Σελίδες

24 Αυγ 2020

“Οι Σοβιετικοί μπήκαν στο Βερολίνο με τα βομβαρδιστικά και το ναυτικό της Δύσης…” – Το άλλο με τον Μπογδάνο το ξέρετε;

Όταν παίζουν τη θεωρία των δύο άκρων (ναζισμού και κομμουνισμού) για να τα εξισώσουν και να βγάλουν λάδι τον πρώτο, σκοντάφτουν σε μια “μικρή”, κρίσιμη λεπτομέρεια. Ο Κόκκινος Στρατός, η Σοβιετική Ένωση του Στάλιν και των 20 εκατομμυρίων θυμάτων στο βωμό του Αντιφασιστικού Αγώνα, ήταν αυτοί που τσάκισαν, μαζί με τους λαούς και τα αντιστασιακά τους κινήματα, τη Ναζιστική Γερμανία του Χίτλερ.

Πώς προσπερνάνε αυτό το εμπόδιο; Κατά κύριο λόγο, με τη συνήθη μέθοδο της αποσιώπησης, για να μπορέσουν να ξαναγράψουν την ιστορία στα δικά τους μέτρα. Οι πιο θρασείς από αυτούς τολμούν να κάνουν το… κόκκινο μαύρο και να πούνε ότι οι Σοβιετικοί μπήκαν στο Βερολίνο χάρη στη στρατιωτική ισχύ των δυτικών τους συμμάχων!
Αντί άλλων σχολίων, παραθέτουμε ένα καίριο απόσπασμα από ένα παλιότερο άρθρο στην ΚΟΜΕΠ, όπου ανατυπώνεται το τελευταίο κεφάλαιο από το βιβλίο του Θ. Παπαρήγα για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και το οποίο απαντά στο ζήτημα των βομβαρδισμών από τις δυτικές δυνάμεις, πού ακριβώς στόχευαν, κατά πόσο… ισοπέδωσαν τον εχθρό και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ήττα της Ναζιστικής Γερμανίας.
Ένα ιδιόμορφο αλλά χαρακτηριστικό σημείο συγκέντρωσης των αντιθέσεων του πολέμου ήταν οι αεροπορικοί βομβαρδι­σμοί. Το θέμα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ο πρώτος πόλεμος τόσο εκτεταμένης χρήσης της αεροπορίας, της οποίας δοκιμή ήταν ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος.
Η αφομοίωση αυτής της εμπειρίας από τη ναζιστική ηγεσία φάνηκε από την αρχή της δυτικής εκστρατείας και συγκεκριμένα στο Ρότερνταμ, το οποίο βομβαρδίζεται άγρια. Οι καταστροφές είναι μεγάλες. Υπάρχουν 814 νεκροί, χιλιάδες τραυματίες και 78.000 άστεγοι.
Καθώς ο πόλεμος προχωρεί, οι βρετανικές πόλεις (συμπερι­λαμβανομένων και των βορειοϊρλανδικών) γίνονται στόχοι της ναζιστικής αεροπορίας τον Ιούνη του 1940-Μάη του 1941, ενώ η βρετανική αεροπορία αντικαθιστά τις προκηρύξεις, που ως τότε έριχνε στη Γερμανία, με βόμβες. Μετά το Μάρτη του 1942, οι βομβαρδισμοί γίνονται πιο συστηματικοί: Οι κοινοί βρετανοαμερικανικοί ιπτάμενοι στόλοι ισοπεδώνουν τις γερμανικές πόλεις, μετατρέποντας τις σε σωρούς ερειπίων. Το γεγονός ότι η ναζιστι­κή Γερμανία δεν μπορεί να αντιτάξει κάτι ανάλογο, δείχνει το συσχετισμό των δυνάμεων.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να υπογραμμιστούν δύο πράγματα: α) Οι αεροπορικοί αυτοί βομβαρδισμοί, που καταλήγουν να πάρουν γιγαντιαίες διαστάσεις, γίνονται αποκλειστικά στη Δύ­ση. Στην Ανατολή, όπου συγκεντρώνονται κολοσσιαίες αεροπο­ρικές δυνάμεις, οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί λείπουν σχεδόν τελείως. Ο αεροπορικός βομβαρδισμός της γραμμής του πυρός και οι γιγαντιαίες αερομαχίες είναι φαινόμενα σχεδόν καθημερι­νά, αλλά οι βομβαρδισμοί των μετόπισθεν σχεδόν λείπουν τελεί­ως. Μόνο στις πρώτες ημέρες του πολέμου, η σοβιετική αεροπο­ρία βομβαρδίζει το Βερολίνο και το Ντάντσιχ. Σχεδόν αμέσως μετά, εγκαταλείπει αυτή την τακτική. Η γερμανική αεροπορία, της οποίας οι προωθημένες βάσεις απέχουν μόνο μερικά λεπτά πτήσης, δε βομβαρδίζει τη Μόσχα στις 7 Νοέμβρη του 1941. Η σοβιετική πρωτεύουσα που, για μια κρίσιμη στιγμή του πολέμου, βρίσκεται σχεδόν μέσα στη ζώνη των επιχειρήσεων, παθαίνει μόνο ασήμαντες ζημιές.
β) Οι βομβαρδισμοί αυτοί δεν έπαιξαν σχεδόν κανένα στρα­τιωτικό ρόλο. Τα θύματα τους ήταν, βέβαια, πάρα πολλά, αλλά δε φαίνεται να επηρέασαν σε τίποτα την πορεία των επιχειρήσε­ων.
Έτσι, βλέπουμε τη Γερμανία, που βομβαρδίζεται αμείλικτα, να αυξάνει συνεχώς την πολεμική της παραγωγή. Κάτω από τα ερείπια, βρίσκονται γεμάτες αποθήκες. Το 1944 είναι χρόνος-ρεκόρ για την παραγωγικότητα. Το Γενάρη του 1945, η Γερμα­νία, δηλαδή μια χώρα που «πνέει τα λοίσθια», παράγει το διπλά­σιο οπλισμό από το Γενάρη του 1940, όταν βρισκόταν σε κατά­σταση ακράτητης επέκτασης.
Τι είχε συμβεί; Μα είναι πολύ απλό: Οι βομβαρδισμοί δεν έπλητταν, κατά κανόνα, βιομηχανικές εγκαταστάσεις αλλά χώρους κατοικίας. Γιατί, όμως, δεν έπλητταν βιομηχανικές εγκαταστά­σεις;
Αυτό έχει πολλά και πολύπλοκα αίτια.
Ένας λόγος είναι, οπωσδήποτε, ότι οι χώροι των βιομηχανι­κών εγκαταστάσεων ήταν καλύτερα προστατευμένοι. Αυτό, όμως, είναι δύσκολο να δεχτούμε ότι τα συμμαχικά επιτελεία δεν το γνώριζαν. Και, αφού το γνώριζαν, γιατί συνέχιζαν τους άχρη­στους βομβαρδισμούς;
Όλα δείχνουν ότι τα χαρακτηριστικά των αεροπορικών αυτών βομβαρδισμών έχουν την εξήγηση τους στα εξής:
α) Στη χρήση των βομβαρδισμών σαν μέσου οικονομικής ανά­καμψης. Ολα δείχνουν ότι η καταστροφή των χώρων κατοικίας και λιγότερο των βιομηχανικών εγκαταστάσεων ήταν ένας τρό­πος (και, πιθανότατα, ο μόνος που απέμενε) για τη δημιουργία του απαραίτητου «κενού» ώστε να μπορεί στη συνέχεια να κινη­θεί ο οικονομικός μηχανισμός της κάλυψής του. Πρόκειται, στην ουσία, για μια από τις πιο φοβερές μορφές έκφρασης του «καπι­ταλισμού που σαπίζει».
β) Στη χρήση των βομβαρδισμών σαν μέσον αντιπαράθεσης συμφερόντων μονοπωλιακών ομάδων. Αφθονούν, πράγματι, οι ενδείξεις ότι το πού θα έπεφταν οι βόμβες καθορίστηκε, σε πολύ μεγάλο βαθμό, και από τα συγκεκριμένα συμφέροντα που θα έθι­γαν. Τα ακίνητα που θα πλήττονταν συχνά καθορίζονταν με βάση τη διαπάλη των μονοπωλίων για την εξασφάλιση πλεονεκτημά­των, τη διαφύλαξη συγκεκριμένων συμφερόντων κλπ. Εχει, π.χ., επισημανθεί ότι τα τεράστια κτίρια της IG Farben στη Φραγκ­φούρτη έμειναν άθικτα εν μέσω των καπνιζόντων ερειπίων. Σε ποιο, άραγε, βαθμό αυτό οφειλόταν στους πολύ γνωστούς δε­σμούς της IG Farben με τα μονοπώλια των ΗΠΑ;
γ) Στη χρήση των βομβαρδισμών σαν ένα πολύπλοκο παιχνί­δι αντιπαράθεσης και συμμαχίας. Η καταστροφή της γερμανικής βιομηχανίας, ιδιαίτερα της πολεμικής, θα μείωνε την ικανότητα της Γερμανίας να καταστρέψει την ΕΣΣΔή, τουλάχιστον, να της αντιτάξει «καταστροφική αντίσταση». Από την άλλη, καθώς ο πόλεμος προχωρεί και φαίνεται ότι ένα τμήμα της Γερμανίας θα καταληφθεί από το σοβιετικό στρατό, εντείνονται οι βομβαρδι­σμοί ακριβώς αυτών των περιοχών. Το Φλεβάρη του 1945, μια εκτεταμένη αεροπορική επιδρομή της αμερικανικής και βρετανι­κής αεροπορίας ερειπώνει το Βερολίνο – χωρίς, προφανώς, να θίξει καθόλου τη μαχητική ικανότητα των ναζιστικών στρατιωτικών μονάδων που έχουν ήδη συγκεντρωθεί εκεί. Η περίπτωση της Δρέσδης, που σβήνει από το χάρτη χωρίς κανένα ουσιαστικό λόγο, είναι χαρακτηριστική και των αντιφάσεων αυτής της στρα­τηγικής. Καθώς τα γεγονότα τρέχουν όλο και πιο γρήγορα, η αδράνεια της προηγούμενης κατάστασης βαραίνει στη μετέπειτα εξέλιξη: Η Δρέσδη καταστρέφεται εκ θεμελίων, αλλά η γέφυρα της και μερικά εργοστάσια που διαθέτει δεν έπαθαν τίποτα.
Αλλωστε, αυτό γίνεται όχι μόνο στη Γερμανία αλλά και σε άλλες χώρες. Βλέπουμε, π.χ., τη συστηματική καταστροφή μέσω των βομβαρδισμών των εργοστασίων SKODA στην Τσεχοσλοβα­κία. Στη Ρουμανία, οι πετρελαιοπηγές του Πλοέστι βομβαρδίζο­νται συστηματικά. Και αυτά γίνονται ενώ ο πόλεμος τελειώνει και είναι πια φανερό ότι στις περιοχές αυτές πλησιάζει ο σοβιετι­κός στρατός. Εκτός αυτού, παίρνονται και άλλα μέτρα: Οσο είναι δυνατόν, οι περιοχές αυτές εκκενώνονται, συχνά με θεαμα­τικό τρόπο, από ό,τι πολύτιμο διαθέτουν.
Έτσι εξηγείται και η εξέλιξη στην Ανατολή. Από τη μια πλευρά, η ΕΣΣΔ παραιτείται από την αρχή από τους αεροπορι­κούς βομβαρδισμούς γιατί καταλαβαίνει ότι με αυτούς, ακόμα κι αν έχουν επιτυχία (όπως οι δικοί της), δεν πρόκειται να κερδίσει τίποτα. Εκτός αυτού, σε όλη τη διάρκεια του πολέμου είναι πολύ φανερή η (συνήθως, αποτυχημένη) προσπάθεια της ΕΣΣΔ να αποφύγει τις καταστροφές, ιδιαίτερα των αστικών κέντρων (μια από τις πολύ σπάνιες περιπτώσεις επιτυχίας, η Κρακοβία). Σ’αυτό, εμφανίζεται, σε παραλλαγμένη μορφή, η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας: Εκείνο που για τις δυτικές δυνάμεις ήταν ένας παράγοντας οικονομικής ανάκαμψης, για την ΕΣΣΔ ήταν ένα δυσβάσταχτο οικονομικό βάρος.
Από την άλλη πλευρά, και η ναζιστική Γερμανία αποφεύγει τους βομβαρδισμούς, ακόμα και στις ευνοϊκές στιγμές, γιατί καταλαβαίνει ότι οι απώλειες θα είναι τόσο μεγάλες ώστε κάθε επιτυχία θα έχανε την αξία της.
Σήμερα ξέρουμε ότι και οι δύο πλευρές έβλεπαν σωστά. Μετά τον πόλεμο, ειδική επιτροπή εμπειρογνωμόνων του Πεντάγωνου χαρακτήρισε τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς «μεγαλύτερη και δαπανηρότερη γκάφα της στρατιωτικής ιστορίας». Πολύ ακριβής εκτίμηση, ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς ότι, πέρα από τα πάμπολλα άλλα, στοίχισαν τη ζωή σε χιλιάδες (και, πιθανότατα, δεκάδες χιλιάδες) Βρετανούς και Αμερικανούς πιλότους, πλοη­γούς, πυροβολητές κλπ.
Όσα είπαμε παραπάνω δείχνουν και κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία: τη συνέχιση των επαφών διαφόρων τύπων μεταξύ των δυτικών δυνάμεων και της Γερμανίας στη διάρκεια του πολέμου.
Μπορεί να διαβάσει κανείς αυτό το ενδιαφέρον ζήτημα, όπως και όλο το πολύ ενδιαφέρον και αξιόλογο άρθρο, στη σελίδα της ΚΟΜΕΠ.
Πηγή: Κατιούσα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου