑ εξαπέλυσαν ένα παρόμοιο σχέδιο βοήθειας στη Νοτιοανατολική Ασία (Κορέα και Ταϊβάν). Η στρατιωτική μηχανή που στήθηκε για να πολεμήσει τους Ναζί τελειοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε για την καταπολέμηση του κομμουνισμού. Οι ΗΠΑ διεξήγαν πολέμους ενάντια στην «κομμουνιστική απειλή» στην Κορέα (1950-1953) και στο Βιετνάμ (1959-1975). Επιπλέον, προσέφεραν τη στήριξή τους στους σιωνιστές συμμάχους τους στη Μέση Ανατολή κατά τη διάρκεια του εξαήμερου πολέμου (1967) και του πολέμου του Γιόμ Κιπούρ (1973).
Η οικονομία των ΗΠΑ την περίοδο του ψυχρού πολέμου συντελούσε στην ταχεία ανάπτυξη, ήταν όμως και πηγή αστάθειας. Η παραγωγικότητα της βιομηχανίας αυξανόταν με ταχείς ρυθμούς κατά τη χρυσή δεκαετία του εξήντα. Η εργασία και το κεφάλαιο απολάμβαναν σταθερότητα. Με άλλα λόγια, οι μισθοί αυξάνονταν αντίστοιχα με την παραγωγικότητα. Η κατανομή του εθνικού εισοδήματος (σε ποσοστό εργασίας και κεφαλαίου) παρέμενε σταθερή. Ωστόσο, όλα αυτά δεν συνέβαιναν ομαλά.
Το τέλος της δεκαετίας του 60 σήμανε το τέλος αυτής της μακροχρόνιας περιόδου σχετικά σημαντικής και σταθερής ανάπτυξης. Η ταχεία αύξηση της παραγωγικότητας επιβραδύνθηκε, πλέον δεν αξιοποιούνταν πλήρως οι παραγωγικές ικανότητες. Οι επενδύσεις δε χρησιμοποιούνταν πλήρως και τα ποσοστά κέδρους μειώνονταν. Τελικά οι αγορές κορέστηκαν. Ήταν καθαρό πως ωρίμαζε μια κρίση υπερπαραγωγής. Το ποτήρι ξεχείλισε, όταν το 1973 τα έθνη του ΟΠΕΚ τετραπλασίασαν τις τιμές του πετρελαίου. Οι τιμές αυξήθηκαν από 2 σε 9 δολάρια το βαρέλι. Η δεύτερη πετρελαϊκή κρίση έλαβε χώρα το 1979, όταν οι τιμές αυξήθηκαν από 13 σε 26 δολάρια και ως το 1982 το κόστος του βαρελιού έφτασε τα 32 δολάρια.
Υπάρχουν δύο απόψεις για την κρίση που άρχισε το 1973. Ήταν αποτέλεσμα των τιμών του πετρελαίου, με άλλα λόγια, αποτέλεσμα ενός εξωτερικού παράγοντα που επιβλήθηκε από του παραγωγούς πετρελαίου; Ή η πετρελαϊκή κρίση ήταν μόλις η αρχή; Σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας βρισκόταν ήδη σε άσχημη κατάσταση το 1973 εξαιτίας επαναλαμβανόμενων εσωτερικών καπιταλιστικών διεργασιών. Των διεργασιών που περιέγραψε ο Καρλ Μαρξ έναν αιώνα πριν.
Ο Καρλ Μαρξ μας έδωσε τη δυνατότητα να κατανοήσουμε τις επαναλαμβανόμενες διεργασίες στον καπιταλισμό. Εξήγησε καθαρά γιατί αυτές οι διεργασίες οδηγούν αναπόφευκτα σε κρίσεις υπερπαραγωγής. Πράγματι στα θεμέλια του καπιταλισμού υπάρχει μια βασική αντίθεση: τα μέσα παραγωγής (εργοστάσια, πρώτες ύλες…) είναι ιδιόκτητα ενώ η ίδια η παραγωγή ολοένα και κοινωνικοποιείται. Αυτό ισχύει χίλιες φορές περισσότερο σήμερα απ’ ότι στον καιρό του Μαρξ. Οι σύνθετοι μηχανισμοί παραγωγής, που συχνά επεκτείνονται σε όλο τον κόσμο δουλεύουν, για να αποδώσουν κέρδη μονάχα σε λίγους μετόχους. Ο μόνος σχεδιασμός στοχεύει στην υπερνίκηση του ανταγωνισμού. Για να γίνει αυτό πρέπει κανείς να αποκομίζει υψηλότερα κέρδη από τους ανταγωνιστές και να συσσωρεύει όλο και περισσότερο κεφάλαιο. Αυξάνοντας τους επενδυτικούς ρυθμούς κάθε πλευρά ευελπιστεί να κερδίσει μερίδια της αγοράς σε βάρος των αντιπάλων της. Για να το κατορθώσει, όμως, απαιτείται η μείωση του κόστους παραγωγής (μείωση των μισθών) και η συνεχής ορθολογικοποίησή του, έτσι ώστε να παράγονται περισσότερα με τη χρήση λιγότερης εργασίας. Αυτή η διαδικασία αναπόφευκτα οδηγεί σε κρίσεις υπερπαραγωγής εξαιτίας της αντίθεσης μεταξύ της παραγωγικής ικανότητας και της μείωσης της αγοραστικής δύναμης των ανθρώπων.
Να πως τα συνόψισε ο Μαρξ: «Η τελική αιτία όλων των πραγματικών κρίσεων παραμένει πάντα η φτώχεια και ο περιορισμός της κατανάλωσης των μαζών, που αντιτίθεται στην τάση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής ν’ αναπτύσσει έτσι τις παραγωγικές δυνάμεις, λες και το όριό της αποτελείται μόνο από την απόλυτη ικανότητα κατανάλωσης της κοινωνίας»[1].
Αυτό είναι το αποτέλεσμα του κοινωνικού χάους, όπου κυριαρχεί μοναχά ο νόμος του μέγιστου κέρδους. Η παραγωγή δεν είναι σε καμία περίπτωση οργανωμένη έτσι ώστε να ικανοποιεί τις ανάγκες της κοινωνίας συνολικά.

Μια παρατεταμένη αργή κρίση υπερπαραγωγής

Κάθε φορά που υπάρχει υποτροπή οι καπιταλιστές προωθούν τις δικές τους λύσεις και ξέρουν πως μπορούν να υπολογίζουν στη στήριξη και τη βοήθεια του κράτους. Η συνήθης θεραπεία για την κρίση περιλαμβάνει την καταστροφή μέρους της παραγωγικής ικανότητας με το κλείσιμο επιχειρήσεων και την προσωρινή απόλυση εργατών. Μειώνονται οι τιμές και οι μισθοί. Οι μικρότερες και πιο αδύναμες επιχειρήσεις εξαφανίζονται ή εξαγοράζονται από μεγαλύτερες. Αυτό επιτρέπει την αναπροσαρμογή της προσφοράς στη ζήτηση. Αυξάνεται ξανά το ποσοστό κέρδους και ξαναγίνονται χρηματικές επενδύσεις: μπορεί να αρχίσει ένας καινούργιος κύκλος. Σύμφωνα με την περιγραφή του Μαρξ, πρόκειται για μια διαδικασία ανάπτυξης που συνοδεύεται από στασιμότητα, κρίση και ανάκαμψη που συντελείται σε μια περίοδο πέντε έως επτά ετών: ο οικονομικός κύκλος.
Ωστόσο, αυτή τη φορά, δεν πρόκειται μονάχα για μια «απλή» κυκλική ύφεση. Από το 1973 υπήρχαν σκαμπανεβάσματα, οι άνοδοι είναι σύντομοι και οι πτώσεις απότομες. Έχει ξανασυμβεί μια τόσο παρατεταμένη κρίση. Η πρώτη σοβαρή κρίση που επηρέασε τις μεγάλες οικονομικές δυνάμεις ήταν μετά το 1873. Τελείωσε με τη μαζική εξαγωγή κεφαλαίου και σύγκρουση για το μερίδιο των αποικιών που τελικά οδήγησε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν το αρχικό στάδιο αυτού που ο Λένιν αποκάλεσε «ιμπεριαλισμό»: το –τελευταίο- στάδιο του καπιταλισμού που χαρακτηρίζεται από τη σύμφυση του τραπεζικού και του βιομηχανικού κεφαλαίου και τη διαίρεση όλου του κόσμου σε αποικίες.
Η δεύτερη δομική κρίση συντελέστηκε μετά το κραχ του 1929 και κατέληξε στο ξέσπασμα του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Από το 1973, ζούμε την τρίτη δομική κρίση. Ωστόσο, αυτή η κρίση συντελείται σε ιδιαίτερες συνθήκες.
Ήδη από το 1975, εφαρμόζονταν σχέδια σταθεροποίησης στο Βέλγιο. Με τη βοήθεια του κράτους έκλεισαν τέσσερις «εθνικές βιομηχανίες» -άνθρακα, χάλυβα, υφαντουργία και βιομηχανία γυαλιού – συμπεριλαμβανομένης της προσωρινής εθνικοποίησης της χαλυβουργίας. Ένα δεύτερο κύμα σχεδίων εξαπολύθηκε το 1981 υπό την πρώτη κυβέρνηση Martens, όταν σχεδιάστηκαν οι περικοπές των μισθών και των κοινωνικών υπηρεσιών. Το Βελγικό φράγκο υποτιμήθηκε και δεν πραγματοποιήθηκαν τρεις αυξήσεις σε μισθούς μετά από ανόδους του δείκτη των τιμών. Οι κυβερνήσεις διέλυσαν την κοινωνική ασφάλιση και τα επιδόματα ανεργίας, παρά τις εθνικές απεργίες και τις διαδηλώσεις που αντιτίθονταν σθεναρά σε αυτή. Μόνο το 1989 γίναμε μάρτυρες μιας μικρής ανάκαμψης που είχε κιόλας τελειώσει το 1991.
Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα πήρε τα πράγματα στα χέρια της από το 1985 και ύστερα. Πάρθηκαν πολλά μέτρα: η κοινή αγορά το 1990, η Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1991 (και το κοινό νόμισμα), απελευθέρωση του δημόσιου τομέα τη δεκαετία του 90 και η Στρατηγική της Λισσαβόνας το 2000. Στο Βέλγιο, η αντίθεση σε αυτά τα μέτρα εκφράστηκε κύρια μέσα από ένα μεγάλο απεργιακό κύμα ενάντια στο «παγκόσμιο σχέδιο» το 1993, και τις απεργίες ενάντια στο λεγόμενο «σύμφωνο των γενεών» το 2005.
Ο ανταγωνιστής-ΗΠΑ ήταν το μοντέλο για όλα τα μέτρα που προωθήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Από την αρχή της κρίσης το 1973 η υπερδύναμη-ΗΠΑ δεν σταμάτησε να αφήνει το βαρύ της αποτύπωμα στην παγκόσμια οικονομία. Αυτό έγινε ακόμη πιο καθαρό το 1980, όταν το πιο δεξιό και επιθετικό τμήμα της αστικής τάξης των ΗΠΑ κέρδισε την εξουσία υπό την προεδρεία του Ρέιγκαν. Αυτό οδήγησε σε ριζικά μέτρα που θα ασκούσαν μεγάλη επιρροή στην ανάπτυξη της κρίσης σε όλο τον κόσμο. Εξαιτίας ορισμένων από αυτά τα μέτρα, η κρίση μεταδόθηκε σε άλλες χώρες. Άλλα μέτρα προσωρινά επιβράδυναν την κρίση και τόνωσαν τεχνητά την παγκόσμια οικονομία. Αυτό εξηγεί γιατί η συγκεκριμένη κρίση ήταν τόσο σύνθετη. Οι λύσεις που προσέφεραν τότε οι ΗΠΑ είναι η αιτία της σημερινής χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης. Η συνόψιση αυτών των λύσεων θα μας επιτρέψει να κατανοήσουμε καλύτερα πόσο σοβαρή είναι στην πραγματικότητα η κρίση και γιατί η μόνη διέξοδος από αυτή την καθυστερημένη κρίση υπερπαραγωγής βρίσκεται μέσα από τη μαζική καταστροφή κεφαλαίου.

Η ακολούθηση του παραδείγματος των ΗΠΑ μας οδηγεί μοναχά στην κατάρρευση

Στο τέλος της δεκαετίας του 60 η Αμερική είχε να κάνει με δύο αντιπάλους που ξαναζωντάνεψαν: με την Ευρώπη και την Ιαπωνία. Την ίδια ώρα, η Αμερική μπλέχτηκε στον πόλεμο ενάντια στην ανεξαρτησία του Βιετνάμ και άλλων χωρών στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ασίας. Το κυνήγι των εξοπλισμών με τη Σοβιετική Ένωση ήταν και αυτό πολύ δαπανηρό. Η βρύση των δολαρίων παρέμενε ανοιχτή και τεράστια ποσά κατέληξαν σε Ευρωπαϊκές τράπεζες (τα λεγόμενα Ευρωδολάρια). Στην αρχή της συμφωνίας Bretton Woods το 1944, το Ομοσπονδιακό αποθεματικό σύστημα (ΟΑΣ) εξακολουθούσε να διαθέτει το 60% των παγκόσμιων αποθεμάτων χρυσού. Όμως τώρα που οι ευρωπαϊκές εθνικές τράπεζες μετέτρεπαν αυτά τα τεράστια ποσά δολαρίων σε χρυσό –ένα είδος δεύτερου πυρετού του χρυσού- αυτό το μερίδιο έπεσε γρήγορα στο 15%. Έτσι ο Νίξον πήρε τη μονομερή απόφαση να άρει την άμεση μετατρεψιμότητα των δολαρίων σε χρυσό. Δύο χρόνια αργότερα εγκαταλείφθηκαν και οι σταθερές ισοτιμίες και το δολάριο άρχισε να κυμαίνεται. Έχανε αξία ως το 1979. Τότε το δίδυμο Volcker -Ρέιγκαν άρχισε να ακολουθεί έναν διαφορετικό δρόμο.
Η απάρνηση της συνθήκης Bretton Woods έδωσε στις ΗΠΑ περισσότερο χώρο για μανούβρες, διότι το δολάριο δεν μπορούσε πλέον να υποτιμηθεί με την απαίτηση της αξίας του σε χρυσό από τα ομοσπονδιακά αποθέματα χρυσού. Το δολάριο έγινε παγκόσμιο νόμισμα περισσότερο από ποτέ, μόνο που τώρα, η κυβέρνηση των ΗΠΑ μπορούσε να καθορίζει τη συναλλαγματική ισοτιμία κατά το δοκούν. Ως σήμερα, έχει υπερεκμεταλλευτεί αυτή τη δυνατότητα.
Για τριάντα χρόνια οι Ηνωμένες Πολιτείες αναζωογόνησαν τις χρηματοπιστωτικές αγορές σε όλο τον κόσμο. Χρησιμοποίησαν έναν τριπλό μηχανισμό ως μοχλό: το δολάριο, την πίστωση και την κερδοσκοπία που οδήγησε σε τεράστια αύξηση του μεγέθους των χρηματοπιστωτικών αγορών. Το 1980 η αξία των χρηματοπιστωτικών εργαλείων εκτιμήθηκε ότι είναι ισοδύναμη με το παγκόσμιο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ). Το 1993 αυτή η αξία ήταν διπλάσια. Και ως το τέλος του 2005 ήταν περισσότερο από τρεις φορές υψηλότερη, δηλαδή 316% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Μεταξύ του 2000 και του 2004 τα κρατικά και τα ιδιωτικά χρεόγραφα αντιστοιχούσαν σε πάνω από το μισό της αύξησης. Αυτό δείχνει τον αυξανόμενο ρόλο του χρέους και της εξαγοράς επιχειρήσεων χάρη στην κατοχή δανειακών εγγυήσεων[2] ως μηχανή αυτής της διαδικασίας[3].
Το 2004, οι ημερήσιες συναλλαγές παραγώγων[4] έφτασε συνολικά τα 5,7 δισ. δολάρια και οι συναλλαγές των νομισμάτων τα 1,9 δισ. δολάρια. Μαζί ανέρχονταν σε 7,6 δολάρια ημερησίως. Αυτό υπερέβαινε την αξία των ετήσιων εξαγωγών[5].
Πώς εμφανίστηκε αυτή η τάση; Για να διατηρήσουν την εξέχουσα θέση τους οι Ηνωμένες Πολιτείες διάλεξαν τη δεκαετία του 80 δρόμους, που όλοι συνέβαλαν στη διεύρυνση της χρηματοπιστωτικής φούσκας.

1.

Το 1979 ο Paul Volcker, πρόεδρος του Ομοσπονδιακού αποθεματικού συστήματος ξαφνικά αποφάσισε να αυξήσει τα επίπεδα των τόκων. Σε λίγους μήνες αυξήθηκαν από 11% σε 22%. Έγιναν απίστευτα υψηλά, ειδικά εφόσον η πτώση εξακολουθούσε να ισχύει! Το γεγονός πως οι πιστώσεις εξακολουθούσαν να είναι απίστευτα ακριβές συνέχισε να επιβραδύνει την οικονομία. Ένας πληθωρισμός της τάξης του 10% σήμαινε ότι οι καπιταλιστές έχαναν κάθε χρόνο 10% της περιουσίας τους. Ο υψηλός πληθωρισμός είναι καλός για τους ανθρώπους που χρωστάνε, γιατί ξεπληρώνουν τα χρήματα που χρωστάνε με χρήματα χαμηλής αξίας. Ωστόσο, οι τράπεζες βλέπουν τα πιστωτικά δάνεια που έχουν χορηγήσει να χάνουν 10% από την αξία τους. Ο Ρέιγκαν και ο Volcker αποφάσισαν γρήγορα[6].
Αυτή η απόφαση καθορίστηκε και από το γεγονός ότι το χρέος πριν τον υψηλό πληθωρισμό μπορούσε να αποδοθεί στους υψηλούς μισθούς και τις «εκτεταμένες» κοινωνικές παροχές. Εν συντομία, οι κάτοχοι του κεφαλαίου ήθελαν η αντιμετώπιση του πληθωρισμού να γίνει προτεραιότητα και το πέτυχαν. Ως αποτέλεσμα, στο τέλος της δεκαετίας του 80 ο πληθωρισμός έπεσε στο 2 με 3%. Ήταν το πρώτο μεγάλο δώρο στο χρηματοπιστωτικό κόσμο της Αμερικής.
Οι συνέπειες ήρθαν γρήγορα. Η κρίση επιδεινώθηκε και έφτασε στο αποκορύφωμά της. Τα μεγαλύτερα θύματα ήταν όσοι ήταν χωμένοι μες τα δάνεια και δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε παρά να παρακολουθούν τα επιτόκια να αυξάνονται απότομα. Ήταν καταστροφή για τις χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Οι Δυτικές τράπεζες είχαν χορηγήσει δάνεια σε τριτοκοσμικές χώρες που ήταν πανευτυχείς να βλέπουν το κεφάλαιο να επενδύεται, για να βοηθήσει στην οικοδόμηση των βιομηχανιών τους. Οι ΗΠΑ επωφελήθηκαν ιδιαίτερα: 40% των δανείων έγιναν από τις τράπεζές τους και η βιομηχανία των ΗΠΑ έλαβε πολλές παραγγελίες για να εξασφαλίσει εξοπλισμό για την εκβιομηχάνιση που συχνά μόλις άρχιζε. Όλα φαίνονταν ρόδινα έως ότου τα επιτόκια ξεπέρασαν τα όρια και οι χώρες που δανείστηκαν χρήματα έπρεπε να αποπληρώσουν περισσότερους τόκους απ’ ότι ήταν τα χρήματα που έβγαζαν από τις εξαγωγές τους. Το 1982, το Μεξικό βρισκόταν στο χείλος της χρεοκοπίας. Το 1983 ήταν η σειρά της Αργεντινής, η Βραζιλία ακολούθησε το 1984. Φυσικά και η τραπεζική βιομηχανία αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα, ταυτόχρονα όμως, αυτό και πάλι ήταν ευκαιρία για την Αμερική, να προωθήσει δια μέσου του ΔΝΤ ραγδαίες αναδιαρθρώσεις που θα άνοιγαν τις οικονομίες του Τρίτου Κόσμου στις πολυεθνικές των ΗΠΑ. Στο όνομα της ελεύθερης αγοράς όλοι οι φραγμοί του εθνικού προστατευτισμού κατεδαφίστηκαν προς όφελος των πολυεθνικών.
Η απόφαση του Volcker να ανεβάσει τα επιτόκια έκανε το δολάριο πιο ελκυστικό. Η συναλλαγματική ισοτιμία του δολαρίου σταμάτησε να πέφτει και τα υψηλά επιτόκια βοήθησαν στην προσέλκυση επενδυτών. Ο δρόμος ήταν πλέον ανοιχτός για τα δύο εναπομείναντα στοιχεία: την πίστωση και την κερδοσκοπία.

2.

Οι κάτοχοι του κεφαλαίου απαιτούσαν και φορολογική μεταρρύθμιση. Ο Ρέιγκαν τους έδωσε το φορολογικό νόμο για την οικονομική ανάκαμψη του 1981. Ο φορολογικός συντελεστής για τα υψηλότερα εισοδήματα μειώθηκε κατά τις δεκαετίες του 80 και 90 από 70% σε 28% εν μέρει επί Ρέιγκαν και εν μέρει επί Κλίντον. Ενώ το εισόδημα των πλουσιότερων αμερικανών (1% των πολιτών) αυξήθηκε κατά 50% την περίοδο εκείνη, ο μέσος φορολογικός συντελεστής στο εισόδημά τους έπεσε από 37% το 1979 σε 29% το 1990. Αυτό σήμαινε αύξηση της τάξης του 70% στα έσοδα μετά την αφαίρεση του φόρου. Ωστόσο, για τους φτωχότερους αμερικάνους πολίτες (20% των πολιτών), το εισόδημα και η φορολογική πίεση παρέμεινε ίδια. Το 1980 το ίδιο 1% των πλουσιότερων αμερικανών κατείχε το 30% όλων των περιουσιακών στοιχείων, μερίδιο που γρήγορα έφτασε το 38% τη δεκαετία του 80[7]. Το 1998 το πλουσιότερο 5% των πολιτών των ΗΠΑ κατείχε το 59% του πλούτου, δηλαδή περισσότερο από το υπόλοιπο 95% των πολιτών των ΗΠΑ.
Στην κατανάλωση των ευκατάστατων δόθηκε διπλό κίνητρο. Πρώτων, διότι είχαν περισσότερα έσοδα και δεύτερον, γιατί η αύξηση των περιουσιακών τους στοιχείων προσέφερε κάλυψη, αν ήθελαν να πάρουν δάνεια. Το μερίδιο της ατομικής κατανάλωσης στο ΑΕΠ[8]αυξήθηκε από 62% το 1980 σε 68% το 2000.
Αυτό είχε αντανάκλαση στις αποταμιεύσεις των οικογενειών των ΗΠΑ. Το 50% των οικογενειών των ΗΠΑ με χαμηλό εισόδημα πάντα μετά βίας είχαν χρήματα για αποταμίευση, παρ’ όλα αυτά, όμως, οι ετήσιες αποταμιεύσεις όλων των οικογενειών έπεσαν από το 8% του ΑΕΠ το 1980 στο 5% το 1990 και στο 1,5% το 2000. Το ατομικό χρέος αυξήθηκε και παροτρύνθηκε περαιτέρω. Το 1980 τα χρέη των αμερικάνικων οικογενειών αντιστοιχούσαν στο 50% του ΑΕΠ και αυξήθηκαν σε 65% το 1990, σε 75% το 2000 και σε 100% το 2007. Το δεύτερο στοιχείο μπήκε στη θέση του.
Αυτή η γιγαντιαία αύξηση της πίστωσης είχε συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία. Η κατανάλωση των ΗΠΑ που αντιστοιχεί κατά μέσο όρο στο 30% της παγκόσμιας ατομικής κατανάλωσης, ώθησε την παγκόσμια ζήτηση. Πράγματι, από τη δεκαετία του 60 οι πολυεθνικές εταιρίες των ΗΠΑ όλο και περισσότερο παρήγαγαν στο εξωτερικό: στην Ευρώπη και σε χώρες με φτηνό εργατικό δυναμικό. Η κατανάλωση αυξανόταν, συνεπώς αυξάνονταν και οι εισαγωγές. Σύντομα η Αμερική είχε να αντιμετωπίσει ένα αυξανόμενο εμπορικό έλλειμμα.
Η αυξανόμενη συναλλαγματική ισοτιμία του δολαρίου (εξαιτίας των υψηλών επιτοκίων) είχε διπλή επίδραση. Από τη μια πλευρά το ισχυρό δολάριο επέτρεπε στους ανθρώπους να αγοράζουν ξένα αγαθά σε καλύτερη τιμή και από την άλλη πλευρά προσέλκυε ξένους επενδυτές. Έτσι τα δολάρια που έβγαιναν από τη χώρα, κατά την πληρωμή για τα αγαθά, ύστερα επενδύονταν ξανά ως κεφάλαιο σε κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ και στις τράπεζες των ΗΠΑ. Το δολάριο εγγυάτο ότι η υπερκατανάλωση των πλουσίων θα διαιωνιζόταν. Με άλλα λόγια, η οικονομία των ΗΠΑ υποστηριζόταν από τον έξω κόσμο.


3.

Την ίδια περίοδο συντελέστηκε μια κρίσιμης σημασίας εξέλιξη στην εταιρική ζωή. Οι εταιρίες δούλευαν όλο και περισσότερο για το χρηματιστήριο. Ο Jack Welch έδωσε τον τόνο. Το 1981, ο Jack Welch ήταν επικεφαλής της General Electric το εργατικό δυναμικό της οποίας αριθμούσε 400,000. Η φιλοδοξία του ήταν να μετατρέψει την General Electric στην πιο ανταγωνιστική εταιρία του κόσμου και είχε τις δικές του μεθόδους για να επιτύχει αυτό το στόχο. Το πρώτο βήμα; Να απολύεται το 10% των λιγότερο αποτελεσματικών εργαζόμενων κάθε χρόνο. Το δεύτερο βήμα; Πέρα από τη βιομηχανική δραστηριότητα να εισαχθεί η εταιρία στον χρηματοπιστωτικό κόσμο. Αυτό έκανε ο Welch με την General Electric. Τα έσοδα του ομίλου εκτινάχθηκαν από 1,5 δισ. δολάρια το 1980 σε 4 δισ. το 1990 και σε 7,3 δισ. το 2000. Οι μέτοχοι πανηγύριζαν.
Η μέθοδος του Welch ήταν τόσο επιτυχής που σύντομα έγινε κανόνας στις ΗΠΑ και σε όλο το Δυτικό βιομηχανικό κόσμο. Οι αποδόσεις των κερδών καθορίζονταν εκ των προτέρων, κατά κανόνα γύρω στο 15%, ήταν πολύ ψηλότερα από μέσο ποσοστό κέδρους. Αυτό το όριο κέρδους είχε ήδη υπολογιστεί προκαταβολικά στο κόστος παραγωγής. Η αφαίρεση του κέρδους γινόταν προκαταβολικά, όχι ύστερα. Αυτό οδήγησε τις εταιρίες να κάνουν παραβιάσεις, όπου αυτό ήταν δυνατό, και να παίρνουν χρηματοπιστωτικά ρίσκα. Ρίχνονταν στον χρηματοπιστωτικό κόσμο, δούλευαν κυρίως με δανεικά χρήματα και βασίζονταν σε χρηματοπιστωτική μόχλευση[9].
Τα έσοδα από τις μετοχές έγιναν το απόλυτο κριτήριο. Η αξιολόγηση των μετοχών μιας εταιρίας έγινε ο μόνος τρόπος εκτίμησης της αξίας της. Όσο υψηλότερη ήταν η αξία στην αγορά τόσο περισσότερο προσελκύονταν οι επενδυτές. Έτσι εμφανίστηκε το τρίτο στοιχείο.
Η βιομηχανία των ΗΠΑ άρχισε να εστιάζει πρώτα και κύρια στα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας και σε κεντρικές δραστηριότητες ανά κλάδο, δηλαδή στους πιο επικερδείς τομείς. Οι δευτερεύουσες δραστηριότητες δίνονταν σε υπεργολάβους και συχνά μεταφέρονταν σε χώρες με φτηνή εργατική δύναμη. Έτσι συνεχίστηκε η ανάπτυξη των μεξικάνικων maquiladoras (σ.μ. –εργοστάσια στο Μεξικό, στα σύνορα με τις ΗΠΑ, όπου συναρμολογούνται εμπορεύματα από αμερικάνικα εξαρτήματα, που προορίζονται για εξαγωγή στις ΗΠΑ). Από 60 το 1980 (με 120.000 εργάτες) το 2006 υπήρχαν ήδη 2.800 από αυτά και απασχολούσαν 1,2 εκ. ανθρώπους. Παρόμοια εξέλιξη είχαμε σε χώρες όπως η Μαλαισία, η Σιγκαπούρη και το Ταϊβάν.
Οι ίδιες μέθοδοι χρησιμοποιήθηκαν σε όλο τον κόσμο. Τώρα, πολλά μονοπώλια χρησιμοποιούν τον κανόνα του 15%, για να ικανοποιήσουν τους μετόχους τους και πολλά Ευρωπαϊκά και Ιαπωνικά μονοπώλια κερδίζουν περισσότερα από τις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες απ’ ότι από την πραγματική βιομηχανική παραγωγή.

4.

Η χρηματοπιστωτική απορύθμιση και η άκρατη χρηματοπιστωτική εξάπλωση είναι επιτάχυνε τη σημερινή χρηματοπιστωτική κατάρρευση.
Μετά το κραχ του 1929 και αφότου μια σειρά από τράπεζες χρεοκόπησαν, οι Ηνωμένες Πολιτείες πήραν ορισμένα μέτρα, για να προσπαθήσουν να σταματήσουν αυτά τα γεγονότα, ώστε να μην επαναληφθούν. Η Πράξη Glass-Steagall του 1933 εισήγαγε το διαχωρισμό των τραπεζών σε τύπους ανάλογα με το είδος απασχόλησής τους (εμπορικές και επενδυτικές) και δημιούργησε την Ομοσπονδιακή Επιχείρηση Ασφάλισης των Καταθέσεων (Federal Deposit Insurance Corporation) για να εξασφαλίσει τις τραπεζικές καταθέσεις. Εφάρμοσε, επίσης, τη γνωστή Ρύθμιση Q (Regulation Q) που στόχευε στο να παρεμποδίσει τη διαφοροποίηση στα επιτόκια με βάση το μέγεθος της περιουσίας του πελάτη. Χωρίς αυτή τη ρύθμιση οι τράπεζες θα προσέλκυαν πλουσιότερους πελάτες προσφέροντάς τους υψηλότερα επιτόκια, που θα έθεταν σε κίνδυνο τις κοινές τράπεζες.
Ωστόσο, στις αρχές της δεκαετίας του 60 αυτοί οι νομικοί περιορισμοί σταδιακά ξηλώθηκαν και έως το 1980 καταργήθηκαν πλήρως. Εμφανίστηκε μια αυξανόμενη αγορά παραγώγων (χρηματοπιστωτικών αξιογράφων η αξία των οποίων καθορίζεται από άλλα περιουσιακά στοιχεία). Αυτό οδήγησε σε εκπληκτικές κατασκευές. Δημιουργήθηκαν ομόλογα υπό οποιεσδήποτε εγγυήσεις, ακόμη και χρέη. Πυροδοτήθηκε μια πραγματική επανάσταση στη χρηματοδότηση των επενδύσεων και των εξαγορών. Δεν βασιζόμασταν πια στα τραπεζικά δάνεια, αλλά μπορούσαμε να χρηματοδοτούμε εγχειρήματα με την έκδοση χρηματοπιστωτικών αξιογράφων. Μερικές εταιρίες έως και εξειδικεύτηκαν στην έκδοση αυτών των αξιογράφων. Όταν ο Κλίντον ανέλαβε την εξουσία καταργήθηκε η διαφοροποίηση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Συντελέστηκε μια ολοκληρωτική απορρύθμιση. Άλλες χώρες ακολούθησαν το παράδειγμα των ΗΠΑ.
Τα χρηματοπιστωτικά εργαλεία εξαπλώθηκαν και έγιναν με τη σειρά τους αντικείμενα κερδοσκοπίας. Αυξηθήκαν σε τέτοιο βαθμό που η παραδοσιακή σχέση μεταξύ τράπεζας και βιομηχανίας κατέληξε να πάρει εντελώς διαφορετικές μορφές. Στο έργο του «Ο ιμπεριαλισμός το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» ο Λένιν δείχνει πως η σύμφαση των τραπεζικών και των βιομηχανικών μονοπωλίων δημιούργησε αυτό που τότε αποκαλέστηκε χρηματιστικό κεφάλαιο. Εξηγεί πως η ιδιοκτησία και ο τόκος συνδέονται, διότι με την πίστωση οι τράπεζες γίνονται σταδιακά ιδιοκτήτες της βιομηχανίας. Ο Λένιν καταλήγει: «η συγκέντρωση της παραγωγής, τα μονοπώλια που ξεπηδούν απο αυτή, η συγχώνευση ή η σύμφηση των τραπεζών με τη βιομηχανία -αυτή είναι η ιστορία της γέννησης του χρηματιστικού κεφαλαίου και του περιεχομένου αυτης της έννοιας»[10]. Η εξουσία του χρηματοοικονομικού κόσμου πάνω στη βιομηχανία και η αλληλοσύνδεσή τους δεν έχει μειωθεί. Αλλά οι μεγάλες εμπορικές τράπεζες ίδρυσαν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με πολύ πιο ελαστικές δομές που κατά προτίμηση καταφεύγουν σε νέα χρηματοπιστωτικά εργαλεία. Είναι ικανές να βρίσκουν μεγαλύτερα χρηματικά ποσά για εξαγορές και προτιμούν να δουλεύουν σε διεθνείς αγορές, ενώ, γενικά οι τράπεζες έχουν στενούς δεσμούς με τις εθνικές αγορές.
Το μερίδιο της κανονικής αγοράς που οι τράπεζες και οι ασφαλιστές κρατούσαν στις ΗΠΑ σε χρηματοπιστωτικά περιουσιακά στοιχεία έπεσε στο μισό από το 1980 έως το 2007, έχοντας μειωθεί από 70% σε 35%. Το μερίδιο των ιδιωτικών μετοχικών επενδυτικών κεφαλαίων, των συνταξιοδοτικών ταμείων, των κεφαλαίων υψηλού κινδύνου, κτλ. αυξήθηκε ανάλογα. Τα κεφάλαια υψηλού κινδύνου αυξάνονται ραγδαία από το 1990. Κάνουν επιθετικές επενδύσεις και αντιστοιχούν στο 40% όλων των χρηματιστηριακών συναλλαγών. Το 2007 11.000 κεφάλαια υψηλού κινδύνου χειρίζονταν 2.200 δισεκατομμύρια δολάρια. Για πολλούς τα κεφάλαια υψηλού κινδύνου αντιπροσωπεύουν την επόμενη μαύρη τρύπα και πιστεύουν πως μπορεί να οδηγήσουν σε ένα νέο χρηματοπιστωτικό κατακλυσμό.
Σήμερα, λίγα γιγαντιαία ιδιωτικά κεφάλαια όπως τα KKR, Blackstone, Carlyle και Cerberus ελέγχουν τη διεθνή χρηματοπιστωτική αγορά, που σημαίνει ότι ελέγχουν και πολλές μετοχές εταιριών. Στις τράπεζες δίνεται ένας νέος ρόλος: να παρέχουν δάνεια σε αυτά τα εξειδικευμένα κεφάλαια.
Συνεπώς, ο ορισμός του χρηματιστικού κεφαλαίου του Λένιν είναι πολύ επίκαιρος. Ο Λένιν έλεγε και για τον αυξανόμενο διαχωρισμό μεταξύ του ελέγχου της παραγωγής και του παρασιτικού στρώματος που είναι γνωστό ως «κοπείς τοκομεριδίων». Το βιβλίο του γράφηκε το 1916, σχεδόν έναν αιώνα πριν, αλλά θα μπορούσε να είχε γραφεί και σήμερα: «χαρακτηριστικό του καπιταλισμού γενικά είναι ότι χωρίζει την ιδιοκτησία του κεφαλαίου από τη χρησιμοποίηση του κεφαλαίου στην παραγωγή, ότι χωρίζει το χρηματικό κεφάλαιο από το βιομηχανικό ή το παραγωγικό, ότι χωρίζει τον εισοδηματία που ζει μόνο από το εισόδημα του χρηματικού κεφαλαίου από τον επιχειρηματία και απ' όλα τα πρόσωπα που συμμετέχουν άμεσα στη διαχείριση του κεφαλαίου. Ο ιμπεριαλισμός ή η κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου είναι η ανώτατη εκείνη βαθμίδα του καπιταλισμού, όπου ο χωρισμός αυτός παίρνει πελώριες διαστάσεις. Η υπεροχή του χρηματιστικού κεφαλαίου πάνω σ' όλες τις υπόλοιπες μορφές του κεφαλαίου σημαίνει κυρίαρχη θέση του εισοδηματία και της χρηματιστικής ολιγαρχίας, σημαίνει ξεχώρισμα μερικών κρατών που κατέχουν τη χρηματιστική δύναμη απ'όλα τα υπόλοιπα»[11].

Η Ευρωπαϊκή Ένωση θέλει να φτάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες

Στη στρατηγική της Λισσαβόνας (2000) η ΕΕ έθεσε ως στόχο να φτάσει την οικονομία των ΗΠΑ ως το 2010. Όμως, αυτή η φιλοδοξία προχώρησε ακόμη παραπέρα. Επειδή η κρίση μαινόταν από το 1973, η ευρωπαϊκή αστική τάξη προτρέπονταν να εμφυσήσει νέα ζωή στην ενοποίηση της Ευρώπης, ιδιαίτερα εξαιτίας της επιθετικής απάντησης των ΗΠΑ σε αυτή την κρίση.
Κατά τα πρώτα χρόνια της κρίσης, η παρέμβαση των Ευρωπαϊκών αρχών περιοριζόταν στην αναδιάρθρωση της βιομηχανίας χάλυβα και άλλων απειλούμενων βιομηχανιών. Όμως η Ευρωπαϊκή Ένωση ήθελε να φτάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1983, οι διαχειριστές 17 σημαντικών Ευρωπαϊκών μονοπωλίων συμμετείχαν σε ένα στρογγυλό τραπέζι Ευρωπαίων βιομηχάνων. Αυτό το Ευρωπαϊκό στρογγυλό τραπέζι θα διαμόρφωνε το πρόγραμμα της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης του 1985 και θα ολοκλήρωνε το σχέδιο για μια ενιαία Ευρωπαϊκή αγορά το 1990. Το σχέδιο εξαπολύθηκε με ενθουσιασμό από τον Ζακ Ντελόρ και την Ευρωπαϊκή του Επιτροπή. Τα πράγματα επιταχύνθηκαν το 1991 με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, που καθιέρωσε ένα ενιαίο Ευρωπαϊκό νόμισμα και μια κοινή Ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική. Η στρατηγική της Λισσαβόνας (2000) εξέφρασε καθαρά το μεγάλο στόχο «να γίνει η ΕΕ η πιο δυναμική και ανταγωνιστική οικονομία στο κόσμο, που να βασίζεται στη γνώση».
Σε πολλούς τομείς υιοθετήθηκε η προσέγγιση των ΗΠΑ: φορολογικές μεταρρυθμίσεις, επέκταση του φόρτου εργασίας, ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης, πλήρης απελευθέρωση της αγοράς, χρηματιστηριακή επέκταση. Τα πλεονεκτήματα στον ανταγωνισμό από την αδύναμη κοινωνική προστασία έστειλαν τις Ευρωπαϊκές χώρες στο δρόμο της κατάργησης των ιστορικών κατακτήσεων, όπως η κοινωνική ασφάλιση. Το χάσμα μεταξύ των πλουσίων και των φτωχών διευρύνθηκε γρήγορα και στην Ευρώπη. Από την αρχή της δεκαετίας του 90 και ύστερα, η ΕΕ προχώρησε σε απελευθέρωση των τηλεπικοινωνιών, των σιδηροδρόμων και των ταχυδρομικών υπηρεσιών. Οι δημόσιες υπηρεσίες, που στην Ευρώπη παίζουν πολύ σημαντικότερο ρόλο στην καθημερινή ζωή απ’ ότι στις ΗΠΑ, κατεδαφίστηκαν και μεταφέρθηκαν στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Η μεταρρύθμιση της Μπολόνια σήμαινε πως η Ευρωπαϊκή εκπαίδευση θα αντέγραφε το μοντέλο των ΗΠΑ που ήταν πιο στοχευμένο στην κάλυψη των αναγκών και των συμφερόντων της βιομηχανίας. Η κατάρρευση των σοσιαλιστικών κρατών το 1989 ενίσχυσε τη φιλελεύθερη επίθεση. Εξαφανίστηκε ο φόβος του κομμουνισμού και ο καπιταλισμός θριάμβευσε.
Ωστόσο, οι Ευρωπαίοι καπιταλιστές ήρθαν αντιμέτωποι με μεγαλύτερη αντιπολίτευση στα σχέδια κατεδάφισης. Αν και τα συνδικάτα δεν ήταν ακόμη οργανωμένα σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, τα σχέδια καθυστερούσαν σε κάθε χώρα λόγω των εθνικών κινητοποιήσεων.

Η οικονομία-φούσκα δεν μπορεί να σαρώσει την κρίση

Εν συντομία: Το γεγονός πως η κατανάλωση των ΗΠΑ τονώθηκε σε μεγάλο βαθμό από το 1973 δεν έλυσε την κρίση. Αντίθετα, βοήθησε στην παράτασή της. Μετά το 1973 η ανάπτυξη δεν θα έφτανε ποτέ πια το επίπεδο που είχε τη δεκαετία του 60. Ως Δαμόκλειος σπάθη η κρίση υπερπαραγωγής ποτέ δεν θα πάψει να απειλεί την παγκόσμια οικονομία.
Όταν συμβαίνει υπερπαραγωγή, ακολουθεί το πλεόνασμα κεφαλαίου. Ένα περίσσευμα που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αύξηση της παραγωγής, γιατί συγκρούεται με τα όρια των αγορών. Αυτό το περίσσευμα κεφαλαίου αναζητεί υψηλές αποδόσεις και εδώ ο χρηματοπιστωτικός τομέας δίνει χείρα βοηθείας. Οι συνθήκες που το επέτρεψαν δημιουργήθηκαν από τη χρηματοπιστωτική απορρύθμιση και την αύξηση του αριθμού των χρηματοπιστωτικών εργαλείων. Όλα αυξήθηκαν μετά από ακόλουθα εκτενή πιστωτικά κίνητρα, γιατί η χορήγηση πίστωσης είναι ένας τρόπος δημιουργίας χρημάτων από το τίποτα.
Ένα μεγάλο βήμα στην κατεύθυνση της χρηματοπιστωτικής εξάπλωσης γίνεται όταν το χρέος χρησιμοποιείται ως χρηματιστηριακή κάλυψη για την έκδοση αξιογράφων ή χρηματοπιστωτικών παραγώγων – που ονομάζεται τιτλοποίηση. Με αυτό τον τρόπο, κάθε χρέος μπορεί να μετατραπεί σε αξιόγραφο, που σημαίνει ότι μπορεί να εξακολουθήσει να αγοράζεται και να πωλείται και ως αποτέλεσμα μετατρέπεται σε αντικείμενο κερδοσκοπίας. Από εδώ και στο εξής, κάθε πόλος οικονομικής ανάπτυξης μπορεί να γίνει ακρογωνιαίος λίθος χρηματοπιστωτικών φούσκων. Χρήματα δανείζονται σε επεκτεινόμενους πόλους στην οικονομία και γίνεται διαπραγμάτευση αυτού του χρέους με τη μορφή χρηματοπιστωτικών αξιογράφων. Οι πόλοι ανάπτυξης προκαλούν άνοδο του Χρηματιστηρίου και ως αποτέλεσμα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οι κερδοσκόποι έχουν ελεύθερο πεδίο δράσης. Έτσι γεννιούνται οι σκανδαλώδεις χρηματοπιστωτικές φούσκες που προσελκύουν επενδυτές και κερδοσκόπους. Εμφανίζεται το πλασματικό κεφάλαιο, που βασίζεται αποκλειστικά στην ελπίδα της ατέρμονης ανάπτυξης. Αργά ή γρήγορα αυτές οι φούσκες αναπόφευκτα σκάνε.
Τέτοια ήταν η υπόθεση με το χρέος του Τρίτου Κόσμου, που στο τέλος της δεκαετίας του 70 οδήγησε στην κατάρρευση των χωρών της Λατινικής Αμερικής το 1982-1984, που αναφέραμε παραπάνω. Η ιστορία επαναλήφθηκε το 1997 με μια γιγαντιαία χρηματοπιστωτική φούσκα στις Ασιατικές αγορές. Η υποτίμηση του ταϊλανδέζικου νομίσματος προκάλεσε το κραχ. Οι παρενέργειες έγιναν αισθητές ακόμη και στη Ρωσία και τη Βραζιλία. Τότε τα κεφάλαια υψηλού κινδύνου στράφηκαν στις εταιρίες υψηλής τεχνολογίας που βρίσκονταν στη Silicon Valley. Έσκασε και αυτή η φούσκα με το κραχ του Nasdaq το 2000. Και εδώ αρχίζει η ιστορία της φούσκας των υποθηκών.
Μετά το κραχ του Nasdaq και τις 9/11 το ΟΑΣ περιέκοψε το βασικό επιτόκιο[12] σε 1% σε μια προσπάθεια να παρεμποδίσει την απειλούμενη ύφεση. Οι στεγαστικές τράπεζες εκμεταλλεύτηκαν επιθετικά τα χαμηλά επιτόκια, για να εκδώσουν δάνεια για αγορά σπιτιών. Προσέφεραν εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες χωρίς πολλές εγγυήσεις. Η πραγματική αγορά βρισκόταν σε πλήρη επέκταση και όλοι νόμιζαν ότι οι τιμές θα συνεχίσουν να ανεβαίνουν, πράγμα που σήμαινε ότι η φερεγγυότητα[13] των δανειοληπτών δεν αποτελούσε θέμα: θα μπορούσαν να κατασχεθούν τόσο τα σπίτια όσο και τα χρήματά τους. Οι αφερέγγυοι πολίτες είχαν τη δυνατότητα να συνάψουν δάνεια με ειδικούς όρους. Αυτό έγινε γνωστό ως επισφαλή δάνεια. Η αγορά ενυπόθηκων δανείων εκτοξεύτηκε και τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού άρπαξαν την ευκαιρία. Ο αριθμός των επισφαλών δανείων αυξήθηκε από 8% (το 2001) σε 20% (το 2007) του συνολικού ποσού των στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ.
Η απορρύθμιση της χρηματοπιστωτικής αγοράς έκανε τα υπόλοιπα. Οι στεγαστικές τράπεζες πούλησαν τα επισφαλή δάνεια (μαζί με τα ρίσκα) σε εξειδικευμένες εταιρίες[14], που εξέδωσαν αξιόγραφα στην αγορά, που καλύπτονταν από αυτές τις υποθήκες. Ως αποτέλεσμα, οι στεγαστικές τράπεζες μπορούσαν να συνεχίσουν να παρέχουν δάνεια. Μεταξύ του 2001 και του 2006 η μηχανή συνέχισε να λειτουργεί και οι αμερικάνικες υποθήκες έφτασαν τα 11.500 δισ. δολάρια. Αυτά τα αξιόγραφα διασκορπίστηκαν σε όλο τον κόσμο σε τράπεζες, συνταξιοδοτικά ταμεία, εμπορικές τράπεζες, κερδοσκοπικά κεφάλαια και κεφάλαια υψηλού κινδύνου, που ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα γι’ αυτά.
Όταν το ΟΑΣ ανέβασε σταδιακά το επιτόκια στο 5,25% πολλοί νέοι αγοραστές έμειναν άφραγκοι. Συνέβη ένας τεράστιος αριθμός εξώσεων και η αγορά ακινήτων πήρε νέα τροπή. Ο αριθμός αυτών που αδυνατούσαν να πληρώσουν αυξανόταν κάθε τρίμηνο και ως το τέλος του 2006 είχαν πρόβλημα οι πρώτες τράπεζες και τα πρώτα κεφάλαια υψηλού κινδύνου.
Η χιονοστιβάδα δεν μπορούσε πλέον να σταματηθεί και το Σεπτέμβρη του 2008 η τραπεζική κρίση έφτασε στο αποκορύφωμά της.
Οι συνέπειες ήταν ακόμη πιο καταστροφικές για τους ιδιοκτήτες σπιτιών. Πάνω από δύο εκατομμύρια εξ αυτών έχασαν το σπίτι που μόλις είχαν αγοράσει και πετάχτηκαν στο δρόμο.
Ωστόσο, η κρίση από καιρό δεν αφορούσε μόνο τις ΗΠΑ. Σε όλο τον κόσμο, χρεώθηκαν τοξικά ομόλογα αξίας πάνω από 1000 δισ. δολάρια και οι τράπεζες ανακηρύσσουν απόλυες η μια μετά την άλλη. Η κατάσταση επιδεινώνεται, όταν ως μέτρο προφύλαξης οι τράπεζες απομυζούν την διατραπεζική αγορά, διότι διευρύνεται γενικά η έλλειψη εμπιστοσύνης. Αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης καταπιάνει το κοινό και ελλοχεύει η απειλή ενός «τραπεζικού πυρετού».

Δεν έχει τελειώσει ακόμη

Γιατί το σκάσιμο της στεγαστικής φούσκας επέφερε πολύ πιο σκληρό χτύπημα από την προηγούμενη φούσκα και γιατί όλο το χρηματοπιστωτικό σύστημα βρίσκεται στο χείλος της αβύσσου; Πρόκειται για τη μεγαλύτερη χρηματοπιστωτική φούσκα στην ιστορία και έχει μολύνει όλο το σύστημα με τοξικά ομόλογα. Όλα τα μέτρα προστασίας και κυβερνητικού ελέγχου καταργήθηκαν με τέτοιο τρόπο που κανένας δεν μπορεί να ελέγξει την πραγματική αξία των αξιογράφων που εξασφαλίζονται με υποθήκη ή την τοποθεσία τους. Αυτό έκανε αναπόφευκτη την αλυσιδωτή αντίδραση.
Η σοβαρότητα της τρέχουσας κατάστασης μπορεί να παρατηρηθεί στον πανικό που οδήγησε σχεδόν όλα τα εθνικά Κράτη να καταφύγουν στη γρήγορη διάσωση των τραπεζών τους, επεκτείνοντας τις παρεμβάσεις τους. Για να μετρηθεί το εύρος τους είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε ότι τα επτά χρόνια πολέμου σε Ιράκ και Αφγανιστάν κόστισαν 750 δισ. δολάρια. Είναι λίγο περισσότερα από τα 700 δισ. δολάρια του σχεδίου Paulson, που προβλέπει την απόκτηση από την κυβέρνηση των ΗΠΑ των επισφαλών χρεών των τραπεζών. Όμως, αυτό δεν είναι όλο. Για να διασωθούν τράπεζες, όπως η Bear Stearns, και να εθνικοποιηθούν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, όπως τα Fannie Mae, Freddy Mac και AIG ξοδεύτηκαν επιπλέον 200 δισ. δολάρια. Αθροίζοντας τις διάφορες παρεμβάσεις το σύνολο προσεγγίζει τα 1.800 δισ. δολάρια. Ας τονίσουμε πως το ΑΕΠ ολόκληρης της Αφρικάνικης ηπείρου το 2007 ήταν 2.150 δισ. δολάρια. Είναι προφανές πως μια τρύπα αυτού του μεγέθους θα έχει ολέθριες συνέπειες για το κρατικό χρέος, τον προϋπολογισμό και τέλος για τη φορολογική δήλωση των αμερικανών πολιτών. Εκτιμάται πως οι τελευταίοι θα πρέπει να πληρώσουν τουλάχιστον 2000 δολάρια.
Θα μπορέσει ο Πρόεδρος του ΟΑΣ Ben Shalom Bernanke να φουσκώσει άλλη μια φούσκα και να φέρει ανακούφιση; Είναι εντελώς απίθανο. Η κατανάλωση στις ΗΠΑ έχει καταρρεύσει και πολλοί επενδυτές έχουν χάσει μεγάλα χρηματικά ποσά στο Χρηματιστήριο. Τα χρηματοπιστωτικά εργαλεία και η ακίνητη περιουσία έχασαν μεγάλο μέρος της αξίας τους και δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη νέων πιστώσεων. Πιστώσεων που για ευνόητους λόγους η τραπεζική βιομηχανία είναι δισταχτική να παραχωρήσει. Η περικοπή των επιτοκίων για την ενίσχυση της οικονομίας δεν αποτελεί λύση, διότι ήδη βρίσκονται στο 3%, στα χαμηλότερα επίπεδα.
Είναι καθαρό ότι η μόνη διέξοδος από αυτή την συνεχώς αναβαλλόμενη κρίση υπερπαραγωγής είναι η εξολόθρευση της παραγωγικής ικανότητας. Αυτό σημαίνει πως τα χειρότερα έπονται. Η κρίση υπόσχεται να είναι μακροχρόνια και βαθιά. Οι χώρες του Τρίτου κόσμου θα είναι οι πρώτες που θα δουν τις εξαγωγές τους να μειώνονται, θα παρέχουν λιγότερες πρώτες ύλες και σύντομα θα ξαναβρεθούν υπό το σιδηρού κανόνα του ΔΝΤ και των σχεδίων αναδιάρθρωσης.

Πρόκειται για το τέλος της ηγεμονίας των ΗΠΑ;

Για πολλά χρόνια, οι ΗΠΑ κατάφεραν να οδηγήσουν το οικονομικό τους πλοίο μεταβιβάζοντας τις επιπτώσεις της κρίσης σε άλλες χώρες. Ο τρόπος με τον οποίο οι ΗΠΑ φουσκώνουν τεχνητά την οικονομία επηρεάζει και τον υπόλοιπο κόσμο. Οι ΗΠΑ έχαιραν ελευθερίας κινήσεων εξαιτίας της θέσης τους ως ηγετικής οικονομικής δύναμης. Φαίνεται, σε αυτό το επίπεδο ότι τα πράγματα αλλάζουν. Η παραλίγο κατάρρευση των μεγάλων τραπεζών των ΗΠΑ και η εξάρθρωση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος αναπόφευκτα θα συνεχίσει να απομυζά την οικονομία των ΗΠΑ, όπως και την εξουσία των ΗΠΑ.
Οι οικονομικές δυσκολίες της Αμερικής συμβαδίζουν με τον Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας που αγκομαχεί και τείνει να φτάσει σε τέλμα τόσο στο Αφγανιστάν όσο και στο Ιράκ. Η πολιτική εξουσία των Ηνωμένων Πολιτειών στους διεθνείς οργανισμούς και στο διπλωματικό μέτωπο αμφισβητείται όλο και περισσότερο. Η παγκόσμια τάξη παίρνει νέα στροφή και διαμορφώνεται ένας πιο πολυπολικός κόσμος.
Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να έχουν την ισχυρότερη οικονομία του κόσμου. Αλλά, τις τελευταίες δεκαετίες η οικονομία ενισχυόταν τεχνητά, ώστε να συνεχίσει να αποτελεί τη μηχανή της παγκόσμιας κατάστασης και γι’ αυτό οι ΗΠΑ πληρώνουν σήμερα βαρύ τίμημα: ο τρέχον λογαριασμός τους παρουσιάζει ένα εξαιρετικά υψηλό έλλειμμα, που αποδίδεται κυρίως στο εμπορικό τους ισοζύγιο. Ως αποτέλεσμα, τα δολάρια διασκορπίζονται σε όλο τον κόσμο και επιστρέφουν στις ΗΠΑ ως επενδύσεις ή κεφάλαιο. Αυτό θα μπορεί να συνεχιστεί μόνο έως ότου το δολάριο παραμένει το νόμισμα του εμπορίου και των διεθνών αποθεμάτων. Ωστόσο, η κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού τομέα αργά ή γρήγορα θα θέσει τέλος σε αυτή την εξέχουσα θέση.
Τα αστρονομικά ποσά που η κυβέρνηση των ΗΠΑ εισάγει στην τραπεζική της βιομηχανία το μόνο που θα κάνουν είναι να αυξήσουν το δημόσιο χρέος, που ήδη είναι κολοσσιαίο εξαιτίας των δαπανών του πολέμου. Όλο και λιγότερες χώρες θα είναι διατεθειμένες να επενδύουν τα αποθέματά τους χωρίς όρους στις Ηνωμένες Πολιτείες και να παρέχουν με αυτό τον τρόπο τη στήριξή τους στο δολάριο ως διεθνές αποθεματικό νόμισμα. Αργά ή γρήγορα θα έρθει το τέλος της αυτοκρατορίας του δολαρίου.
Εμφανίζεται ένας ρόλος για την Κίνα. Ως η κύρια ανερχόμενη δύναμη, αυτή η χώρα ήδη ασκεί σημαντική επιρροή στην παγκόσμια οικονομία εξαιτίας του αυξανόμενου πλεονάσματος του εμπορικού της ισοζυγίου και των σημαντικών οικονομικών αποθεμάτων της. Το αμερικάνικο έλλειμμα φτάνει τα 800 δισ. δολάρια ετησίως. Σύμφωνα με τον Zhu Min αντιπρόεδρο της τράπεζας της Κίνας, οι ΗΠΑ δεν θα μπορούν πια να βασίζονται στη Κίνα για την τοποθέτηση των απαραίτητων κρατικών ομολόγων, για τη χρηματοδότηση της σωτηρίας των τραπεζών των ΗΠΑ.
Πώς όμως θα αντιδράσει η αυτοκρατορία των ΗΠΑ; Με την περαιτέρω αύξηση των πολεμικών της δαπανών και την επιδίωξη των στρατιωτικών της περιπετειών; Προς στιγμή, αυτό παραμένει ανοιχτό, όμως αποτελεί ιστορικό γεγονός ότι μόνο η μαζική καταστροφή της παραγωγικής ικανότητας μέσα από πόλεμο κατάφερε να βρει διέξοδο από την τελευταία σημαντική κρίση του συστήματος, αυτή της δεκαετίας του 30.

Η κρίση του συστήματος πρέπει να λυθεί με την αντικατάσταση του ίδιου του συστήματος

Το ανάχωμα υποχώρησε. Μετά τη χρηματοπιστωτική κατάρρευση, μετά το σκάσιμο της γιγαντιαίας φούσκας, ένας ολόκληρος όροφος κρίσης υπερπαραγωγής προσγειώνεται στα κεφάλια μας. Μοιάζει περισσότερο με μια μακροχρόνια ύφεση, παρά με μια ελαφρώς πεσμένη περίοδο. Ούτε και τα τεράστια χρηματικά ποσά που εμπλέκονται θα μπορέσουν να κρατήσουν αυτό το παλιρροϊκό κύμα υπό έλεγχο.
Όσον αφορά τα αίτια, τα δάκτυλα δείχνουν προς όλες τις κατευθύνσεις: είναι εξαιτίας των επισφαλών δανείων, εξαιτίας των κεφαλαίων υψηλού κινδύνου, εξαιτίας των ΗΠΑ...
Σύμφωνα με τον Karel Van Miert, τον πρώην ηγέτη του SP.a (Φλαμανδικού σοσιαλιστικού κόμματος), πρώην Ευρωπαίο επίτροπο και διοικητικό στέλεχος της Philips, για την κατάρρευση ευθύνεται ο αγώνας δρόμου των τραπεζιτών για κέρδος. Είναι άραγε υπερβολικά άπληστοι; Όλα ταιριάζουν, αρκεί να κρύψουν το γεγονός ότι πίσω από αυτόν τον αγώνα δρόμου για κέρδος –που δεν διεξάγουν μόνο οι τραπεζίτες, αλλά και εταιρίες όπως η Philips, κείται ένα σταθερό και επανεμφανιζόμενο φαινόμενο. Ο Καρλ Μαρξ ανακάλυψε αυτό το φαινόμενο πριν από 150 χρόνια. Το συμπέρασμά του ήταν ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς κρίσεις.
Όταν πρόκειται για λύσεις, η συναίνεση από τους σοσιαλδημοκράτες ως του φιλελεύθερους είναι σημαντική: υπάρχει ανάγκη για περισσότερη διαφάνεια, περισσότερη ρύθμιση και περισσότερο έλεγχο.
Όχι, πια δεν πρόκειται για την απληστία μιας φούχτας ανθρώπων. Όχι, δεν πρόκειται για τον αγώνα για το κέρδος λίγων τραπεζιτών. Όχι, δεν πρόκειται για την αποσύνθεση των χρηματοπιστωτικών ρυθμίσεων, όπως πολλοί ισχυρίζονται. Όχι, η κατάσταση δεν θα λυθεί με την εισαγωγή μιας «γνήσιας ελεύθερης αγοράς, που υπακούει σε κανόνες». Η κρίση είναι σύμφυτη με το ίδιο το σύστημα.
Ποτέ πριν η ανθρωπότητα δεν παρήγαγε περισσότερη ευημερία, αλλά ούτε και τόση φτώχια. Είναι η εργασία του καθενός – μόνο η εργασία- που παράγει την ευημερία, όχι το κεφάλαιο. Είναι στοιχειώδης λογική το να απαιτήσει κανείς η συλλογικά παραγμένη ευημερία να χρησιμοποιηθεί για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής όλων των ανθρώπων. Αυτό είναι αδύνατο σε μια καπιταλιστική οικονομία, που λειτουργεί σύμφωνα με τα συμφέροντα μιας μικρής μειοψηφίας και οδηγεί αναπόφευκτα σε κρίση. Γι’ αυτό όλα τα σημαντικά μέσα παραγωγής πρέπει να έρθουν στα χέρια της συλλογικότητας.

18 Νοέμβρη 2008

Ο Jo Cottenier είναι συγγραφέας του βιβλίου «La Société Générale 1822 – 1992» (μαζί με τους Patrick De Boosere και Thomas Gounet) EPO, 1989 και του «Le temps travaille pour nous» (Ο χρόνος δουλεύει για μας) (μαζί με τον Kris Hertogen) EPO, 1991. Είναι μέλος του Γραφείου του Εργατικού Κόμματος Βελγίου.
Ο Henri Houben είναι διδάκτωρ οικονομικών, ερευνητής στο ινστιτούτο Μαρξιστικών Ερευνών, ειδικευμένος στην μελέτη των πολυεθνικών, της Ευρωπαϊκής πολιτικής απασχόλησης και της οικονομικής κρίσης. Τώρα δουλεύει πάνω σε βιβλίο για την οικονομική κρίση, που πρόκειται να εκδοθεί την άνοιξη του 2009.

Μετάφραση από τα γαλλικά της Sarah Kamer.
Από το περιοδικό Études Marxistes, n°84, Οκτώβρης-Νοέμβρης 2008 http://www.marx.be/FR/em_index.htm


[1] Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. ΙΙΙ, κεφάλαιο 30, σελ. 610.
[2] Η εξαγορά επιχειρήσεων χάρη στην κατοχή δανειακών εγγυήσεων συμβαίνει όταν ένας οικονομικός χορηγός αποκτήσει το πακέτο ελέγχου των μετοχών ιδιοκτησίας μιας επιχείρησης, έχοντας πάρει ένα σημαντικό ποσοστό της τιμής αγοράς μέσα από δανειοδότηση. Τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρίας που αποκτήθηκε χρησιμοποιούνται ως εγγύηση για το δανειακό κεφάλαιο, σε ορισμένες περιπτώσεις μαζί με περιουσιακά στοιχεία της εταιρίας που αποκτά. Οι εγγυήσεις ή άλλα έγραφα που εκδίδονται για εξαγορές επιχειρήσεων χάρη στην κατοχή δανειακών εγγυήσεων συνήθως δεν θεωρούνται επενδυτικού βαθμού, διότι περιλαμβάνουν μεγάλο ρίσκο.
[3] McKinsey Παγκόσμιο Ινστιτούτο, 2006.
[4] Τα παράγωγα είναι χρηματοπιστωτικά συμβόλαια, ή χρηματοπιστωτικά εργαλεία, η αξία των οποίων προέρχεται από την αξία κάτι διαφορετικού (που είναι γνωστό ως υπόθεμα). Το υπόθεμα πάνω στο οποίο βασίζεται ένα παράγωγο μπορεί να είναι ένα περιουσιακό στοιχείο (π.χ. εμπορεύματα, μετοχές, υποθήκες κατοικιών, εμπορικά ακίνητα, δάνεια, ομόλογα), ένας δείκτης (π.χ. επιτόκια, συναλλαγματικές ισοτιμίες, δείκτες χρηματιστηριακής αγοράς, δείκτες τιμών καταναλωτή (ΔΤΚ) - βλέπε παράγωγα πληθωρισμού), ή άλλα στοιχεία (π.χ. καιρικές συνθήκες, ή άλλα παράγωγα). Τα πιστωτικά παράγωγα βασίζονται σε δάνεια, ομόλογα ή άλλες μορφές πίστωσης. Οι κύριοι τύποι παραγώγων είναι τα προθεσμιακά συμβόλαια, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, τα δικαιώματα προτίμησης, και τα συμβόλαια ανταλλαγών.
[5] Chandrasekhar, 12 Ιουλίου 2007
[6] Η πολιτική του Ρέιγκαν εμπνεύστηκε από μονεταριστές σαν τον Milton Friedman, για τον οποίο η νομισματική ορθοδοξία είναι το πιο πολύτιμο αγαθό.
[7] Στη συνέχεια παρέμεινε σταθερό σε όλη τη δεκαετία του 90. Αυτή την εκτίμηση έκανε ο Henri Houben στη βάση του βιβλίου του Edward Wolff «The Increasing Inequality of Wealth in America» (Η αυξανόμενη ανισότητα του πλούτου στην Αμερική). Στο Βέλγιο αυτό το 1% εκτιμάται ότι κατέχει το 25% όλων των ιδιωτικών περιουσιών.
[8] ΑΕΠ (ακαθάριστο εγχώριο προϊόν) είναι η συνολική αξία όλων των τελικών αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται σε μια συγκεκριμένη οικονομία σε ένα χρόνο.
[9] Η χρηματοπιστωτική μόχλευση (financial leverage) παίρνει τη μορφή δανείου (χρέους), τα έσοδα από το οποίο επενδύονται εκ νέου με στόχο την απόκτηση μεγαλύτερου ποσοστού κέρδους (return) από το κόστος του επιτοκίου.
[10] Β.Ι. Λένιν, «Ο ιμπεριαλισμός το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», σελ. 46.
[11] Β.Ι. Λένιν, «Ο ιμπεριαλισμός το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», σελ. 59.
[12] Βασικό επιτόκιο είναι ένα επιτόκιο αναφοράς που χρησιμοποιείται από τις τράπεζες. Ο όρος αρχικά αφορούσε τα επιτόκια με τα οποία οι τράπεζες δανείζαν τους επίλεκτους πελάτες τους.
[13] Φερεγγυότητα είναι η ικανότητα μιας οντότητας να πληρώνει τα χρέη της.
[14] Λέγονται SPVs (χρηματιστηριακά προϊόντα ειδικού τύπου).

2 σχόλια: